Η «ωραία χρωματιστή ύλη» της μνήμης
Εκτός απ’ αυτές τις πράξεις της αλητείας και της φτηνής εγκληματικότητας, οι σουρεαλιστές έκαναν και πράγματα πολύ αστεία και διασκεδαστικά. Ένα αριστούργημα κωμικότητας ήταν οι συγκεντρώσεις στο σπίτι του Μπρετόν… Οι σουρεαλιστές πρέσβευαν γνησιότατα κομουνιστικά και αντιαστικά αισθήματα, επιδίωκαν πάντα να ζουν όσο γινόταν πιο άνετα, να ντύνονται πολύ καλά, να τρώνε φαγητά εκλεκτά, συνοδευόμενα από εξαιρετικά κρασιά, να μην δίνουν ποτέ ούτε μια δεκάρα ελεημοσύνη σε φτωχό, να μην κουνάνε ποτέ ούτε το δαχτυλάκι τους για τη βοήθεια κανενός που είχε ανάγκη υλική ή ηθική, για την ακρίβεια μάλιστα να μην εργάζονται καθόλου. Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα του ψευτοστοχασμού και της εξεζητημένης αυτοσυγκέντρωσης, ο Μπρετόν διάβαζε με θανατερή φωνή, βηματίζοντας πάνω κάτω στο στούντιο, αποσπάσματα από τον Λωτρεαμόν. Απάγγελνε το ανοητάρι του Ισιδώρου Ντυκάς με ύφος σοβαρό… [σ. 123]
… γράφει ο Τζιόρτζιο ντε Κίρικο κατά το ξεφύλλισμα των αναμνήσεών του από το Παρίσι και τους κύκλους των σουρεαλιστών, που έζησε από κοντά αλλά και συγχρόνως πάντα από κάποια απόσταση. Και το απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό πολλών σελίδων αυτής της πυκνής αυτοβιογραφίας: ο συγγραφέας εκφράζεται αυθόρμητα και ρεαλιστικά για όλα όσα έζησε αυτοπροσώπως, χωρίς να διστάζει να εκφραστεί με δηλητηριώδη ευθύτητα. Γράφοντας για το Παρίσι στο οποίο έφτασε το 1925 ο ζωγράφος περιγράφει την «πραγματική δικτατορία» που έχουν εγκαθιδρύσει οι έμποροι τέχνης, που μπορούν κατά βούληση να δώσουν αξία σε οποιονδήποτε ζωγράφο αλλά και αντίστροφα να εξαφανίσουν ακόμα και κάποιον καλλιτέχνη μεγάλης αξίας. Ένας δεύτερος κύκλος «εκφυλισμένων τραμπούκων, βουτυρόπαιδων, ακαμάτηδων και αυνανιστών» μιλάει για ένα σουρεαλιστικό κίνημα, υποταγμένος σ’ έναν αρχηγό που έχει αυτοχειροτονηθεί ποιητής και ονομάζεται Αντρέ Μπρετόν…
Τα πρώτα κεφάλαια με τις πρώιμες αναμνήσεις του συγγραφέα έχουν το δικό τους ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τι συγκρατεί τότε από τα πράγματα εκείνος που αργότερα θα τα ζωγραφίζει με τον εντελώς δικό του τρόπο; Η πιο μακρινή στο χρόνο εικόνα του είναι μια κάμαρα μεγάλη και ψηλοτάβανη· κι ύστερα δυο στρογγυλά δισκάρια, τρύπια στη μέση, από την ανατολίτικη μαντίλα της μητέρας του – ένα σύμβολο τελειότητας. Στον Βόλο, σ’ ένα σπίτι πελώριο και θλιβερό σαν μοναστήρι, άρχισαν σύντομα να έρχονται τα πρώτα καλέσματα του δαίμονα της τέχνης. Και πρώτη εκδήλωσή τους υπήρξε η χαρά να ξεπατικώνει ζωγραφιές τοποθετώντας τις πάνω στο τζάμι του παραθύρου μ’ ένα φύλλο χαρτιού από πάνω.
Η οικογένειά του βρέθηκε στον Βόλο λόγω της δουλειάς του πατέρα του, ο οποίος είχε αναλάβει την επίβλεψη της κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής που προχωρούσε στο εσωτερικό της Θεσσαλίας. Ο ντε Κίρικο θαύμαζε εκείνον τον άνθρωπο του δέκατου ένατου αιώνα, που ήταν ταυτόχρονα μηχανικός και άρχοντας από άλλες εποχές. ιππέας και ιπποτικός μαζί. Σύντομα θα ερχόταν και η πρώτη αξέχαστη επαφή με το βιβλίο: οι γελωτοποιοί νάνοι, γεμάτοι έξοχες εικόνες, ιδιαίτερα με καλοσχεδιασμένους και χρωματιστούς γάτους, του προκάλεσαν την έντονη επιθυμία της δικής του ζωγραφικής.
Η ζωή στην κωμόπολη του Βόλου ήταν βέβαια γεμάτη από γεγονότα μεταφυσικά και επαρχιώτικα. Ο εκκολαπτόμενος καλλιτέχνης κατασκευάζει χαρταετούς με χρωματιστά χαρτιά και παρατηρεί τα γκρίζα χρώματα των γεγονότων της εποχής και ιδίως τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1987. Η μετοίκηση στην Αθήνα σηματοδοτεί και το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, εκείνου του αιώνα που ήταν «τόσο πλούσιος σε τέχνη, σε σκέψη, σε ιδεαλισμό, σε ρομαντισμό, σε ανδρισμό και ανθρωπισμό και προπαντός σε ταλέντο».
Ακολουθεί το Πανεπιστήμιο, οι δάσκαλοι Γεώργιος Ροϊλός και Γεώργιος Ιακωβίδης, για λίγο και ο Βολανάκης, και η γνωριμία με τον συμφοιτητή Δημήτριο Πικιώνης που μαζί με την σύζυγό του Ιζαμπέλλα Φαρ και τον αδελφό του Αλμπέρτο Σαβίνιο υπήρξε ένας από τους τρεις ευφυέστερους ανθρώπους που γνώρισε ποτέ. Το σπίτι τους στην Κηφισιά αφήνει μνήμες θλιβερές, εξαιτίας της υγείας του πατέρα του, που αποκτά όψη όλο και πιο χλωμή και εξαντλημένη. Ακολουθεί το Μόναχο, η Φλωρεντία, το μυθιστόρημά του Εβδόμερος, το Παρίσι, τα καφενεία της Μονμάρτρ και το μοιραίο 1914. Γνωρίζει τον Απολλιναίρ, που αργότερα σπεύδει να καταταγεί αλλά όχι τόσο από αγάπη για την Ιταλία, όπως πολλοί αφελώς πιστεύουν, παρά εξαιτίας της πολωνικής του καταγωγής, συνεπώς και της επιθυμίας του να ανήκει σε κάποιο κράτος. Και τελικά αυτή η επιθυμία του στοίχισε την ζωή του ακριβώς την ημέρα της ανακωχής. Ακολουθούν οι αναμνήσεις από τους στρατώνες, τα νοσοκομεία και τα λοιμοκαθαρτήρια.
Κι έρχεται η εποχή με τους περίφημους ρατσιστικούς νόμους της Ιταλίας, τα αποκαλούμενα «ψηφίσματα για την προστασία της φυλής», που έκαναν να βγουν στηνεπιφάνεια πολλά σκοτεινά συναισθήματα, μικροπρέπεια και δουλοπρέπεια, που καλλιεργήθηκαν με τα χρόνια της δικτατορίας και «λαγοκοιμόνταν ακόμα στο βάθος της ψυχής των Ιταλών». Κι έτσι μπορούσε η δασκάλα ενός δημοτικού σχολείου να διασύρει μερικά δύστυχα Εβραιόπουλα της τάξης λέγοντας πως δεν πλένονταν ποτέ και πως ανέδιναν μια φοβερή μπόχα. Πολλές σελίδες αφιερώνονται ακριβώς στην περιγραφή εκείνου του σκοτεινού κλίματος που δημιούργησε ο Μουσολίνι, ένας αποτυχημένος διανοούμενος και ανίκανος συγγραφέας.
Ήταν η εποχή του βρασμού της αποκαλούμενης φασιστικής «επανάστασης». Μια ανάμνηση παραμένει χαρακτηριστική: Ένα βράδυ στον κινηματογράφο δεν βρήκε θέση κι έμεινε όρθιος στο βάθος της αίθουσας. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν πέντε οπλισμένοι νεαροί με μαύρα πουκάμισα και διέταξαν να διακοπή η προβολή, να ανάψουν τα φώτα και να παιχτούν όλοι οι πολεμικοί ύμνοι των φασιστών. Οι θεατές όφειλαν να σηκωθούν όρθιοι – κι ο ίδιος ευτυχώς δεν χρειάστηκε να σηκωθεί, επειδή ήταν ήδη όρθιος. Στο τέλος επέτρεψαν να συνεχιστεί η προβολή, αφού πρώτα κεραυνοβόλησαν με το βλέμμα τους θεατές
Με κάθε ευκαιρία ο συγγραφέας απομυθοποιεί διάφορες αποκρυσταλλωμένες βεβαιότητες· ακόμα και τους οίκους ανοχής, τους τόπους δηλαδή για τους οποίους τόσο στην Ιταλία όσο και οπουδήποτε αλλού δημιουργήθηκαν ένα σωρό μύθοι, ο ένας πιο ψεύτικος και πιο παράλογος από τον άλλον. Δεν συνάντησε, γράφει, καμία τρομοκράτηση των γυναικών από πατρόνες ή αφεντικά· οι γυναίκες στα σπίτια αυτά ήταν ελεύθεροι πολίτες, όπως ακριβώς οι υπάλληλοι των γραφείων. Οι υποχρεώσεις μεταξύ των μελών του οίκου ήταν αμοιβαίες αλλά εκείνες ήταν τελείως ελεύθερες να φύγουν και να αλλάξουν ζωή. Πολλές από αυτές μετά από καιρό, κι αφού είχαν μαζέψει κάποιες οικονομίες, παντρεύονταν και γίνονταν εξαιρετικές σύζυγοι και μητέρες.
Εξάλλου, οι γυναίκες που φιλοξενούνταν στους οίκους ανοχής δεν ήταν καθόλου κυνικές και αναίσχυντες, «όπως μερικοί πίστευαν αφελώς και βλακωδώς». Εδώ ο ντε Κίρικο θυμάται μια σχετική διήγηση του Τόμας ντε Κουίνσι, που στα απομνημονεύματά του περιέγραψε έναν αγνότατο έρωτα που ένοιωσε για ένα κορίτσι στο Λονδίνο, την Ανν, με τον «υπέροχο ευφημισμό» ότι ακούσαν την περιπατητική: συχνά μέσα στην προχωρημένη νύχτα έκανε περιπάτους με την μικρή Ανν κατά μήκος του Τάμεση και μιλούσαν για πολλά υψηλά θέματα του πνεύματος και των ανθρωπίνων αισθημάτων.
Όμως είναι ευνόητο, μεγάλο μέρος των αναμνήσεών του αφορά την συναρπαστική του πορεία προς την καλλιτεχνική δημιουργία. Στο τέλος των αναμνήσεών του μοιράζεται σε ειδικό κείμενο ακόμα και τις σκέψεις του για την τεχνική της ζωγραφικής. Αλλά είναι μια στιγμή σε όλη αυτή την πορεία που μοιάζει με εκείνη την έκλαμψη που αλλάζει τα πάντα και την οποία περιγράφει κάπου στο μέσο του βιβλίου [σ. 153]. Ένα απόγευμα στο Μουσείο του Λούβρου βρέθηκε μαζί με την αγαπημένη του σύντροφο Ιζαμπέλλα Φορ μπροστά σ’ ένα πορτρέτο του Βελάσκεθ και συζητούσαν για το μυστηριώδες υλικό των παλιών δασκάλων. Η Ιζαμπέλλα, που παρατηρούσε για πολλή ώρα τον πίνακα είπε: Αυτό δεν είναι χρώμα στεγνωμένο, αλλά ωραία χρωματιστή ύλη. Τα λόγια της υπήρξαν αποκάλυψη για τον ζωγράφο, που ήδη έβλεπε μπροστά του έναν νέο ορίζοντα με απεριόριστες δυνατότητες.
Εκδ. Ύψιλον / βιβλία, 2009, μεφ. Έμμυ Λαμπίδου – Βαρουξάκη, επιμ. Πέτρος Λεκαπηνός, σελ. 284, με πρόλογο του επιμελητή, εισαγωγή της μεταφράστριας, χρονολογικό πίνακα, σημειώσεις, ευρετήριο ονομάτων και τίτλων και φωτογραφίες.
Στις εικόνες: αυτοπροσωπογραφίες και έργα του ζωγράφου και η Γαλλίδα πόρνη Alice Marot (δεκαετία του 1930),
0 Σχόλια to “Τζιόρτζιο ντε Κίρικο – Αναμνήσεις από τη ζωή μου”