Φώτης Τερζάκης – Αντίδρομα στον ήλιο. Ασιατικές ιχνογραφίες. Τόμος Β΄

Ταξιδευτής τεσσάρων Ανατολών

Τι νιώθεις λοιπόν όταν βρεθείς στη μέση της στέπας; Μιαν ακατάσχετη επιθυμία να καλπάσεις. Αυτό είναι το κλειδί της ψυχής των νομάδων του 50ού παραλλήλου. Αυτό είναι ίσως το μυστικό της ιστορικής καταιγίδας που γνώρισε ο δέκατος τρίτος αιώνας, του ανεμοστρόβιλου που διάλυσε ουσιαστικά την ισλαμική αυτοκρατορία και έσπειρε πρωτοφανή τρόμο στην Κεντρική Ευρώπη: η ξεγνοιασιά, η παιδική σχεδόν αθωότητα με την οποία η μάστιγα αυτή του Θεού αφάνιζε ζωές και ισοπέδωνε μνημεία του πολιτισμού […] δεν έχει ίσως άλλη εξήγηση από την ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου της στέπας που βλέπει απλώς σαν εμπόδιο ό,τι ορθώνεται στον ορίζοντά του – την ανάγκη του να επαναφέρει τον κόσμο στην πρωτογενής, ανεμπόδιστη, απέραντη και ισόπεδη έκταση που ήταν ανέκαθεν η μοναδική του κατοικία. [σ. 55]

… γράφει ο Φώτης Τερζάκης για την Μογγολία, στα δεύτερά του Αντίδρομα προς τους τέσσερις ύστατους ανατολικούς κόσμους από την δική μας ταπεινή γωνία: χερσόνησο της Ινδοκίνας, Κίνα, Ιαπωνία, Θιβέτ και Λαντάκ, στις βόρειες επαρχίες της Ινδίας – τα πρώτα Αντίδρομα σε περιοχές μιας εγγύτερης Ανατολής παρουσιάστηκαν εδώ. Στην Μογγολία λοιπόν, όπου ο μισός πληθυσμός βρίσκεται σε ξεχασμένα χωριά μέσα στον χωμάτινο ορίζοντα ή στις ατέλειωτες στέπες και τα υψίπεδα, όπου τα αγριοκάτσικα εμφανίζονται ως φαντάσματα στα φαράγγια του Αλτάι και τα μικρά άλογα χάνονται σαν σαΐτες στον τάπητα της ερήμου – το χλιμίντρισμά τους ακούγεται στο ηχόχρωμα των εγχόρδων και στην, μοναδική στον κόσμο, παράξενη τεχνική των εγγαστρίμυθων τραγουδιών.

Στο Ουλάν Μπατόρ, όπου ζει ο άλλος μισός, τα βαριάς αισθητικής σοσιαλιστικά κτίσματα συνυπάρχουν με τις μογγολικές γιούρτες, τις χαρακτηριστικές κυκλικές σκηνές των νομάδων, με την άσπρη τσόχα που κρατά την ζέστη και το φοβερό κρύο σε απόσταση. Αυτοί οι νομάδες χαρακτηρίζονται από ανεπτυγμένες μορφές φυλετικής δημοκρατίας και αξιοσημείωτη ισχύ των γυναικών (εκτός βέβαια από τις φυλές που προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ). Η Μογγολία έζησε επί αιώνες στο μυχό μιας ασταμάτητης παλίρροιας ανάμεσα στην Ρωσία και την Κίνα και είχε δεχτεί τους άμεσους κραδασμούς της επανάστασης των Μπολσεβίκων και ήταν η δεύτερη χώρα στον κόσμο που ανακηρύχθηκε επισήμως «λαϊκή δημοκρατία».

Ο ταξιδιώτης περνάει «στην ασύγκριτη δημοκρατία των αεροδρομίων, την μόνη δημοκρατία των φυλών, των συμπεριφορών και των αμφιέσεων», φτάνει στην Σιγκαπούρη, την βαβυλώνα των επιχειρήσεων και των night clubs, και μυρίζεται τις Νότιες Θάλασσες, τα σύνορα που αιώνες τώρα δεν παύουν να παραβιάζουν αργοπορημένη θαλασσοπόροι, κατόπιν εορτής εξερευνητές και δραπέτες των πολιτισμών τους. Στην Σαϊγκόν τα βράδια με την χαμηλή ηλεκτροδότηση αμέτρητα ζευγαράκια ρεμβάζουν στα βρώμικα νερά του λασπωμένου ποταμού. Οι Βιετναμέζοι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα· έζησαν την κτηνωδία των Γάλλων, σήκωσαν το βάρος του αντιαποικιακού αγώνα στην Ινδοκίνα, αντιστάθηκαν σε κυβερνήσεις ανδρεικέλων, πολέμησαν με σφεντόνες και καλάμια, απέκρουσαν την Κίνα· δεν νικήθηκαν από τίποτα – εκτός από την παγκόσμια αγορά.

Σε τούτα τα μέρη που ο κόσμος απλώς δεν γνωρίζει την Ελλάδα· το ελληνικό θαύμα δεν σημαίνει γι’ αυτούς απολύτως τίποτα. Ο γηγενής οδηγός της συντροφιάς, μια συναρπαστική βιογραφία από μόνος του, είναι πιστός στην ταοϊστική αρχή του γιν και του γιανγκ, το ατέρμονο παιχνίδι των αντιθέτων που κυβερνάει τον κόσμο, την ατέλειωτη εναλλαγή της χαράς και της λύπης, και γνωρίζει την ανάγκη του ανθρώπου να κρατηθεί στην δυναμική απάθεια του μέσου δρόμου. Άλλωστε ως προμετωπίδα, έχουν ήδη τεθεί τα λόγια του Μισέλ ντε Σερτώ: στην διάρκεια εντός ταξιδιού, τα αντίθετα συμπίπτουν. Ο συγγραφέας παρατηρεί τον εκθαμβωτικό συγκρητισμό των ασιατικών θρησκειών και όταν στο ναό και το μαυσωλείο του Άνγκορ Βατ στην Καμπότζη δει τα γιγάντια δέντρα να ξεπηδούν μέσα από ξεκοιλιασμένα κτίσματα και τις ρίζες να περισφίγγουν σαν μυθικά ερπετά τους ρημαγμένους τοίχους, σκέφτεται πως η φύση και ο πολιτισμός είναι σφιχταγκαλιασμένοι σε προαιώνια, κοσμογονική αναμέτρηση.

Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό ότι, στα δέκα χρόνια του πολέμου στο Βιετνάμ, η Καμπότζη και το Λάος δέχτηκαν το μεγαλύτερο φορτίο βομβών που έχει ριχτεί ποτέ σε χώρα, μεγαλύτερο και από το σύνολο των βομβών που έπεσαν σε όλο τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Και μπορεί το 1975 οι Βιετκόγκ να γονάτισαν οριστικά του νεοαποικιοκράτες αλλά ακολούθησαν στην Καμπότζη οι Ερυθροί Χμέρ που μετέφεραν τον πληθυσμό στις αγροτικές κολλεκτίβες, ένα είδος καταναγκαστικών έργων, όπου αποδεκατίζονταν από τις κτηνώδεις βιοτικές συνθήκες. Το όργιο αίματος των θανάτων και των βασανιστηρίων ξεπερνά το ίδιο το Άουσβιτς. Αυτό έδωσε αφορμή στο κομμουνιστικό Βιετνάμ να εισβάλει το 1978, διαλύοντας τους Ερυθρούς Χμερ. Ένα από τα αξεδιάλυτα μυστήρια της Καμπότζης, γράφει ο Τερζάκης,  είναι το πώς χώνεψε όλη αυτή τη χθεσινή φρίκη και η ζωή κυλάει παντού σ’ έναν αδιατάρακτο ρυθμό και όλοι διατηρούν ένα γλυκό χαμόγελο, παρά το γεγονός πως κάθε οικογένεια έχει τους νεκρούς της και η μισή χώρα παραμένει ναρκοπέδιο.

Ο Βουδισμός είναι ο ίδιος ο αέρας που αναπνέει ο κόσμος της Νοτιοανατολικής Ασίας· ακόμα και οι αναρίθμητες θεότητες του Ινδουισμού μοιάζουν να έχουν απορροφηθεί στα πολλαπλά απεικάσματα της μοναδικής του εικόνας. Η διακύμανση της αισθητικής ποιότητας βέβαια είναι ιλιγγιώδης. Από τους κακότεχνους Βούδες με πλαστικά φωτάκια μέχρι τα ανεκτίμητα μνημεία αρχιτεκτονικής τέχνης κυριαρχεί το υψηλό στυλιζάρισμα στα όρια της ακαμψίας. Στους βουδιστικούς ναούς υπάρχει πάντα μια αίσθηση χαλαρότητας κι ελευθερίας που δημιουργεί την αίσθηση μιας υπόκωφης και συνεχιζόμενης γιορτής, χωρίς εκείνο τον καταναγκαστικό χαρακτήρα των μονοθεϊστικών πίστεων.

Στο Πεκίνο ο συγγραφέας επιλέγει να χωθεί σε ένα από τα εκατοντάδες χουντόγκ, στην αλλοτινή ραχοκοκαλιά της παλιάς πόλης, περίφημα όχι μόνο για την λαβυρινθώδη δομή τους αλλά και για την βρωμιά τους, καθώς ακόμα και δέκα οικογένειες μοιράζονταν μια τουαλέτα. Δρομάκια με κατάμαυρα στάσιμα νερά, λιγδιασμένα κουζινικά στοιβαγμένα στα πρεβάζια, η φτώχεια αυτών των ανθρώπων και η ρυπαρότητα του περιγύρου τους έρχεται σε αντίθεση με το καθαρό και περιποιημένο παρουσιαστικό τους. Τώρα ολόκληρες παραδοσιακές συνοικίες ισοπεδώνονται και κοινότητες μεταφέρονται, χωρίς να ερωτηθούν, σε ουρανοξύστες που ξεφυτρώνουν παντού στην πόλη. Στο κινέζικο θέατρο (σύμφωνα με την παραδοσιακή σοφία ένα από τα τέσσερα πάθη των Κινέζων, μαζί με τις σεξουαλικές χαρές, τα τυχερά παιχνίδια και το όπιο) σημασία δεν έχει η πλοκή, καθώς κάθε θεατρόφιλος Κινέζος γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά το τυποποιημένο ρεπερτόριο, αλλά η αισθητική της παράστασης και η δεξιοτεχνία της επιτέλεσης.

Όλη η ιστορία της Κίνας από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα ως τα μέσα του εικοστού ήταν μια θλιβερή σειρά από ήττες και εξευτελισμούς, που γέμισαν την ψυχή του λαού με ανεξάντλητη μνησικακία προς την Δύση. Η συνέχεια ήταν γνωστή ως ένα δράμα που επαναλήφθηκε αναρίθμητες φορές στον εικοστό αιώνα: το αντιαποικιακό κίνημα υιοθέτησε σοσιαλιστικούς στόχους και κατρακύλησε στον κατήφορο του εθνικισμού και του μεγαλοϊδεατικού επεκτατισμού. Τώρα οι Κινέζοι ανάχθηκαν σε κατοπτρικά είδωλα των ανταγωνιστών τους και ως τέτοιοι έγιναν εκτοί στην παγκόσμια λέσχη των ισχυρών.

«Εκατομμύρια κουρδισμένα αυτόματα» δουλεύουν δέκα και δώδεκα ώρες ημερησίως χωρίς εργασιακά δικαιώματα και χωρίς δυνατότητα προσφυγής απέναντι στο κράτος ή την εργοδοσία (που εν πολλοίς ταυτίζονται) – ιδού πώς οι οικονομικοί δείκτες ανέρχονται ιλιγγιωδώς στην Κίνα! Τι πουλάει λοιπόν, αναρωτιέται ο Τερζάκης, αυτή η κυβέρνηση στους πολυεθνικούς κολοσσούς; Τον πληθυσμό της και τους δραστικούς μηχανισμούς καταστολής που της επιτρέπουν έναν βαθμό συμπίεσης της εργατικής δύναμης;

Διάβασα ταξιδιώτες του παρελθόντος θανάσιμα γοητευμένους από τα μυστήρια και τις εξοντωτικές αντιφάσεις του Σινικού πολιτισμού. Ο κόσμος εκείνων των βιβλίων δεν υπάρχει. Το βαθύτερο μυστήριο της σημερινής Κίνας δεν είναι εκείνο που την διαφοροποιεί, αλλά εκείνο που την εξομοιώνει με τη Δύση […] Σήμερα που πήραν καλά το μάθημά τους και ξαναέγιναν πρακτικοί, με τον τρόπο που η εποχή το απαιτεί, εξομοιώθηκαν με υπερβάλλοντα ζήλο μαζί μας και στον καθρέφτη τους βλέπουμε το πιο δυσοίωνο πρόσωπό μας. Στο μέλλον, μπορούμε με βεβαιότητα να προβλέψουμε, θα είμαστε όλο και περισσότερο Κινέζοι. [σ. 77]

Στην Ιαπωνία ο ταξιδευτής αναζητεί τους τόπους που συνδέονται με το Σουγκέντο, το ιδιόμορφο αυτό ρεύμα ορεινού ασκητισμού που δημιουργήθηκε μετά την εισαγωγή του Βουδισμού στην χώρα. Κύριος τρόπος άσκησής του ήταν η τελετουργική ορειβασία, ένα είδος «διαλογισμού εν κινήσει. Οι ασκητές ορειβατούσαν αδιάκοπα διασχίζοντας δύσβατες πλαγιές και κρημνώδη φαράγγια, επί έναν ολόκληρο χρόνο και από την αυγή ως το σούρουπο. Ακόμα και σήμερα οι πιστοί ασκούν την Τελετή της Φωτιάς, κουβαλώντας στον ώμο τους 108 αναμμένα δαδιά, ένα για κάθε κόκαλο του ανθρώπινου σώματος, για να τα σβήσουν στη θάλασσα, καίγοντας με αυτό τον τρόπο τον εγωισμό τους.

Γνωρίζουμε την φουτουριστική εικόνα με τους ουρανοξύστες του Τόκυο ή της Οσάκα όσο και την παραδοσιακή γιαπωνέζικη αρχιτεκτονική· τι υπάρχει όμως ανάμεσα; Κάτι που θυμίζει περισσότερο Σκανδιναβία, Γερμανία και Κάτω Χώρες! Η αρχιτεκτονική του Τόκιο βέβαια είναι ένας μοντερνισμός σε παροξυσμό – αδιανόητα σχήματα και κατασκευές στα όρια της ύβρης. Αναποδογυρισμένο σκουπιδοντενεκέ το αποκαλούσε ο Τανιζάκι. Ο συγγραφέας παρατηρεί στο γιαπωνέζικο γέλιο έναν ωμό αισθησιασμό (που κουβαλά ένα είδος ζωώδους χάρης και μυστηριωδώς συνυπάρχει με την εκλέπτυνση και την σωματοποίηση των κοινωνικών κανόνων), ενώ αναζητά στην καθημερινότητα τις θεμελιώδεις έννοιες της Ιαπωνικής ψυχής. Εδώ το Ζεν προστάζει να αφεθείς ολότελα στην στιγμή αφού όλα είναι κιόλας χαμένα, ενώ στο Θέατρο Νο, είναι, μεταξύ άλλων, και οι ιεροπρεπείς απειροελάχιστες κινήσεις που σμιλεύουν δραματικά την ακινησία. Εκείνο που τελικά του μαθαίνει η Ιαπωνία είναι ο βαθύς δεσμός της ομορφιάς με την θλίψη. Αν είναι τέχνη είναι, όπως λέγεται, μια «υπόσχεση ευτυχίας», η ίδια η ομορφιά είναι μια ανάμνηση ευτυχίας.

Κι ακόμα παραπέρα, στο «δίχτυ των Ιμαλαΐων», το Θιβέτ και το Λαντάκ, υπάρχει πάντα τρόπος για τον ταξιδευτή να αναζητήσει τα ίχνη των θάνγκα, μιας μορφής θιβετιανής θρησκευτικής τέχνης, που υπηρετεί την μετάδοση της διδασκαλίας με μη γλωσσικά μέσα, και να ακούσει, όπως ο συγγραφέας, την γλώσσα αυτού του κόσμου. Εκτός από συγγραφέας βιβλίων πολιτικής, φιλοσοφίας, θεωρίας, αισθητικής, θρησκειολογίας και άλλων πεδίων, ο Τερζάκης είναι ένας σπάνιος ταξιδιογράφος. Τα κείμενά του αναμειγνύουν την ιστορία, την σύγχρονη πολιτική, την προσωπική ματιά, την περιδιάβαση στις τέχνες, τις έξοχες περιγραφές, την εμπλοκή με τους ανθρώπους. Να περιμένουμε και τρίτα Αντίδρομα;

Εδώ […] νιώθεις να σε χτυπούν τα ανισόμετρα κύματα του χρόνου και συνειδητοποιείς πως εκείνο που δεν υπάρχει πια δεν είναι ποτέ ολοκληρωτικά απόν. [σ. 102]

Εκδ. Πανοπτικόν, Δεκέμβριος 2015, σ. 158.

Στις εικόνες: Οι γιούρτες του Ουλάν Μπατόρ / Hoi-An, Βιετνάμ / Hoa Lu, Κόκκινος Ποταμός, Vietnam / Βούδας υπό Καθαριότητα (Ιάβα, φωτ. Aman Rochmanaman Rochman/Afp/Getty Images) / Δυο όψεις των χουτόνγκ στο Πεκίνο / Κινέζες εργάτριες / Τόκιο / Manjushri Θιβετιανό Θάνγκα.

Δημοσίευση και σε Mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 230, υπό τον τίτλο The traveller, από το σπάνιο κομμάτι των The Moffs (ύμνο των ταξιδιωτών!)

Σχολιάστε