Περικοπές από βίους ηττημένων και αγωνιστών
Και σκεφτόμουνα…αν, λέω αν, κάποια στιγμή καθιερωθούν παρελάσεις και παράτες για τους ανθρώπους σαν τον Αθάνατο και για όλους τους Αθάνατους του κόσμου, που ζούνε – χωρίς μπατζάκια ή μανίκια – σε σοφίτες και σε χαρτόκουτα, σε άσυλα και σε στοές, κυνηγημένοι και εξόριστοι από θεούς και ανθρώπους, γιατί πολέμησαν και έπεσαν υπέρ χρημάτων και βωμών. Γι’ αυτό μισούσα από μικρός τις παρελάσεις και τις σημαίες. Γι’ αυτό. [σ. 187]
… μονολογεί ο αφηγητής του West Side Story, που κάνει συντροφιά στον Αθάνατο Θανάση, που ζει σ’ ένα δώμα, χωρίς πόδια εξαιτίας ενός εργατικού ατυχήματος στο Πέραμα αλλά πεισμώνει και ελπίζει αφού πλέον νοικιάζονται και οι άνθρωποι. Κι αρχίζει να περπατάει με τα χέρια και στερεώνει το σακατεμένο του κορμί σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο καρότσι λαϊκής με δυο ρόδες – μια εικόνα που θυμίζει στον αφηγητή τις παρελάσεις με τους ανάπηρους του πολέμου. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει κανείς για να εργαστεί; Κι όμως υπάρχει μια δουλειά ακριβώς για την περίπτωσή του: να γίνει φύλακας σκυλάνθρωπος σε μέρη κακόφημα, όπου φυλές και πλάσματα είναι «χωρίς».
Με το βλέμμα στη φυγή ο Γεράσιμος Μαρκίδης μιας εταιρείας κηδειών σε προδιαγεγραμμένη χρεοκοπία βρίσκει καταφύγιο στις ψυχρές αίθουσες των κοιμητηρίων πίνοντας φτηνά κονιάκ με τεθλιμμένους συγγενείς· στο σπίτι η Κλαίρη βρίσκεται σε συνεχή απουσία και απιστία, η μεγάλη κόρη ετοιμάζεται για πολυέξοδες σπουδές στο εξωτερικό και ο μικρός γιος περιμένει την σειρά του. Με τις παγερές σιωπές των παιδιών να εναλλάσσονται με τις κατηγορίες της για εκείνον που δεν είναι «αρκετά αρκετός» και με τον χρόνο να τους έχει όλους χωνέψει, ο Μαρκίδης ταξιδεύει αρχές φθινοπώρου εν πλω για να κλείσει οριστικά τους λογαριασμούς και τα κιτάπια. Αυτός που στερήθηκε τον διάλογο συναντά στο κατάστρωμα τον Μααμούν που έχει φτάσει από τους αγριότερους τόπους του παρόντος και μιλούν με όλους τους τρόπους την πανάρχαια γλώσσα του πόνου. Οι κώδικες των οριακών στιγμών καταργούν φύλα και φυλές, σύνορα και θρησκείες. Μαζί ονειρεύονται την φυγή, «όπου σε βγάλει, χωρίς να κοιτάζεις πίσω», αλλά την ίδια στιγμή δεν τους λαχαίνει παρά μια ειρωνική έξοδος.
Στην Κρίση πανικού ο παραπάνω γιος στριμωγμένος στην γαλαρία ενός τρόλεϊ που μοιάζει με τρύπια βάρκα σε ακυβέρνητη πολιτεία παρατηρεί μια κοπέλα έξω στον δρόμο, σε ελεύθερη κατάδυση, σε μια σχεδόν ονειρική κινηματογραφική μεταφορά, ενώ μέσα στο κλυδωνιζόμενο σκάφος οι επιβάτες απαιτούν να πεταχτεί στην θάλασσα κάθε λαθρεπιβάτης – κι εδώ το όνειρο σταματά. Πιο ξένη κι εκείνη από αυτόν αντιλαμβάνεται πως δεν μπορούν παρά να σώσουν ο ένας τον άλλον γιατί δεν έχουν πια ούτε τον χρόνο να λυπηθούν τον εαυτό τους. Σε μια «συγγενική» οικογένεια δυο αδελφές απέχουν τα έτη φωτός που σκοτεινιάζουν σήμερα κάθε ανθρώπινη επικοινωνία: η μία αποβλήθηκε από το σχολείο επειδή μίλησε επιθετικά σ’ έναν Άραβα συμμαθητή της, η άλλη κάνει παρέα με την μιγάδα Σαμπίν και επιχειρεί να της μοιάσει στην εμφάνιση, ενώ ο πατέρας προτιμά να παραμένει στον δικό του κόσμο (Τομπισκοτάκιμου).
Όταν Το βάθος τ’ ουρανού είναι κόκκινο ένας πετρωμένος αφηγητής περιμένει τις αργίες για να περιγράψει την τσιμεντούπολή «μας», τα ραγισμένα πεζοδρόμια και τα φαντάσματα των άδειων κτιρίων, μια πόλη φρυγμένη «που κάθε βράδυ λιγοστεύει». Βλέπει τους περαστικούς αμίλητους, κανείς να μην κοιτάζει κανέναν· ξαπλώνει στα χαρτόνια των αστέγων κάτω από ένα παροπλισμένο ξενοδοχείο και αναρωτιέται μήπως με τα χρόνια έγινε αόρατος. Είναι άραγε μνημείο αυτός που τα μνημεία απεχθάνεται γιατί εγκλωβίζουν το κεφάλι της ιστορίας σε κύφωνα; Γίνεται ποτέ να πετρώσεις το χρόνο; Τις νύχτες κάποια κοπέλα ακουμπά αδέξια πάνω του για ν’ ανάψει τσιγάρο, άλλοι του γυρνάνε την πλάτη ή περπατούν σκυφτοί, μόνο το κεφάλι να κουνάνε σαν κατάδικοι σ’ ένα στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων, εξαργυρώνοντας στα ΑΤΜ τα τελευταία λάφυρα από τις τράπεζες που τοκίζουν την θλίψη τους. Αλλά όταν φτάνει το κορίτσι της προηγούμενης ιστορίας εκείνος της συστήνεται και το απρόβλεπτο κοινό τους στοιχείο κοκκινίζει τον ουρανό και φωτίζει το μέλλον.
Κάθε ιστορία επιστρατεύει έναν κεντρικό χαρακτήρα που ταυτόχρονα αποτελεί κεντρικό ήρωα του δικού του ταπεινού βίου και περιφερειακό κομπάρσο μιας ζωής που υπεξαιρείται κάθε μέρα από την σκληρή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Αλλά την ίδια στιγμή μας προσκαλεί να θυμηθούμε ένα αντίστοιχο πρόσωπο από την δική μας ζωή. Ποιος δεν είχε στην εφηβική του παρέα εκείνον που πάντα έμοιαζε μεγαλύτερος, έφτιαξε μια μπάντα και ονειρευόταν να πετάξει μακριά όπως εδώ ο Τσάρλυ του Never mind; Εσωτερικός μετανάστης από την επαρχία στον Πειραιά, με πατέρα για πάντα χαμένο στα ανοιχτά του Κέιπ Τάουν, στριμωγμένος στο ανήλιαγο δυάρι μιας γηραλέας πολυκατοικίας, ο δεκαεξάχρονος φίλος, όπως τον θυμάται ο αφηγητής, γνώριζε καλά σε τι ήταν προικισμένος. Αλλά αντιπαθούσε «όσους μιλούν για κανονικότητες ή γραδάρουν την κοψιά σου» γιατί του θύμιζαν τον Προκρούστη και οι γείτονες που δεν άντεξαν τα ξεσπάσματα ή την όψη του ανάγκασαν την οικογένειά του να μετακομίσει για άλλη μια φορά.
Κάπως έτσι τα σπάνια μουσικά ταλέντα που δεν έφτασαν ποτέ ως τα αυτιά μας ανέβαιναν στις ταράτσες για συναυλία με κοινό την αχανή πόλη και είχαν τα χέρια τους ανοιχτά, έτοιμα να πετάξουν αλλά φαίνεται πως αυτό δεν αρκούσε. Εκεί τον ψάχνει ο αφηγητής, στις καπνισμένες πρόβες με τις υποσχέσεις, την σιωπή των αδέσποτων του δρόμου και τους στίχους του τραγουδιού που τότε τα προέβλεπε όλα. Αν κάθε ιστορία του Χριστόπουλου είναι την ίδια στιγμή κεφάλαιο σε μυθιστόρημα και αυτόνομη ταινία μικρού μήκους, αυτή εδώ θα την κρατούσαμε αγύριστη, γιατί ανήκει στον Νίκο Νικολαΐδη.
Όλα καλά, «Όλα καλά θα πάνε τώρα», η μόνιμη επωδός εκείνων που μετανάστευσαν λέγεται κι από τους άλλους που έμειναν πίσω. Τελικά να φεύγεις για να «ζήσεις» ή να μένεις για να παλέψεις; Ο Σταύρος Δαμίγος, χαμένος νικητής και πατέρας του αφηγητή, διάλεξε το πρώτο, αλλά χάθηκε στα τάρταρα του κάρβουνου, στα ορυχεία του Βελγίου. Κι ο γιος για να μην αφεθεί η οικογένειά του στα ίδια σκοτάδια προτίμησε να παίζει στα χαμένα, κολλημένος στα περίχωρα του Λιμανιού, ορκισμένος να μην τα εγκαταλείψει ποτέ, ελεύθερος πολιορκημένος να τα βάζει με όλους και όλα. Αυτός που πεισματικά παρέμεινε έγκλειστος στον τόπο του, με την μητέρα εργάτρια στα Λιπάσματα κι έπειτα στου Κεράνη, είναι βέβαιος ότι κανείς δεν γλιτώνει φεύγοντας και εξακολουθεί να λέει «όλα καλά». Φυγή ή παραμονή, το δίλημμα της νέας γενιάς σήμερα, είναι ένα υλικό που φτιάχνει ολόκληρο μυθιστόρημα αλλά ο συγγραφέας προτίμησε να το πυκνώσει στην εκτενέστερη ιστορία του.
Στο διήγημα Δεν με λένε Αντώνη ο χαρακτήρας κατεβαίνει εσπευσμένα από το λεωφορείο για να συναντήσει τον παλιό του φίλο Οδυσσέα, ο οποίος όμως δεν ανταποκρίνεται στο όνομά του. Τα μαλλιά του μοιάζουν βρώμικα, τα γένια του είναι μακριά και στο βλέμμα του αντικρίζει όλα τα πρόσωπα των ηττημένων. Μήπως εκείνος είναι κάποιος άλλος, μήπως ο ίδιος είναι ένας άλλος; Για άλλη μια φορά θα επιστρατευτεί η μνήμη για να συγκολλήσει τις σπασμένες ψηφίδες μιας εποχής, μιας αφισοκόλλησης με δυο άλλους φίλους, μιας άνανδρης επίθεσης με σιδερένιες γροθιές κι ενός από μηχανής Οδυσσέα να σώζει τις ζωές τους και να γίνεται άφαντος. Ίσως τώρα αυτός να είναι ο κυνηγημένος και να ζει με άλλο όνομα, γιατί και οι φίλοι του ξαναβαφτίστηκαν με ευπρεπή ονόματα ποιος είναι αυτός να τους κρίνει, σήμερα που «δεν αλλάζουν μόνο όνομα οι δρόμοι, αλλά και η ιστορία που ξέραμε». Αλλά από την ανάποδη, τίποτα που αξίζει να αλλάξει δεν αλλάζει. Ο ήρωας κάνει κύκλους στις προσφυγικές συνοικίες, Βούρλα, Τσιμεντάδικα, Λιπάσματα, Ηλεκτρική, Ικόνιο, και μια παραίτηση του υπαγορεύει πως τίποτε δεν είναι στο χέρι του ν’ αλλάξει. Ίσως μόνο και το δικό του όνομα.
Το εργοστάσια, μια δίνη που σε ρουφά και τότε δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς τίποτα. Το μυαλό σου θολώνει κι οι σκέψεις σου ηλεκτροφόρα καλώδια. Γίνεσαι με τον καιρό κι ο ίδιος μια ηλεκτρική συσκευή που δουλεύει ασταμάτητα, ακούραστα, αθόρυβα, με υπακοή. Κουρδίζεσαι στη νόρμα της, ανασαίνεις την ανάσα της, παίρνεις ενέργεια απ’ την πρίζα. [σ. 107]
Cum Juda: Μέχρι πού μπορεί να φτάσει κανείς για να κρατήσει την δουλειά του; Τι μπορείς να κάνεις αν δεν θέλεις να βρεθείς στην θέση του πατέρα που τον συνέλαβαν να κλέβει ένα κουτί μαρκαδόρους για το παιδί του; «Ο φόβος της απόλυσης άλλους τους κάνει πρόβατα κι άλλους τους κάνει λύκους». Ο Χρήστος Αλεξίου διάλεξε να σώσει τον εαυτό του εις βάρος κάποιου άλλου κι αναγκάστηκε να ζει με την φαρμακερή επωδό της συντρόφου του Αμαλίας, πως ο προδότης και ο ρουφιάνος είναι χειρότερος από δολοφόνο. Στο εργοστάσιο, λοξοκοιτάγματα, κομμένες μιλιές, ο κλοιός της σιωπής. Τα ελαφρυντικά του: κι οι περισσότεροι το ίδιο κάνουν ή το ίδιο θα έκαναν. Τώρα που θα δει και το όνομά του πρώτο στην λίστα των ανακοινώσεων και γίνει ένας «άνεργος, φτωχός, μη-άνθρωπος», όταν μπει και το δικό της μέσα σε άλλη λίστα έξω από τους απόπατους, ο Χρήστος Αλεξίου, που δεν έπαψε να «βλέπει» τα εργοστάσια να μπαρκάρουν σαν πλοία, ζει την δική του Μεγάλη Βδομάδα. Και τι λόγο ύπαρξης έχουν η Σταύρωση και η Ανάσταση αν δεν ανασταίνουν τους ανθρώπους;
Διωγμένος από ένα εργοστάσιο στην Ελευσίνα, από ρουφιανιά κάποιου Χρήστου, ο Διονύσης της επόμενης ιστορίας, The knocker-upper man, είναι ο εξαφανισμένος δίδυμος αδελφός του αφηγητή, ο οποίος γιορτάζει μόνος τα είκοσι επτά τους χρόνια και ανατρέχει στο δραματικό οικογενειακό παρελθόν. Πόσο μοναδική και ταυτόχρονα πόσο παγκόσμια κι αυτή η Αγία Οικογένεια, όπου ο μισητός πατέρας είναι ο γραφειοκράτης που με μια υπογραφή καθορίζει ζωές αλλά κι ένας βράχος ηθικής που ως σωστός βράχος πλακώνει την γυναίκα και τα παιδιά του. Άτακτος και ανυπότακτος, ο Διονύσης υφίσταται τα πάνδεινα και κάποια στιγμή μετατοπίζει τα σύνορα εντός του, παρατώντας όνειρα, τρέλες και κορίτσια για να γίνει ένα με το τραγούδι ενός συνομήλικου Μόρρισον.
Αυτός ο πατέρας των καθοριστικών υπογραφών μας περιμένει στην επόμενη ιστορία Τυπική καρικατούρα αναρριχώμενου πολιτικού με βαθιές υποκλίσεις και διατεταγμένους δορυφόρους, κυβερνά χάρη στις θυσίες των αγωνιστών μιας άλλης εποχής. Η αγροτική καταγωγή τού αρκεί ως πιστοποιητικό κοινωνικής ευαισθησίας και πολιτικής ορθότητας και μερικοί πίνακες στον τοίχο ως δείγματα καλλιτεχνικής παιδείας, σπουδή στο κίτρινο. Όλα πάνε κατ’ ευχήν μέχρι την στιγμή που η κομμώτρια που κάλεσε στο γραφείο αποδεικνύεται απολυμένη με την τζίφρα του, αναξιοπαθούσα προστάτης οικογένειας, οικονομικά ασθενής. Στις επόμενες σελίδες η ίδια η ζωντανή τέχνη της εκδίκησης ή της δικαίωσης θα αποκτήσει τα κίτρινα χρώματα που ο ίδιος θαύμαζε στο γραφείο της εξουσίας και αμφότεροι θα γίνουν χρώμα στον απολογισμό της ζωής τους, ο καθένας εκείνο που του αξίζει.
Μπορεί η καθημερινότητα να περιθάλπει τα όνειρα ή στο τέλος τα ξεπλένει μέχρι να ξεθωριάσουν; Η Ίντιγκο από μικρή ξέρει την τέχνη του πλυσίματος, του απλώματος και του σιδερώματος και τηρεί κατά γράμμα το πρωτόκολλο της καθαριότητας που διδάχτηκε απόν μικρή. Κάποτε τα σεντόνια γίνονται πολύχρωμοι χαρταετοί με καλούμπες τα ίδια τα σχοινιά. Τα σημάδια στα ρούχα της είναι το ίδιο αντιπαθή με τα σημάδια που επιμένουν να αφήνουν οι άνθρωποι. Τώρα μ’ έναν σύζυγο που λείπει όλη την μέρα σε κάποια υποτιθέμενη δουλειά και επιστρέφει μουρμουρίζοντας σπασμένες λέξεις από ξένα στόματα, βλέπει τα ίδια της τα όνειρα να ξεθωριάζουν όπως τα χρώματα στον ήλιο. Αλλά προέχει η επιβίωση και μια κόρη που αξίζει καλύτερη ζωή, κι ας μοιάζει το σπίτι με ναρκοπέδιο κι ας γίνεται ο σύντροφος βιαστής. Ακόμα και στην νέα εξουθενωτική της δουλειά σ’ ένα μοτέλ στον Σταθμό Λαρίσης θα φροντίσει το ζευγάρι των αστέγων που σαλεύει στο σκοτάδι. Άλλωστε….
Η χειρότερη φυλακή δεν είναι ο Κορυδαλλός, είναι αυτή που χτίζουμε, πέτρα την πέτρα, κάθε μέρα με τα ίδια μας τα χέρια –χωρίς ν’ αγγίζουμε τους τοίχους, για να ’χουμε έτσι την ψευδαίσθηση της ελευθερίας– και δεν μπορούμε να την γκρεμίσουμε ούτε να δραπετεύσουμε. Ένα μπουντρούμι που χωρά μονάχα το ασήμαντο σαρκίο μας, ένα στενό κελί που στενεύει όλο και πιο πολύ, σφίγγει, μικραίνει, συρρικνώνεται, μέχρι να μας συνθλίψει εντελώς. Και να σκεφτείς πως κάποτε έζησαν άνθρωποι κλεισμένοι σ’ ένα δωμάτιο, αλλά το δωμάτιο είχε παράθυρα ανοιχτά στον κόσμον όλο. [Λερωθείτε, κάνει καλό, σ. 161]
Αν σε μια εποχή σαν κι αυτή οι ερωτικές ιστορίες συμβαίνουν ακαριαία, συχνά ερήμην του ενός, τότε ο ιππότης της ασφάλτου είναι μια ιδανική εκδοχή τους. Είναι η ιστορία για το κορίτσι που περνάει όλες τις γιορτές στο κουβούκλιο των διοδίων, συνηθισμένη στην μεθόριο και την μοναξιά της εθνικής οδού, πόσο μάλλον όταν ο σύζυγός της τής προσφέρει τα ίδια στο σπίτι. Κι έτσι, όταν μαζί με τον αέρα που κατεβαίνει από τα προγονικά της μέρη στην Πολωνία, βλέπει πάμφωτη μια νταλίκα να κυλά στην μαύρη άσφαλτο, με κάτι γραμμένο για την αγάπη να αναβοσβήνει στο παρμπρίζ, κι ο οδηγός της προσφέρει λόγια νοιαστικά για την ασθένειά της, εκείνη αποφασίζει να τον περιμένει σε κάθε της βάρδια, να πάρει τα λεφτά από το ταμείο και να φύγουν μαζί, όσο πιο μακριά γίνεται. Γίνεται;
Οι χαρακτήρες των δεκαοκτώ ιστοριών, πρώτοι, δεύτεροι ή τελευταίοι, πασχίζουν να κρατήσουν στην μνήμη αυτό που ήταν ή ήθελαν να είναι, να καταλάβουν τον σημερινό εαυτό τους, να μαζέψουν τα κομμάτια του. Βγαίνουν όπως βγαίνουν από δράματα και συντριβές, γαντζώνονται από ποιήματα και τραγούδια, ονειρεύονται την αναχώρηση και απορούν για την πατρίδα που σαν σαρκοβόρο ψάρι έτοιμο να τους κατασπαράξει τους προειδοποιεί να φύγουν μακριά. Όλοι μένουν και πεισματικά επιμένουν, όπως «οι ξεχασμένες σιδηροτροχιές του τραμ, που θάφτηκαν στην πυρωμένη άσφαλτο αλλά γυαλίζουν ακόμα». Ακόμα και οι Συνηθισμένοι άνθρωποι, δυο σύζυγοι που χάνουν το σπίτι τους, βγαίνουν και προχωρούν προς ένα μέλλον άδηλο αλλά πάντως μέλλον. Και δεν είναι μόνοι τους: δίπλα τους στις σελίδες, και κάπου μακρύτερα έξω στον κόσμο, περπατούν μαζί τους οι ήρωες όλων των ιστοριών όπως αυτές.
Πρόζες της ανελέητης κρίσης, θα μπορούσαν όλες αυτές οι ελάσσονες βιογραφίες να αρκεστούν στην ανάγλυφη απόδοση της σύγχρονης πραγματικότητας. Αλλά φαίνεται πως για τον συγγραφέα δεν είναι αρκετό, εφόσον όχι μόνο τους στερεί κάθε στεγνό, δημοσιογραφικό χαρακτήρα όπως κατά κόρον συνηθίζεται στην ανάλογη θεματολογία αλλά και τις μεταπλάθει σε λογοτεχνία. Είναι μια τέχνη λόγου όπου ακόμα και ο πιο σκληρός ρεαλισμός μπορεί να γράφεται με τον πλέον φυγόκεντρη ποιητικότητα. Μέσα από έναν καταιγισμό μεταφορών, παρομοιώσεων και εικόνων, όπου το ίδιο το κίτρινο χρώμα είναι κάτι παραπάνω από σκηνικό, ατμόσφαιρα ή μαρτυρία συναισθήματος, ο Χριστόπουλος, όπως ένας άλλος «συγγραφέας» στο εργαστήρι του εδώ, δοκιμάζει την αντοχή των λέξεων και υπόσχεται πως κάποια στιγμή θα τα γράψει όλα. Ήδη έγραψε αρκετά.
Είναι, τέλος, αξιοσημείωτη η διαδοχή των προσώπων από την μία ιστορία στην άλλη, χάρη σε διάφορους δεσμούς, σαν να ανταλλάσσεται η σκυτάλη του ίδιου αγώνα σε τόσο διαφορετικούς αθλητές, όχι για να τρέξουν ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα μιας σκληρής εποχής αλλά επειδή στην ουσία όλοι αποτελούμε κομμάτι της ίδιας ιστορίας και της ίδιας εποχής. Ποτέ άλλοτε τόσο ατομικές, τόσο μοναδικές ιστορίες, δεν ήταν ταυτόχρονα τόσο κοινές, τόσο συλλογικές.
Εκδ. Ροδακιό, 2018, σελ. 235, με έξι σελίδες σημειώσεων.
Ο συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου εδώ. Οι προηγούμενες «Δημόσιες ιστορίες» του εδώ. Η 1η, η 4η και η 5η φωτογραφία είναι του συγγραφέα.
0 Σχόλια to “Δημήτρης Χριστόπουλος – Σπουδή στο κίτρινο”