19
Μαρ.
12

Κάρλος Φουέντες – Η πορτοκαλιά ή οι κύκλοι του χρόνου

Οι Μάγια της ακτής μού έλεγαν αυτά που εγώ μετέφραζα στα ισπανικά, ή τα έλεγαν στη Μαλίνσε αλλά εκείνη εξαρτιόταν από μένα για να τα μεταφέρω στον Κορτές. Ή μάλλον, οι Μεξικάνοι έλεγαν στη γυναίκα αυτά που εκείνη έλεγε σ εμένα στη γλώσσα των Μάγια ώστε εγώ να τα μεταφράσω στα ισπανικά. Και παρόλο που αυτό ήταν ήδη ένα πλεονέκτημα για κείνη, γιατί μπορούσε να επινοήσει ό,τι ήθελε περνώντας από τα νάουατλ στα μάγια, εγώ εξακολουθούσα να είμαι ο κύριος της γλώσσας. Η καστιλλιάνικη εκδοχή που έφτανε στ’ αυτιά του κατακτητή ήταν πάντοτε η δική μου. [σ. 33-34]

Ξανά η γλώσσα βασιλεύουσα κι ο προνομιούχος χρήστης της τροπέας των πραγμάτων, ακόμα και σε συνθήκες τόσο οριακές, όπως της κατάκτησης της Λατινικής Αμερικής. Ο διερμηνέας του Κορτές με την ιδιότητα του μεσολαβητή μετατρέπει την απάτη σε αλήθεια, σε μια εξουσία που εμπιστεύεται τις λέξεις για να υπάρξει, την επόμενη μέρα της ήττας καθώς άρχισε το χτίσιμο των χριστιανικών εκκλησιών με τις πέτρες των ινδιάνικων ναών. Πόσο θα κρατήσουν τα καινούργια ανάκτορα του μοναδικού Θεού μας, που είναι χτισμένα πάνω στα ερείπια όχι ενός αλλά χίλιων θεών; Αν λοιπόν σ’ αυτή τη συνάντηση δυο «γέρικων, υπεραιωνόβιων κόσμων», του Νέου Κόσμου και της Ευρώπης που επιθυμεί να σημαδέψει για πάντα το πρόσωπό του οι σχέσεις καθορίζονται από την γλώσσα, μπορεί ο προνομιούχος αποκλειστικός χρήστης της ν’ αλλάξει δια παντός την ιστορική τροπή;

Ο αφηγητής διχασμένος ανάμεσα στην Ισπανία και τον Νέο Κόσμο γνωρίζει και τις Δύο Όχθες (τίτλος άλλωστε της πρώτης νουβέλας εδώ, αφιερωμένης στον Juan Coytisolo) προσφέρει στο Βασιλιά το μυστικό της αδυναμίας του Κορτές, όπως η δόνια Μαρίνα του είχε προσφέρει το μυστικό της αδυναμίας των Αζτέκων: ο διχασμός, η διχόνοια, ο φόβος, οι αδελφοκτόνες μάχες: το ένα μισό της χώρας διαρκώς να σκοτώνεται από το άλλο μισό. Κι έτσι όλες του οι πράξεις συνδέονται με την ελπίδα της νίκης των αυτοχθόνων, στο θρίαμβο των Ινδιάνων ενάντια στους Ισπανούς. Αυτό που πράγματι θέλησα ήταν να εμποδίσω το μοιραίο σχέδιο, μέσω των λέξεων, της φαντασίας και του ψέματος.

Καθώς η δόξα και η ταπείνωση είναι εξίσου παρούσες στις περιπέτειες της Κατάκτησης, τη στιγμή που οι μεν και οι δε «έπρεπε να χτίσουν έναν καινούργιο κόσμο με βάση την κοινή τους ήττα» αλλά κάποιων τα θαύματα δεν είναι παρά τα άλογα και τα κανόνια ο Μοντεσούμα χάνει σιγά σιγά την κυριαρχία του πάνω στις λέξεις, ακόμα περισσότερο απ’ ότι στους ανθρώπους. Οι λέξεις του Βασιλιά δεν ήταν πια κυρίαρχες. Επομένως ούτε ο ίδιος ήταν κυρίαρχος. … Άλλοι, οι ξένοι, αλλά κι εκείνη η προδότρα από το Ταμπάσκο, ήταν κύριοι ενός λεξιλογίου απαγορευμένου στον Μοντεσούμα. Σε πόσους ακόμα θα κατάφερνε να εξαπλωθεί η εξουσία του λόγου;

Προτού οι περισσότεροι επιστρέψουν απ’ την Κατάκτηση ή μείνουν στο Μεξικό χωρίς να αποταμιεύσουν ούτε ένα νόμισμα, πριν κάποιος ψελλίζει «σκοτώσαμε κάτι περισσότερο από τη δύναμη των Ινδιάνων: τη μαγεία που τους περιέβαλλε» και αναρωτηθεί «πόσο αξίζει λοιπόν ένα ακόμα πεπρωμένο εν μέσω τέτοιας παρέλασης δόξας και δυστυχίας;» η «κυβέρνηση» των λέξεων θα φτάσει στο αντίθετό της, ώστε να ακουστεί το: Ποτέ δεν ένιωσα στη ζωή πως τόσα πράγματα ειπώθηκαν χωρίς να ακουστεί ούτε λέξη.

Στην επόμενη νουβέλα, αφιερωμένη τώρα στον José Emilio Pacheco Οι γιοι του κατακτητή Κορτές, κληρονόμοι τόσης σάρκας κι άλλης τόσης γης, εναλλάξ μιλούν κι αντιμιλούν: ο Μαρτίν Ι και ο Μαρτίν ΙΙ, μπάσταρδος γιος του πατέρα του και της Ινδιάνας Μαλίντσε, αδικημένος ως Δεύτερος ενώ έπρεπε να είναι Πρώτος. Κοινή η ανάμνηση της τελευταίας πίκρας του πατέρα: να έχει αγωνιστεί τόσο, και με τόση επιτυχία, με στόχο να κερδίσει για λογαριασμό του Βασιλιά εδάφη εννιά φορές μεγαλύτερα από την Ισπανία, για να φτάσει στο τέλος να περιπλανιέται από πανδοχείο σε πανδοχείο, χρωστώντας χρήματα σε ράφτες και υπηρέτες, στόχος χλευασμών και επιθέσεων… Κι όλα τα πράγματα του σπιτιού να πωλούνται σε εξευτελιστικές τιμές στα σκαλοπάτια του καθεδρικού της Σεβίλλης. Έτσι λοιπόν θα κατέληγε ο καρπός της Κατάκτησης του Μεξικού, ένας πλειστηριασμός στρωμάτων και παλιών κατσαρολικών;

Γιατί ο πατέρας αντί να παραμείνει στην πόλη και να σταθεροποιήσει την εξουσία του αναγκάστηκε να ριχτεί σε μια παράλογη και θορυβώδη περιπέτεια για να καταλήξει να χαθεί στα δάση της Ονδούρας; Τι σκουλήκι τον έτρωγε ώστε να αναζητά κι άλλη περιπέτεια κι άλλη δράση; Γιατί δεν μπορούσε να σταθεί να θαυμάσει αυτό που είχε κάνει αλλά έπρεπε να διακινδυνεύει τα πάντα για να αξίζει τα πάντα; Ο αντιστικτικός, ορμητικός, καταιγιστικός κι αντικρουόμενος λόγος των δυο αδελφών επιχειρεί να ανασυνθέσει την μεγάλη απάντηση για τον Ερνάν Κορτέζ, αυτόν που έφτιαξε μόνος του τη μοίρα του και πληθωρικός καθώς ήταν, την έφτιαξε δυο φορές: μια φορά άνοδος, μια φορά πτώση.

Εγώ μιλάω για χαρτιά. Γιατί κάθε πράγμα που ανέφερες, Μαρτίν αδελφέ μου, έχασε την πραγματική του υπόσταση για να μετατραπεί σε χαρτί, βουνά από χαρτί, λαβύρινθους από χαρτί, χαρτί που ξεράστηκε από αιώνιες αγωγές και δίκες, λες και το κάθε πράγμα που κατέκτησε ο πατέρας μου να είχε μόνο έναν τελικό προορισμό: τη συσσώρευση φύλλων χαρτιού στα δικαστήρια των δύο Ισπανιών, της παλαιάς και της νέας. Θύμα μιας δίκης που αιώνια αναβαλλόταν, όπου καθετί το υλικό κατέληγε να αποκαλύπτει ότι έκρυβε μες στην ψυχή του έναν σωσία από χαρτί, εύφλεκτο και αποπνικτικό. […] Το βουνό των περγαμηνών θάβεται για πάντα στα αρχεία όπου είναι ο νεκρός προορισμός της ιστορίας. [σ. 79, 80]

Εξουθενωμένοι προχωρούμε στις Δύο Νουμαντίες, την τρίτη νουβέλα αφιερωμένη στον Plácido Arango. Αιώνες μετά, οι Ρωμαίοι στην Ιβηρική μιλούν για έναν άξεστο, άγριο και βάρβαρο λαό που πρέπει να οδηγήσουν στον πολιτισμό: τους χερσονησιώτες Ισπανούς που έβλεπαν τον εαυτό τους ως την άκρη μιας ηπείρου κι ως το τέλος του κόσμου. Διηγούνται πώς υποτάξανε την ανυπάκουη Ισπανία, έτοιμοι να νικήσουν τον μόνο θύλακα αντίστασης: την περήφανη ξεροκέφαλη Νουμαντία. Ο λόγος δίδεται σ’ αυτόν που του ανατέθηκε το έργο, κι είναι λόγος συγκλο(γο)νισμένος.

Ξάφνου, την τελευταία στιγμή των προετοιμασιών, όλα εκείνα τα σημεία ενώθηκαν μέσα μου, προσφέροντάς μου μια διπλή οπτική του κόσμου. Τι είχα κάνει εγώ εκεί; Μονάχα μια στιγμή ακριβώς πριν ξεκινήσει η πολιορκία, μες στο καταμεσήμερο του νου μου, το συνειδητοποίησα. Μπροστά στα μάτια μου απλωνόταν η Νουμαντία, η ακατάκτητη πόλη. Γύρω από τη Νουμαντία, εγώ είχα κατασκευάσει το καθαρά χωρικό είδωλο της Νουμαντίας, την αναπαραγωγή της περιμέτρου της, έναν καινούργιο χώρο απόλυτα συγκρίσιμο με το πρότυπό του. Τώρα κοιτούσα, στον διπλασιασμένο χώρο, το κενό, άχρονο, φάντασμα της πόλης. Ποια ήταν, στην έτσι διαιρεμένη Νουμαντία, η ψυχή της πόλης; Ποιο ήταν το κορμί της; [σ. 155 – 156]

Οι τελευταίες δυο νουβέλες, ο Απόλλων και οι πουτάνες (αφιερωμένο στους Carlos Payan και Federico Reyes Heroles) και οι δυο Αμερικές (για τους Barbara και τον Juan Tomás de Salas) μας μεταφέρουν στο Τέλος του Χρόνου, στο Τερματισμένο Σήμερα, σε μια σύγχρονη θέα του απόλυτου χάσματος ανάμεσα σε δυο Αμερικές. Για άλλη μια φορά η γραφή του Φουέντες ανασκάπτει το Παρελθόν και ξαναγράφει την Ιστορία υπό αμέτρητες φωνές, πρωτόφαντες κραυγές, κυνικές ματιές, σπαρακτικές αλήθειες, ασίγαστες εικόνες και με εκφραστικές από τις πιο παλιές ως τις πλέον νεωτερικές.

Εκδ. Άγρα, 2003, μτφ. Έφη Γιαννοπούλου, σελ. 271 [Carlos Fuentes, El Naranjo O Los Circulos Del Tiempo, 1994]. Στις εικόνες, η συνάντηση Μοντεζούμα – Κορτέζ, το σπίτι του τελευταίου, χτισμένο το 1500 από γηγενείς εργάτες και η μάσκα του πρώτου.


0 Σχόλια to “Κάρλος Φουέντες – Η πορτοκαλιά ή οι κύκλοι του χρόνου”



  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Μαρτίου 2012
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1234
567891011
12131415161718
19202122232425
262728293031  

Blog Stats

  • 1.138.636 hits

Αρχείο


Αρέσει σε %d bloggers: