06
Μάι.
12

Ολιβιέ Τοντ – Αλμπέρ Καμύ. Μια ζωή

Δημιουργός μύθων, εμπνευστής ζωής

«Πιστεύω πως ο συγγραφέας δεν πρέπει να αγνοεί τίποτε από τα δράματα του καιρού του και πως πρέπει να παίρνει θέση όποτε μπορεί ή γνωρίζει. Πρέπει όμως και να διατηρεί ή να παίρνει, από καιρού εις καιρόν, μια κάποια απόσταση απέναντι στην ιστορία μας» έλεγε σε συνέντευξή του στη Demain ο «κλασικός» πλέον Γάλλος στοχαστής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος, δραματουργός, σκηνοθέτης και ηθοποιός Αλμπέρ Καμύ. Ένας κλασικός που χαρακτηρίζεται επικίνδυνος από τον παρόντα βιογράφο του, σε μια ογκώδη αλλά αναμφισβήτητα  αξιανάγνωστη βιογραφία, που δεν εξαντλεί απλώς με απόλυτη γραμμικότητα και εξαντλητικές λεπτομέρειες ολόκληρη τη ζωή και το έργο του συγγραφέα αλλά και παρουσιάζει για πρώτη φορά συζητήσεις με μεγάλο αριθμό προσώπων που διασταυρώθηκαν με την ζωή του, καθώς και ανέκδοτα κείμενα (μεταξύ των οποίων και η αλληλογραφία του). Οι παραπάνω σκέψεις του Καμύ σαφώς εντάσσονται σ’ έναν ευρύτερο προβληματισμό του όσον αφορά τη θέση και τη στράτευση του συγγραφέα, ένα ζήτημα που δεν σταμάτησε να τίθεται στο επίκεντρο των περί δημιουργίας προβληματισμών του. Σύμφωνα με τον δικό του κανόνα ζωής ένας συγγραφέας μπορεί να βοηθήσει μόνο μέσα από τα βιβλία του και δεν πρέπει να οικειοποιηθεί τον τίτλο του καθοδηγητή συνείδησης. Η παραπάνω στάση δεν αποτελεί παραίτηση αλλά αναγνώριση των ορίων του.

Το παρόν βιογραφικό δοκίμιο, εμπλουτισμένο όσον αφορά την ελληνική έκδοση με εξήντα σελίδες σημειώσεων, επιλεκτική βιβλιογραφία, ευρετήριο ονομάτων και δεκαεξασέλιδο με σαράντα φωτογραφίες, δεν αποτελεί, κατά επιθυμία του συγγραφέα του, ούτε απομυθοποίηση ούτε αγιογραφία. Ο Τοντ σαφώς διάκειται θετικότατα απέναντι στον Καμύ αλλά επιθυμεί να συμπεριλάβει στο φιλόδοξο πόνημά του κάθε υπαρκτό στοιχείο· σπάνια μια βιογραφία περιλαμβάνει τόσο υλικό «εναντίον» του βιογραφούμενου. Το desideratum του έργου είναι εμφανές: όλα τα στοιχεία του συναρπαστικού, πολύπλοκου και αντιφατικού βίου του Καμύ να παρατεθούν μπροστά στον αναγνώστη, ώστε ο ίδιος να οδηγηθεί στα προσωπικά του συμπεράσματα. Σημαντική μάλιστα βοήθεια σε τούτο προσφέρει η ιδιαίτερα ελκυστική πλευρά του βιβλίου που αφορά τη συνεχή επικοινωνία, αντιπαράθεση αλλά και συνύπαρξη (σύμφωνα άλλωστε με τον περίφημο ευφημισμό του Σαρτρ, στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Καμύ) με σπουδαία πρόσωπα της γαλλικής κουλτούρας: Αντρέ Μαλρώ, Πωλ Νιζάν, Ρεμόν Κενώ, Ρενέ Σαρ, Μωρίς Μερλό-Ποντύ, Σιμόν Ντε Μποβουάρ, με τον Σαρτρ βέβαια, κ.ά. Είναι αμέτρητες οι  μεταξύ τους συνομιλίες που αποκαλύπτουν βαθύτερες «συνομιλίες» σκέψης και πνεύματος.

Ο Καμύ αρνούνταν την πολιτική χωρίς ηθική, γεγονός που προκαλούσε και συνεχίζει να προκαλεί την θυμηδία τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς. Ο ουμανισμός του, ακόμα και «πεισματάρικος» (κατά τον χαρακτηρισμό του Σαρτρ), υπήρξε καθολικός και αδιαπραγμάτευτος. «Γνωρίζουμε πως η εποχή των ιδεολογιών έχει παρέλθει» δήλωνε ήδη από το 1957, ενώ η άμεση αίσθησή του από την επίσκεψη στα σπίτια ενός ευημερούντος σοβιετικού κολχόζ ήταν η «αποπροσωποποίηση του ανθρώπου». Πρώην στρατευμένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αρνήθηκε να θυσιάσει αυτούς που ονομάζει «Άραβες» και τις ιδέες του για την τέχνη στις πιέσεις ενός κόμματος «που θέτει το πολιτικό περιεχόμενο ενός έργου υπεράνω της καλλιτεχνικής φύσης του». Η ρήξη με τον κομματικό μηχανισμό τον σημάδεψε χωρίς να τον τραυματίσει, καθώς ουδέποτε αισθάνθηκε ότι πρόδωσε μια τάξη.

Στοχαστής και ηθικολόγος, απέρριψε τους πειρασμούς του ολοκληρωτισμού και τη δική του κλίση προς το μηδενισμό, ενώ κατάφερε να μην ολισθήσει ούτε προς τον κυνισμό. Αρνήθηκε τον φανατισμό, αλλά όχι την μαχητικότητα. Κόντρα στις τάσεις της εποχής του κατήγγειλε, όπως κι ο Όργουελ, τις φρικαλεότητες του στρατοπεδικού και αστυνομοκρατούμενου κόσμου της Αριστεράς και της Δεξιάς, ενώ ως το τέλος συμβούλευε να μη συγχέουμε την δημιουργία με την προπαγάνδα. Απομονώθηκε στο γαλλικό περιβάλλον όπου θριάμβευε ένας «ακατέργαστος μαρξισμός» και τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του υπήρξε ο αποδιοπομπαίος τράγος της «παραπληροφορημένης» παριζιάνικης Αριστεράς. Κι όμως, σε μια ζωή όπου αγωνίστηκε να ελέγξει τις αντιφάσεις της, συχνά προτιμούσε τους στρατευμένους ανθρώπους από τη στρατευμένη λογοτεχνία και στάθηκε με υποδειγματικό τρόπο στο πλευρό πολλών συγγραφέων ανεξαρτήτως παράταξης ή και φανατισμού. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν ήθελε να είναι ούτε θύτης ούτε θύμα: «Ξέφυγα […] απ’ όλους […] και κατά κάποιον τρόπο εγώ θέλησα να φύγουν όλοι από κοντά μου».

Σε σχέση με το πρόβλημα της Αλγερίας το πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα. Ο Τοντ κατά βάση συμφωνεί με την άποψη που εντοπίζει στον «Ξένο» «την ανησυχητική ομολογία μιας ιστορικής ενοχής που παίρνει τη μορφή μιας τραγικής πρόβλεψης». Απέναντι το αλγερινό ζήτημα ο Καμύ ήταν φορμαλιστής και ηθικολόγος: επιθυμούσε για την Αλγερία αυτό που ο καθένας, με επικεφαλής τη Ναντίν Γκόρντιμερ επιθυμεί σήμερα για την Νότια Αφρική: συνύπαρξη με ίσα δικαιώματα, δυο λαούς σε ένα έθνος και ένα κράτος πολυφυλετικού δικαίου. Εδώ ο βιογράφος ανασκευάζει τις κατηγορίες πως ο Καμύ υποστήριζε πάντοτε, αν όχι εμφανώς τουλάχιστο σιωπηρά, την καθεστηκυία τάξη και πως ουδέποτε διατάραξε το παραμικρό στον καπιταλιστικό και χριστιανικό πολιτισμό, διατηρώντας πάντα ένα πλευρό «γαλλικής Αλγερίας».

Ο τελικός απολογισμός, αν ποτέ μπορεί να υπάρξει τέτοιος, μας παραδίδει έναν ασίγαστα ανήσυχο κι εμπνευσμένο άνθρωπο που αισθανόταν καλλιτέχνης και «δημιουργός μύθων», που δεν υπήρξε μόνο ο συγγραφέας των σπουδαίων μυθιστορημάτων και δοκιμίων. Αλλά κι ένας ποιητής που δεν αισθανόταν τέτοιος, όμως μας κληροδότησε σελίδες πρόζας με έξοχο ποιητικό πλούτο· ένας στοχαστής που μας έδωσε ιδέες, ορισμένες από τις οποίες στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας γίνονται περισσότερο αποδεκτές σήμερα· ένας δημοσιογράφος που δεν αφοσιώθηκε ποτέ στην δημοσιογραφία για να διοχετεύσει την ενέργειά του στο τρίπτυχο «μυθιστόρημα, θεατρικό έργο και δοκίμιο». Κι όμως, για δυόμισι χρόνια υπήρξε ο πιο προικισμένος αρθρογράφος του γαλλικού Τύπου: τα άρθρα του ιδίως στην Combat και στην Alger Républicain σημαδεύουν μια εποχή, ενίοτε με την έμφαση του εφήμερου, την ίδια στιγμή που υποκύπτει αρκετές φορές στον μόνιμο πειρασμό κάθε στρατευμένου δημοσιογράφου, να διαμορφώσει ή και να αλλάξει την Ιστορία μέσα από τη γραφή του.

Εκείνος ο ρομαντικός, αντιεξουσιαστής συγγραφέας και διανοητής, ο γιος ενός οιναποθηκάριου και μιας αναλφάβητης γυναίκας, «ξοδευόταν αλόγιστα» σε μια γεμάτη ζωή, αγωνιζόμενος να ισορροπήσει ανάμεσα στα δύσκολα στοιχήματα, να λυτρωθεί από την πολιτική με την λογοτεχνία και να παραδοθεί άνευ όρων στην «αγάπη για τη ζωή» (τίτλο άλλωστε ενός από τα δοκίμια – νουβέλες του). Και εντέλει, μέσα από τον λογοτεχνικό ή πολιτικό λόγο ή και ενάντια σ’ αυτόν, να αφιερωθεί σ’ εκείνο που ο Τ.Σ. Έλιοτ ονόμασε «αμείλικτη μάχη με τις λέξεις» που «σκληραίνουν, ραγίζουν, γλιστρούν, χάνονται».

Εκδ. Καστανιώτη, 2009, μτφ. Ρίτα Κολαΐτη, σ. 788 [Olivier Todd, Albert Camus. Une vie, 1996].

Δημοσίευση σε: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 29 (άνοιξη 2012).

Οι εικόνες: Εvgeniya Kashina, Scenery sketch for a screen version «L’Etranger» by Albert Camus.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Μαΐου 2012
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123456
78910111213
14151617181920
21222324252627
28293031  

Blog Stats

  • 1.138.710 hits

Αρχείο


Αρέσει σε %d bloggers: