Ζωές εξαντλητικές, ζωές εξαντλημένες
Κοιτάζω κάθε τρεις και λίγο το ρολόι. Ξέρω πως αυτό χειροτερεύει τα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς, κυλάει αργά ο χρόνος όταν κοιτάς συνέχεια το ρολόι, του λες έλα, καθυστέρησε κι άλλο, πήγαινε ακόμη πιο αργά, όσο πιο αργά μπορείς. [σ. 47]
Πίσω από την κλειστή πόρτα βρίσκονται ορθάνοιχτες αφηγήσεις όχι απλώς καθημερινών ανθρώπων, αλλά ανθρώπων με τους οποίους διασταυρωνόμαστε καθημερινά, χωρίς να διανοηθούμε πως θα μπορούσαν να αποτελέσουν χαρακτήρες διηγημάτων. Γιατί τα πρόσωπα των έντεκα διηγημάτων δεν έχουν απλώς εξοριστεί από το χαρακτηρολόγιο της μυθοπλασίας αλλά κι έχουν μέσα μας απαξιωθεί ως «ενδιαφέροντες» ήρωες. Ξεχνούμε πως αυτοί είναι το περιβάλλον μας, ο περίγυρος της ζωής μας, εμείς οι ίδιοι. Έχουμε περισσότερα κοινά μ’ αυτούς παρά με οποιονδήποτε καλοσχηματισμένο αφηγητή. Ζούμε το ίδιο άχρωμες ζωές, λέμε τα ίδια κοινότοπα πράγματα.
Η δουλειά δεν με φοβίζει. Ποτέ δεν με φόβισε. Η επαφή με τον κόσμο όμως…Καθένας και μία περίπτωση. Όλοι φοβισμένοι. Κάποιοι επιθετικοί. Σαν να ευθύνομαι εγώ για τις συμφορές τους. Άλλοι δουλικοί. Περιμένουν το θαύμα και το θαυματοποιός είμαι εγώ. Και άλλοις θρασείς. [σ. 49]
Άραγε πόσο εμπλέκεται συναισθηματικά με όσα ζει καθημερινά η προϊστάμενη μιας αντιπαθούς υπηρεσίας όπως είναι η εφορία; Εδώ δεν έχει καταφέρει να προσπερνά την ανελέητη τριβή του γραφείου, να μην επηρεάζεται από τις τραγικές μικροϊστορίες του κόσμου, να μην κάνει το πρόβλημα του κόσμου πρόβλημά της. Μπροστά στην κόρη που κάνει αποποίηση κληρονομιάς για να αποφύγει τα χρέη του πατέρα ασκεί τις άμυνες της αυτοσυγκέντρωσης, του ανοιγοκλεισίματος των βλεφάρων. Μπροστά στη συγκατάβαση των υφιστάμενων και την αδιαφορία τους για τον χαρακτήρα της, θα αποδεχτεί: Μετράω γι’ αυτούς μέχρι να τους δώσω αυτό που μου ζητάνε. Μετά με ξεχνάνε πάλι. Με τοποθετούν στο ράφι με τα αντικείμενα που ενώ δεν τα πετάς γιατί μπορεί να χρειαστούν κάποτε, ξεχνάς που τα έβαλες. Ακόμη κι ότι υπάρχουν ξεχνάς. Μέχρι την επόμενη χάρη. [σ. 51]
Η «Μάγια» μας συστήνεται από μόνη της: είναι η κοπελιά πίσω από τον πάγκο, είναι εκείνη από την οποία δέκα και παραπάνω άνθρωποι κάθε φορά απαιτούν να κάνει γρήγορα για να φάνε· που την ρωτούν από πού είναι κι εκείνη θέλει να τους πει από παντού, μα κάνει πως δεν τον ακούει. Γνωρίζει πως δεν τους εμπνέει τίποτα άλλο, παρά μόνο την οικειότητα της μάνας ή της αδελφής, του δεδομένου προσώπου – «αν δεν ήταν αυτή θα ήταν κάποια άλλη». Αν κάποτε απαντήσει πως είναι από την Τιφλίδα, η επόμενη ερώτηση είναι πάντα «Και πώς βρέθηκες εδώ;» και μένει χωρίς απόκριση – η απάντηση είναι άγνωστη και στην ίδια. Το μόνο που γνωρίζει είναι πως αυτή η τρύπα που βράζει ρουφά τους χυμούς της, η βρωμιά της εισχωρεί στους πόρους της.
Ποια τυχαία γεγονότα είχαν σαν αποτέλεσμα να σιγοψήνεται τώρα και η δική μου σάρκα μαζί με τους τόνους του χοιρινού κρέατος; Κρέας το μεν, κρέας και το δε [….] Μια τζαμαρία με ένα άνοιγμα μπροστά. Σαν μέσα σε βιτρίνα. Ούτε να κρύψεις τίποτα ούτε να κρυφτείς Όλα σε κοινή θέα. Η πραμάτεια κι εγώ. Μια άλλου είδους πραμάτεια κι εγώ. [σ. 77]
Κι αν δεν την βλέπουν σαν έκθεμα, τότε κανείς δεν της ρίχνει μια ματιά. Σχεδόν δεν υπάρχει, είναι μέρος του ντεκόρ, ένα κομμάτι του μαγαζιού συνηθισμένο. Είναι άραγε αυτό απογοήτευση ή ανακούφιση; Θα προτιμούσε να φωνάξει πως είναι εδώ, στο ίδιο εδώ μ’ εκείνους, στο εδώ που έχει την ίδια βαρύτητα με το δικό τους. Στο τέλος της δουλειάς το κορμί της ταυτίζεται με την κούραση και μόνο επιζητά να μείνει κάτω απ’ το νερό μέχρι να φύγει η αναγουλιαστική μυρωδιά του κρέατος, να μην γίνει η ίδια μια μυρωδιά. Στο δρόμο γι’ αυτό που δεν θα γίνει ποτέ σπίτι της, θα εναρμονιστεί με τα βήματα που την ακολουθούν, θα ακούσει παθητικά τις υποσχέσεις του αγνώστου, δεν θα σκεφτεί τίποτα, θα εξαναγκαστεί (αποδεχτεί;) την οδυνηρή συνουσία, ανταποκρινόμενη στην ιδιότητα που της δόθηκε: εκείνη του κρέατος.
Μια σειρά από ήδη βεβαρημένες ζωές τώρα αποκτούν πρόσθετα φορτία που απειλούν να τους λυγίζουν μέχρι κατάρρευσης: τραπεζικά χρέη, επικείμενες συλλήψεις, οικογενειακή επιθετικότητα, κοινωνική περιφρόνηση, ερωτική μοναξιά. Πώς μπορείς να διαφύγεις από τέτοια βάρη; Να αφεθείς άβουλος και σε απόλυτη παραίτηση στα χέρια ενός ιδρύματος, να βουτήξεις στα οινοπνευματώδη, να σκοτώσεις, να σκοτωθείς; Άλλοι ονειρεύονται να απαλλαγούν από την ανεπιθύμητη παρουσία των οικείων τους, όπως ο σύζυγος που εργάζεται σε δεύτερη δουλειά γιατί μόνο έτσι θα καλύψει τις οικογενειακές ανάγκες, τόσο τις αυτονόητες όσο και τις διαρκώς απαιτητικές της γυναίκας του, και καταλήγει να προτιμά να λείπει όσο περισσότερο γίνεται παρά να επιστρέφει στην συνεχή αχαριστία της. Άλλοι αναρωτιούνται αν έχουν δικαίωμα στην ομορφιά αλλά και πού διδάσκεται η άνεση, όπως η απομονωμένη φοιτήτρια που αναρωτιέται αν το γεγονός πως δεν ζητά ποτέ τίποτα είναι που την κάνει αυτομάτως αόρατη. Οι περισσότεροι υποφέρουν σιωπηλά, εσωτερικά, όπως ετούτη η κοπέλα που αδυνατεί να συμβιβαστεί με το γεγονός πως «οτιδήποτε κι αν θέλουν οι άλλοι να διεκδικήσουν, όποτε θέλουν να διαμαρτυρηθούν τσιρίζουν».
Κάποιος να νοιαστεί για μένα. Να μου πει ένα εγκάρδιο γεια σου. Θα τη νιώσω εγώ τη διαφορά. Θα είναι αλλιώς αν με χαιρετήσει από την καρδιά του. Αν κοντοσταθεί και μου αφιερώσει το χρόνο του. Ξέρεις τι είναι να σου δίνει ο άλλος το χρόνο του δίχως να τον νοιάζει; Σαν να κερδίζεις στο λαχείο, σαν να παίρνεις προαγωγή, έτσι νιώθεις. Ανασταίνεται το μέσα σου. [σ. 158]
Είτε έτσι είτε αλλιώς, η εξαντλητική κι εξαντλημένη τους καθημερινότητα δεν μπορεί παρά να εκφράζεται με μικρές προτάσεις, σύντομη εκφορά του λόγου, απλούστατη γλώσσα, λιτές συνεχείς επαναλήψεις των φράσεων, γιατί έτσι μιλάμε και, κυρίως, έτσι σκεφτόμαστε, έτσι αναστενάζουμε κι έτσι γκρινιάζουμε. Καμία ανάλυση, καμιά κατήχηση, κανένα συμπέρασμα. Δεν υπάρχει χρόνος για αναζήτηση λόγων και ερμηνεία καταστάσεων όταν η ίδια η ζωή ακυρώνει ακόμα και την δυνατότητα της σκέψης. Σ’ ένα γνώριμο, ιδίως τα τελευταία χρόνια, λογοτεχνικό (αλλά και κινηματογραφικό) «παίγνιο», κάποιοι χαρακτήρες δεν χάνονται όταν τελειώσει το διήγημά τους, αλλά συχνά επανέρχονται για να σταθούν παράμερα, ή για να βγουν λίγο πιο μπροστά, ενώ πριν παραμέριζαν καθώς το αφηγηματικό φως έπεφτε αλλού.
Κι αν κάποιοι αδυνατούμε να παραδεχτούμε πως θα μπορούσαμε οι ίδιοι να είμαστε ή να γίνουμε όχι ένας ή δύο αλλά σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες της Κλειστής Πόρτας, σίγουρα οι φράσεις της δασκάλας που χαράμισε το ζωή της σ’ έναν αγριότοπο και πεισματώνει να ζήσει κι άλλο απευθύνονται σ’ εμάς: Νόμιζες πως σε άλλους συνέβαιναν κι εσύ έτυχε να περνάς και στάθηκες. Στάθηκες να χαζέψεις τον ξένο πόνο. Έτσι ήταν ακόμη τότε ο πόνος: ξένος. Νομίζαμε πως μπορούμε να τον ξεγελάσουμε. Πού να ξέραμε… [σ. 161]
Εκδ. Πόλις, 2011, σελ. 167. Η συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου εδώ.
0 Σχόλια to “Ευγενία Μπογιάνου – Κλειστή πόρτα”