Βέβαια, όποιος δεν ξέρει να βρει απολαύσεις στη ζωή, πιθανώς δεν μπορεί να τις βρει ούτε στο θάνατο. Υποθέτω πως ένας αυτόχειρας bon vivant θα ήταν παραδοξολογία – δε νομίζετε; Το θέμα είναι πως ούτε οι αυτόχειρες μπαίνουν στο χωριό μας. Συνεχίζουν στον αυτοκινητόδρομο, κάνουν το γύρο του Ορλά και πηδάνε. Μερικές φορές με το αμάξι· εκεί κάτω έχει γίνει νεκροταφείο αυτοκινήτων πια.
Υπάρχει περισσότερο αποτρόπαιο σκηνικό από ένα σφαγείο ή εφιαλτικότερη διαδικασία από εκείνη του σφαγιασμού; Ανεξαρτήτως απάντησης ο Τουσέτ στην παρούσα αστυνομική «δοκιμή» δεν παρασύρεται από τον εντυπωσιασμό που παρέχει ένα τέτοιο περιβάλλον. Τόσο ο τόπος όσο και τα διαδοχικά στάδια της σφαγής αποτελούν μεν τα δεδομένα ενός φόνου μιας 65χρονης γυναίκας σ’ ένα απομακρυσμένο ορεινό ισπανικό χωριό, μένουν όμως στο περιθώριο της αφήγησης. Δεν τον ενδιαφέρει η διαλεύκανση του εγκλήματος αλλά οι δαιδαλώδεις, περιπεπλεγμένες παρακαμπτήριοι προς την διάπραξή του.
Η διάβασή τους διίσταται σε δυο μέρη («Στον Κόσμο», «Στον Παράδεισο») που παρακολουθούν αντίστοιχα τις πορείες δυο διαφορετικών αστυνομικών. Ο Πουγιόλ, τυπικός εκπρόσωπος του παραδοσιακής «σχολής», κρατάει σημειώσεις για τα πάντα, σε μια προσπάθεια να ενταχθεί στην «λογική των νέων καιρών» ακόμα και μέσω της σύγχρονης μουσικής. Προσεγγίζοντας θεωρητικά το έγκλημα, μελετά συγγράμματα περί ψυχοπάθειας και αγωνίζεται να επιλύσει τον γρίφο της επιγραφής που βρέθηκε στο θύμα και των παρεμφερών στίχων που δημοσιεύτηκαν σε επαρχιακό λογοτεχνικό περιοδικό. Ο Τόμας περιπλανιέται στη Νέα Υόρκη πολιορκώντας και αποπλανώντας μια νεαρή γυναίκα. Ο συγγραφέας προφανώς επιθυμεί να διασκεδάσει την διάθλαση του μύθου, παραχωρώντας μεγάλη έκταση στην αμερικανική εμπειρία του «Τ.» και στις συχνά εξουθενωτικές λεπτομέρειές της, προτού καταλήξει στο σημείο σύγκλισης των δυο ερευνών: την εξιχνίαση του ελάχιστου ποσοστού των ανεξιχνίαστων υποθέσεων και την διείσδυση στον κόσμο της ψυχοπάθειας. Μόνο που ο «Τ.» φαίνεται αποτελεί ο ίδιος κομμάτι του, όσο κι αν διατείνεται πως αποτελεί την μεταμοντέρνα εκδοχή ενός ιεροεξεταστή» και πως «υπάρχουν μόνο δυο κατηγορίες ιεροεξεταστών: ή είμαστε ψυχοπαθείς ή ακριβώς το αντίθετο – κάποιος που πιστεύει σε κάποιο είδος δικαιοσύνης ή γενικού καλού στο οποίο πρέπει να συμβάλλει.
Στο πιο ενδιαφέρον τμήμα του μυθιστορήματος (τιτλοφορούμενο πλέον «Στην Κόλαση») ο «Τ.» μεταβαίνει στο χωριό του εγκλήματος δήθεν ως νέος κάτοικος με σκοπό να εργαστεί αργότερα στο σφαγείο. Το Σαν Χουάν δε Ορλά απολαμβάνει την «αίγλη» ενός καθαρτηρίου έκτισης ποινής, αλλά και του ενδιαιτήματος του Μοπασάν λίγο προτού τρελαθεί. Οι περίεργοι έως αποτρόπαιοι κάτοικοι αυτού του εσωστρεφούς και αποκλεισμένου κόσμου, που μοιάζει με «μια λασπότρυπα τρύπα του συστήματος» και «όπου οι ειδήσεις μοιάζουν με σίριαλ επιστημονικής φαντασίας», όπως καγχάζει ένας εξ αυτών, κινούνται μεταξύ του μοναδικού μπαρ, όπου η ίδια κασέτα γυρίζει ατέρμονα στο κασετόφωνο, της εκκλησίας όπου η λειτουργία γίνεται από μια τηλεόραση μπροστά στο ιερό και του τοπικού «συνεταιρισμού».
Έτσι ζούμε σ’ «ένα νησί της λησμονιάς…μια τρύπα του συστήματος…ή μάλλον μια λασπότρυπα. Να βλέπεις εδώ τις ειδήσεις είναι το ίδιο σαν να βλέπεις σίριαλ επιστημονικής φαντασίας, και θα το αντιληφθείτε κι εσείς αν αντέξετε.
Ο συγγραφέας δοκιμάζει ιδιότυπες παρομοιώσεις για την περιγραφή της πόλης και των ενοίκων της (ένας εξοργισμένος Διογένης, ο Γολιάθ της κυκλοφορίας, οι Παρθένες και ο Μινώταυρος, οι υπάλληλοι στους δρόμους σαν σκουλήκια στο πτώμα της), μιας πόλης που μπορεί και να είναι νεκρή· μόνο η ανάμνηση αυτού που άλλοτε ήταν, και αν βράζει από την ακατάπαυστη κίνηση, σαν ένα ψόφιο σκυλί με εκατομμύρια σκουλήκια πάνω στο πτώμα του που παλεύουν να επιβιώσουν.
Τελικά το εφιαλτικό σφαγείο της UNI-PORK με τον θάλαμο της απεντέρωσης και τις αίθουσες τεμαχισμού και ψύξης, τον υδάτινο και ξερό μαστιγωτή, το μηχάνημα ηλεκτρονάρκωσης των χοίρων και το σαν κόλαση ζουμί μοιάζει το ιδανικό συμπλήρωμα στη ζέχνουσα εργατική και ανθρωπολογική παθολογία της πόλης. Η «γραμμή της θυσίας» στην αλυσίδα της περίκλειστης βιομηχανίας του σφαγείου, η νάρκωση του θύματος σε μια μακρόχρονη και περίπλοκη διαδικασία ως το θάνατο, η ταύτιση του χοίρου με την ηδονή, την αμαρτία και την ρυπαρότητα αλλά και η χρήση του ως μεταφορέα παράνομων εμπορευμάτων ραμμένων στην κοιλιά του, οι εξάρσεις απρόκλητης και αψυχολόγητης βίας και η επακόλουθη διέγερση και αμνησία είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που ορίζουν τον πολύπλευρο κύκλο του αινίγματος – εγκλήματος. Που πιθανώς «ζήλεψε» την φήμη του άξενου αυτού τοπίου ως ιδανικού τόπου αυτοχειρίας, καθώς ο κόσμος δε βολεύεται να βάλει ένα λάστιχο στην εξάτμιση και να ρουφήξει μονοξείδιο του άνθρακα, θέλει κάτι πιο θεαματικό, κάτι σαν ένα τελευταίο λεπτό δόξας.
Τελικά κάθε μέρα βλέπουμε και κάνουμε ένα σωρό πράγματα για τελευταία φορά στη ζωή μας χωρίς να το συνειδητοποιούμε, δίχως καιρό για αποχαιρετισμούς.
Εκδ. Opera, μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος, 2008, 475 σελ. [Pablo Tusset, En el nombre del cerdo, 2006]
Δημοσίευση και στο mic.gr [υπό τίτλο: The Lord of the Pigs ή όταν το νουάρ γίνεται ροζ, κι όχι με την ερωτική έννοια…]. Στις φωτογραφίες, εγκαταλειμμένα σφαγεία.
0 Σχόλια to “Πάμπλο Τουσέτ – Ο άρχοντας των χοιρινών”