Ήξερε και κατάλαβε. Μια ανάσταση, αν δεν είναι θεανθρώπινο θαύμα αλλ’ ανθρώπινη βούληση που πηγάζει από τη μοναξιά, τον πόνο, την λαχτάρα, δεν μπορεί να γίνει συνολικά και μονομιάς, αλλά πρέπει από κάπου να ξεκινήσει, κι ένα νεκραναστημένο όνομα είναι μια αρχή εξίσου καλή με οποιαδήποτε άλλη. Από το παρελθόν ανασταίνεις το όνομα, αυτό βρίσκει τον έως τότε ξένο άνθρωπο και τον φέρνει στα μέτρα του, του δίνει σάρκα φτιαγμένη από μνήμη και πνεύμα που έχει ζήσει ξανά σε άλλο σώμα, όνομα και άνθρωπος είναι πλέον ένα και το αυτό, και η ανάσταση έχει τώρα συντελεστεί. [σ. 30]
Μια νεαρή γυναίκα μπαίνει στο χωριό ένα ανοιξιάτικο πρωί, όταν «κάθε χρώμα έχει τη μυρωδιά του». Η παντοπώλισσα ψάχνει την απάντηση στην ιδρωμένη πλάτη της, ενώ ο πενηνταπεντάχρονος Σπυρομέλης με το λεξιλόγιο πεντάχρονου απλά ηρεμεί με την ματιά της. Όταν κατασκονισμένη καθίσει στο καφενείο της πλατείας, ο Μητσιμπεράτης θα την ρωτήσει το όνομά της κι εκείνη θα σχεδιάσει στο χαρτί έναν σπουργίτη. Θα την πάει στην κυρα – Σίγια, στο σπίτι που μυρίζει μοναχικά γηρατειά («γιατί μυρωδιά δεν έχει μόνον η ύλη της ζωής αλλά και η ζωή η ίδια»), κι εκεί στο διάλειμμα της τηλεοπτικής της ζωής, θα μιλήσουν με το πρόσωπο και το βλέμμα και παρά το κολλημένο πάνω της μαύρο ρούχο της μοναξιάς θα την δεχτεί, βαπτίζοντάς την άμεσα με το όνομα και τα ρούχα της χαμένης της κόρης: Δέσπω.
Αυτή λοιπόν την ανάσταση συλλογίζεται ο Μητσιμπεράτης και το δράμα εκεί μόλις τώρα αρχίζει, ενώ στο σπίτι του μαίνεται εδώ και έξι χρόνια, από τότε που το ατύχημα της καλής του Λίγιας τους έχει αιχμαλωτίσει σε ατέλειωτες ανταλλαγές φόβου, μίσους και αγάπης. Εκείνη άλλωστε αυτοτιμωρούμενη και τιμωρήτρια, ακριβώς επέλεξε την εθελούσια φυλάκιση, κατηγορώντας τον βουβά αντί να τον μέμφεται ευθέως, σε μια εξάρτηση που βάθαινει και πλάταινει την αγάπη της. Τώρα η Νέα Δέσπω θα κληθεί να βοηθάει και το δικό του σπίτι, κοινώς, κατά την γλώσσα του χωριού, «η μουγγή θα φροντίζει την σακάτισσα».
Το τριζοβόλημα του χαλικιού κάτω απ’ τις σόλες της και το βούισμα των εντόμων, όμοια όπως το νερό ξεπλένει το στόμα από μια άσχημη γεύση, ξέπλεναν το μυαλό της απ’ ό,τι βίαιο είχε δει και νιώσει το προηγούμενο βράδυ. Κι ο ρυθμός του βαδίσματός της γινόταν και ρυθμός μέσα της, ένας παλμός που γεννούσε κανονικότητα και γαλήνη. Το ρυθμικό βάδισμα, ο ουρανός, η μουσική των κουδουνιών, οι μυρωδιές της άνοιξης κι όλα της τα χρώματα, ξέσφιγγαν ό,τι μέσα της ήταν σφιγμένο και τ’ άνοιγαν διάπλατο προς τον κόσμο. Ό,τι ήταν έξω, ήταν και μέσα της. Είμαι ο ουρανός, σκέφτηκε… [σ. 67]
Η Δέσπω, νεκρή και αγέννητη θυγατέρα αντίστοιχα, θα μάθει τα γράμματα, από το μολύβι του Μητσιμπεράτη, τα λόγια της ερημίτισσας δασκάλας του χωριού ή την παλαιά ορθογραφία της κυρα Σίγιας, που γράφει το τρέχη και το πηρούνι με ήττα. Θα αναζητήσει τον καθαρμό από την φύση, θα βιώσει μια σχέση έντονης εξάρτησης με την Λίγια, θα συνυπάρξει με περιφερειακούς χαρακτήρες μιας περιφέρειας που αναπαράγεται στον μικρόκοσμό της, από τον τρελό ως τις αρχές του τόπου και θα περάσει την Μεγάλη Εβδομάδα έχοντας κρυμμένες τις δικές της Εβδομάδες, ή καλύτερα, Χρόνια ολόκληρα Παθών, προτού φτάσει ως την άκρη τους. Κι όταν τελειώσει κι αυτή η άκρη, η τραγική ζωή της θα χωρέσει σε λίγες σελίδες.
Αν η «Ξένη» της πρώτης και μεγαλύτερης νουβέλας είναι πλήρως εξαρτημένη, εκείνος της δεύτερης διαβιεί σε πλήρη ανεξαρτησία στην αυτοσχέδια παράγκα του σε μια απότομη παραλία. Και εκείνος έχει άγνωστο παρελθόν, που μια περαστική παρέα του κολλά ερήμην του, σαν ουρά από πολύχρωμα χαρτάκια σε ξεσχισμένο χαρταετό. Ο ζωγράφος Γκράχαμ ακούει διαρκώς μια χιλιοπαιγμένη κασέτα με το Άστραλ Γουίκς του Βαν Μόρρισον, προκαλεί ανάμεικτες αντιδράσεις στα προσκεκλημένα μέλη της, έλκει και έλκεται από την Μαρία, εκτοξεύει θραυσματικά κοινωνικά σχόλια, χάνεται σε μια φωτογραφία, αναζητά τις απαντήσεις του στην έρημη φύση και πασχίζει να επανασυνδεθεί με την τέχνη του, με τον τρόπο…
…που σαν ζωγράφος ανάσαινε, αργά και βαθιά, όποτε βρισκόταν έξω στην ύπαιθρο έχοντας μπροστά του τον άδειο μουσαμά, που σιγά σιγά γέμιζε, και παραπίσω έναν δρόμο που ξετυλιγόταν ευθύς ή καμπυλωτός, ένα χάλασμα, τον ουρανό· κι ένιωθε τον τρόπο που κοιτούσε σαν ζωγράφος, πως μάτια και παραμέσα κι άλλα μάτια, κι άλλα πιο μέσα, άνοιγα απανωτά, για να φτάσει ο κόσμος ως τα δάχτυλά του που βαστούσαν το χρωστήρα και να γίνει εικόνα. [σ. 132]
Αν η «επαρχιακή» ζωή αγωνίζεται να ξεγλιστρήσει από την μοναξιά και τον κοινωνικό έλεγχο, οι αγώνες των ξένων που επιχειρούν εκεί να συνεχίσουν ή να επανασυγκολλήσουν την ζωή τους μοιάζει ακόμα δυσκολότερη. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι χαρακτήρες των ιστοριών προσπαθούν να σταθούν σ’ έναν κόσμο όπου όλα μοιάζουν λανθασμένα ή τυχαία, ψυχανεμιζόμενοι την ίδια στιγμή πως , ό.τι συνέβαινε, δε συνέβαινε τυχαία, πως υπήρχαν αντιστοιχίες κι αναλογίες στα πράγματα, συμμετρίες, αντιθέσεις που τόνιζαν τις συμμετρίες αυτές και, σαν κλειδί στην κλειδωνιά του, κλείδωναν τις αντιστοιχίες, τη μια μέσα στην άλλην, και κύκλοι έκλειναν και μεγαλύτεροι ανοίγονταν. [σ. 27]
Εκδ. Γιάννης Πικραμένος, 2011, σελ. 144.
Ο συγγραφέας (και μεταφραστής) στο Αίθριο του Πανδοχείου, εδώ.
Ο πρώτος και τελευταίος πίνακας είναι του Γιάννη Κολέφα από το Σταυροσκιάδι Πωγωνίου, ενώ ο ενδιάμεσος απεικονίζει πώς φαντάζομαι την Δέσπω. Οι δυο φωτογραφίες είναι του συγγραφέα.
0 Σχόλια to “Μιχάλης Μακρόπουλος – Σπουργίτω και Γκράχαμ. Δύο νουβέλες”