Author Archive for

13
Απρ.
23

Σταύρος Ζουμπουλάκης – Ανθοδέσμη για τη Μεγάλη Εβδομάδα

Βιβλία περί του Ιερού, 4 (2023)

Πώς να χαρακτηρίσει κανείς το εν λόγω βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη; Αποτελεί ταυτόχρονα προσωπική ανάγνωση της Μεγάλης Εβδομάδας, πνευματικό οδοιπορικό και μικρή φιλοσοφική δοκιμή πάνω στις μεγάλες αυτές ημέρες, επιτομή των καίριων νοημάτων της αλλά και αποκάθαρση από λάθη, παρερμηνείες, υπερβολές και αστοχίες που έχουν ενταχθεί στο πνεύμα και τις τελετουργίες της. Πρόκειται για κείμενα δημοσιευμένα σε εφημερίδες (Αυγή, Καθημερινή) σε παλαιότερες Μεγάλες Εβδομάδας και σε μια ιδιαίτερη έκδοση Μονόφυλλων των εκδ. Ερατώ, τα οποία εδώ αποτελούν ενιαίο νοηματικό και δοκιμιακό σύνολο που αφορά εξίσου τους πιστούς και άπιστους, εύπιστους και δύσπιστους. Όσο κι αν ο συγγραφέας γνωρίζει ότι δεν τίθεται θέμα για οποιαδήποτε ιδέα πρωτοτυπίας, αδύνατη εξάλλου για κείμενα και ζητήματα πους σχολιάζονται και συζητιούνται αδιάκοπα αιώνες και αιώνες, πόσο μάλλον όταν η Mεγάλη Εβδομάδα συμπυκνώνει όλον σχεδόν τον χριστιανισμό, αυτή ακριβώς η εκλογή σημείων για περισυλλογή και σημείων προς αποφυγή τελικά καθιστά το βιβλίο μια ξεχωριστή περίπτωση.

Το βιβλίο αυτό, λοιπόν, που γραφόταν εντός του όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπορεί να μην έχει ως συγγραφέα και εκείνον που κάποτε υπήρξε ένα παιδί το οποίο από το Πάσχα της πρώτης Δημοτικού περνούσε νυχθημερόν όλη την Μεγάλη Βδομάδα στην εκκλησία, μέσα, στις πρωινές και βραδινές ακολουθίες, και έξω στο προαύλιο, σε μια γενιά είχε την τύχη να μεγαλώνει στον δρόμο. Ένα παιδί που εφοδιαζόταν με στραγάλια και πρόσφορο και ζούσε την Μέγιστη αυτή Εβδομάδα και πάνω στο καμπαναριό, σε μια εποχή όπου οι καμπάνες όντως χτυπούσαν από εκεί και οι καμπανοκρούστες εκτός από τα στραγάλια και το πρόσφορο μοιραζόταν και τα απαραίτητα καλαμπούρια. H ομάδα των παιδιών που πήγαινε όλο τον χρόνο στο ιερό τώρα ένοιωθε πως την Μεγάλη Βδομάδα είχε έρθει η ώρα της – είχε φτάσει στον τελικό και έπαιζε στο γήπεδό της και με γεμάτες εξέδρες. Και επιτέλους οι συμμαθήτριες και οι γειτονοπούλες έρχονταν με τα λευκά πασχαλινά τους παπούτσια κι ας μην πατούσαν όλο το χρόνο στην εκκλησία. Έτσι και ο συγγραφέας, εκλεκτό μέλος της ομάδας αισθανόταν πράγματι μια υπεροχή, καθώς γνώριζε όλο το σύστημα των χειρονομιών και την αθέατη πλευρά των ιεροτελεστιών, αλλά και αγωνιούσε όταν αίφνης ξεφύτρωναν κι άλλα παιδιά που δεν πατούσαν στο ναό όλο τον χρόνο και τώρα απειλούσαν να κλέψουν τη δόξα και να σηκώσουν πρώτοι το κύπελλο και διεκδικούσαν τα λάβαρα της μεγάλης πομπής. Όμως παρά την περίφημη αρχή, το βιβλίο δεν αφορά προφανώς μεγαλοβδομαδιάτικες μνήμες, παρόλο που ο συγγραφέας στα περισσότερο «προσωπικά» του βιβλία (Η αδελφή μου και Στα αμπέλια) γνωρίζει καλά την σπάνια ισορροπία νοσταλγίας και συγκίνησης από την μία, ρεαλισμού και φιλοσοφίας από την άλλη.

Κάθε κεφάλαιο λοιπόν αφιερώνεται σε μια ημέρα, ή ένα πρόσθετο μέρος της, ή ένα σύνολο ημερών. «Ο νυμφίος» αναφέρεται στην ονομασία που ενσωματώνει τις τρεις πρώτες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας (Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Τετάρτη) και φυσικά στην εικόνα του Χριστού με το ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι και την απροσδόκητη επιγραφή «Ο Νυμφίος». O καθημαγμένος και ταπεινωμένος Χριστός προβάλλεται ως νυμφίος, ως γαμπρός. Δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο ζωγράφος που πρώτος έβαλε αυτή την επιγραφή στην εικόνα αλλά όποιος και αν ήταν έλαβε μια απόφαση θρησκευτικά ιδιοφυή. Το γαμήλιο στεφάνι του Χριστού είναι πράγματι το ακάνθινο στεφάνι του Πάθους. Η σχετική εξεικόνιση του Χριστού, που δεν υπάρχει στην μνημειακή ζωγραφική αλλά μόνο σε φορητές εικόνες, κατάγεται μάλλον από την παράσταση Ίδε ο άνθρωπος  του δυτικού χριστιανισμού και αποτελεί μετεξέλιξή της, σε συνδυασμό με μορφολογικά στοιχεία από τη βυζαντινή παράσταση του Χριστού ως Άκρας Ταπεινώσεως.

Ο ορίζοντας των τριών πρώτων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας είναι η αναμονή της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Ο σταυρικός θάνατός του θα συμβεί στον ορίζοντα της διαβεβαίωσής του ότι θα ξανάρθει και τα τροπάρια και των τριών ακολουθιών του Νυμφίου καλούν σε προσοχή και εγρήγορση. Η ανάγκη αυτής της ετοιμότητας πηγάζει από το γεγονός ότι είναι αβέβαιη και άγνωστη η ώρα της Παρουσίας –  έρχεται ξαφνικά. Το τροπάριο Ιδού ο Νυμφίος ψάλλεται κάθε μέρα στη μοναχική ακολουθία του μεσονυκτικού, υποδεικνύοντας την στάση της συνειδησιακής και ηθικής αγρύπνιας του πιστού μέσα στη νύχτα της ιστορίας και αυτή η ένταση χαρακτηρίζει κάθε μεσσιανική αναμονή. Βλέπε οὖν ψυχή μουμὴ τῶ ὕπνω κατενεχθής

«Κυριακή των Βαΐων εσπέρας» και ο τίτλος που δίνει ο συγγραφέας στην ημέρα είναι «Το κατάρχειν των ελαχιστοτέρων». Είναι σαφές ότι η πορεία προς τον Σταυρό είναι μια πορεία σταδιακής παραίτησης από την ισχύ. Από το βράδυ που αρχίζει η Μεγάλη Εβδομάδα παρακολουθούμε την αντίστροφη πορεία της εξόδου του Χριστού από την βασιλική ιδιότητα, την προϊούσα πορεία απέκδυσης ή απόκρυψης της βασιλικής δύναμης. Η πορεία επομένως όσων θέλουν να ακολουθήσουν τα χνάρια του πρέπει να είναι πορεία παραίτησης από την εξουσιαστική επιθυμία, και το κριτήριο της πνευματικής προόδου των ανθρώπων, όπως το ορίζει η χριστιανική διδασκαλία, είναι μόνο ένα: ο βαθμός παραίτησης από την θέληση για δύναμη. Κατά πόσο ο ιστορικός χριστιανισμός ήταν σύμμορφος προς την διδασκαλία αυτή; Βεβαίως και δεν ήταν και ίσως εδώ να βρίσκεται η πιο πικρή αποτυχία του χριστιανισμού.

«Μεγάλη Δευτέρα εσπέρας» και η ημέρα χαρακτηρίζεται από «Εσχατολογική προσδοκία και ετοιμότητα». Σύμφωνα με την γνωστή παραβολή οι μωρές παρθένες καταδικάζονται επειδή κοιμούνται, σε αντίθεση προς τις φρόνιμες που μένουν ξάγρυπνες. To Ευαγγέλιο όμως λέει πως όλες κοιμούνταν, συνεπώς αυτό που ξεχωρίζει τις μωρές από τις φρόνιμες δεν είναι ο ύπνος αλλά η ετοιμότητα. Τι σόι ετοιμότητα είναι αυτή, αναρωτιέται ο συγγραφέας, αφού τις πιάνει στον ύπνο; Δεν πρόκειται για στιγμιαία ετοιμότητα, για την έκτακτη εκείνη υπερένταση για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης, αλλά για την ετοιμότητα μιας ολόκληρης ζωής, την μακρά διάρκεια της αρετής και της αγάπης και του ελέους για τους φτωχούς και τους έσχατους. Η αγάπη αποτελεί την μέγιστη ανθρώπινη δημιουργία.

«Μεγάλη Τρίτη εσπέρας» και κυριαρχεί «Η ακρότητα της μετάνοιας». Πιστή στις ευαγγελικές διηγήσεις, η Μεγάλη Εβδομάδα προβάλλει περίοπτα μια πόρνη και έναν ληστή. Την κορυφαία ώρα του πάθους οι πρώτοι γίνονται έσχατοι: ένας μαθητής παραδίδει τον Ιησού, ένας άλλος τον αρνείται, οι άλλοι εξαφανίζονται. Τώρα είναι οι έσχατοι που γίνονται πρώτοι: η πόρνη, ο ληστής, ο εκατόνταρχος, λίγες γυναίκες. Το γεγονός της μύρωσης του Χριστού από την πόρνη θα συνδεθεί με τον ίδιο τον ενταφιασμό του: η μύρωσή του γίνεται τώρα, πριν από τον θάνατό του, στη θέση ακριβώς της μύρωσης που θα γινόταν αν πέθαινε κανονικά και όχι ατιμωτικά πάνω στον Σταυρό.

Πρόκειται για μια ερμηνευτικά ξεκάθαρη υμνογραφία: η πόρνη με την πράξη της εκφράζει συγκλονιστικά, χωρίς λόγια, την ανάγκη του ανθρώπου για συγχώρηση. Προβαίνει σε μια πράξη μετάνοιας και η μετάνοια είναι σπατάλη, τα δίνει όλα. Η ανώνυμη αμαρτωλή δεν ταυτίζεται με την Μαρία Μαγδαληνή, όπως θέλει μια ευρέως διαδεδομένη σήμερα παραφιλολογία με μακρά πάντως ιστορία. Ο Ζουμπουλάκης ενσωματώνει ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μπόρις Πάστερνακ Δόκτωρ Ζιβάγκο ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος περιέχει το τετράδιο με τα ποιήματα του Γιούρι Ζιβάγκο, δυο από τα οποία είναι αφιερωμένα στη Μαγδαληνή, γιατί και ο Πάστερνακ έκανε το σχετικό λάθος, αλλά δεν έχει σημασία, καθώς διαβάζουμε σε ποιητική μορφή συγκλονιστικά λόγια μιας γυναίκας.

Το Άσμα Ασμάτων κατέχει μια ιδιόμορφη θέση μέσα στα κείμενα της Μεγάλης Εβδομάδας. Πάνω στην τολμηρή απόφαση της συμπερίληψης αυτού του τραγουδιού στον εβραϊκό αρχικά και στον χριστιανικό κανόνα της Βίβλου οικοδομήθηκε ένα κολοσσιαίο ερμηνευτικό έργο, χιλιάδες χιλιάδων σελίδες και δεν χρειάζεται κανείς να ανήκει στους «νόες τους γυμνασμένους και βαθείς», κατά την σολωμική ρήση, λέει ο Ζουμπουλάκης, για να καταλάβει ότι όλη αυτή η ερμηνευτική περιπέτεια δεν φτωχαίνει το κείμενο αλλά απεναντίας το πλουτίζει, ότι χωρίς αυτήν θα ήταν ένα αριστουργηματικό αναμφισβήτητα έργο ερωτικό τραγούδι, ανάμεσα σε πολλά άλλα, αλλά δεν θα αποκτούσε ποτέ τη μοναδικότητα και το πολιτιστικό βάρος που απέκτησε.

Σύμφωνα με την υψηλής τέχνης και μεγάλης εμπνεύσεως εβραϊκή ερμηνευτική παράδοση, στην ερωτική σχέση της νέας και του νέου, της νύμφης και του νυμφίου, αλληγορείται η ένωση του Ισραήλ με τον Γιαχβέ ή, κατά την μυστική παράδοση, η ένωση της ψυχής με τον Θεό. Η χριστιανική ερμηνεία του Άσματος βρήκε τον δρόμο στρωμένο, έφτανε απλώς τη θέση του Γιαχβέ να την πάρει ο Χριστός και τη θέση του Ισραήλ η Εκκλησία. Ο Ωριγένης είδε στη νύμφη όχι μόνο την Εκκλησία αλλά και την ψυχή που μένει πιστή στον Νυμφίο Χριστό ενώ η μακρά σειρά των μεταγενέστερων χριστιανών ερμηνευτών – το Άσμα είναι το περισσότερο σχολιασμένο παλαιοδιαθηκικό κείμενο στον Δυτικό Μεσαίωνα – έδωσε πολύ μεγάλης αξίας έργα. Υπάρχουν μάλιστα ερμηνείες συγκεκριμένων στίχων του ποιήματος που έχουν ποιητική δύναμη και επινόηση ισάξια αν όχι, ενίοτε, μεγαλύτερη από τους ίδιους τους στίχους τους οποίους ερμηνεύουν.

Όμως όσο συναρπαστική και αδιάκοπη και αν είναι η χριστιανική ερμηνεία του Άσματος ως συζυγίας Θεού και ανθρώπου, άλλο τόσο ισχνή είναι η παρουσία του στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Το Άσμα δεν διαβάζεται στις εκκλησίες, την στιγμή μάλιστα που στις ακολουθίες του Νυμφίου πολλά τροπάρια κάνουν λόγο για τον ερχομό του Νυμφίου: εκτός από το λαοφιλές Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός υπάρχει και το εξίσου λαοφιλές εξαποστειλάριο των τεσσάρων πρώτων ημερών Τον Νυμφώνα σου βλέπω, όπου ο παράδεισος ορίζεται ως γαμήλιο δωμάτιο. Επιπρόσθετα, σε αρκετά τροπάρια του Μεγάλου Σαββάτου και της Κυριακής του Πάσχα ο τάφος του Χριστού καλείται παστάς, νυφικό δωμάτιο. Δεν υποδηλώνουν όλα αυτά ισχυρή παρουσία του Άσματος στην υμνολογία της Μεγάλης Εβδομάδας; Φαίνεται πως το Άσμα, με τρόπο έμμεσο και υπόγειο, διαπνέει πολλά τροπάριά της. Ο Ιησούς πέθανε από αγάπη, και αυτή είναι η συγκλονιστική προσθήκη των χριστιανών στο Άσμα.

«Μεγάλη Τετάρτη εσπέρας» και ο τίτλος της εδώ είναι: «Ω φίλοι!». Πρόκειται για την ημέρα του όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης και η αντιμετάθεση όρθρων και εσπερινών κατά την Μεγάλη Εβδομάδα έχει οδηγήσει στην απώλεια νοήματος της Μεγάλης Πέμπτης στην συνείδηση των ανθρώπων. Όποιον και να ρωτήσεις, λέει ο συγγραφέας, «λόγιο η αλόγιο», πότε είναι η Σταύρωση του Χριστού, θα σου απαντήσει την Μεγάλη Πέμπτη (αντί του ορθού: Μεγάλη Παρασκευή), επειδή ο όρθρος της Μεγάλης Παρασκευής τελείται την Μεγάλη Πέμπτη το εσπέρας. Άλλα λοιπόν εορτάζουμε την Μεγάλη Πέμπτη και κυρίως τον Μυστικό Δείπνο, την παράδοση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Ο Ζουμπουλάκης απορεί: από όσα έχουν οριστεί να εορτάζουμε τη μέρα αυτή, η «υπερθαυμαστή προσευχή», απουσιάζει εντελώς από τον κανόνα του όρθρου της. Στα τροπάρια η προσοχή στρέφεται κυρίως στην προδοσία του Ιούδα. Δεν υπάρχει λέξη για την κορυφαία νύχτα τη ιστορίας, στη νύχτα της Γεσθημανής, χωρίς την οποία ο Σταυρός μένει ακατανόητος. Ο Χριστός στην ύστατη αυτή ώρα μένει μόνος: οι μαθητές τον εγκαταλείπουν, ο Θεός σωπαίνει. Η επιθανάτια αγωνία του θα κρατήσει ως το τέλος του κόσμου: δεν πρέπει να κοιμηθούμε όλο ατό το διάστημα, έγραψε ο Πασκάλ στους Στοχασμούς του και ο Ζουμπουλάκης ερμηνεύει την αγρύπνια αυτού του περιβόητου αποσπάσματος ως μια αγρύπνια ευθύνης απέναντι στους εγκαταλειμμένους όλου του κόσμου.

Η στιγμή που ο Χριστός μυσταγωγεί τους μαθητές του, τους οδηγεί στο μυστήριο του πάθους, είναι κατά το πασχάλιο δείπνο. Με τον μυστικό δείπνο εορτάζει μαζί τους στην Ιερουσαλήμ το τελευταίο του Πάσχα. Σε αυτή την στιγμή της μεγάλης εσχατολογικής έντασης αλλά και της μέγιστης αγάπης απευθύνεται στους μαθητές του αποκαλώντας τους φίλους. Αυτή είναι η ισχυρότερη λέξη του τροπαρίου – δεν την επινοεί ο υμνογράφος αλλά είναι πράγματι του ίδιου του Χριστού όπως παραδίδει ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Τους αποκαλεί φίλους γιατί τους έχει φανερώσει τα πάντα όσα του αποκάλυψε ο Θεός. Φυσικά το Πάθος δεν παύει να είναι σκάνδαλο: ο Μεσσίας σταυρώνεται ως κατάκριτος, ο Θεός πεθαίνει. Είναι φυσικό η Σταύρωση και ο θάνατος του Θεού να φοβίσουν τους μαθητές. Ο φόβος είναι χωριστικός· μπορεί να τους σκορπίσει και να γυρίσει ο καθένας σπίτι του. Γι’ αυτό ο Χριστός τους καθησυχάζει: το Πάθος του είναι υπέρ του κόσμου. Η θυσία του τους απελευθερώνει από το καθεστώς της δουλείας και τους προάγει το καθεστώς της φιλίας. Το έργο του Ιησού συνολικά είναι η συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους, καταργώντας τη διάκριση εχθρού και φίλου.

«Μεγάλη Πέμπτη εσπέρας» και ακούμε τα λόγια του Χριστού πάνω στον Σταυρό, και κυρίως το μεταφρασμένο από τον ευαγγελιστή Θεέ μου Θεέ μου ινατί με εγκατέλιπες; Οι ανά τους αιώνες πιστοί δεν μπορεί παρά να είναι πάντα με τους εγκαταλειμμένους, τους εξουθενωμένους και τους αβοήθητους αυτού του κόσμου. Ο Ιησούς δεν διατύπωσε κάποιο προσωπικό παράπονο αλλά προσευχήθηκε με μια γνωστή προσευχή από τους ψαλμούς: Ο Θεός, ο Θεός μου, […] ίνα τι εγατέλιπές με; Είναι εγκαταλειμμένος αλλά πιστός μέχρι θανάτου. Όσον αφορά τα λόγια Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι, ο Ζουμπουλάκης είναι αδιάφορος αν ανήκουν πράγματι στο αρχικό κείμενο του ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος είναι ο μόνος που τα αναφέρει ή για το ποιους συγκεκριμένα εννοούσε ο Ιησούς· σκέφτεται πως εννοούσε όλους όσοι τον αγνόησαν και πως πρόκειται για την ακρότατη έκφραση της θεϊκής συγχωρητικότητας, είναι όμως σημαντικά και για τον πρόσθετο λόγο πως ορίζουν την κατάστασή μας ως κατάσταση άγνοιας.

Στον διάλογο που και πάλι μόνο ο ευαγγελιστής Λουκάς διέσωσε, ο εκ δεξιών ληστής αναγνωρίζει τον Ιησού ως Μεσσία και του ζητάει να τον θυμηθεί στη βασιλεία του. Η λέξη του Ιησού σήμερον φανερώνει ότι ο θάνατός του είναι σωτηριώδης: ανοίγει το παράδεισο και εγκαθιστά ως πρώτο πολίτη του τον ληστή. Η χριστιανική γραμματεία είναι γεμάτη συγκλονιστικά κείμενα που προβάλλουν τον ληστή ως οδηγό μας για την δύναμη της μετάνοιάς του, όμως το ερώτημα του συγγραφέα είναι: τι θα γίνει με τον εξ ευωνύμων ληστή; Αυτό παραμένει και το κρίσιμο ερώτημα του χριστιανισμού.

Η μέρα αυτή προξενεί εξαιρετικά δυσάρεστα συναισθήματα στον συγγραφέα. Ποιος μπορεί να ακούσει τα αντιιουδαϊκά της τροπάρια; Το σχετικό μίσος κατά των Ιουδαίων διατρέχει όλη την Μεγάλη Εβδομάδα αλλά κορυφώνεται και κυριαρχεί το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης και την Μεγάλη Παρασκευή καθώς και τα εγκώμια είναι μεστά μίσους. Δεν υπάρχει ένα τροπάριο για τη νύχτα της Γεσθημανής ή για τους τελευταίους λόγους του Χριστού πάνω στο Σταυρό, ενώ υπάρχουν δεκάδες κατά του Ιούδα και των Ιουδαίων και ειδικά την μεγάλη αυτή μέρα της συγχώρησης και της συμφιλίωσης! Λέμε άφες αυτοίς και συγχωρούμε  –και ορθά– την πόρνη και τον ληστή, αλλά ζητάμε εκδίκηση κατά των Εβραίων. Ευτυχώς που οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τα ελληνικά των ύμνων, σκέφτεται ο Ζουμπουλάκης και κρίνει πως είναι επείγον να βγουν τα τροπάρια αυτά από τις ακολουθίες και να αντικατασταθούν με άλλα, παλιά ή νέα που θα γραφτούν. Μόνο μια πεθαμένη πίστη δεν μπορεί να αλλάξει ένα τροπάριο. Η Καθολική εκκλησία και οι προτεσταντικές το έχουν κάνει προ πολλού. Ο συγγραφέας εδώ παραθέτει και μερικές κατ’ εξαίρεσιν περιπτώσεις σιωπηρής αλλά επίσημης αλλαγής εγκωμίων που έσταζαν δηλητήριο.

Σε κάθε περίπτωση στο επίκεντρο της ημέρας βρίσκεται ο Σταυρός· αυτός είναι η βασιλική καθέδρα του Ιησού και σε κάθε περίπτωση όσοι έχουν αποφασίσει να είναι μαθητές του θα είναι πάντα με τα θύματα μέχρι θανάτου· όχι με τους δυνατούς αλλά με τους αδύνατους, όχι με τους ισχυρούς αλλά τους ανίσχυρους· θα είναι με όλα τα θύματα της ζωής και της ιστορίας. Η μεγαλύτερη αποτυχία των χριστιανών έγκειτο στο ότι δεν το τήρησαν τα παραπάνω. Η Εκκλησία όχι απλώς συντάχθηκε με τους θύτες αλλά έγινε και η ίδια ισχυρή. Αυτό σε απλά ελληνικά σημαίνει άρνηση του Χριστού του Σταυρού.

Το κεφάλαιο «Το μοιρολόι της Παναγίας» αφιερώνεται σε ένα από τα πιο διαδεδομένα δημώδη άσματα του ελληνόφωνου κόσμου που, περιέργως, απουσιάζει από τις συλλογές του Φωριέλ και του Ν. Πολίτη, πιθανώς επειδή το ενδιαφέρον τους στρεφόταν στην εθνική, παγανιστική και ελληνική, κληρονομιά και όχι στα χριστιανικά θρησκευτικά άσματα που ήταν και ύποπτα λογιότητας. Το λαϊκό «μοιρολόγι της Παναγίας» έρχεται να προστεθεί σε μια μακρά σειρά θρήνων της Παναγίας και αντλεί από αυτούς. Ενώ το περιστατικό η Παναγία να θρηνεί κάτω από τον σταυρό απουσιάζει και αυτό εντελώς από τα ευαγγέλια, οι χριστιανοί Ανατολής και Δύσης συνέθεσαν ανά τους αιώνες αμέτρητους θρήνους της Παναγίας (πλήθος τα Stabat mater στην Δύση). Υπάρχει, πάντως, το κοντάκιο του Ρωμανού Μελωδού Τη μεγάλη παρασκευή εις το πάθος του κυρίου και εις τον θρήνον της Θεοτόκου, που αποτελεί έναν σπαρακτικό διάλογο της Παναγίας με τον Ιησού, στην πορεία του προς τον Γολγοθά, και στον οποίο, μεταξύ άλλων, εκφράζει τον φόβο της για την ίδια την Ανάστασή του, μη σταθεί αιτία να μην τον ξαναδεί ποτέ!

«Μεγάλη Παρασκευή πρωί» και η ακολουθία των Μεγάλων Ωρών φορτώνεται με πλήθος αναγνωσμάτων (πολλά μάλιστα από την Παλαιά Διαθήκη), τα οποία μένουν ακατανόητα εξαιτίας της γλωσσικής τους δυσκολίας σε αντίθεση με την Αποκαθήλωση όπου μεταξύ άλλων το σώμα του Χριστού μεταφέρεται στο ιερό σαν λαβωμένος πελεκάνος (κατά την έξοχη παρομοίωση του συγγραφέα). Ευτυχώς τα απόστιχα του Μεγάλου Εσπερινού, ολοκληρώνονται όπως πάντα με το κορυφαίο μοιρολόγι της ιστορίας επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά πως η θρησκεία των νεκρών είναι η αρχαιότερη του κόσμου και η πιο ανθεκτική.

«Μεγάλη Παρασκευή εσπέρας», ο Επιτάφιος εκφέρεται από το ναό και περιφέρεται στους δρόμους αλλά σε αντίθεση με όλους τους νεκρούς επιστρέφει και πάλι στο σπίτι του, στο ναό. Είναι αξιοσημείωτο ότι η τάξη όριζε η περιφορά να γίνεται εντός του ναού και ήταν η λαϊκή ευλάβεια που απαίτησε και επέβαλε την περιφορά εκτός ναού, με αποτέλεσμα την αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος και την απαγόρευση του νεοφανούς εθίμου. Ο Παπαδιαμάντης, πάντως, προσηλωμένος τηρητής της τυπικής τάξεως, το υπερασπίστηκε με θέρμη. Βρισκόμαστε στην ημέρα των εγκωμίων και, όσο κι αν τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής αποτελούν τον επίσημο θρήνο της Εκκλησίας για τον θάνατο του Θεού και Λόγου, δεν αποπνέουν τίποτε το καταθλιπτικό, «όχι επειδή έξω φυσάει το αεράκι της άνοιξης αλλά επειδή μέσα σε αυτά πνέει ήδη η αύρα της Ανάστασης». Και δεν είναι μόνο τα δεκάδες εγκώμια που διαπνέονται από το αναστάσιμο πνεύμα αλλά και ό,τι έχει προηγηθεί (ο κανόνας Κύματι θαλάσσης).

Από λογοτεχνική άποψη οι ύμνοι των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο που μπορεί να φτάσει η βυζαντινή εκκλησιαστική ποίηση, όμως πολλά από τα εγκώμια είναι πρόχειρα φτιαγμένα και άτεχνα (όπως το λαοφιλές Έρραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσι…), όμως σε όλους αρέσουν αυτά τα «εκκλησιαστικά χαϊκού» κυρίως για την συνθήκη εντός της οποίας ψάλλονται. Εκείνο που τονίζεται πάντως εδώ είναι ότι πέρα από την ποιητική τους αξία δεν μπορούν εύκολα να κατανοηθούν χωρίς την θεολογία που τα στηρίζει, διαφορετικά προσφέρονται σε κάθε είδους παρανόηση. Για παράδειγμα, όσον αφορά την φράση πού έδυ σου το κάλλος; είναι πολύ εύκολο να μιλήσει κανείς για τον θάνατο του ωραίου νέου, ανθρώπου ή θεού, αν αγνοεί τα βιβλικά κείμενα που υπόκεινται εδώ ή την τεράστια ερμηνευτική συζήτηση που έχουν προκαλέσει. Εδώ πάντως δεν γίνεται λόγος για την φυσική ομορφιά αλλά για την θεότητα. Η λιτανεία ολοκληρώνεται με το πέρασμα κάτω από το κουβούκλιο του επιταφίου για να συμβολιστεί το πέρασμα από τον θάνατο στην ζωή.

«Μεγάλο Σάββατο πρωί», σε μια ημέρα που εορτάζεται η εις Άδου Κάθοδος, εμείς λανθασμένα τελούμε την επίσημη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου που είναι απολύτως αναστάσιμη και ο κόσμος την ονομάζει Πρώτη Ανάσταση. Όμως είναι η ημέρα της ταφής, της κατεξοχήν κατάπαυσης! Ο Ιησούς αναπαύεται στην καρδιά της γης, σαββατίζει, εγκαινιάζει την καινή ζωή της όγδοης ημέρας. «Μέγα Σάββατο τη νύχτα» έρχεται η ώρα του αποκυλισμένου λίθου. Είναι αξιοθαύμαστο το ότι το γεγονός των γεγονότων, η Ανάσταση, ιστορείται στα Ευαγγέλια χωρίς κανέναν θριαμβικό τόνο, αθόρυβα, χωρίς μεγαλείο: κάποιες γυναίκες βρίσκουν τον τάφο άδειο. Είναι δυνατόν η Ανάσταση να αναγγέλλεται με αυτό τον τρόπο, με ένα μονολεκτικό ηγέρθη και μια παραγγελία στους μαθητές που οι γυναίκες δεν εκτελούν; Και μπορεί ένας άδειος τάφος να αποτελεί απόδειξη ανάστασης εκ νεκρών; Ιδού η μεγάλη πρόκληση στην λογική και κλήση στην πίστη… Ο κανόνας του αναστάσιμου όρθρου, έργο του Ιωάννη Δαμασκηνού, αποτελεί ένα συγκλονιστικό ποίημα και αν ο Ιησούς αναστήθηκε από αγάπη, τότε η αγάπη είναι δυνατότερη από τον θάνατο.

«Κυριακή του Πάσχα» και κανένα ευαγγέλιο δεν σταματάει την αφήγησή του στον άδειο τάφο, που άλλωστε δεν αποδεικνύει τίποτε. Οι ευαγγελιστές κάνουν λόγο για τις εμφανίσεις του Αναστημένου και πάνω σε αυτές οικοδομήθηκε η χριστιανική Εκκλησία. Αρκεί ένα απόσπασμα από το εξαίσιο Προς Εμμαούς του ευαγγελιστή Λουκά για τον λόγο που ζεσταίνει την καρδιά όσων τον ακούνε και η επιβεβαίωση πως κάθε μαθητής του Χριστού ανά τους αιώνες είναι ένας απεσταλμένος. Τα Ευαγγέλια είναι παρηγορητικά ακριβώς επειδή βλέπουν και λένε καθαρά πόσο δύσκολο είναι να πιστέψει κανείς στην Ανάσταση· οι ίδιοι οι μαθητές που άφησαν αυτοστιγμεί τα πάντα για να τον ακολουθήσουν δεν τον πιστεύουν· και όταν τον βλέπουν δεν τον αναγνωρίζουν. Και καταλήγει ο Ζουμπουλάκης: εντέλει όποιος έλκεται από τον λόγο και το πρόσωπο του Χριστού ας μη βασανίζεται με ερωτήματα για την Ανάστασή του και την ανάσταση των νεκρών (αυτά τα δυο είναι ένα). Οι Χριστιανοί δεν ξεκινάμε από το τέλος (την Ανάσταση), αρχίζουμε από την αρχή; πασχίζουμε δηλαδή να τηρήσουμε τον λόγο του Χριστού, να κάνουμε τα έργα της καλοσύνης και της αγάπης. […] να τον αναγνωρίσουμε στο πρόσωπο των φτωχών και των ξένων […]. Ο Αναστημένος Χριστός δεν είναι άλλος από τον λόγο του, τον λόγο της αγάπης και της συγχώρησης. [σ.137].

Η συλλογή κλείνει με δυο αδημοσίευτα κείμενα που εκκινούν από μια εμπειρία θανάσιμης απειλής για την ζωή, μια προσωπική και μία συλλογική. Στέκομαι στο πρώτο, που τιτλοφορείται «Πάσχα του 2013. Μελέτη ζωής» και στο οποίο εκφράζεται η μείζων άποψη του Ζουμπουλάκη για το πόσο αφόρητη του είναι η ιδέα του πλατωνικού Φαίδρου πως η φιλοσοφία αποτελεί μελέτη θανάτου κι ας γνωρίζουμε πως θεμελιώνεται στην πίστη για την αθανασία της ψυχής και τελικά σημαίνει προσδοκία και προπαρασκευή για την αιωνιότητα. Και πράγματι, η γαλήνη του Σωκράτη έναντι του θανάτου φαίνεται να έχει ως πηγή της την βεβαιότητα για την αθανασία της ψυχής και την ελπίδα για την αιώνια μακαριότητα. Ο συγγραφέας βλέπει πόσο εμπότισε αυτή η ιδέα τον χριστιανισμό, την θρησκεία της και αλλοίωσε το κήρυγμα του Ευαγγελίου του Ιησού, εκείνου που διαβεβαίωσε ότι ήρθε στον κόσμο για να ζήσουν οι άνθρωποι την ζωή στην πληρότητά της και με το παραπάνω, και περισσόν: ζωή περίσσια, πλήρη και ακόμη παραπάνω. Ο ιστορικός χριστιανισμός, ωστόσο, γέμισε μαυρίλα, άρνηση της χαράς, ασκητική στέρηση και τα συναφή. Η διηνεκής μνήμη του θανάτου θεωρήθηκε θεμέλιο της πνευματικής ζωής. Κι όμως, για την ευαγγελική διδασκαλία ο θάνατος όχι μόνο δεν είναι φίλος αλλά ο μεγάλος εχθρός. Το ζήτημα δεν είναι πώς να πεθάνουμε αλλά πώς να ζήσουμε. Και φυσικά ας μην συγχέουμε την επίγνωση της θνητότητας, μοναδικό γνώριμα του ανθρώπου και πηγή της δημιουργικότητάς του, με την θανατοφιλία. Η φιλοσοφία δεν πρέπει να είναι μελέτη θανάτου αλλά, αντίθετα, vitae meditation, μελέτη ζωής, όπως ακριβώς έγραφε ο Σπινόζα στην Ηθική του.

Η εβδομάδα  που επί αιώνες έστηκεν, στις περισσότερες χώρες του δυτικού χριστιανισμού έχει χαθεί. Ο ίδιος ο συγγραφέας αναζητά κάθε χρόνο να βρει κάτι από την συγκίνηση των παιδικών του χρόνων, μα δεν την βρίσκει. Παρομοίως κι εγώ, κι ας βρισκόμουν στην άλλη πλευρά της πίστης. Το δέος όμως και η αίσθηση πως κάποτε συνέβη κάτι σπουδαίο, που αξίζει να αλλάξει την οπτική μας απέναντι στον κόσμο, κατέκλυζε και τις δικές μου μεγάλες ημέρες. Όμως, σκέφτομαι, όσο κι αν  μεγαλώνουμε και αλλάζει ο κόσμος γύρω μας, κάτι μένει απαράλλακτο: στο πολύπαθο κείμενο της Μεγάλης Εβδομάδας υπάρχει πλήθος νοημάτων που αφορούν όλους, ακόμα κι εμάς τους άλλους.

Εκδ. Άρτος Ζωής, 2021, 149 σελ. Περιλαμβάνονται συντομογραφίες και εκδοτικό σημείωμα με τις πρώτες δημοσιεύσεις των κειμένων.

03
Απρ.
23

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 34

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 52 (Απρίλιος 2023), εδώ

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 34: Οι εναέριες

Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους.

Ένα από τα τετράδια με τις λίστες που διατηρούσα στο δεύτερο συρτάρι του γραφείου μου (πορτοκαλί φορμάικα, δίπλα στην μπαλκονόπορτα που έβλεπε στον ακάλυπτο με τον τεράστιο ευκάλυπτο, πλησίον της νότιας πλευράς του ναού της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη) ήταν αφιερωμένο στις γυναίκες που σκόπευα να αγαπήσω στο ενήλικο μέλλον μου. Στο τμήμα Ε΄ καταγράφονταν με αλφαβητική σειρά τα επιθυμητά επαγγέλματα, καθώς η εκάστοτε ιδιότητα σαφώς θα επηρέαζε πλείστες εκδηλώσεις των σωμάτων τους. Ας πούμε, η νεαρή Μανάβισσα της οδού Λήμνου σαφώς θα είχε απορροφήσει τις οσμές των μπαχαρικών και θα μου άφηνε αλμυρή επίγευση στα γλωσσικές μου περιδιαβάσεις, ενώ η κυρία των Ψιλικών στην οδό Κύπρου σίγουρα θα γνώριζε καλά την αξία των μικρών σημείων και των λεπτομερειών κάθε αγγιχτού πράγματος.

Στο Α κυριαρχούσε η Αεροσυνοδός, μυστηριώδης και υποσχετική και μόνο από τον τίτλο της. Μια γυναίκα που σε συνοδεύει στον αέρα; Που περπατάει στον αιθέρα ή ξεναγεί σε αιθέριες αισθήσεις; Πόσες φορές έχει διασχίσει τον διάδρομο του αεροσκάφους με χορευτικές κινήσεις προσπαθώντας να μην πέσει στην αγκάλη των τυχερών ακριανών επιβατών; Συνεχίζει να παραπατάει έτσι από συνήθεια και στο δικό της σπίτι; Πώς αισθάνεται το γαργάλημα των δονήσεων της αεροδυναμικής στα πέλματα; Μπορεί να διαθέτει ή και να μεταδίδει την αίσθηση της πτήσης κατά την ώρα του έρωτα; Και γιατί φοράει πάντα κλειστά παπούτσια, ακόμα και το καλοκαίρι, και μάλιστα με καλσόν; Κάπου κάπως πληροφορήθηκα ότι σύμφωνα με έναν κανόνα (που φαντάζομαι πολυγραφημένο, με αρχαία γραφομηχανή, αρχειοθετημένο σε φθαρμένο κλασέρ εντός γκρίζου φοριαμού) οι γυναίκες που επιλέγονται για τα κάλλη τους στο σχετικό επάγγελμα, δεν πρέπει να εκθέτουν τα δάχτυλά τους και γενικότερα το γυμνό δέρμα των ποδιών τους! Με ποιο σκεπτικό συνελήφθη αυτή η βάναυση απαγόρευση; Για να μην φανεί η ενδεχόμενη ατέλεια, η παντού δεδομένη και συνώνυμη ακριβώς της μοναδικότητας και του ωραίου; Μια ακόμα μέγιστη αδικία της ιδιωτικής Ιστορίας άφηνε εκατομμύρια δάχτυλα αθέατα στους αιθεροβάμονες.

Για άλλη μια φορά αναζήτησα τις απαντήσεις στον παράλληλο κινηματογραφικό κόσμο και μετά από πολλά ταξίδια γνώρισα την δική μου αεροσυνοδό. Με έλεγαν Πιέρ Λασνέ και ήμουν ένας έγκριτος επιστήμων της φιλολογίας. Ειδικευόμουν στον Μπαλζάκ και οι διαλέξεις μου συγκέντρωναν πολύ κόσμο, σε σημείο να απαιτείται η κράτηση θέσης. Πρόσφερα τα φώτα μου σε οποιαδήποτε πόλη ή κωμόπολη με προσκαλούσαν και απολάμβανα την σχετική μορφωτική ακολουθία. Ήμουν παντρεμένος με μια γυναίκα μελαχρινών αποχρώσεων και ευρύτερης μεσογειακής ομορφιάς. Η μικρή μας κόρη συμπλήρωνε την σπιτική μας ευτυχία. Οδηγούσα ένα Citroën DS και ένοιωθα πλήρης. Μέχρι που είδα και την είδα. Οι πολύτιμες εμπειρίες των χαρακτήρων του Μπαλζάκ και των συναφών ομότεχνων δεν με είχαν θωρακίσει αρκετά. Ήμουν έμπειρος σε όσα γνώριζα και άπειρος σε όλα τα υπόλοιπα. Μια σελίδα την διαβάζεις· με μια θελκτική γυναίκα τι κάνεις; Υπέθεσα: την κοιτάζεις, ξανά και ξανά.

Ήμουν στο αεροσκάφος με προορισμό την Λισαβόνα, για μια ακόμα διάλεξη. Δεν θυμάμαι αν συναντήθηκαν τα βλέμματά μας κατά την διάρκεια της πτήσης. Θυμάμαι μόνο πως όταν πλησιάζαμε, την είδα να μπαίνει στην καμπίνα των αεροσυνοδών. Τράβηξε την κουρτίνα αλλά το κάτω μέρος δεν έφτανε ως το έδαφος και διέκρινα τα πόδια της στα χαμηλοτάκουνα παπούτσια της αεροσυνοδείας. Τα έβγαλε και φόρεσε τα εδαφικά της, με κάπως ψηλότερο τακούνι και έκθετες φτέρνες. Είδα την αφαίρεση, την γύμνωση, την νέα υπόδηση. Είδα μια προσωπική της στιγμή στο βάθος ενός σχεδόν ονειρικού αεροδιαδρόμου. Δεν γνώριζα το πρόσωπό της αλλά είδα την σάρκα της, το μαλακό δέρμα που απορροφά τον πρώτο πόθο. Στην πόρτα του αεροσκάφους μου χαμογέλασε και είδα πόσο όμορφη ήταν. Κάτω περίμεναν φωτογράφοι και όπως μας σκόπευσαν φαινόμασταν κι οι δυο ικανοποιημένοι, σα να έπαιρνε ο καθένας λίγη από την λάμψη του άλλου – την ωραιότητα και το πνεύμα.

Συναντηθήκαμε αναπάντεχα στο ασανσέρ του ξενοδοχείου και κατάλαβα πως με αναγνώρισε από τις αφίσες του αεροδρομίου. Ανταλλάξαμε νεύματα καληνύχτας και βγήκαμε στον ίδιο όροφο. Μπήκε στο δωμάτιό της (συγκράτησα τον αριθμό) και συνέχισα στον διάδρομο. Έξω από τις πόρτες έβλεπα τα παπούτσια των ενοίκων, παραταγμένα στη σειρά. Σε κάποιες υπήρχαν μόνο παπούτσια γυναικών. Τα πόδια τους βρίσκονταν από την πίσω πλευρά της πόρτας, μοναχικά. Μπήκα στο δωμάτιο και την σκεφτόμουν. Τηλεφώνησα στη ρεσεψιόν και με συνέδεσαν· της ζήτησα συγνώμη που δεν την βοήθησα με τα πακέτα της και της πρότεινα να πιούμε ένα ποτό στο μπαρ του ξενοδοχείου. Αρνήθηκε ευγενικά και με καληνύχτισε. Μου τηλεφώνησε λίγο μετά, ανταπέδωσε την συγνώμη και κατεβήκαμε.

Καθίσαμε δίπλα δίπλα στο τραπέζι και με ρωτούσε για τα βιβλία μου. Ένοιωθα πως την μυούσα σε τέχνη άγνωστη με διάλεξη ατομική. Αν με συναντούσε στον δρόμο δεν θα μου έδινε σημασία, αλλά τώρα ίσως την άγγιζε η αποκαλυπτόμενη λογοτεχνία ή η αφοσίωσή μου σε αυτήν. Μπορεί πάλι απλώς να πήραμε θέσεις στην αρχέγονη σχέση καθηγητή και σπουδάστριας. Αυτές είναι οι ωραιότερες στιγμές ενός έρωτα· όταν έχει ξεκινήσει αλλά δεν το αντιλαμβάνεσαι. Είχε ξημερώσει και βγήκαμε να περπατήσουμε στη Λισαβόνα. Όταν επιστρέψαμε στο δωμάτιό της άγγιξα τον διακόπτη για να ανάψω το φως αλλά το χέρι της κάλυψε το δικό μου και ξαναβρεθήκαμε στο σκοτάδι. Κατά την επιστροφή, καθώς με αποχαιρετούσε ως αεροσυνοδός στις σκάλες, μου έδωσε ένα κουτί σπίρτα με το τηλέφωνο και το όνομά της: Νικόλ.

Πετούσα πια κι εγώ στα ουράνια. Σε μια τυπική κινηματογραφική διπλοτυπία, τα χείλη μας τροχοδρομούσαν το ένα προς το άλλο, ενώ ένα αεροσκάφος πετούσε μαζί μας. Απογείωση. Κάποια μέρα πήγα στο αεροδρόμιο για να της γράψω ένα τηλεγράφημα. «Από τότε που σας γνώρισα έχω γίνει ένας καινούργιος άντρας». Ετοιμαζόμουν να το στείλω αλλά την είδα να περνάει και προτίμησα να της μιλήσω από κοντά. Το τσαλάκωσα και το πέταξα. Έκανα πίσω στην ομολογία μου, δεν ήμουν τόσο θαρραλέος ή ποιος ξέρει γιατί. Προσγείωση.

Το βλέμμα μου ζητούσε συνεχώς νέα τροφή. Σε ένα νάιτ κλαμπ της ζήτησα να σηκωθεί να χορέψει μπροστά μου. Σηκώθηκε αμήχανα αλλά πάνω στη πίστα ελευθερώθηκε. Τα μαλλιά της ανέμιζαν, το χαμόγελό της θαυματουργούσε. Εγώ δεν χορεύω, θέλω μόνο να κοιτάζω. Αργότερα αναζήτησα νυχτερινή στέγη στις αγγελίες των εφημερίδων. Δεν άντεξε το καχύποπτο βλέμμα του ρεσεψιονίστ και μού ζήτησε να φύγουμε. Στο σπίτι της δεν μπορούσα να μπω γιατί δεν επιτρέπονταν επισκέπτες αλλά της υποσχέθηκα να ταξιδεύσουμε μαζί στην Ρενς, για την επόμενή μου διάλεξη. Την ημέρα της αναχώρησης ήμουν στο στοιχείο μου: πήγαινα να μιλήσω για τον Μπαλζάκ με μια ηρωίδα του. Είδα πως φορούσε παντελόνι και το σχολίασα κάπως στενοχωρημένος. Στο βενζινάδικο που σταματήσαμε δεν άντεξα και της ζήτησα να βάλει φούστα. Είναι δυνατόν να μην μπορώ να βλέπω τα πόδια της;

Στο ξενοδοχείο η Νικόλ διαπίστωσε πως της έφυγε ένας πόντος από τις κάλτσες της και μου ζήτησε να της φέρω ένα ζευγάρι, όταν θα επέστρεφα από την συνάντησή μου με τον διοργανωτή. Αλλά εκεί εγκλωβίστηκα: μου είχαν ετοιμάσει τραπέζι με τους τοπικούς φορείς, αυτή την κουστωδία των επαρχιωτών αξιωματούχων με τις συζύγους τους, που δεν σκαμπάζουν τίποτα από λογοτεχνία αλλά ενισχύουν το γόητρό τους δίπλα στον γνώστη της. Με ρωτούσαν γιατί δεν ήρθε η σύζυγός μου στο ταξίδι και γιατί δεν κατέλυσα στο ξενοδοχείο που μου έκλεισαν. Πώς να φύγω και με ποια δικαιολογία; Κάθε δευτερόλεπτο βάραινε εντός μου – η Νικόλ με περίμενε στο δωμάτιο (ξεκάλτσωτη) κι εγώ έπρεπε να απαντάω στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις εκείνων των τυχαίων. Έφαγα το πλήρες γεύμα και μόλις που πρόλαβα ένα μαγαζί με κάλτσες την ώρα που κατέβαζε τα ρολά.

Στο δωμάτιο με περίμενε δακρυσμένη. Προσπάθησα να την παρηγορήσω αλλά είχα ξεχάσει να της φέρω το εισιτήριό της για την διάλεξη. Πικράθηκε αλλά την διαβεβαίωσα ότι μπορούσε να αγοράσει ένα στον χώρο της εκδήλωσης και έφυγα ξανά. Στο θέατρο την περίμενε μεγαλύτερη ταπείνωση: τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί και δεν την άφησαν να μπει ούτε όρθια, όσο κι αν τους παρακάλεσε. Εγώ μέσα θριάμβευα σε μια παραστατικότατη ομιλία. Μετά το τέλος της εκδήλωσης με περίμενε όρθια στο λόμπι αλλά με άρπαξε ξανά ο διοργανωτής και με πίεζε να πιούμε κάτι μαζί. Αναγκαστικά έκανα πως δεν την είδα, παρά τα απορημένα της νοήματα. Στην καφετέρια την έβλεπα έξω από το τζάμι να περπατάει στο απέναντι πεζοδρόμιο μέσα στα σκοτάδια και να την ενοχλεί ένας μεθυσμένος, να μπαίνει μπροστά της και να την πολιορκεί. Αλλά τι θα έλεγε ο συνοδός μου αν έβγαινα να την βοηθήσω; Παρέμεινα στην θέση μου, να βράζω, ένας βλεψίας κρυμμένος πίσω από το τζάμι που μπορεί να ήταν μιας όψης, η ταπείνωσή μας όμως ήταν αμοιβαία. Εκείνη ήταν βορά ενός ξένου στη νύχτα μιας άγνωστης πόλης κι εγώ ένας ανίκανος για το ελάχιστο καθήκον ενός άντρα, να προσφέρει ασφάλεια στην γυναίκα.

Κάποια στιγμή του είπα ότι πρέπει άμεσα να φύγω για το Παρίσι και μου ζήτησε να τον πάρω μαζί μου! Ήταν μια ευκαιρία να ξεφύγει λίγο από την θλιβερή ζωούλα του. Του είπα πως θα περάσω να τον πάρω από το ξενοδοχείο του και έτρεξα να βρω την Νικόλ. Θέλαμε κι οι δυο να φύγουμε το συντομότερο από τον άθλιο τόπο τους. Ξημέρωνε όταν προσπερνούσαμε με το αυτοκίνητο τον φορτικό οικοδεσπότη (τι γελοίος φαινόταν, έτσι όπως περίμενε με τις βαλίτσες του πανέτοιμος για απόδραση στην μεγάλη πόλη!). Φτάσαμε σε μια γειτονική κωμόπολη, βρήκαμε ένα ήσυχο ισόγειο δωμάτιο και ξάπλωσε. Είχε έρθει τελικά η ώρα να της δείξω την αφοσίωσή μου μα ύστερα από μια τόσο δραματική νύχτα αποκοιμήθηκε. Της έβγαλα τα παπούτσια και κοίταξα με ευλάβεια τα δάχτυλά της. Χάιδεψα τις γάμπες της,  ξεκούμπωσα την καλτσοδέτα της. Τουλάχιστον μπορούσα να βλέπω όσο θέλω.

Όταν ξύπνησε μας έφεραν το πρωινό. Μου μίλησε για κάποιον άντρα που την πολιορκούσε και τελικά της επιβλήθηκε. Μου εξομολογήθηκε πως παρά την αποστροφή της, είχε νιώσει μια σκοτεινή έλξη. Μου άνοιξε την δική της θύρα ενός ανομολόγητου ερωτισμού. Είχε πλησιάσει η στιγμή του έρωτά μας. Με μια κίνηση που λες και έκρυβε μια ανεξήγητη προσωπική της τελετουργία σηκώθηκε ξυπόλητη και έβγαλε τον δίσκο με το πρωινό έξω από την πόρτα. Η κάμερα συγκράτησε τα πόδια της καθώς τον άφηνε στο κατώφλι. Για ποιο λόγο το έκανε αυτό; Το αιώνιο μυστήριο κάθε ξυπόλητης γυναίκας εμένα μου παραδόθηκε κατά τον πυκνωμένο, ηλεκτρικό χρόνο πριν την σύμμειξή μας αλλά παρέμεινε εσαεί μυστήριο. Στην επιστροφή σταματήσαμε στο δρόμο και την φωτογράφιζα σε διάφορες στάσεις. Ο φακός την υπεξαιρούσε ντροπαλή, φιλάρεσκη και, ελπίζω, ερωτευμένη.

Ως ικανός οργανωτής της ζωής μου τα είχα όλα σχεδιάσει. Την πήγα σε μια ανεγειρόμενη οικοδομή για να της δείξω το διαμέρισμα που αγόρασα για μας. Εδώ θα είναι το δωμάτιό μας, εδώ θα μένει η κορούλα μου όταν μας επισκέπτεται, εδώ η νταντά της. Χαμογέλασε συγκρατημένα. Νωρίτερα είχα πάει να την δω στο σπίτι της αλλά περίμενε τον πατέρα της που θα ερχόταν από άλλη πόλη. Όταν κατέβαινα τις σκάλες αυτός ανέβαινε. Ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι… Ήμουν πλησιέστερα σε αυτόν παρά σε εκείνη; Αυτό την έκανε εκεί, στο άδειο διαμέρισμα, να μου πει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει μαζί μου; Πραγματικά δεν το περίμενα. Πώς είναι δυνατόν να μας χωρίζει οτιδήποτε, όταν της πρόσφερα τον ίδιο μου τον εαυτό; Πώς έκλεινε στη μέση το βιβλίο μας που θα γραφόταν με τον τρόπο του Μπαλζάκ; Ο εναέριος έρωτάς μας ήταν στον αέρα; Από τα ύψη της οικοδομής έσκυψα και την είδα να βγαίνει και να καλεί ένα ταξί. Είχαμε λοιπόν τόση υψομετρική διαφορά;

Πήγα στο αγαπημένο μου ρεστοράν για να γευματίσω. Με οδήγησαν στο μοναδικό άδειο τραπέζι στην γωνία και άνοιξα την εφημερίδα μου. Δεν φαινόταν να πονάω· μπορεί να σκεφτόμουν πως με την Νικόλ είχα τιμηθεί με τα δώρα της όρασης και της αφής. Ίσως επέστρεφα στην Φράνκα, ίσως γοήτευα κάποια άλλη συνοδό, επί αέρος ή εδάφους. Στο ακροατήριό μου σίγουρα θα υπήρχε κάποια ετοιμοπαράδοτη, ενσαρκωμένη ηρωίδα του Μπαλζάκ. Θα μπορούσε μάλιστα εκείνη την στιγμή να έμπαινε στο εστιατόριο. Αντί αυτής είδα την σύζυγό μου να εμφανίζεται μπροστά μου αγέλαστη, ανέκφραστη. Μου πέταξε στο τραπέζι τις φωτογραφίες που είχα βγάλει στη Νικόλ (είχα ξεχάσει το χαρτί του φωτογραφείου σε μια τσέπη μου). Το χέρι που κάποτε με χάιδευε κρατούσε ένα περίστροφο. Ομολογώ πως δεν το περίμενα· ας με τιμωρούσε με εγκατάλειψη, δεν θα ήταν αρκετό; Το παρόν μου σταμάτησε, το μέλλον μου εξαφανίστηκε. Τώρα είμαι καταδικασμένος να ζω την ιστορία ξανά και ξανά, κάθε φορά που προβάλλεται στα αδηφάγα σας μάτια.

Υποθέτω θα περιμένατε να μετανοήσω και να παραδεχτώ πόσο άθλιος υπήρξα απέναντι στις δυο γυναίκες. Δεν αντέχετε τους αρνητικούς ήρωες, θέλετε να συμπάσχετε και λίγο με τον ταλαιπωρημένο του θεάματός σας. Μόνο έτσι μπορεί να με συμπαθούσατε λιγάκι. Αν όμως ακόμα δεν γνωρίζετε την εγωιστική πλευρά του έρωτα και την εγωπάθεια που ταυτίζεται με την ίδια την ανθρώπινη φύση, τότε δεν ζήσατε κανέναν έρωτα. Δείτε, λοιπόν, όλες τις ταινίες του Φρανσουά Τρυφώ, ο οποίος, άλλωστε, σύντομα θα άφηνε την δική του σύζυγο για χάρη μιας άλλης γυναίκας, που σύμφωνα με γάργαρες πηγές ήταν η ίδια η Φρανσουά Ντορλεάκ, εκείνη που για λίγο έγινε η Νικόλ μου. Σα να τις βλέπω, ζωή και τέχνη, να κάθονται δίπλα δίπλα και η μία να αντιγράφει την άλλη. Τελικά χρειάζεστε κι εσείς μια διάλεξη πάνω στον Μπαλζάκ!

Η ταινία: La peau douce (François Truffaut, 1964). Αγγλικός τίτλος: The soft skin. Η γυναίκα: Françoise Dorléac. Τρία χρόνια αργότερα θα χάσει την ζωή της σε κάποιο γήινο δρόμο, σε αυτοκινητικό δυστύχημα, καθώς έτρεχε προς το Αεροδρόμιο της Νίκαιας, για να προλάβει την πτήση της.

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.




Ιουνίου 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1234
567891011
12131415161718
19202122232425
2627282930  

Blog Stats

  • 1.138.666 hits

Αρχείο