«Η ζωή ξεκινούσε και τέλειωνε στην ομοιομορφία, με την απουσία οποιουδήποτε προσδιοριστικού σημείου, ενώ η ιδιοτυπία, η μοναδικότητα, δεν είναι παρά το οικοδόμημα που κατασκευάζει ο καθένας από εμάς, προκειμένου να απομακρυνθεί από τη ζωή καθαυτή, ευελπιστώντας ότι με τον τρόπο αυτόν θα μπορέσει να αποφύγει και το πεπρωμένο» (σ. 41).
Η συγγραφέας (Νάπολη, 1955) επιχειρεί μια επίπονη πλην ψύχραιμη λογοτεχνική καταγραφή της προδιαγεγραμμένης πορείας του σώματος στην αναπότρεπτη γραμμική διαδρομή του χρόνου. Έντεκα σύντομα κεφάλαια τριτοπρόσωπης γραφής μας καθιστούν κοινωνούς των σκέψεων μιας γυναίκας, που παρατηρεί την προοδευτική παύση των ανδρικών βλεμμάτων ή την εστίασή τους πλέον σε ρυτίδες, κηλίδες κι εξογκώματα. Οι άλλοτε ανεπιθύμητες εκδηλώσεις ξεδιάντροπης επιθυμίας τώρα της λείπουν. Αν η απόλαυση που βιώνει κάθε γυναικείο σώμα χαρακτηρίζεται από μια σχετική αιωνιότητα, ίσως γι’ αυτό προσαρμόζεται τόσο δυσάρεστα στο πέρασμα του χρόνου, στην αδυσώπητη γραμμικότητά του οποίου βρίσκεται απροετοίμαστο.
Στη νέα αυτή ζωή κυριαρχούν ο φόβος των ιατρικών εξετάσεων και οι σκέψεις του θανάτου. Τα νοσοκομεία και τα ακτινολογικά εργαστήρια μοιάζουν χώροι ετυμηγοριών. Η γυναίκα αισθάνεται πως οι γιατροί κάθε φορά αποσπούν ένα κομμάτι της, πως η κύρια λειτουργία των οργάνων της είναι η παροχή της έδρας και του ονόματος μιας ασθένειας. Κάθε φορά που αισθάνεται ανία, ευφορία ή φόβο, ανακαλύπτει νέους πόνους και οιδήματα. Σημάδια που «στη λευκή σελίδα γίνονταν πιο ορατά». Φυσικά και το σώμα του άνδρα με τον οποίο ζει έχει αρχίσει να γερνά, όμως είναι πεπεισμένη ότι στη γυναίκα η γονιμότητα ή η στειρότητα αποτυπώνονται με πολύ ευκρινή τρόπο. Δικαιούται ένα κορμί να συνεχίσει να ζει έχοντας απολέσει την ιδιότητα της ευφορίας; Η απουσία παιδιών μεταφράζεται σε παραίτηση από «εκείνο τον μικρό παράδεισο της ζωής που συνεχίζει να πορεύεται δίχως να πρέπει να τον τροφοδοτείς με καινούργια ενέργεια»· σε απώλεια της γαλήνης που νιώθεις συνειδητοποιώντας ότι ξεμπέρδεψες με την αναζήτηση κινήτρων και το νόημα της ζωής. Μήπως όμως όλα αυτά αποτελούν απλώς το ιδιαίτερο γνώρισμα των γηρατειών και το γεγονός ότι το κορμί της μετατρέπει τα ελαττώματά του σε συνήθειες, αποτελεί την ένδειξή τους, όπως και η μετάβαση προς μια διαρκή κατάσταση απρόσωπης μονοτονίας; Ακόμα και οι ερωτικές συνευρέσεις γίνονται όλο και πιο διαστροφικές και ταυτόχρονα συνεσταλμένες: αντιβαίνοντας στις προτιμήσεις της νιότης, η ποικιλία και το αφύσικο αντισταθμίζουν την έλλειψη οιστρογόνων πολύ καλύτερα από την αγάπη και την ανάμνηση.
Ο λόγος της Μοσκάτι διαφοροποιείται από την σκωπτική μοιρολατρία ή την απεγνωσμένη μάχη των ηρώων του Φίλιπ Ροθ ή την ψυχρή, ρεαλιστική σκληρότητα της Κρίστα Βολφ, για να αναφέρουμε δυο σύγχρονους συγγραφείς που καταπιάστηκαν επανειλημμένα με το θέμα της ασθένειας και της φυσικής φθοράς γενικότερα. Μοιάζει περισσότερο φιλοσοφημένος (η συγγραφέας έχει γράψει φιλοσοφικά δοκίμια), εμποτισμένος με μια τρυφερή διάθεση υποδοχής και αποδοχής. Τελικά οι χρόνοι του σώματος ακολουθούν το σώμα του χρόνου, με το οποίο η ηρωίδα συναντιέται σε κάποιο μουσείο. Παρατηρώντας τις τερακότες του απύθμενου προχριστιανικού παρελθόντος, απαράλλακτα δημιουργήματα μιας αιωνιότητας που άφηνε άθικτη την ανθρώπινη ουσία, να δίνουν την θέση τους στην ταραγμένη κίνηση της ελληνικής τέχνης, συνειδητοποιεί πως έκτοτε η ζωή του δυτικού κόσμου όπου έλαχε να γεννηθεί, έγινε «ένας ολοένα ταχύτερος αγώνας δρόμου εναντίον του χρόνου, που με τη σειρά και αυτός τρέχει με ολοένα ταχύτερους ρυθμούς». Πρέπει λοιπόν όλοι να υποταχθούμε στο σκάνδαλο στο οποίο έχει μετατρέψει τα γηρατειά αυτός ο κόσμος, επινοώντας ανθρώπινα μεταλλάγματα – καρικατούρες της νιότης τους; Μονάχα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου «οι γέροι μπορούσαν να είναι ακόμα όμορφοι, με μια ομορφιά ιδιαίτερη και διαφορετική από εκείνη των νέων»;
Εκδ. Άγρα, 2009, μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, σελ. 74 (Antonella Moscati, Una quasi eternità, 2006)
Πρώτη δημοσίευση σε: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τ. 667, 6.8.2011 (και εδώ). Το εικονιζόμενο έργο είναι του Oswaldo Guayasamin (Μουσείο του Quito).
0 Σχόλια to “Αντονέλλα Μοσκάτι – Μια αιωνιότητα ή σχεδόν”