12
Μαρ.
12

Λίζυ Τσιριμώκου – Εσωτερική ταχύτητα. Δοκίμια για τη λογοτεχνία

Η αυτοκτονία αποτελεί αναντίλεκτα έναν από τους πιο ενδιαφέροντες τόπους στην ευρεία περιοχή της λογοτεχνικής θανατογραφίας. Δεν υπάρχει λογοτεχνική παράδοση, μικρή ή μεγάλη, που να μη διαθέτει αυτοκτονολογικά κείμενα, ενώ η σύγχρονη συστηματική της προσέγγιση από ψυχαναλυτική, κοινωνιολογική και θεματολογική σκοπιά, αλλά και από την ιστορία των ιδεών, έχει διαμορφώσει ιδιαίτερη ερευνητική περιοχή, την αυτοκτονολογία [suicidology, suicidologie]. Η συγγραφέας – θεωρητικός της λογοτεχνίας βέβαια ενδιαφέρεται για την αυτοκτονία ως λογοτεχνικό μοτίβο, για την διάθλασή της αυτοκαταστροφικής χειρονομίας στα λογοτεχνικά κείμενα. Έτσι στο Φάσμα της αυτοχειρίας επιχειρείται ένα σύντομο διάγραμμα της νεοελληνικής λογοτεχνικής της «πορείας», από την θεωρητική συνηγορία της αυτοκτονίας από τον Κάλβο και το σημάδι της στις απαρχές του νεοελληνικού μυθιστορήματος με τον Λέανδρο το Π. Σούτσου μέχρι την τριανδρία του νεοελληνικού διηγήματος, Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη και Μητσάκη. Το μελέτημα εστιάζει ακριβώς στα αντίστοιχα κείμενά τους, στις Συνέπειες της παλαιάς ιστορίας, στον Αυτοκτόνο και τον Αυτόχειρα, αλλά και στην φυσική απόληξή τους, το ποιητικό αφήγημα του Ρώμου Φιλύρα, Ο θεατρίνος της ζωής.

Μεταξύ χαράς και πένθους εξετάζεται ένα κείμενο του Μιχαήλ Μητσάκη, μια από τις ελάχιστες επιτάφιες ελεγειακές σελίδες του κατεξοχήν εραστή της πολύβουης καθημερινής κίνησης, σε συνομιλία με Το νεκροταφείο των Αθηνών του Δημητρίου Βικέλα και Το παράπονο του νεκροθάπτου του Εμμανουήλ Ροΐδη. Υπό την συκήν λοιπόν γινόμαστε μάρτυρες μιας σπάνιας συνύπαρξης, σ’ έναν απόμερο ναΐσκο, σφηνωμένο στο βράχο του Λυκαβηττού, στις παρυφές της λαϊκής συνοικίας της Νεάπολης: στην ίδια επιτάφια στήλη γειτνιάζουν το ονοματεπώνυμο της νεκρής γραίας του μνήματος κι εκείνα των οκτώ ζωντανών κορασίδων που τα συμπλήρωσαν με μολυβδοκόνδυλο μαζί με την δέσμευση για την άκρα μέχρι τάφου φιλία τους. Ένα βήμα πιο κάτω, μας περιμένει η Νεκρομαντική τέχνη, εδώ η επιτάφια καβαφική ποίηση, ενώ λίγο πριν, το πιστόλι και το δηλητήριο ερευνά την αρσενική και «θηλυκή» αυτοχειρία, όπως αποτυπώνονται στον Βέρθερο του Γκαίτε και στην Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ.

…μέναμε κολλητά σχεδόν στη Βαγγελίστρα, από την πίσω φυσικά μεριά. Ένας χωματένιος δρόμος χώριζε την κουζίνα μας από τα μνήματα. Όταν κουραζόμουνα από το παιχνίδι, πηδούσα τη μάντρα κι ώρες ολόκληρες στεκόμουν αμίλητος πλάι σε γυναίκες που έκλαιγαν δικούς τους, μπροστά σε μαύρα, άσπρα ή γκρίζα κάγκελα. Το χρώμα έδειχνε την ηλικία, που σπάνια ήταν γραμμένη στο σταυρό. Στη δική μας μεριά δεν υπήρχαν μνήματα χτισμένα, από πέτρα ή μάρμαρο γράφει ο Δημήτρης Μαρωνίτης κι ένα άλλο τριμερές σώμα κειμένων αφορά την πόλη και την διάθλασή της σε κείμενα, θέμα για το οποίο η γράφουσα διατηρεί μια «ευαισθησία»: Λογοτεχνία της πόλης/Πόλεις της λογοτεχνίας. Στα Παράθυρα στον μέσα χώρο τα γραπτά του Δ.Μ. [από την αντιστασιακή Συνέχεια του Κέδρου και αλλού] που εστιάζουν σε μια αλλοτινή Θεσσαλονίκη χωρίς ίχνος ρηχής νοσταλγίας και γλυκερής αισθηματολογίας ενεργοποιούν ξανά το ερώτημα τι είναι λογοτεχνία, δηλαδή τέχνη του λόγου, και τι όχι, ποια είναι τα όρια του στοχαστικού ή δοκιμιακού λόγου και ποια τα αντίστοιχα του δημιουργικού ή λογοτεχνημένου λόγου.

Ένας σύντομος Αναγνωστικός περίπατος στην πόλη ξεκινά με τις συμβουλές του μανιακού περιπατητή/flâneur και λάτρη των εφευρετικών διαδρομών της πόλης, Georges Perec και καταλήγει στον Ν.Γ. Πεντζίκη, γνήσιο απόγονο της ευφάνταστης ταξιθεσίας ενός Καισάριου Δαπόντε. Ακούγεται και γράφεται συχνά ότι η κάθε πόλη είναι ένα μυθιστόρημα, λογοτεχνικό γένος άλλωστε αδιανόητο χωρίς την ύπαρξη των πόλεων, που αντικατέστησαν το συλλογικό ακρόαμα (π.χ. το παραμύθι) με την πράξη της μοναχικής ανάγνωσης. Η εγγραφή της Αθήνας στο σώμα της ελληνικής αστικής λογοτεχνίας υπήρξε μονοπωλιακή, όπως ακριβώς και με το Παρίσι ή το Λονδίνο στις αντίστοιχες κουλτούρες, μέχρι τον 20ό αιώνα, οπότε και διακρίθηκε η ευκρινής οντότητα της Θεσσαλονίκης στην λογοτεχνική παραγωγή, της μόνης άλλωστε πόλης που συνέδεσε το όνομά της με διακριτό λογοτεχνικό ρεύμα, την περιλάλητη μεσοπολεμική «Σχολή Θεσσαλονίκης».

Στο επίκεντρο της θεματικής ενότητας «Μυθοπλασία και ιστορία» τίθεται ο Άρης Αλεξάνδρου, με τρία επιμέρους κείμενα: Δρόμοι σημείων αδιέξοδοι. Η καφκική ηχώ στο περιφερόμενο Κιβώτιο, Το τελευταίο τσιγάρο και Ο συνήθης ύποπτος. Το τελευταίο εξετάζει την πρόσληψη του έργου του από τον Δημήτρη Ραυτόπουλο, που αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια στον πολλαπλώς αιρετικό και αποσυνάγωγο συναγωνιστή του, εστιάζοντας καταρχήν στο ποιητικό του τοπίο, άρα και αναδεικνύοντας την ποιητική του παραγωγή, που επισκιάστηκε από την κεραυνοβολία του Κιβωτίου· μια ποίηση που στοιχειοθετεί μια ιδιότυπη συνέχεια της καβαφικής και σεφερικής «ποιητικής πεζότητας»: μόνο πρόσεξε μην κλάψεις/ όπως βουρκώνουμε τα μάτια των ποιητών/που έχουν έτοιμο το δάκρυ.  Η «λευκή γραφή» του Κιβωτίου, ουδέτερη και αποστεγνωμένη, εξαντλεί μια και μοναδική ιδέα: την τραγική ενοχοποίηση του επιζώντος. Ο Ραυτόπουλος υποστήριξε την άποψη της διαθλασμένης αυτοβιογραφίας που προσπαθούσε να περισώσει ό,τι μπορούσε από μια ρημαγμένη προσωπική και συλλογική ζωή σε μια αφήγηση που ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει…

Μια άλλη τριάδα μελετημάτων αφορά Όψεις του Καρυωτακικού λυρισμού (δυο εκ των οποίων αγγίζουν και την λυρική μουσολογία και ποιητική αλχημεία του αυτόχειρα ποιητή και του Μπωντλαίρ) και ιδού ορισμένοι από τους υπόλοιπους τίτλους: Ιστορία λογοτεχνίας και ιστορική ποιητική, Πολυπολιτισμικές σπουδές και συγκριτική γραμματολογία στη στροφή του αιώνα, Δημόσιες βιβλιοσυστάσεις, Μικρά συγκριτολογικά, κ.ά. Αντί επιλόγου, ένα πυκνότατο κείμενο για το μέλλον της μνήμης: την αυτοβιογραφία και το απομνημόνευμα. Ακριβώς τη μνήμη μας έχει νωρίτερα ξεσηκώσει και το σύντομο μελέτημα Το παιχνίδι στη λογοτεχνία / η λογοτεχνία ως παιχνίδι. H παρούσα συστέγαση μικρών και μεγάλων μελετημάτων εικοσαετούς πανεπιστημιακής θητείας προσφέρει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ευρεία θεματολογία αλλά και μας ωθεί, ως οφείλει κάθε σχετικό σώμα μελετών, να αναζητήσουμε οι ίδιοι τα κείμενα και να τα διαβάσουμε με νέα ματιά.

Εκδ. Άγρα, 2000, σελ. 433, με ευρετήριο κύριων ονομάτων.

Στις φωτογραφίες: Μιχαήλ Μητσάκης, Ζωρζ Περέκ, Άρης Αλεξάνδρου και Καίτη Δρόσου, Κώστας Καρυωτάκης. 

Advertisement

0 Σχόλια to “Λίζυ Τσιριμώκου – Εσωτερική ταχύτητα. Δοκίμια για τη λογοτεχνία”



  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Μαρτίου 2012
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1234
567891011
12131415161718
19202122232425
262728293031  

Blog Stats

  • 1.138.325 hits

Αρχείο


Αρέσει σε %d bloggers: