Το βιωμένο απόλυτο και το απόλυτο τίποτα
Φιλοσοφίας απάτη ή Τι άλλο κάνουν οι φιλόσοφοι από το να αποφεύγουν τα αληθινά βάσανα;
Ήδη από το πρώτο του βιβλίο ο Σιοράν, σε ηλικία 22 ετών, αποχαιρετούσε γεμάτος λύσσα και αγανάκτηση τη φιλοσοφία, διαπιστώνοντας την αποτυχία μιας μορφής σκέψης που «αποδείχθηκε αργόσχολη τέρψη, ανήμπορη να αντιμετωπίσει την ουσιώδη σύγχυση». Η φιλοσοφία, έγραφε, δεν προσφέρει καμιά βοήθεια στις κρίσιμες στιγμές· αλλά και η ίδια της η γλώσσα μπορεί αν σε δηλητηριάσει, σαν αληθινό ναρκωτικό. Αν μεταφραστεί σε τρέχουσα γλώσσα, ένα φιλοσοφικό κείμενο εξανεμίζεται. Όλα τα φιλοσοφικά κείμενα θα έπρεπε να υποβληθούν σε αυτήν τη δοκιμασία. Η γοητεία αυτή που ασκεί το ύφος εξηγεί και την επιτυχία του Χάιντεγκερ: είχα την αίσθηση ότι κάποιος πάσχιζε να με ξεγελάσει με λόγια. Κατάλαβα τι θα έπρεπε πάση θυσία να αποφύγω.
Οι δαιμονικές θρησκείες [Πίστη δεν είχα, αλλά μου περίσσευε η οργή]
Θεός σημαίνει το έσχατο στάδιο μιας πορείας, το ακρότατο σημείο της μοναξιάς, σημείο χωρίς υλική υπόσταση, στο οποίο πρέπει να δώσουμε ένα όνομα, να του αποδώσουμε μια φανταστική ύπαρξη. Εν τέλει, ο Θεός πληροί μια λειτουργία: τη λειτουργία του διαλόγου. Ακόμα και ο άπιστος λαχταρά να συνομιλήσει με τον «Μοναδικό», διότι δεν είναι εύκολο να συνομιλήσει κανείς με το μηδέν.
Για τον Σιοράν κάθε θρησκεία που συνθηκολογεί με την ιστορία απομακρύνεται από τις ρίζες της· ενώ, για παράδειγμα, ο χριστιανισμός «αρχικά διακήρυττε με πάθος τη στέρηση, στη συνέχεια, διαπράττοντας πραγματική προδοσία, έμελλε να μετατραπεί σε κατακτητική θρησκεία». Συχνά κατήγγειλε το δαιμονικό στοιχείο που υποκρύπτουν και πέρασε πολλά χρόνια διαβάζοντας τους μυστικιστές, αναζητώντας εκεί μια επιβεβαίωση της ύπαρξής του. Πώς μπορεί όμως κανείς να απελευθερωθεί; Την απελευθέρωση την ανακαλύπτουμε μόνοι μας, και όχι μαθητεύοντας σε κάποιον ή προσχωρώντας σε μια πνευματική αδελφότητα· η μόνη βαθιά εμπειρία είναι αυτή που βιώνεται στη μοναξιά. Η αληθινή ζωή είναι αυτή που δεν θέτει στόχους. Αυτό συνιστά η ανατολική φιλοσοφία, η οποία έχει συλλάβει ορθά τις αρνητικές επιπτώσεις της δράσης. Δεν υπάρχει ούτε μία ανακάλυψη που να μην έχει ολέθριες συνέπειες. Ο άνθρωπος θα χαθεί εξαιτίας της μεγαλοφυΐας του.
Νεωτερικός σκεπτικισμός;
Δελεασμένος από την άρνηση και το συναίσθημα του τίποτα, αλλά όχι μηδενιστής, αποτελεί άραγε ο ρουμάνος στοχαστής μια μοντέρνα εκδοχή του σκεπτικιστή, όπως τον προκαλεί η συνομιλήτριά του; Εκείνος προτιμά να μετεωρίζεται ανάμεσα στο αιώνιο δίχασμα σκέψης και πράξης: Αναμφίβολα η δράση έχει ανάγκη τη βεβαιότητα. Όμως, η παραμικρή σκέψη γκρεμίζει αυτή την αυθόρμητη συναίνεση. Τελικά διαπιστώνουμε ότι τίποτα δεν αντέχει, ότι τα πάντα είναι αβάσιμα. Ο σκεπτικισμός είναι η υπεροχή της ειρωνείας. Και πάντα τίθεται το ερώτημα: μέχρι ποίου σημείου μπορεί κανείς να προχωρήσει μέσα στην αμφιβολία; Το μόνο βέβαιο για τον ίδιο είναι πως όλες οι μεγάλες ιστορικές αποτυχίες ακολουθήθηκαν από ένα κύμα σκεπτικισμού. Η πνευματική λάμψη του αρχαίου κόσμου έσβησε με την έλευση του χριστιανισμού. Ήταν αδιανόητο το γεγονός ότι καλλιεργημένα πνεύματα παθιάστηκαν με ένα τόσο αφελές ιδεώδες. Κάθε σκεπτικισμός όμως οφείλει να διακρίνεται από τον κυνισμό, που εκκινεί από μια οιονεί νοσηρή επιθυμία άρνησης, μια διάθεση ξεμασκαρέματος, ένα διεστραμμένο, άνευ σύνεσης, παιχνίδι του πνεύματος
Το βιωμένο απόλυτο
Η μεγαλύτερη τέρψη του Σιοράν υπήρξε η μουσική – ο Μπραμς, ο Σούμαν, ο Σούμπερτ – η μόνη τέχνη που προσδίδει κάποιο νόημα στη λέξη απόλυτο. Είναι το βιωμένο απόλυτο και, η γλώσσα της υπερβατικότητας, εξ ου και οι συνενοχές που προκαλεί ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι το απόλυτο προσλαμβανόμενο μέσα στο χρόνο, αλλά ανίκανο να παραμείνει σ’ αυτόν, είναι ένα υπέρτατο και ταυτόχρονα φευγαλέο άγγιγμα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το εύθραυστο της μυστικιστικής έκστασης· αλλά σε κάθε περίπτωση την μουσική την κατανοούν μόνο εκείνοι στους οποίους είναι απαραίτητη.
Υπέρ αφορισμών
Ο Σιοράν απομακρύνθηκε οριστικά από την ποίηση χάριν του αφοριστικού λόγου, του μόνου είδους που ταίριαζε στη σκέψη του. Πιστός στην παράδοση του γαλλικού μοραλισμού, ο Σιοράν υιοθέτησε για πρώτη φορά την λακωνική έκφραση του αφορισμού στους Πικρούς Συλλογισμούς [1952], αφήνοντας τον γεμάτο αγανάκτηση λυρισμό του προηγούμενου [Εγκόλπιον Ανασκολοπισμού, 1949]. Στον αφορισμό το χιούμορ και το παράδοξο συμπράττουν με τον σκεπτικισμό σ’ αυτό το σημείο συνάντησης της βλασφημίας, της σύντομης διατύπωσης και του επιγράμματος. Πίστευε πως ένα έργο μακράς πνοής, που υπακούει στις απαιτήσεις μιας αρχιτεκτονικής, που αλλοιώνεται από την έμμονη ιδέα της συνέχειας, παραείναι συνεκτικό για να είναι αληθινό. Ευκαιρία, και εδώ, να διαχύσει το ομολογουμένως γευστικότατο δηλητήριό του: εξάλλου, συναναστράφηκα κατά κόρον ανθρώπους που έγραψαν περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε, που έθεσαν πεισματικά σκοπό τους να παράγουν, παρακινούμενοι από το θέαμα της παριζιάνικης λογοτεχνικής ζωής. Αλλά μου φαίνεται ότι κι εγώ έγραψα πολύ περισσότερα απ’ ό,τι έπρεπε. Ένα και μόνο βιβλίο θα έφτανε. Δεν είχα τη φρόνηση να αφήσω ανεκμετάλλευτες τις δυνατότητές μου, όπως οι αληθινοί σοφοί που θαυμάζω, εκείνοι που σ’ όλη τη ζωή τους δεν έκαναν τίποτα.
Οι θανατηφόρες ειρωνείες
Με αρτηριακή στα είκοσι πέντε, η αδελφή μου κάπνιζε εκατό τσιγάρα την ημέρα, λες και ήθελε να αυτοκτονήσει. Ο γιος της κατέληξε στην αυτοκτονία, ενώ εγώ, στην άλλη άκρη του Ειρηνικού, περιοριζόμουν απλά στο ρόλο του θεωρητικού της αυτοκτονίας.
Αυτό που ξεχωρίζει τον στοχαστή από τον συγγραφέα είναι ότι ο στοχαστής πιάνει την πένα μόνο όταν έχει κάτι να πει.
Οι άνθρωποι του καιρού μας απώλεσαν την ικανότητα ενατένισης των πραγμάτων. Ξέμαθαν την τέχνη να σκοτώνουν πνευματωδώς τον καιρό τους. Αν έπρεπε να κάνω απολογισμό, θα έλεγα ότι είμαι το αποτέλεσμα των χαμένων μου ωρών.
Οι μισάνθρωποι άνθρωποι
Η καταστροφή ενός ανθρώπου οφείλεται στην αδυναμία του να μείνει μόνος. Ουδείς μπορεί να μείνει μόνος με τον εαυτό του. Σήμερα, όσοι θα έπρεπε να μείνουν με το εαυτό τους σπεύδουν να ανοίξουν την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. Νομίζω ότι αν μια κυβέρνηση καταργούσε την τηλεόραση, οι άνθρωποι θα αλληλοσκοτώνονταν εν μέση οδό, επειδή οι σιωπή θα τους τρομοκρατούσε. Στο απόμακρο παρελθόν, οι άνθρωποι διατηρούσαν μεγαλύτερη επαφή με τον εαυτό τους, επί μέρες και μήνες, αλλά τώρα αυτό είναι ανέφικτο. Ως εκ τούτου, μπορούμε να πούμε ότι η καταστροφή επήλθε, ότι ζούμε καταστροφικά.
Συγχρωτισμένος για κάποια χρόνια με την παρισινή κοινωνία, ο Σιοράν παρατηρούσε έκπληκτος τον τρόπο με τον οποίο ακόμα και οι πιο πνευματώδεις άνθρωποι κακολογούσαν τα υπόλοιπα μέλη της παρέας, όταν εκείνα αποχωρούσαν πρώτα απ’ την ομήγυρη – γι’ αυτό άλλωστε φρόντιζε να φεύγει πάντα τελευταίος! Δεν πρόκειται καν για προσωπική κακία, απλώς ο άνθρωπος απεχθάνεται τον άνθρωπο. Όλοι αυτοί δεν ήταν κατά βάθος κακοί, αλλά διατηρούσαν αυτό το ψυχικό ένστικτο, την ανάγκη να αδικούν, να μειώνουν τον άλλον. Γιατρικό δεν υπάρχει. Νομίζω ότι έτσι φέρνονταν πάντα οι άνθρωποι…Ο άνθρωπος έχει εθιστεί στην κακεντρέχεια…
Ο απομυθοποιητής των πάντων με κάθε ευκαιρία τονίζει πως αυτό που τελικά γνωρίζει στα εξήντα του, το γνώριζε εξίσου καλά όταν ήταν είκοσι χρονών: σαράντα χρόνια λοιπόν μιας μακράς και ανώφελης εργασίας επαλήθευσης. Την συγκεκριμένη στιγμή δε σκέφτεται ότι θα ήταν προτιμότερο να είχε μείνει στο χωριουδάκι του και να φυλάει πρόβατα. Θα είχε «καταλάβει εκεί τα ουσιώδη πράγματα το ίδιο καλά», θα ήταν «κοντύτερα στην αλήθεια». Σε κάθε περίπτωση οι καλύτεροι του φίλοι στη Ρουμανία υπήρξαν οι αποτυχημένοι, και όχι οι συγγραφείς. Ακόμα κι εκείνοι που τήρησαν το εξόχως βαλκανικό φαινόμενο: ο αποτυχημένος να είναι ένας τύπος πολύ προικισμένος, που όμως δεν προκόβει, που υπόσχεται τα πάντα αλλά δεν τηρεί τις υποσχέσεις του.
Ο Σιοράν είναι απόλυτος όσον αφορά τις κάθε είδους συγγραφικές συμβουλές: Όταν ένας άνθρωπος δεν πιστεύει στον εαυτό του, όταν δεν τρέφει μυστική πίστη γι’ αυτό που θέλει να κάνει, δεν πρέπει να αποτολμήσει το εγχείρημα. Δεν πρέπει να ζητάμε συμβουλές, ούτε να προστρέχουμε σε οιονδήποτε – παρά μόνο για λεπτομέρειες. Ερωτήσεις του τύπου «τι πρέπει να κάνω – τι δεν πρέπει να κάνω;» δεν έχουν νόημα. Η ζωή και το έργο ενός συγγραφέα είναι περιπέτειες που πρέπει να αναλάβει ένας και μόνο. Μιλάει ακόμα για τον Μπέκετ, τον Μισώ (τον «πιο ευφυή συγγραφέα που γνώρισε») αλλά τις παραινέσεις προς αυτόν («οι αναγνώστες περιμένουν από σένα εμπειρίες, όχι θεωρίες»), την αξία των χρόνων της ανωνυμίας, το οριστικό χάσιμο του ύπνου του σε ηλικία 23 ετών, όπου υποχρεωνόταν έστω και με ορθάνοιχτα μάτια, να μένει επί οκτάωρο σε κατάκλιση. Κάπου εξομολογείται πως επί πέντε συναπτά έτη πάλευε με τον καπνό: έπρεπε να κόψει τα τρία πακέτα τσιγάρα που κάπνιζε ημερησίως και να ξαναπιάσει την πένα, που έκοψε όταν έπαψε να καπνίζει. Έμενε σε ξενοδοχείο και τη νύχτα, που την περνούσε πάντα άυπνος, πετούσε τα τσιγάρα από το παράθυρο, για να κατέβει σα μανιακός τρέχοντας μετά από λόγο να τα βρει.
Ανάμεσα στη φρίκη και την έκσταση εφαρμόζω μιαν ενεργή δημιουργική θλίψη.
Το σύντομο αυτό βιβλίο περιλαμβάνει πρόλογο, συζήτηση με την μελετήτρια του έργου του Συλβί Ζωντώ, ανάλυση των έργων του, αυτοβιογραφικό σημείωμα και μια σειρά χαρακτηριστικών αποφθεγματικών φράσεων και παραγράφων αλλά και αποσπάσματα συνομιλιών, επιστολών κλπ. υπό τον τίτλο «είπε…». Αποτελεί, ως εκ τούτου, ταυτόχρονα επαρκή εισαγωγή στη σκέψη του αλλά και το περιληπτικό της καταστάλαγμα.
Πλήρης τίτλος: Ο Σιοράν μιλάει για τον Σιοράν. Συζήτηση με τη Sylvie Jaudeau. Ανάλυση των έργων του.
Εκδ. Printa [Σειρά Εκ βαθέων], 2005, σελ. 125, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης [Cioran – Entretiens avec Sylvie Jaudeau, 1990]
Ο υγιής δεν έχει καμιά ελπίδα στο πνευματικό πεδίο. Η ουσία, το βάθος των πραγμάτων μονοπωλείται απ’ αυτούς που έχουν υποφέρει.
Σημ.: Στην τέταρτη φωτογραφία τρεις Ρουμάνοι στο Παρίσι: Ε.Μ. Σιοράν, Ε. Ιονέσκο, Μ. Ελιάντ (1984).
0 Σχόλια to “E.M. Cioran – Ο Σιοράν μιλάει για τον Σιοράν”