Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Αγαπημένοι συγγραφείς βρίσκονται σε πολλά και διαφορετικά λογοτεχνικά ρεύματα (όπου κολυμπούν σαν πέστροφες). Από τους Λατίνους μ’ αρέσει ο Μάριο Βάργκας Λιόσα και παλαιότερα ο Μάρκες. Από τους Αμερικανούς του μεσοπολέμου προτιμώ τον Σκοτ Φιτζέραλντ. Από τη αστυνομική λογοτεχνία, τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, για το υπόγειο και διαβρωτικό χιούμορ του. Από το χώρο της επιστημονικής φαντασίας ξεχωρίζω τον Φιλιπ Ντικ, ενώ από το global novel, τον Φρανκ Σέτσινγκ. Θα μπορούσα να συνεχίσω απ’ άπειρον – τρόπος του λέγειν…
Από τους Έλληνες πεζογράφους ξεχωρίζω τον Γεώργιο Βιζυηνό, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Μ. Καραγάτση και την Ιωάννα Καρυστιάνη, ενώ από τους ποιητές τον Καβάφη και τον Καββαδία. Υπάρχουν, ωστόσο, πολλά αξιόλογα παιδιά της νέας γενιάς…
Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.
Έκανα πρόσφατα τη short list με τα βιβλία που έχω σταθερά στην κορυφή των προτιμήσεών μου… 1. Μαργκρίτ Γιουρσενάρ: Αδριανού απομνημονεύματα 2. Τζακ Κέρουακ: Στο δρόμο 3. Τζον Μπάνβιλ: Η θάλασσα 4. Τζόναθαν Λίτελ: Ευμενίδες 5. Νίκος Παναγιωτόπουλος: Το γονίδιο της αμφιβολίας
Αγαπημένα σας διηγήματα.
Του Τσέχωφ, πρωτίστως, ως του μέγα τεχνίτη της μικρής φόρμας. «Των κεκοιμημένων» του Δημήτρη Μίγγα. «Η φλέβα του λαιμού» του Σωτήρη Δημητρίου. «Περσινή αρραβωνιαστικιά» της Ζυράνα Ζατέλη. Τα περισσότερα του Σκαμπαρδώνη. Βρήκα ενδιαφέροντα στοιχεία στη συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου «Κάτι θα γίνει, θα δεις».
Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;
Θεωρώ αξιοπρόσεκτη περίπτωση τον Γιάννη Μακριδάκη. Το γεγονός ότι μεταπήδησε από τα μαθηματικά στη λογοτεχνία, το γεγονός ότι ζει μακριά από τη μητρόπολη και ασχολείται με ό,τι τον ενδιαφέρει… Αν έχω σιχαθεί ένα είδος τα τελευταία χρόνια, είναι οι συγγραφείς – δημοσιοσχεσίτες.
Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Στο βιβλίο μου «Τα κατά Αιγαίον πάθη» περιγράφω τους καημούς και τα πάθη μιας μικρής κοινότητας ανθρώπων που έλαμψε κάποτε στην Οία. Τους περισσότερους συνεχίζω να τους βλέπω και να μαθαίνω νέα τους.
Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.
Ο αλλόκοτος ήρωας του Ντοστογιέφσκι, ο πρίγκιπας Μίσκιν, από την κλασική λογοτεχνία. Από τη σύγχρονη, σχετικά πρόσφατα, η Λίζμπετ Σαλάντερ, η αυτιστική και ιδιοφυής ηρωίδα του Στιγκ Λάρσον.
Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Όταν είμαι έξω, γράφω παντού, ή, για να είμαι πιο ακριβής, κρατάω σημειώσεις παντού… σε χαρτοπετσέτες, σε περιοδικά, σε πακέτα τσιγάρων, ακόμα και στην πλάτη μιας γυναίκας, κάποια στιγμή, καθώς δεν έβρισκα πουθενά αλλού να γράψω. Δεν την ήξερα και με πέρασε για τρελό…
Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Συνήθως γίνομαι αιχμάλωτος μιας ιδέας που με συγκλονίζει, με τριβελίζει και δεν με αφήνει να ησυχάσω. Την έχω στον κήπο μου και τη φροντίζω, την κανακεύω και την καλλιεργώ επισταμένα.
Τις ιδέες δεν τις παγιδεύω, όχι τουλάχιστον με τη θέλησή μου. Απλώς έχω ανοιχτή την πόρτα της έμπνευσης, έρχονται και τρυπώνουν μόνες τους σε ανύποπτη στιγμή.
Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Την εποχή που γράφω γίνομαι παράξενος, λίγο αντικοινωνικός. Χρειάζομαι τέσσερις τοίχους, υπολογιστή και απόλυτη ησυχία. Κιχ δε θέλω να ακούγεται… Από ό,τι μου λένε, τη συγκεκριμένη εποχή κυκλοφορώ παραμιλώντας στο δρόμο, είμαι μόνιμα αφηρημένος και όταν με ρωτάνε κάτι, ξεχνάω να απαντήσω – ή, μάλλον, ξεχνάω πως με έχουν ρωτήσει κάτι. Ο κόσμος στο κεφάλι μου είναι πολύβουος, απαιτητικός και μου απορροφά πολλή ενέργεια.
H μουσική που ακούω είναι η μουσική της γενιάς μου, η ροκ. Μου αρέσουν, ωστόσο, τραγούδια που ανήκουν στο έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Αντίθετα, δεν μπορώ να ακούσω λαϊκά τραγούδια, ούτε φυσικά σκυλάδικα, έστω για πλάκα.
Μια μικρή παρουσίαση / εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά [ή για όσα κρίνετε]. Είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν. Τυγχάνει κάποιο περισσότερο αγαπημένο των άλλων;
Υποθέτω ότι αποτελώ τον πονοκέφαλο κάθε κριτικού ή φιλολόγου που επιχειρεί να κατατάξει έναν συγγραφέα σε λογοτεχνικό είδος. Και αυτό γιατί σε κάθε βιβλίο ασχολούμαι και με διαφορετικό είδος, το οποίο συνήθως απέχει παρασάγγες από το προηγούμενο. Δείτε τα δυο τελευταία μου μυθιστορήματα. Το προηγούμενο ήταν ιστορικό μυθιστόρημα, το επόμενο θεολογικό–επιστημονικό θρίλερ με μελλοντικές προεκτάσεις. Από τον 3ο π.Χ. αιώνα στον 21ο. Η απόσταση και μόνο ζαλίζει… μ’ αρέσει, όμως. Αν αντιπαθώ κάποιους συγγραφείς, είναι οι μανιεριστές, εκείνοι που αν έχεις διαβάσει ένα βιβλίο τους, τα έχεις διαβάσει όλα. Δεν τους κουράζει κάτι τέτοιο; δεν τους φθείρει;
Κοιτώντας πίσω, στο συγγραφικό παρελθόν μου, βλέπω: Το «Πρόσεχε να μην πετρώσεις» είναι μια μαρτυρία για το σύγχρονο διχασμό κάποιας που είναι από τη μια πλευρά θεοσεβούμενη και από την άλλη κομμουνίστρια. Το «Παλιό δέρμα του φιδιού» και η μετεξέλιξή του στο «Ποτέ τον ίδιο δρόμο» είναι ταξιδιωτικό αφήγημα και συγχρόνως κατάδυση στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής. «Τα κατά Αιγαίον πάθη» είναι ένα σχόλιο πάνω στις ακραίες μορφές του έρωτα και ταυτόχρονα η πορεία μιας κοινότητας ανθρώπων, των «σαμάνων του Αιγαίου», που έζησαν κάποτε και έδρασαν στην Οία της Σαντορίνης. «Ο πειρατής» είναι η μυθιστορηματική διασκευή ενός σεναρίου, το ανάποδο δηλαδή από αυτό που συνηθίζεται, με θέμα το εθιμικό δίκαιο και τον εξοβελισμό του από το σύγχρονο κόσμο. «Ο Μεγαλέξανδρος και η σκιά του» είναι ένα κλασικό ιστορικό μυθιστόρημα, με τους κανόνες και τις συμβάσεις του είδους, ενώ «Ο αριθμός του Θεού» ένα θεολογικό – επιστημονικό θρίλερ.
Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;
Το τελευταίο μου βιβλίο κυκλοφόρησε το χειμώνα του 2010 από τις εκδόσεις Απόπειρα. Είναι μια ανθολογία με τίτλο «Τα σιγκλάκια». Καθώς πρόκειται για όρο που χρησιμοποιείται κυρίως στη μουσική από τα ροκ συγκροτήματα, υποδηλώνει μια διάθεση περιπετειώδη και ανατρεπτική. «Τα σιγκλάκια» δεν είναι ακριβώς διηγήματα. Είναι μικρά σε έκταση αυτοτελή κείμενα που δίνουν το στίγμα μιας περιπλάνησης που ξεκίνησε από το 1986 και συνεχίζεται έως σήμερα. Η επιλογή τους έγινε με σκοπό να διακρίνει ο αναγνώστης τα χνάρια της διαδρομής μου. Στην πραγματικότητα, είναι ένας χάρτης πορείας.
Εργάζομαι στο υπουργείο Πολιτισμού. Μέχρι πρότινος ήμουν στο ΕΚΕΒΙ και τη Στοά Βιβλίου, ενώ τώρα βρίσκομαι στη Διεύθυνση Γραμμάτων. Είναι νομίζω απαραίτητο για τον λογοτέχνη να βιοπορίζεται, ούτως ώστε να ελευθερώνει την τέχνη του από επιρροές και εξαρτήσεις.
Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;
Όσοι γράφουμε στην Ελλάδα έχουμε, νομίζω, ιδιαίτερη σχέση με το περιοδικό Διαβάζω. Είναι η ζωντανή ιστορία της γραφής και της ανάγνωσης στον τόπο μας. Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι, και ξεκίναγα την περιπέτεια της γραφής, εκεί ανέτρεχα για να πληροφορούμαι τα καθέκαστα. Επίσης, ιδιαίτερη θέση κατείχε μέχρι πρόσφατα, που απεβίωσε η ψυχή του, ο Κώστας Βουκελάτος, το περιοδικό Ιχνευτής. Επίσης, ξεχωρίζω Το Δέντρο, τη Λέξη, το εκ Θεσσαλονίκης Εντευκτήριο του Γιώργου Κορδομενίδη και τα (δε) κατα του Ντίνου Σιώτη που έφεραν φρέσκο αέρα στο τοπίο.
Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;
Οι συγγραφείς διακατέχονται από εμμονές, είναι γνωστό αυτό. Παλαιότερη εμμονή μου ήταν ο Ινδός Κάλανος που συνάντησε τον Μέγα Αλέξανδρο στα Τάξιλα και τον ακολούθησε ως το τέλος της εκστρατείας. Η τωρινή εμμονή μου είναι ο Νίκος Καζαντζάκης και το χαμένο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1957. Στήθηκε αδιανόητη ίντριγκα από την εγχώρια συντήρηση για να μην το πάρει. Όσο περισσότερα μαθαίνω γι’ αυτή την υπόθεση, τόσο μεγαλώνει το ενδιαφέρον μου.
Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;
Ο σκηνοθέτης που θαύμαζα ήταν ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ ενώ από τους σύγχρονους ξεχωρίζω τον Αλεχάντρο Γκονζάλεθ Ιναρίτου. Θα μπορούσα να αναφέρω πολλές ταινίες που αγαπώ, μα στην κορυφή της λίστας θα τοποθετούσα αβίαστα την ταινία Don’t look now του Νίκολας Ρεγκ, με το ανεπανάληπτο δίδυμο Ντόναλντ Σάντερλαντ – Τζούλι Κρίστι.
Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;
Επιχείρησα κάποτε, μα το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Ποίηση γράφει η αδελφή μου Κατερίνα Ραζέλου, που κατέχει την τέχνη της κωδικοποίησης του απείρου.
Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;
Κοντεύω να ολοκληρώσω τη βιβλιογραφία του Ίαν ΜακΓιούαν. Ξεκίνησα από τα βραβευμένα έργα του και τώρα έχω περάσει στα λιγότερο γνωστά. Με γοητεύει αφάνταστα η κομψότητα και η διαύγεια του ύφους του.
Τι γράφετε τώρα;
Μια αμιγώς ερωτική ιστορία. Η πλοκή είναι υποτυπώδης. Με ενδιαφέρουν οι ψυχικές μεταπτώσεις, οι εναλλαγές συναισθημάτων, οι προθέσεις που κρύβονται πίσω από τις πράξεις, τα βαθύτερα κίνητρα, η αποδοχή ή όχι των σφαλμάτων…
Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!
Είναι ικανή η ελληνική λογοτεχνία να σταθεί επάξια στον ευρωπαϊκό χώρο; Νομίζω πως είναι. Τα τελευταία 15 χρόνια έχουν βγει πολλά και καλά βιβλία που θα μπορούσαν να διαβαστούν στο εξωτερικό, αν υπήρχε τρόπος να ξεπεραστεί ο σκόπελος της γλώσσας.
Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;
Πολυποίκιλες, όπως φαντάζομαι των περισσοτέρων. Οι ώρες που περνάω μπρος στον υπολογιστή είναι τόσες, που δεν τις μετράω για να μην τρομάξω.
Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν αυτή τη συναλλαγή;
Μα… η αιώνια νιότη είναι η ίδια η συγγραφή!
Σημ. του Πανδοχείου: Η «επιθυμητή» ερώτηση εντάσσεται σε όλα τα επόμενα Αίθρια. Ευχαριστούμε τον συγγραφέα και γι’ αυτήν. Τα πνευματικά δικαιώματα θα του καταβάλλονται στο τέλος κάθε χρόνου.
0 Σχόλια to “Στο αίθριο του Πανδοχείου, 58. Κώστας Αρκουδέας”