Είναι παράξενο, σκέφτηκε ο Ρέμβης, το πώς λειτουργεί ο μηχανισμός αποτύπωσης των εικόνων στο μνημονικό του ανθρώπου. Θα ’λεγες πως υπάρχει στο κεφάλι μας μια ακίδα που εγγράφει τις στιγμές της ζωής σε μια εύπλαστη επιφάνεια, σ’ ένα είδος μαλακού βινυλίου, στα αυλάκια του οποίου μπορεί κανείς ν’ ανατρέξει για πολλά χρόνια και να τις αναπαραγάγει μέχρι να σβηστούν και να χαθούν για πάντα. Η ακίδα αυτή ειδοποιείται από καιρού εις καιρόν απ’ τις αισθήσεις χαράσσοντας βαθύτερα τα γεγονότα εκείνα που κρίνονται ως κομβικά στη ζωή του καθενός, στιγμές που ξεχνιούνται δυσκολότερα και που σε κάθε περίπτωση αναδύονται στην επιφάνεια του παρόντος με μεγαλύτερη ευκολία όταν και εφόσον αναζητηθούν. [σ. 55]
Οι σκέψεις του Ιάσονα Ρέμβη δεν αποτελούν μέρος μιας αφηρημένης προβληματικής πάνω στη μνήμη αλλά έκφραση μιας ολόκληρης διανοητικής έρευνας πάνω στην λειτουργία εκείνου που μοιάζει να αποτελεί την μόνη «πατρίδα» ή την μόνη «περιουσία» ενός ανθρώπου. Αυτή η ενδελεχής ανίχνευση μιας συνολικής μνήμης άρα κι ενός ολόκληρου παρελθόντος είναι για τον Ελληνοαυστραλό ζωγράφο – κεντρικό χαρακτήρα του «αληθινού» αυτού μυθιστορήματος – κυριολεκτικά θέμα ζωής και θανάτου: ακριβώς έχοντας αποφύγει τον θάνατο σ’ ένα αυτοκινητικό ατύχημα και αντιλαμβανόμενος πως μόνο με την επιστροφή στην γενέθλια γη μπορεί να αντικρίσει την πραγματική του ζωή. Σε αυτούς τους τόπους ευελπιστεί να ακούσει περισσότερο τα αποτελέσματα της ακίδας πάνω στην μνημονική επιφάνεια:
Είναι, όμως, και κάποιες φορές που η οξεία αυτή ακίδα ενεργοποιείται αφ’ εαυτής, χωρίς την παρέμβαση και τη μεσολάβηση των αισθήσεων, εγχαράσσοντας μέσα μας εικόνες τυχαίες, φαινομενικά ασήμαντες, χωρίς συγκεκριμένο λόγο και χωρίς αιτία, εικόνες που άξαφνα προβάλλονται μπροστά μας χωρίς να τις περιμένουμε και χωρίς να τις έχουμε ζητήσει. Γιατί ποιος είναι ο λόγος, αλήθεια, που είχε αποτυπωθεί μέσα του τόσο έντονα αυτή η συγκεκριμένη στιγμή […] ή εκείνος ο περίπατος που δεν συνδεόταν με κανένα ιδιαίτερο περιστατικό; [σ. 55]
Μπροστά στην εκκωφαντική παρουσία του πεπερασμένου της ζωής ο Ρέμβης καλείται να αποφασίσει ποιος είναι ο πίνακας που θα τον χαρακτηρίσει εσαεί και θα «φέρει» εντός το ίχνος της ζωής του δημιουργού του. Αλλά η λίστα των επιτυχημένων έργων του παραμένει σιωπηλή: κανένα δεν συμπυκνώνει όλα όσα εκείνος επιθυμεί· όλα μοιάζουν με απλά προσχέδια, «δοκιμές για μια εικόνα που δεν ευτύχησε ποτέ να ολοκληρωθεί». Η φιλοτέχνηση ενός οριακού έργου τέχνης δεν μπορεί να γίνει χωρίς την αντίστροφη μετανάστευση από την Μελβούρνη στην γενέθλια Αθήνα. Με οδηγό την παιδική του ηλικία και ιδίως μια φωτογραφία που χάνεται στα πέντε πρώτα α-θύμητα χρόνια της ζωής του αναζητά το σπίτι στο φόντο της και νοικιάζει ένα διαμέρισμα σ’ ένα κτίριο που σχεδόν ταυτίζεται με το αλλοτινό. Σ’ αυτόν τον χώρο αναμένει την εμπύρετη έμπνευση που θα διοχετεύσει όλες του τις δυνάμεις σε έναν μοναδικό πίνακα.
Όσο ο αφηγητής βυθίζεται στα κατάβαθα της μνήμης του, εισχωρεί και στα έγκατα του παλιού κτιρίου, με το ξεχαρβαλωμένο παλιό ασανσέρ σαν γέρικη νοητή ραχοκοκαλιά του και τον καυστήρα με την παλιά δεξαμενή του πετρελαίου «ίδια με καρίνα πλοίου που έχει προσαράξει σε αβαθή νερά και σαπίζει αργά στην ακινησία του βυθού». Η παράλληλη αυτή διείσδυση αποδίδεται με ιδιαίτερα υποβλητικό τρόπο αλλά και με μια γλώσσα που με χειρουργική προσοχή και ακρίβεια όσο και πλούτο αποδίδει ακόμα κι εκείνα που δύσκολα περιγράφονται. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης, από την άλλη, προσπαθεί να καταγράψει το ταξίδι του σε αποσπασματικές σημειώσεις παλαιότερης και τρέχουσας μνήμης: Αν κάθε ποιητής (γιατί κι εμείς οι ζωγράφοι ποιητές είμαστε) για να είναι σημαντικός πρέπει να χτίσει ένα δικό του κόσμο, καινούργιο, διαφορετικό, τότε το δικό μου συμπαντικό οικοδόμημα θα πρέπει να ήταν πολύ σαθρό για να καταρρεύσει στα μάτια μου. Πρέπει να βρω το γιατί. +++ (Εδώ να επανέλθω). [σ. 74 – 75]
Αν το κουβούκλιο του ασανσέρ στέκει παρατημένο, τότε μένει το κλιμακοστάσιο ως η μόνη «ζωντανή» δίοδος όσων έχουν απομείνει στο κτίριο και εδώ ο Ρέμβης θα συναπαντηθεί με την γηραιά σοπράνο Μαρίκα Ναβάρου, πολυετή ένοικο που παρ’ ολίγο να συνυπάρξει με την παιδικότητα του καλλιτέχνη – ερευνητή. Η προσωπική αφήγηση της ζωής της, στο κέντρο της οποίας χαίνει το τραύμα της απώλειας ενός παιδιού, αποτελεί για τον συνομιλητή της μια διπλοτυπία αφήγησης πάνω στην δική του, όπως ακριβώς η αντιπαραβολή και σύμμειξη της παλιάς και της καινούργιας φωτογραφίας του κτίσματος.
Για ποια «μνήμη αιωνία» γίνεται λόγος όταν κανείς μας δεν γνωρίζει ποιος υπήρξε ο πατέρας του προπάππου του, για παράδειγμα, όταν δεν έχουμε δει ποτέ το πρόσωπό του, όταν αγνοούμε τα χαρακτηριστικά και τις συνήθειες ενός συγγενής που έζησε μόλις μερικές γενιές πριν από μας. Πολλοί χαμένοι άνθρωποι πίσω μας, πολλοί ξεχασμένοι…[σ. 24]
Μόνο που για τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είμαστε σίγουροι, ή, για να μιλήσω απολύτως υποκειμενικά, δεν είμαι βέβαιος αν όλα αυτά συμβαίνουν στην μυθοπλασμένη πραγματικότητα. Ο Ιάσωνας Ρέμβης μού μιλάει αλλά δεν έχω κανέναν μάρτυρα, και καλούμαι να πιστέψω αποκλειστικά την δική του διήγηση. Η πατρική του εστία μένει παραδόξως ακατοίκητη, ενώ όσο αντιλαμβάνεται την μέγιστη αλλαγή της πόλης άλλο τόσο το σπίτι στο οποίο κάθε φορά επιστρέφει μοιάζει ανέγγιχτο από τον χρόνο. Η κρίβεια των λέξεων αντικρούεται από την θαμπή, ενίοτε ονειρική διάσταση των σκέψεων.
Μπορεί ο χρόνος να παγιδευτεί σε κάποιο τόπο ή να περικλειστεί σ’ ένα έργο τέχνης; Μπορεί η επιστροφή στην πολεοδομική μήτρα να ενεργοποιήσει άλλου είδους επιστροφές ή, έστω, εμπνεύσεις; Ή μήπως η ίδια η καλλιτεχνική δημιουργία δεν αποτελεί παρά μια πρόφαση για την καταβύθιση προς τα πίσω; Κρύβεται στους παρελθοντικούς μας τόπους ακόμα κάποιο απαράλλαχτο κομμάτι του εαυτού μας; Έχει νόημα ένα τέτοιο ταξίδι; Κι αν επιτέλους καταλήξει εκεί που ο καθένας επιθυμεί τότε μπορεί να προχωρήσει την ζωή του – ή μήπως τότε είναι που η ζωή δεν έχει κανένα νόημα να συνεχιστεί;
Όποιος πιστεύει πως το παρελθόν είναι μονάχα χρόνος κάνει σοβαρό λάθος. Εδώ, είναι πρωτίστως τόπος, δεν είναι έννοια αφηρημένη, σκέψη άυλη, αλλά πράγμα χειροπιαστό, μορφοποιημένο, είναι κάτι που το βλέπεις συνεχώς μπροστά σου, κι όσο κι αν έχεις τη διάθεση να το αγνοήσεις, εκείνο δε σ’ αφήνει να τα προσπερνάς, σ’ αρπάζει αμέσως. Όποιος πιστεύει τη θεωρία περί γραμμικού χρόνου και θεωρεί πως τα έτη διαδέχονται απλώς το ένα το άλλο, πως η κάθε δεκαετία αποχαιρετά και δίνει τη θέση της στην επόμενη, της παραδίδεται ολοκληρωτικά και της βάζει στο χέρι τα σκήπτρα εν είδει σκυτάλης, οφείλει σ’ αυτή τη γειτονιά ν’ ανοίξει τα μάτια το. Εδώ το παρελθόν ζει μέσα στο παρόν, δίπλα του, πλάι του. Δεν είναι μια ενιαία συμπαγής γειτονιά αυτή, είναι πολλές ταυτόχρονα και συνυπάρχουν. [σ. 141]
Εκδόσεις Πόλις, 2013, σελ. 201, με τρεις μαυρόασπρες φωτογραφίες. 1η έκδοση: εκδ. Πατάκη, 2006.
Στην δεύτερη φωτογραφία (τραβηγμένη από τον συγγραφέα): κτίσμα στην οδό Μιχαήλ Βόδα, δρόμο του μυθοπλασμένου κτιρίου, με πολλά εκ των υστέρων ανακαλυφθέντα κοινά στοιχεία.
1 Σχόλιο to “Χρήστος Αστερίου – Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη. Μια αληθινή ιστορία”