12
Απρ.
12

Κρίστοφερ Μέριλ – Ταξίδι στον Άθω

Ο σκεπτόμενος προσκυνητής

Α. Η πολλαπλή απόδραση

Ο συγγραφέας δεν κρύβει τους λόγους πίσω από προσκύνημά του: γύρισε συντετριμμένος από τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία, που κάλυψε δημοσιογραφικά και με το οδοιπορικό Only the Nails Remain. Scenes from the Balkan Wars. Ο Μέριλ έφυγε πολεμικός ανταποκριτής εν μέρει για να ξεχρεώσει κι εν μέρει για την συγκίνηση της καταγραφής της ιστορίας εν τη γενέσει της. Πρόσθετοι παράγοντες τον ώθησαν στα δυο προσκυνηματικά του ταξίδια: σοβαρά προβλήματα υγείας που του κλόνισαν βεβαιότητες και που παρά το ξεπέρασμά τους συνεχίζουν να καραδοκούν, ο κλονισμός του …γάμου του (εν μέρει εξαιτίας των συνεχών μετακομίσεων από πολιτεία σε πολιτεία λόγω της δουλειάς του), η συγγραφική ματαιοδοξία, η επιθυμία να περιγράψει για την γυναίκα του και την κόρη του τις διαστάσεις ενός τόπου που θα παραμείνει αθέατος γι’ αυτές, η αναζήτηση νέας προοπτικής ζωής.

Το ενδιαφέρον βέβαια που αποκτά η ματιά του είναι ακριβώς το γεγονός ότι δεν είναι πιστός με την παραδοσιακή έννοια, δεν είναι ορθόδοξος αλλά προτεστάντης, δεν ανήκει στην ανατολική παράδοση αλλά έχει διαμορφωθεί με την λογική και την ηθική της Δύσης. Στέκεται ορθάνοιχτος σε οτιδήποτε νέο αλλά και δεν προτίθεται να αφεθεί στην αβασάνιστη πίστη. Δεν ωραιοποιεί αλλά ούτε και κρίνει – τον ενδιαφέρει να διεισδύσει στον αθωνικό κόσμο και να τον κατανοήσει με μια μεταρομαντική ευαισθησία, όπως εύστοχα γράφει στον πρόλογό του ο Α. Βιστωνίτης: το Άγιο Όρος είναι για τον Μέριλ τόπος προσωπικής απελευθέρωσης και όχι τοπίο εξιδανικεύσεων· αναζητά την αθωνική εμπειρία ως πεδίο αναφοράς για να κρίνει τα γεγονότα στον σύγχρονο κόσμο, ως κώδικα αναγνώρισης του κόσμου και αναθεώρησης και ερμηνείας του δικού του παρελθόντος, ως κάθαρση και αναβαθμό στην πορεία της δικής του αυτοσυνειδησίας.

Β. Ο ποιητής στο Όρος

Αυτό λοιπόν είναι το κλειδί της ανάγνωσης του συγκεκριμένου ταξιδιωτικού – προσκυνητικού βιβλίου. Από τη μία ο συγγραφέας επιχειρεί μια προσέγγιση με βάση τα προσωπικά του ποιητικά και λογοτεχνικά διαβάσματα, από την άλλη όμως φροντίζει να κάνει ένα γερό πέρασμα στην βασική ορθόδοξη γραμματεία. Τα γραπτά των Πατέρων της Εκκλησίας αποτελούν γι’ αυτόν αποκάλυψη, όπως η ηδονή και η καθοδήγηση που πάντα αποκόμιζε από την ποίηση, ενώ στη βάση μιας διανοητικής, πνευματικής και σωματικής εξάντλησης ανακαλύπτει ακόμα και στις παραμικρότερες λεπτομέρειες νέα ενέργεια, νόημα, προορισμό. Είναι εμφανές πως το βιβλίο περιλαμβάνει όλα τα αφηγηματικά είδη, συνεχίζοντας την παράδοση των εξαιρετικών ταξιδογράφων (Μπρους Τσάτουιν, Πάτρικ Λι Φέρμορ,  Πωλ Θερού, Νιλ Άσερσον κ.ά.):

Ιστορικά στοιχεία, θεολογικές πηγές, αισθητικές περιγραφές και λογοτεχνικές αναγνώσεις εναλλάσσονται με προσωπικό ημερολόγιο, αυτοβιογραφική έκφραση και ζωντανές συνομιλίες με μοναχούς και επισκέπτες, όλα στην κατάλληλη ισορροπία αλλά και με σκεπτικιστική, έως (αυτό)ειρωνική αποστασιοποίηση. Στην επιλεγμένη βιβλιογραφία του συγγραφέα διακρίνεται ακριβώς αυτή η ποικιλία πηγών και αναφορών: η ποίηση των Elizabeth Bishop, Robert Frost, George Herbert, Alexander Pope, Rainer Maria Rilke, Wallace Stevens, Philip Larkin, [Πηγαίνοντας στην εκκλησία], τα κείμενα των Joseph Brodsky, Dino Buzzati, Simone Weil και οι περιηγήσεις του Robert Curzon, William Dalrymple, Philipp Serard, Athos, mountain of silence συνυπάρχουν με πλήθος θεολογικών, εκκλησιαστικών και πατερικών κειμένων.

Σε κάποιες σελίδες ο Μέριλ μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου, καθώς αναπόφευκτα εγκλωβίζεται στις δικές του παραστάσεις: βλέπει την πλατεία των Καρυών σαν εγκαταλελειμμένο σκηνικό ταινίας (δεν έχει δει προφανώς πλατείες ελληνικών χωριών), ψάχνει συμφωνίες και διαφορές στα έργα του Μανουήλ Πανσέληνου με του Μαρκ Ρόθκο (ο δρόμος της λύτρωσης εναντίον του αναπότρεπτου της θνητότητας), ο ρυθμός του σήμαντρου του θυμίζει τις τυμπανοκρουσίες των τελετουργικών χορών των … Ινδιάνων σε καταυλισμούς κοντά στη Σάντα Φε και διατυπώνει μερικούς τραβηγμένους παραλληλισμούς με τους υπερρεαλιστές και απόψεις του Μπρετόν.

Γ. H ποιητική του χριστιανισμού

Καθώς λοιπόν επιχειρεί να προσεγγίσει την αθωνική πραγματικότητα πρώτα με το δικό του πνευματικό υπόβαθρο, αναζητά την ποιητική του χριστιανισμού που πέρασε μέσα από τον μυστικό αγώνα των ελισαβετιανών ποιητών να διεισδύσουν μέσω της αμφιβολίας και της πίστης στο μυστήριο της γέννησης, του έρωτα και του θανάτου, προσπάθεια που επαναλήφθηκε τρεις αιώνες αργότερα στα Τέσσερα Κουαρτέτα του Τ.Σ. Έλιοτ και ως ένα σημείο από τον Τσέλσαφ Μίλος, όπως τονίζει ο Α. Βιστωνίτης, προσθέτοντας: Μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει τη γαλήνη χωρίς την αίσθηση του περιορισμού; Πώς περνάει κανείς από την απλή πίστη στη θρησκεία, η οποία ως μυητική διαδικασία είναι βεβαίως πολύ πιο σύνθετη και απείρως πολυπλοκότερη από αυτό που προβάλλει η οργανωμένη εκκλησία;

Ένας άλλος μείζων σέρβος ποιητής, ο Βάσκο Πόπα, ξεκίνησε την δική του ποιητική εξερεύνηση των σερβικών θρύλων με μια επίσκεψη στη Μονή Χιλανδαρίου, μια τολμηρή λογοτεχνική αναζήτηση για κάποιον που ζούσε σε κομμουνιστική χώρα το 1950, και εκφράστηκε με τον ύμνο στην «μαύρη Τρίχερη Μητέρα»: Άπλωσε το τρίτο χέρι σου σε μένα/Άσε με να κοιμηθώ σε μια φωλιά από στίχους//Έρχομαι απ’ το δρόμο/Νηστικός και σκονισμένος/Ποθώντας έναν κόσμο διαφορετικό. Ο Οκτάβιο Παζ θεωρούσε πως με την ποίηση επιστρέφουμε στις αρχές και πως στην εποχή της νεωτερικότητας η αναζήτηση του νοήματος θα μας οδηγήσει στην αναγέννηση ή στο πρωταρχικό χάος. Η διαρκής αναζωπύρωση όμως των θρησκευτικών, εθνικών και φυλετικών παθών και οι συνακόλουθες συγκρούσεις σε Βοσνία, Σομαλία, Ρουάντα και αλλού μας θυμίζουν ότι το χάος ανήκει στα βασικά χαρακτηριστικά της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων…

Δ. Οι εμπόλεμες θρησκείες

«Κατά κάποιο τρόπο η επιτυχία δεν ταιριάζει στη Χριστιανοσύνη», σχολιάζει ο Τζον Άπνταικ «και στο στοιχείο της βρίσκεται όταν είναι στις επάλξεις – στη λαθραία επιβίωση στις κατακόμβες ή σε λειτουργίες με λιγοστούς πιστούς σε θνήσκουσες ενορίες της επαρχίας και των αστικών κέντρων. Η αβέβαιη, περιθωριακή και χλευασμένη ύπαρξή της λειτουργεί ως είδωλο για τη δική μας ύπαρξη, κάτω από οποιαδήποτε προσωρινή επίφαση ευτυχίας» [σ. 87]

Από τις Σταυροφορίες και την Ιερά Εξέταση ως τα πογκρόμ των Ρώσων και τις σφαγές των βόσνιων μουσουλμάνων από τους Σέρβους, ούτε οι ορθόδοξοι χριστιανοί έχουν επιδείξει ανεκτικότητα σε όσους διαφέρουν. Ο πολεμοκάπηλος κλήρος της Σερβικής Εκκλησίας, γράφει, πρέπει να απολογηθεί για το πάθος με το οποίο παρακίνησαν το ποίμνιό τους να στραφεί εναντίον των γειτόνων τους βάσει σχεδίου του Μιλόσεβιτς και για τις ευλογίες που προσέφεραν στους παραστρατιωτικούς (να προσθέσω την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση του Αρκάν). Σε κάθε περίπτωση μια ανίερη συμμαχία μεταξύ εθνικισμού και θρησκείας είναι ενδημική στην Ανατολική Εκκλησία – εδώ θυμάται και την ρουμανική φασιστική Μαύρη Φρουρά με τον Μιρσέα Ελιάντ. Μπορεί να λείπει η κοσμική επιδειξιομανία του Χριστιανισμού (π.χ. τηλε-ευαγγελιστές της Αμερικής) αλλά είναι αμέτρητες οι φορές που ακόμα και οι θεολογικές διενέξεις στην ουσία αφορούν την εξουσία. Τα πάντα ξεκινούν με την πίστη και τελειώνουν με τη  πολιτική, όπως είπε ο γάλλος ποιητής Σαρλ Πεγκί.

Η βαλκανική σύγκρουση που έζησε από πρώτο χέρι δεν είχε φυλετική βάση – δεν υπάρχουν φυλετικές διαφορές μεταξύ Κροατών, Σέρβων και Βόσνιων. Ένας θρησκευτικός εμφύλιος πόλεμος εκτυλισσόταν σε μια κατεξοχήν κοσμική χώρα. Είναι γνωστή η γιουγκοσλαβική πολιτική κομμουνιστικής συναδέλφωσης που κάλυψε πρόχειρα τις διαφορετικές θρησκευτικές ταυτότητες των ρωμαιοκαθολικών Κροατών, τον ορθόδοξων Σέρβων και των μουσουλμάνων Βόσνιων. Το μόνο που χώριζε έναν λαό με κοινή γλώσσα, παραδόσεις και έθιμα ήταν η διαφορετική θρησκευτική «πίστη». Ο συγγραφέας αναφέρει συχνά την έκπληξή του για τον σεβασμό που απολάμβαναν στους κόλπους της Ορθοδοξίας οι Μλάντιτς και Κάρατζιτς. Τουλάχιστον όλοι οι μοναχοί του Χιλανδαρίου, εκτός από δυο, επέλεξαν να κρυφτούν στις γύρω σπηλιές όταν ο Μιλόσεβιτς επισκέφτηκε τη μονή.

Ε. Μυθοποιήσεις και απομυθοποιήσεις

Το κριτικό του μάτι βέβαια βρίσκεται πάντα σε επιφυλακή: βλέπει πλαγιές γεμάτες πλαστικές σακούλες σκουπιδιών, μεγάλα μπιτόνια, κομμάτια ξύλων και σιδερικά, κοινώς μπάζα από γειτονικές μονές ως και αυτοσχέδιες χωματερές και απορεί πως μπορεί κανείς να λατρεύει το Θεό και να ρυπαίνει την Πλάση. H πολύτιμη σιωπή συχνά εξαφανίζεται από ηχητικά τείχη αλυσοπρίονων, κομπρεσέρ και οικοδομικών εργασιών στη φύση (κάποιο κελί) ή στις μονές. Κάποιες εικόνες του μοιάζουν απρόσμενες: καρτοτηλέφωνα και διαδίκτυο στις μονές και μοναχοί να λένε ανέκδοτα αμέσως μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, να επιδεικνύουν προχωρημένο επιχειρηματικό πνεύμα ή να τον προειδοποιούν να έχει πάντα μαζί του όλα τα τιμαλφή.

Η διάνοιξη όλο και περισσότερων δρόμων μεταξύ των μονών έχει καθιερώσει τις διαδρομές με …ταξί ενώ στα φορτηγά των ξυλοκόπων και των άλλων εργατών που τον μεταφέρουν με ωτοστόπ ακούγεται συχνότερα η ροκ παρά οποιαδήποτε άλλη μουσική. Στο τραπέζι ενός ερημίτη βλέπει περισσότερα τεύχη περιοδικών για το ψαροντούφεκο (συχνός τρόπος ψαρέματος των μοναχών) παρά ιερά βιβλία. Η επιθυμία ενός ψαριού μονοπωλεί για μέρες τις κουβέντες ενός ερημίτη. Καθώς τα θαύματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της αθωνικής φαντασίας, οι μοναχοί τα αφηγούνται μεταξύ τους σαν κουτσομπολιά. Σε άλλη μονή ένας Αλβανός του ζητάει λεφτά για το φαγητό και για άλλες διευκολύνσεις και τον κυνηγάει ακόμα και κατά την αναχώρησή του (οπότε ο Μ. τον διαολοστέλνει).

Εκείνο όμως που τον ενοχλεί περισσότερο είναι οι διαρκείς «ορθόδοξοι περιορισμοί και απαγορεύσεις» που υφίσταται: μοναχοί τον διώχνουν με φωνές από τα καθολικά ενώ παραδόξως αδιαφορούν για την απαγόρευση του καπνίσματος που ισχύει, υποτίθεται, σε όλα τα μοναστήρια. Συχνά διαπιστώνει μια γενικότερη απόκλιση μεταξύ χριστιανικών ιδεωδών και αγιορείτικης συνήθειας και ιδίως την καθημερινή σύγκρουση ανάμεσα στην βιβλική προτροπή να προσφέρεται φιλοξενία σε όλους (για να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να εμφανιστεί ο Μεσσίας σε κάποιο μοναστήρι και να μην τον αναγνωρίσουν) και στην πρακτική εφαρμογή της. Η εχθρική αντιμετώπιση γίνεται απροκάλυπτη όταν παραδέχεται το δόγμα του ή το διαπιστώνουν οι ίδιοι: καθώς στο διαμονητήριό του έγραφε επάγγελμα συγγραφέας οι μοναχοί είχαν πληροφορηθεί από το διαδίκτυο (!) για το βιβλίο του σχετικά με τους πρόσφυγες των Βαλκανίων και ήταν εχθρικοί – συχνά του αρνήθηκαν και την διανυκτέρευση! Άλλοι προτίμησαν με τα λόγια να τον βάλουν στη θέση του σχετικά με τη δολιότητα των αλλόθρησκων Βαλκανίων.

ΣΤ. Μεταξύ γαλήνης και ταραχής

Όλα τούτα βέβαια τα αντιμετωπίζει με στωικότητα και δεν τα αφήνει να του μετριάσουν την συγκίνηση από τον ανέγγιχτο από την νεωτερικότητα τόπο με την ανάλλαχτη τάξη και το χιλιετές παρελθόν αδιασάλευτων λατρευτικών εθίμων και πανάρχαιου τρόπου ζωής. Αφήνεται να βιώσει την επιβράδυνση του χρόνου στον Άθω και την ρύθμισή του από την πίστη και τον κύκλο των εποχών, να θαυμάσει τους αμέτρητους αθλητές του πνεύματος, να ζηλέψει τους μοναχούς που νέκρωσαν το παρελθόν τους και ζουν μια δεύτερη ζωή, να αισθανθεί πως βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης.

Από την άλλη, ο πόλεμος μοιάζει να τον στοιχειώνει παντού: ακούει τον ήχο των πυροβολισμών στο Σεράγεβο, κάποιες εγκαταλελειμμένες σκήτες του θυμίζουν το συνηθισμένο θέαμα των ισοπεδωμένων χωριών σε Βοσνία και Κροατία, εικόνες από κατεστραμμένες εκκλησίες και καραβάνια προσφύγων έρχονται απρόσκλητες το νου του. Το αισθητήριό του εντοπίζει ακόμα κι έναν πρώην στρατιώτη Σέρβο της Βοσνίας – το ράσο σύμφωνα με την παράδοση μπορούσε να τον σώσει, ακόμα κι αν είχε διαπράξει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ο πόλεμος που «αντικατέστησε την ποίηση» στη ζωή του εδώ δεν μοιάζει παρά μια στιγμή στην Ιστορία. Σε κάθε περίπτωση επιθυμεί να βιώσει τον «καιρόν του σιγάν» (όπως έγραψε ο συγγραφέας του Εκκλησιαστή), κι ας τον κάνει η σιωπή να θυμάται την περίπτωση του Πάουλ Τσέλαν και την γνωστή μετα – Άουσβιτς φράση του Αντόρνο.

Ζ. Ανατολική όραση με δυτικό μάτι

Η ανατολική παράδοση ποτέ δεν προέβη σε αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ θεολογίας και μυστικισμού, μεταξύ της προσωπικής εμπειρίας των θείων μυστηρίων και του δόγματος, γράφει ο Βλαντιμίρ Λόσκι, μελετητής της Ρωσικής Εκκλησίας και ακριβώς την θεμελιώδη διαφορά των δυο διαφορετικών θεάσεων επιχειρεί να κατανοήσει ο συγγραφέας. Στην Ορθοδοξία η ενόραση υπερισχύει της λογικής: η απευθείας επαφή με το Θεό έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από μια λογική απόδειξη της ύπαρξής του. Μακριά από τον δυτικό σκεπτικισμό εδώ υπερισχύουν το πέταγμα της φαντασίας, τα μη βλεπόμενα, η αντεστραμμένη λογική.

Ο Μέριλ προβληματίζεται πάνω στην έριδα των Ησυχαστών: από τη μία η βεβαιότητα του Γρηγορίου Παλαμά ότι μπορεί η εμπειρία την ώρα της προσευχής να οδηγήσει στη θέαση του Θείου Φωτός, ότι είναι τελικά δυνατό η ουσία του Θεού να είναι αόρατη αλλά οι ενέργειές Του είναι πανταχού παρούσες – από την άλλη η via negativa και η αποφατική θεολογία του Βαρλαάμ, που αναρωτιόνταν πώς  είναι δυνατόν ο Θεός να είναι απροσπέλαστος στις αισθήσεις αλλά ταυτόχρονα να φανερώνεται μέσα από την προσευχή και η βεβαιότητα πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει την ιερή ουσία του Θεού. Ακριβώς όπως ο ποιητής ανοίγει διάλογο με τη γλώσσα, βυθοσκοπώντας τη συλλαβή προς συλλαβή, έτσι και ο ησυχαστής με κάθε του ανάσα απευθύνει μια παράκληση στον Θεό. Για τους θρησκευτικούς ποιητές – ο άγιος Ιωάννης του Σταυρού, η Σορ Ζουάνα Ινές ντε λα Κρουζ, ο Τζον Νταν και ο Τζορτζ Χέρμπερτ – η έμπνευση είναι ένα άλλο όνομα για τη θεϊκή εισροή Του. [σ. 75]

 Η. Το άδειασμα στην έρημο

Με ρωτάτε πώς να προσευχηθεί κανείς σε κάποιον που δεν υπάρχει, γράφει ο Τσέλσαβ Μίλος σ’ ένα ποίημά του και στη συνέχεια εξηγεί ότι η προσευχή στήνει τη γέφυρα ανάμεσα σ’ αυτόν τον κόσμο και τον άλλο, γέφυρα που θα την περπατήσουμε ακόμα και αν δεν υπάρχει απέναντι ακτή. Η ώθηση που χρειάζεται ο συγγραφέας στην προσωπική του λοιπόν περιήγηση στη «δυναμική της πίστης» ή στην κατά Γέητς «επινόηση της αιωνιότητας» μπορεί να κρύβεται σε αυτή τη φράση ή στα ρητά των αναχωρητών της ερήμου, εκείνα τα «πρότυπα πνευματικής και λογοτεχνικής βραχυλογίας», που γράφτηκαν σε τοπία απαλλαγμένα από οποιονδήποτε συνειρμό και μίλησαν για την κένωσιν, το άδειασμα του εγώ. Οι ερημίτες της εναλλακτικής πολιτείας του Θεού του δείχνουν ένα παραμελημένο μονοπάτι, έναν τρόπο σκέψης ταυτόχρονα μεταφορικό και διεισδυτικό, που σε κάθε στροφή μια νέα θέα του έκανε νόημα να συνεχίσει την εξερεύνηση. Ίσως κάτι τέτοιο να είναι το Χαροποιόν πένθος, μια φράση που έπλασε ο Ιωάννης της Κλίμακος και με την οποία περιγράφουν οι ορθόδοξοι θεολόγοι τη Μεγάλη Σαρακοστή.

Μαθητεύοντας στη σιωπή απέκτησα έμμονες ιδέες για το ανείπωτο, την κρυφή ζωή των πραγμάτων, τα κενά που ορίζουν το πώς κατανοούμε τον κόσμο. Η συγγραφή ήταν ο δικός μου τρόπος να ανοίγω μια συζήτηση, πρώτα με τον εαυτό μου και στη συνέχεια με τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Μολονότι στα χρόνια της μαθητείας μου ζούσα με το φόβο της λευκής σελίδας, δεν είχα μάθει να αντιμετωπίζω τις νεκρές περιόδους όπως τα κενά ανάμεσα στις στροφές ενός ποιήματος ή τη στιγμή της σιγής στο τέλος της μέρας, που εξυμνείται στον Εσπερινό. Από σιωπή σε σιωπή: έτσι περιγράφουν οι ποιητές την αναμέτρησή τους με τη γλώσσα. Πώς όμως να περιγράψω αυτό που δεν μπορούσα πλέον να ακούσω – τη μουσική της σιωπής;  [σ 152]

Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005, μτφ. Νίκος Κούτρας, σελ. 391. Με πρόλογο του Αναστάση Βιστωνίτη, με τρεις φωτογραφίες του Fred Boissonnas και τέσσερις του Τάκη Τλούπα, γλώσσάρι, πίνακα εικόνων και επιλεγμένη βιβλιογραφία [Christopher Merrill, Things of the Hidden God: Journey to the Holy Mountain (2005)]

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Απρίλιος 2012
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1
2345678
9101112131415
16171819202122
23242526272829
30  

Blog Stats

  • 1.138.439 hits

Αρχείο


Αρέσει σε %d bloggers: