Γιάννης Χαμηλάκης – Η αρχαιολογία και οι αισθήσεις. Βίωμα, μνήμη και συν-κίνηση

Η ανασκαφή των αισθήσεων ως ανάδυση της συλλογικής μνήμης

Η αρχαιολογία εστιάζει στην όραση και φυλακίζεται στα βλέμματα. Η επικοινωνία με τον αρχαιολογικό χώρο και τα αρχαιολογικά αντικείμενα είναι περιορισμένη σε μία αίσθηση και αποκομμένη από τις άλλες. Τα ευρήματα βρίσκονται πίσω από βιτρίνες και σε κάθε περίπτωση αποκλείουν κάθε άγγιγμα ή άλλη αισθητηριακή σχέση. To θεωρητικό και πρακτικό σχήμα του συγγραφέα επιχειρεί ακριβώς να καταλύσει την ιδέα του μουσείου της απουσίας των αισθήσεων. Πρόκειται για μια προσέγγιση που εκκινεί από μια ευρύτερη φιλοσοφική, ανθρωπολογική, πολιτισμική σκέψη, χρησιμοποιεί την σκέψη μιας νεωτερικής αρχαιολογίας και φτάνει ως την αρχαία φιλοσοφική παράδοση.

Η ίδια η δυτική νεωτερικότητα, που αναπτύχθηκε μέσα σε μια κυρίαρχη εθνική και αποικιακή συγκυρία εξουσίας, υπήρξε επιφυλακτική ως προς την αναρχική φύση των αισθήσεων, εξαιτίας και μιας βαθιάς ανησυχίας για την κατάκτηση και «εξημέρωση» μακρινών και απείθαρχων ανθρώπων. Τα φιλοσοφικά καθεστώτα ιδίως του 18ου και 19ου αιώνα επέλεξαν μια αποστειρωμένη εκδοχή καρτεσιανισμού, στερημένη από κάθε ιδέα συγκινητικότητας. Ο αντίστοιχος επίσημος αρχαιολογικός μηχανισμός ήταν εξίσου αποστεωμένος, περιορισμένος αποκλειστικά στην όραση. Κατά τον 20ό αιώνα η πολυαισθητηριακότητα ήρθε και πάλι στο προσκήνιο, συχνά όμως την  οικειοποιήθηκαν η εμπορευματοποίηση και οι δυνάμεις του κεφαλαίου.

Η αρχαιολογία αποτέλεσε έναν «επιδειξιακό» κλάδο και στοιχειώθηκε από τα άυλα φαντάσματά της ενώ το μουσείο έγινε ένας εργαστηριακός χώρο σιωπής, μια αποθήκη φαντασμάτων. Η αρχαιολογία του σώματος παραμένει περισσότερο αναπαραστατική παρά βιωματική. Κάτω από την επίδραση της «γλωσσολογικής στροφής», το παρελθόν αντιμετωπίστηκε αποκλειστικά σαν κείμενο που δεν έμενε παρά να διαβαστεί, χωρίς την μεσολάβηση και την επαναβίωση των αισθήσεων.

Όμως οι αισθήσεις είναι άπειρες και αναρίθμητες και δεν περιορίζονται στην ατομικότητα. Αντίθετα κινητοποιούν πολυαισθητηριακούς, βιωματικούς τρόπους συνδιαλλαγής με τον κόσμο που δεν έπαψαν να χαρακτηρίζουν κάθε κοινωνία και εποχή. Η αισθητηριακή συναναστροφή με τον υλικό κόσμο είναι βασικός βιωματικός τρόπος για την γένεση και την ενεργοποίηση της σωματικής μνήμης. Το έργο της μνήμης στηρίζεται στις αισθήσεις κι εκείνες με την σειρά τους στην υλικότητα του κόσμου.

O συγγραφέας εστιάζει στο παράδειγμα της περίτεχνης επεξεργασίας του υλικού πολιτισμού της Κρήτης την εποχή του Χαλκού, της πολυχρωμίας στην ζωγραφική (τοιχογραφίες) και στην κεραμική, στην επιλογή των πρώτων υλών που οδηγούν σε συγκεκριμένα αισθητηριακά αποτελέσματα. Οι λαμπερές πέτρες, το κρασί για την διευκόλυνση της συμποσιακότητας, το ελαιόλαδο ως βάση για οσφρητικές σωματικές ουσίες όπως αρώματα και αλοιφές, τα βότανα και τα μπαχαρικά στην μαγειρική και τα θυμιατήρια στις τελετές ως έντονες αισθητηριακές εμπειρίες, η οργάνωση του χώρου που εμπνέει επιτελεστικές χειρονομίες και στάσεις, είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία τα οποία δεν μπορούν να ερμηνευτούν με τις παραδοσιακές «εξελικτιστικές» αφηγήσεις περί «προόδου» και «πολιτισμού», ούτε με την απλή επίκληση μιας ανταγωνιστικής και επιδεικτικής κατανάλωσης. Αντίθετα μπορούν να κατανοηθούν ως συνειδητές προσπάθειες για την επίτευξη ορισμένων αισθητηριακών αποτελεσμάτων και για την δημιουργία, την επίκληση και την ανάκληση έντονων σωματικών μνημών.

Η προτεινόμενη εναλλακτική υπόθεση για την ανάδυση του ανακτορικού φαινομένου στην προϊστορία του νησιού επεκτείνεται στην ίδια την μινωική κοινωνία αλλά και στην ευρύτερη προϊστορία. Η Κρήτη «των εκατό ανακτόρων», τα αυλοκεντρικά κτίσματα και τα νεκρικά μνημοτοπία του νησιού αποκαλύπτουν παραγνωρισμένες αισθητηριακές τροπικότητες, όπως η αίσθηση του τόπου, της μέθης, των αλλοτροπικών καταστάσεων συνείδησης, του ενσώματου ομοσιτισμού αλλά και διάφορες κιναισθητικές τροπικότητες, όπως οι αισθήσεις της ηχόρασης, της απτικής όρασης, της κινηματαισθησίας κλπ. Στην ουσία επρόκειτο για στρατηγικές που ανήκουν στην σφαίρα της βιοπολιτικής και αποκαλύπτουν στις πολυεπίπεδες ζωές των ανθρώπων της υπό έρευνα περιόδου μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αντίληψη περί προγονικότητας ενώ υπογραμμίζουν την σπουδαιότητα της ιστορικής συνείδησης και της συλλογικής μνήμης.

Τα κτίσματα, είτε πρόκειται για μινωικά ανάκτορα είτε για θολωτούς τάφους, αποκαλύπτουν μια διακριτή αισθητηριακή συνδιαλλαγή με αντικείμενα, σώματα και χώρους. Προκαλούν τις εκδηλώσεις όλων των αισθήσεων οι οποίες συχνά λειτουργούν διαφορετικά από τον τρόπο που επιθυμούσαν οι εμπνευστές τους. Άλλωστε υπήρχε πάντα ένταση ανάμεσα στον αναρχικό και ακατάστατο κόσμο των αισθήσεων και στις προσπάθειες ατόμων και ομάδων, συχνά με πολιτικά κίνητρα, να τις ρυθμίσουν και να τις προσανατολίσουν μέσω του κατασκευασμένου χώρου και του υλικού πολιτισμού.

Σε κάθε περίπτωση το βάρος μεταφέρεται από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, από την πρόθεση σε μια πράξη, από την «έννοια» στην ίδια την «σάρκα». Αυτή η αρχαιολογία μπορεί να εξερευνήσει τον άπειρο αριθμό των αισθήσεων που είναι εκτός των άλλων ιστορικές και πολιτικές και χαρακτηρίζονται από ροές ριψοκίνδυνες και απρόβλεπτες. Υπό την αντίληψη αυτή άνθρωποι και πράγματα σχετίζονται μέσω μιας ιδιαίτερης «συνύφανσης». Έχω την αίσθηση ότι η επέκταση του πεδίου της σε όλες τις αρχαιολογίες θα προτείνει νέες συναρπαστικές αναγνώσεις και γνώσεις.

Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2015, μτφ. Νίκος Κούρκουλος, σελ. 265. Περιλαμβάνονται 26 εικόνες, βιβλιογραφία και ευρετήριο [Yannis Hamilakis, Arcaeology and the Senses: Human Experience, Memory and Affect, 2013].

Στην πρώτη εικόνα ο χορός από τον θολωτό τάφο στο Καμηλάρι στα νότια του νομού Ηρακλείου Κρήτης, ένα από τα βασικά ερευνητικά πεδία του συγγραφέα, μινωικά έργα τέχνης και μια καρτ – ποστάλ από τις απαρχές της αρχαιολογίας.

Δημοσίευση και σε mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, 225, υπό τον τίτλο Senses working overtime, μήπως και οι σχετικές υπερωρίες που υπονοούν οι νεοκυματικοί XTC στο σχετικό τους τραγούδι είναι εξίσου υπεραιωνόβιες με εκείνες του βιβλίου.

Σχολιάστε