Οι καμπάνες της Αγίας Ζώνης
Αν υπάρχει μια μουσική που να ταυτίζεται απόλυτα με μια προσφιλέστατη συγκυρία, μια ακολουθία ήχων που διακαώς θα επιθυμούσα να μην έχει χαθεί από την ζωή μου, αυτή θα ήταν οι καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής. Μπορεί να βίωσα την πένθιμη ημέρα στην αστική γειτονιά της Κυψέλης και όχι σε ιδανικότερους για την περίσταση επαρχιακούς και μυρωμένους τόπους· μπορεί ο ενοριακός ναός να μην ήταν κάποιο περίκομψο βυζαντινό κτίσμα αλλά μια τυπική ογκώδης εκκλησία «των νεότερων χρόνων»· όμως, με την βεβαιότητα των δεδομένων που συγκέντρωσα όλα αυτά τα χρόνια, μπορώ να πω ότι είχα την τύχη μιας σπάνιας, αν όχι ανεπανάληπτης κωδωνοκρουσίας.
Η Αγία Ζώνη λοιπόν, η εκκλησία στο τέρμα της οδού Επτανήσου, λίγα μέτρα δεξιότερα από την είσοδο της πολυκατοικίας μας, είχε την δική της ιδιαίτερη ηχητική ακολουθία για τις Μεγάλες Παρασκευές, καθώς πέντε διαφορετικές καμπάνες που ηχούσαν με συγκεκριμένη σειρά καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Πρώτη σ’ εκείνη την υποβλητική χορεία ήταν μια καμπάνα που αποκαλούσαμε με την πρώτη λέξη που ερχόταν στο μυαλό για τον βροντερό, βαρύ της ήχο: «χοντρή» – και η ονομασία της διατηρήθηκε όλα τα χρόνια. Ο χτύπος της δικαιωματικά απορροφούσε το περισσότερο από το διαθέσιμο δέος μου και η περικύκλωσή της από τη σιωπή, λίγα δευτερόλεπτα πριν και λίγα μετά, την έκαναν ν’ ακούγεται ακόμα πιο βαθιά.
Ακολουθούσαν τρεις λεπτές και τρεις ακόμα λεπτότερες, καμπάνες, που κάποιος από την οικογένεια αποκάλεσε «ψιλές»· αυτές έμοιαζαν να επικαλούνται μια διαφορετική, έκφραση πένθους, μέσω του υψηλού ψιλού. (Αν κάτι κάπως απαλύνει την επεξεργασμένη εμπειρία και ιδίως εκείνη που ανασυνθέτει δια της γραφής αυτό που κάποτε έζησε, είναι ακριβώς η δυνατότητα να επιστρατεύει λέξεις και λογοπαίγνια που νωρίτερα υπήρχαν απλώς ως ιδέες ανέκφραστες). Ο κύκλος ολοκληρωνόταν με άλλες δυο τριάδες με κλιμακούμενη βαθύτητα, η τελευταία από τις οποίες ηχούσε γνώριμη, καθώς έβγαινε από τις, «καθημερινές» καμπάνες, εκείνες που χτυπούσαν όλη τη χρονιά. Αναρωτιέμαι αν συμπεριλήφθηκαν σε εκείνη την πρωτοφανή κωδωνοκρουσία ως μια μικρή υπενθύμιση της κανονικότητας μπροστά στο έκτακτο και το τελετουργικό.
Η επινόηση ενός παιχνιδιού
Η Μεγάλη μου Παρασκευή αποκάλυπτε την καρδιά της, που χτυπούσε στον ρυθμό των καμπανισμάτων της Αγίας Ζώνης. Η σειρά των δεκατριών χτύπων ξεκινούσε στις οκτώ το πρωί και σταματούσε αργά το βράδυ λίγο μετά το τέλος της περιφοράς του Επιταφίου, όταν το σμάρι της πομπής τρύπωνε στην φωλιά της εκκλησίας. Έτσι ολόκληρη η ημέρα των Παθών αυλακωνόταν από τις βαθμιδωτές καμπάνες, που σιωπούσαν κάθε τόσο και συνέχιζαν αργότερα ακριβώς από εκεί που έμειναν, όπως ένα βιβλίο που έμεινε ανοιχτό μέχρι την επόμενη ανάγνωση, σαν όνειρο που κόπηκε στη μέση και συνεχίζεται από το σημείο της διακοπής. Εκείνος ο δεσμός με την προηγούμενη καμπανοκρουσία έμοιαζε να διατηρεί την ημέρα σε μια τελετουργική ισορροπία με μια τακτή γλυκόπικρη υπενθύμιση, αλλά ενέπνεε και κρυφό παιχνίδι, από τα αμέτρητα της επινοητικής ηλικίας, για το ποιο θα ήταν το νέο εναρκτήριο καμπάνισμα.
Και ποιος έπαιζε αυτό το παιχνίδι; Δεν γνωρίζω άλλον τόσο ανυπόμονο για την ημέρα με τα ατέλειωτα καμπανίσματα. Υπήρχε άραγε κανείς που αισθανόταν, όπως εγώ, το συνεχές ανέβασμα στα πέντε σκαλοπάτια προς το απόλυτο χτύπημα ή την παράδοση σ’ εκείνη την κυκλικότητα των μπρούτζινων αποχρώσεων; Μου φαινόταν πως μοναχός μου μαγευόμουν από εκείνα τα μελωδίσματα του θρήνου, προσηλωμένος σε μια ενασχόληση που αποτελούσε ταυτόχρονα δέηση δέους και παίγνιο αναψυχής. Ακόμα και οι «πιστοί» έμοιαζαν να αδιαφορούν για τα καμπανιστά υπομνήματα του ιερού δράματος. Παρατηρούσα τους περαστικούς στην γειτονιά, τις γυναίκες που πήγαιναν για ψώνια ή τα μικρά παιδιά που έπαιζαν μπάλα στο προαύλιο της εκκλησίας· κανείς δεν σταματούσε να αφουγκραστεί, να δείξει έστω ένα σημάδι πως όλα τριγύρω είναι διαφορετικά σήμερα. Αναρωτιέμαι αν έστω ένας ακόμα, στα σπίτια που βρίσκονταν μέσα στην εμβέλεια του ναού, σταματούσε την ασχολία του ή «κοντοστεκόταν» (ίσως πρώτη φορά χρησιμοποιώ αυτό το ρήμα των παλιών αναγνωστικών) για να προσέξει τις καμπάνες και κατόπιν να της αφήσει να του ξυπνήσουν σκέψεις που μέχρι τότε έμεναν σιωπηλές, ακαμπάνιστες.
Γλυκός φόβος, εκκωφαντική σιωπή
Ας ομολογήσω κάτι που δεν είπα ποτέ σε κανέναν: σε κάθε χτύπο της βαθειάς καμπάνας η καρδιά μου σκιρτούσε φοβισμένη. Εκείνος ο φόβος ήταν διαφορετικός από οποιονδήποτε άλλο· δεν επεδίωκα την εξαφάνισή του αλλά την παρουσία του. Ήθελα η μέρα να διαρκέσει, να μην τελειώσει προτού εξαντληθώ από το διπλό της καρδιοχτύπι, εκείνο της κορυφαίας του χορού και το δικό μου, που έμοιαζε να αντιλαλεί από μέσα μου το δικό της. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο υποβλητικός ήχος της πρώτης καμπάνας με τύλιγε με εκείνη την απροσδιόριστη ανατριχίλα, ιδίως αν μ’ έβρισκε μόνο μου σε κάποιο δωμάτιο. Συχνά φρόντιζα να πηγαίνω στα μικρότερα, μοναχικά δωμάτια του σπιτιού στο ενδιάμεσο διάστημα ανάμεσα στα δυο βαθιά χτυπήματα, ώστε να μη με βρει μόνο μου εκεί εκείνο το δέος. Έχοντας αποκλείσει το ενδεχόμενο του θεολογικού ή μεταφυσικού φόβου, ποτέ μου δεν κατάλαβα τις πηγές εκείνου του ανατριχιάσματος. Μπορεί η ίδια η μουσική να προκαλέσει δέη από τα ίδια βάθη της;
Αφουγκραζόμουν με προσοχή τον χτύπο που ξέφευγε από την καμπάνα και διαχεόταν στα μήκη και στα πλάτη προτού σβήσει στην σιωπή. Εκείνη η σιωπή ήταν διαφορετική· έμοιαζε με βουητό που γέμιζε ένα κενό ανάμεσα στις δυο καμπάνες. Ποτέ άλλοτε δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο ηχηρή, πόσο διαπεραστική μπορεί να είναι μια σιωπή. Το ίδιο έντονα μου ακούγονταν, μετά τον χάλκινο αντίλαλο, ο ήχος των πουλιών, οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν κάπου μακριά, το γάβγισμα ενός σκύλου, μια κόρνα αυτοκινήτου, μια μπαλκονόπορτα που έκλεινε. Μέσα στην ίδια στιγμή, μια περίεργη αντίστιξη εναρμόνιζε τα καθημερινά με τα εξαιρετικά.
Η απρόσωπη ενορχήστρωση και οι τελευταίοι χτύποι
Ποιος χτυπούσε λοιπόν τις καμπάνες; Πώς κατάφερνε να ορθοστατεί σ’ εκείνα τα ύψη και να τηρεί ευλαβικά την ισορροπία των κρούσεων και των παύσεων; Αισθανόταν καθόλου άρχων των ήχων του περίγυρου τόπου εκείνη την ημέρα; Τού προσέδιδε αυτή η θέση ιδιότητα ενορχηστρωτή στα συναισθήματα των περίοικων; Πόσο θα ήθελα να βρίσκομαι στην θέση του, αφοσιωμένος στυλίτης της μιας ημέρας που πάντα αφήνει το αποτύπωμά της στη μνήμη… Πως θα ήταν άραγε να ακούς εκείνη την βαθειά καμπάνα στο ίδιο της το καμπαναριό; Θα αποκορύφωνε την αίσθηση ή θα την απομυθοποιούσε;
Σύντομα θα διαπίστωνα, όχι χωρίς κάποια απογοήτευση, πως η ολοκληρωμένη εκείνη μουσική εκτέλεση δεν ήταν έργο ικανού μαέστρου αλλά κάποιου ηλεκτρονικού προγράμματος. Ένας διακόπτης λοιπόν ενορχήστρωνε την πένθιμη σύνθεση, χωρίς άλλη χειροτεχνία. Δεν άργησα να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα και άρχισα να φαντάζομαι το καμπαναριό άδειο από κάθε παρουσία. Η «εικόνα» παρουσίαζε κάποια ευπρόσδεκτη, έστω και τεχνητή μεταφυσική. Άλλωστε οι απαραίτητες παρουσίες ήμασταν εμείς από κάτω· χωρίς εμάς οι καμπάνες δεν είχαν λόγο ύπαρξης – ήταν όπως η μουσική αποστερημένη από τους ακροατές της. Άφησα κατά μέρος το ενδεχόμενο μιας ανάλογης, βιαστικής παραβολής για την ίδια την θρησκεία και σκέφτηκα ότι σε αμέτρητους άλλους ναούς ανά τις επαρχίες του κόσμου αληθινοί κωδωνοκρούστες θα εμψύχωναν αυτοπροσώπως όσους πιστούς είχαν ανάγκη από έμψυχους χειριστές της θρησκευτικής ατμόσφαιρας.
Οι καμπάνες βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους κατά την πομπή του επιταφίου, καθώς συνόδευαν την αδιανόητη, για το μικρό παιδί που ήμουν, αργόσυρτη διαδρομή των πιστών πίσω από το κατάφορτο λουλουδιών ομοίωμα του περιφερόμενου τάφου. Τότε ένοιωθα πως τουλάχιστον δικαίωναν μια παρουσία που είχε περάσει μέχρι τότε απαρατήρητη – κι ίσως τώρα τις πρόσεχαν περισσότεροι. Αλλά και πάλι, όταν η προσοχή όλων βρισκόταν στα εξαπτέρυγα, στον μαύρο ψηλό σταυρό ή στα εγκώμια, εγώ μετρούσα τους ύστατους χτύπους μιας ημέρας που άφηνε τις τελευταίες της πνοές. Οι καμπάνες – εκτός από την συνηθισμένη, την πέμπτη τη τάξει – θα σιωπούσαν για έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι την επόμενη Μεγάλη Εβδομάδα, περιμένοντας ασάλευτες, άμουσες, παροπλισμένες σε μια σιωπηρή μόνωση. Κι εγώ επέστρεφα στην βραδινή πια σιωπή με μια γλυκόπικρη μελαγχολία.
Η κασέτα
Ένα μεσημέρι Μεγάλης Παρασκευής, την εποχή ακόμα που η κωδωνοκρουσία δεν σταματούσε το μεσημέρι (όπως συνέβη σε μεταγενέστερα χρόνια, μετά τις διαμαρτυρίες των περίοικων πιστών ότι διαταράσσει την μεσημβρινή τους ανάπαυση), αποφασίσαμε μαζί με την αδελφή μου να μαγνητοφωνήσουμε τις καμπάνες. Είχαμε μόλις αποκτήσει ένα μολυβδόχρωμο κασετόφωνο που αποτελούσε το καινούργιο θαυματουργό παιχνίδι μας. Αρκούσε να πατήσεις το κουμπί Record για να ηχογραφήσεις οτιδήποτε, από τις πολύτιμες σοφίες του παππού (πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του θα εκπλήσσαμε ένα ολόκληρο ακροατήριο παλιών μαθητών του σε μια τιμητική βραδιά) μέχρι έναν διάλογο από την τηλεόραση. «Γράψαμε» λοιπόν για λίγο τις καμπάνες, με μια ελαφριά ενοχή πως αιχμαλωτίζουμε κάτι ιερό.
Σπεύσαμε αμέσως να «δούμε» το αποτέλεσμα: μέσα από εκείνη την μεταλλική κασετίνα οι καμπάνες ακούγονταν παράξενες, ελαφρά παραμορφωμένες. Η κασέτα διέσωζε κάτι από την ατμόσφαιρα, αλλά όχι την πεντακάθαρη ακρίβειά της. Και τελικά τι νόημα είχε η ηχογράφηση; Πώς θα μπορούσαμε να τις ακούσουμε κάποια άλλη ημέρα, εφόσον είχαν οριστικά πιστωθεί στις Μεγάλες μας Παρασκευές; Κι όμως, σήμερα σκέφτομαι πως αυτή η κασέτα δεν έπρεπε να χαθεί. Το πλαστικό εκείνο κουτάκι με τα δυο οδοντωτά κυκλάκια και την καφέ γυαλιστερή ταινία είχε αιχμαλωτίσει κάτι από την ημέρα, την εποχή, την δική μου παιδικότητα. Γνωρίζω πως δεν θα μπορούσα να επιστρέψω αλλά θα μου αρκούσε ότι το ανεπίστροφο βρισκόταν και εκεί, χειροπιαστό, ακουστό.
Η κασέτα τυχαία αιχμαλώτισε και κρουστά άλλου είδους, που πάντα συμπλήρωναν την ηχητική της Μεγάλης Εβδομάδας: ένα βαρελότο, που έσκασε κάπου κοντά. Θορυβώδη και διόλου μελωδικά, τα βαρελότα και οι τρακατρούκες σημάδευαν επαρκώς την είσοδο και την έξοδο από τις μεγάλες ημέρες. Δεν αναφέρομαι βέβαια σε αυτά που αλλοίωναν τις έστω και υποθετικώς αναστάσιμες επικλήσεις σε εκκωφαντική φαντασμαγορία, αλλά σε όσα ακούγονταν σε ανύποπτες στιγμές.
Εκείνη η «άκαιρη» ηχώ τους δεν μαρτυρούσε μόνο κάποια παιδική αδημονία που επέσπευδε την τιμητική τους στιγμή αλλά έμοιαζε και μ’ ένα ιδιόμορφο περιγέλασμα του χρόνου. Όταν οι κρότοι ακούγονταν πριν από το Μεγάλο Σάββατο, έκλεβαν το μέλλον για να το φέρουν στο παρόν· όταν έρχονταν καθυστερημένοι, στις ημέρες μετά την Ανάσταση, έμοιαζαν διακαώς να επιζητούν την παράταση των ιδιαίτερων ημερών, προτού αυτές γλιστρήσουν στην κανονικότητα. Ποιο παιδί άραγε από ποιο προαύλιο και ποια αλάνα απελευθέρωνε το τελευταίο του βαρελότο, πιθανώς αποξεχασμένο κάπου εκτός εορτής; Και ήταν γύρω στο Σαββατοκύριακο του Θωμά, που ένας τέτοιος ήχος έκλεινε την αυλαία των εξαιρετικών ήχων, αφήνοντας κι αυτός την μελαγχολική του νότα. Μετά δεν έμενε τίποτα, παρά η μόνη ψυχικώς ελαφρυντική σκέψη: ότι η άνοιξη δεν θα φύγει τόσο γρήγορα.
Η αναζήτηση και η επιστροφή
Κάποτε έφυγα από την Κυψέλη και μέτρησα σχεδόν τριάντα Μεγάλες Εβδομάδες σε άλλες συνοικίες και άλλες πόλεις. Έσπευδα πάντα να ακούσω την πένθιμη κωδωνοκρουσία των ναών τους, γειτονικών και μη, για να βρω κάτι από εκείνη την μακριά, κλιμακωτή ακολουθία. Άκουσα τις καμπάνες στους βυζαντινούς ναούς της Θεσσαλονίκης, στους ενετικούς των Χανίων, στους ενοριακούς του Ηρακλείου, στους μοναστηριακούς απανταχού της Κρήτης, στους καθολικούς της Σύρου, στους λευκούς νησιωτικούς άλλων Κυκλάδων, στους μοντέρνους των επόμενων αθηναϊκών διαμονών – Κουκάκι, Εξάρχεια, Ζωγράφου, Ηλιούπολη. Πουθενά δεν βρήκα έναν ναό που να τελετουργεί την μέγιστη Παρασκευή με τέτοια εναλλασσόμενη ποικιλία, πόσο μάλλον σε εκείνο το «1-3-3-3-3».
Κι έτσι επέστρεψα για μια ημέρα στην Κυψέλη. Έφτασα αργά το πρωί, στις Ώρες της Αποκαθήλωσης, υποκρινόμενος ψυχραιμία ενηλίκου. Πλησίασα αργά την Αγία Ζώνη και στην γωνία Επτανήσου και Κύπρου, έστρεψα το βλέμμα μου στο αριστερό καμπαναριό. Ο ήλιος με τύφλωσε όπως και στην πρώτη μου ανάμνηση, όταν, στον περίπατο με τον παππού μου, κοίταξα ψηλά να δω την καμπάνα αλλά μια εκτυφλωτική ηλιοφάνεια που προφανώς πήγαζε πίσω από το καμπαναριό μού δάκρυσε τα μάτια και μου χαμήλωσε το βλέμμα. Και τώρα, όπως και τότε, άκουσα τις ίδιες καμπάνες. Η ακολουθία τους δεν είχε αλλάξει· είχαν μείνει πιστές στο χρονισμένο τυπικό. Μπόρεσα μάλιστα να διαπιστώσω ότι η πρώτη ψιλή και η τελευταία μέση είχαν παραμείνει ίδιες, αν και ακούγονταν φθαρμένες, κουρασμένες. Αντίθετα, η δεύτερη ψιλή και η πρώτη μέση έμοιαζαν ολοκαίνουργιες· προφανώς είχαν αντικατασταθεί. Η βαριά καμπάνα ήταν απαράλλαχτη, όπως και το σκίρτημά μου. Ήταν μονάχα λιγότερο ηχηρή, σα να έφευγε προς την άλλη πλευρά. Το απέδωσα στο ελαφρύ αεράκι.
Τις επόμενες ώρες περπατούσα στους γύρω δρόμους, για να τις ακούω όπως και τότε, από διαφορετικά σημεία και αποστάσεις. Οι καμπάνες της Αγίας Ζώνης έμοιαζαν να μου λένε πως δεν ήταν εκείνες που σταμάτησαν να χτυπάνε αλλά εγώ εκείνος που σταμάτησε να τις παρακολουθεί. Πώς θα ήταν αν δεν έφευγα ποτέ από την συνοικία τους; Θα συνέχιζα να τις παρακολουθώ με προσοχή; Θα αποτελούσαν το σημαντικότερο σήμα των Μεγάλων μου Παρασκευών; Ή θα τις είχα τόσο πολύ συνηθίσει που θα αποτελούσαν «σιωπηρά» συνοδευτικά της ημέρας, δεδομένα και αυτονόητα;
Κοίταξα προς τις πολυκατοικίες των γύρω δρόμων. Ίσως κάποιο παιδί, γέννημα θρέμμα της συνοικίας ή φερμένο από άλλες γωνιές του κόσμου που από τότε συνέκλιναν στην Κυψέλη, να αναρριγούσε όπως κι εγώ. Και ίσως πάλι κάποιος στα παλιά διαμερίσματα, μέσα από τις παράπλευρες μπαλκονόπορτες και τους στενούς ακάλυπτους, να δοκίμαζε παρόμοια συγκίνηση. Πίσω από τους γκρίζους τοίχους και τις πράσινες τέντες αναζήτησα τον εαυτό μου, να ζει τις πιο αμφίθυμες ημέρες του πρώιμου βίου του· τις Μεγάλες Παρασκευές που ευχόταν να τελειώσουν και να μην τελειώσουν. Δεν τον βρήκα, αλλά αναρωτήθηκα αν είναι δυνατόν μια τέτοια βίωση να έχει κληρονομηθεί σε διάδοχους ακροατές.
Δημοσίευση: Περιοδικό Φρέαρ, τεύχος 15, Ιούνιος 2016, σ. 279 – 284.
Στις εικόνες: Η απαράλλαχτη Αγία Ζώνη, οι καμπάνες της όπως τις φανταζόμουν, το ψιλικατζίδικο ανάμεσα στο σπίτι μας και στην εκκλησία, τόπος ιδανικός για παρατήρηση των μικροπραγμάτων αλλά και αφορμή για πλησίασμα στον ήχο των καμπανών, κλειστό εδώ και χρόνια, τα όργανα με τα οποία επιχειρήσαμε να αιχμαλωτίσουμε τους ήχους της Μεγάλης Παρασκευής, η μονοκατοικία απέναντι από την μικρή εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο τέρμα της οδού Νάξου, στα πλευρά του Ασύλου Ανιάτων (στο μεσαίο πεζούλι με ανέβασαν για να δω την περιφορά του μικρού του Επιταφίου), το πατρικό μου στην Επτανήσου 66, όπου ήμουν έτοιμος να μπω, μετά την τελευταία επίσκεψη για τις καμπάνες. Οι τρεις κτισμένοι χώροι αλιεύτηκαν από τους διαδικτυακούς χάρτες. Απέφυγα να τους φωτογραφίσω ο ίδιος, για το ενδεχόμενο να βρω τον μικρό μου εαυτό.
Υπέροχο. Πολύ κοντινό στη δική μου ψυχοσύνθεση.
Πολλές ευχαριστίες στον Κυψελιώτη Πανδοχέα από μια νοσταλγική κάτοικο του (αρκετά όμοιου) Κολωνού.
Σ’ ευχαριστώ πολύ Ειρήνη. Θα χαρώ να διαβάσω τις δικές σου μνήμες με τον δικό σου τρόπο, στο ιστολόγιό σου.
Χαρτογραφία Θεού το Κείμενο. Κομμάτι της καμπάνας Τατιάνα που επέζησε, του Οικου Ρωμανώφ σε συνειρμούς στην μητερα του Θεού Φεοντορόφσκαγια.
Κύματι Θαλάσσης και Τάφος μικρός ξενοδοχείται.
Δος μοι Ποιείν, είπε ο Κύριος στην Σαμαρείτιδα.
Μπράβο σας.Τετοια αποτύπωση πιστης και ήχων.
ΜΦΧ
Μάγδα
Σας ευχαριστώ θερμά.
Εισαι καταδικασμενος να πεθανεις ,ευαισθητος,νοσταλγος και βαθυτατα ανθρωπινος.Να εισαι καλα.