Πάει καιρός που το έχω καταλάβει καλά πως δεν θα είχε νόημα και δεν θα ήταν εύκολο να ζει κανείς αν η ζωή ήταν έτσι όπως φαίνεται πότε πότε, αν όλα, δηλαδή, τα πράγματα στη ζωή ήταν μόνο αυτό που λέει τ’ όνομά τους και τίποτ’ άλλο. Πιστεύω πως όσο απλωμένη είναι η ζωή στην επιφάνεια, άλλο τόσο υπάρχει και στο βάθος, έτσι που οι κρυμμένες και αόρατες δυνατότητές της να είναι αμέτρητες φορές περισσότερες από αυτές που βλέπουμε στην επιφάνεια. [σ. 185]
…γράφει ο συγγραφέας σ’ ένα από τα «τετράδια» στα οποία κρατούσε σημειώσεις σε όλη την διάρκεια του βίου του και τα οποία εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του με τίτλο Ίχνη στην άκρη του δρόμου. Μια επιλογή κειμένων και αποσπασμάτων από αυτά τα τετράδια περιλαμβάνονται στο βιβλίο μαζί με νουβέλες και διηγήματά του, που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος. Στα προσωπικά αυτά γραπτά ο Άντριτς γράφει όλες τις σκέψεις του για την ζωή και την συγγραφή. Και πρώτα για τις ίδιες τις λέξεις, καθώς βρίσκεται πάντα περικυκλωμένος από αυτές όπως ο μελισσοκόμος από τις μέλισσες. Είναι το μόνο υλικό που διαθέτει και καλείται μ’ αυτές τις κοινές λέξεις, τις άστατες και μεταβαλλόμενες, που τις χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος για τις ανάγκες του, να τις κάνει μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης.
Οι λέξεις δεν μπορούν να βγουν με μαγικό τρόπο στο χαρτί· θα παραμείνουν νεκρές, ανέκφραστες. Μόλις όμως έρθουμε σε επαφή με οποιαδήποτε όψη της ανθρώπινης ζωής, εκείνες αποκτούν την θέρμη της και μεταμορφώνονται σε πολύτιμο, υπάκουο μέσο για να εκφράσουν λογοτεχνικές ιδέες. Στην πραγματικότητα οι λέξεις δεν έχουν τέλος, όπως κι ο παθιασμένος αγώνας μας με τις λέξεις και για τη λέξη, αλλά και η δια βίου αναζήτησή μας λέξεων γόνιμων και δημιουργικών. Τα πράγματα δυσκολεύουν όμως ακόμα περισσότερο όταν πρέπει να μιλήσει κανείς για τις ίδιες τις λέξεις. Τότε μονομιάς βουβαίνονται, παγώνουν, μένουν σαν τις άψυχες πέτρες, σιωπούν ενώ για όλα έχουν κάτι να πουν, ακόμα και με την σιωπή τους.
Όταν ήμουν παιδί και νεαρός, αισθανόμουν μεγάλη ανάγκη να μιλώ πολύ για τον εαυτό μου. Κανένας δεν ήθελε να με ακούσει. Κι αυτό με βασάνιζε. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια όλοι μου ζητούν να τους μιλήσω για τον εαυτό μου. Κι εγώ δεν μπορώ να πω ούτε μια λέξη. Κι αυτό πάλι με βασανίζει. [σ. 187]
Ο Άντριτς γνωρίζει πως οι λευκές και άγραφες σελίδες στα ημερολόγιο δεν σημαίνουν κενές μέρες· ίσως να συμβαίνει το αντίθετο, να ήταν δηλαδή το μυαλό μας φορτωμένο με τόσες σκέψεις ώστε να μην μπορούσαν να εκφραστούν με λέξεις ούτε να σημειωθούν με γράμματα. Και οι άδειες σελίδες μιλούν. Γράφει ακόμα για την λήθη που τελικά αυτή είναι που τα λύνει όλα και όχι ο θάνατος· αυτή η λησμονιά του σώματος και του χρόνου είναι ένας άλλος θάνατος αλλά με δικαίωμα στην ελπίδα. Γνωρίζει ότι ο χρόνος είναι μια επώδυνη αυταπάτη και, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά οι χτύποι της καρδιάς μας. Όποιος κατόρθωσε να ζεστάνει και να ζωντανέψει τη σιωπή της μοναξιάς, αυτός κέρδισε τον κόσμο. Μιλάει για την ψυχή των παλιών κτισμάτων ιδίως στην Ανατολή – όσο ερειπωμένα κι εγκαταλειμμένα και να είναι. Στην Δύση δεν υπάρχουν τέτοια κτήρια. Ίσως επειδή, γράφει, στην Ανατολή το πιο εξαίσιο θαύμα και η μεγαλύτερη φρίκη, τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου δεν είναι σαφώς καθορισμένα: κινούνται και μετακινούνται συνεχώς. Και όταν ο λόγος έρχεται στις ζωντανές θρησκείες, πιστεύει ότι ο άνθρωπος πρέπει να κάθεται μακριά και να τις αποφεύγει όσο μπορεί, καθώς αποτελούν έναν διαρκή κίνδυνο: ή να σε υποτάξουν και να σε κάνουν δούλο τους και να τις υπηρετείς ως άβουλο, υπάκουο πλάσμα ή να σε τσακίσουν και να σε συντρίψουν.
Νομίζετε, ίσως, ότι είναι εύκολο κι ευχάριστο να ζει κανείς με καμιά δεκαριά βιβλία που κάποτε έγραψε, σα να ζει με δέκα φαντάσματα, ή μ’ ένα ή δυο ακόμα που θα γράψει, η, μπορεί και να μη γράψει, και που του πίνουν το αίμα και του θολώνουν τον ορίζοντα [σ. 170]
Ένα μεγάλο μέρος των διηγημάτων επιστρέφει στο αχανές ιστορικό παρελθόν των τόπων του. Έτσι Οι Βελετοβιανοί, ο Μουσταφά ο Ούγγρος και Οι σαράτσηδες συνυπάρχουν με Το όνειρο του μπέη Κάρτσιτς και Δυο σημειώσεις από το ημερολόγιο του Βόσνιου γραμματικού. Όταν ο συγγραφέας επιχειρεί να στραφεί σε περισσότερο εσωτερικές ψυχολογικές διαθέσεις κατασκευάζει περίφημα περίκλειστα περιβάλλοντα. Τα σημάδια, για παράδειγμα, εκκινούν από την θανατερή θλίψη των επαρχιακών ξενοδοχείων όπου κάποτε αναγκάστηκε και ο ίδιος ο αφηγητής να διανυκτερεύσει και τώρα επιχειρεί να διαγράψει από την μνήμη του. Εκεί γνωρίζει έναν μυστηριώδη άντρα ο οποίος του διηγείται την ζωή του και τον τρόπο με τον οποίο «καταστράφηκε» από μια καλλιτέχνιδα, την Καταρίνα, καθώς ακολουθούσε τα διάφορα «σημάδια με νόημα», ιδίως συμπάθειας και προτίμησης που θεωρούσε πως πήγαζαν από την ίδια.
Σας μιλάω με βάση τις πολλές και ποικίλες εμπειρίες μου και μπορείτε να με εμπιστευτείτε. Δεν είναι όλοι όσους ονομάζουμε μακαρίτες τόσο νεκροί όσο συνήθως νομίζουμε. Όπως κι εκείνοι που θεωρούν τον εαυτό τους ζωντανό δεν είναι έτσι κι ούτε τόσο ζωντανοί όσο θα ήθελαν να φαίνονται κι όπως οι ίδιοι βλέπουν τον εαυτό τους. [σ. 189]
Αλλά εκεί που ο Βόσνιος συγγραφέας θαυματουργεί είναι ακριβώς στην προσωπική, εξομολογητική γραφή που ισορροπεί μεταξύ φιλοσοφικής διάθεσης και μνημονικής καταγραφής. Οι Μορφές αποτελούν ιδανικό δείγμα: ο συγγραφέας παρατηρεί μια μικρή, έρημη εκκλησία έξω από μια παλιά πόλη, με τα πέτρινα σκαλοπάτια της φαγωμένα και λιωμένα να μοιάζουν με κόψη αρχέγονου ξίφους που βρέθηκε σε ανασκαφή. Ο Άντριτς συλλογίζεται πάνω στην αρχαία σαρκοφάγο – σα να είχε χάσει εντελώς τα λογικά της, όλα όσα ήθελε να πει τα έλεγε μεμιάς και το μόνο που κατάφερνε ήταν να ομολογεί την αδυναμία της να εκφραστεί – και το ανάγλυφο του Αρχάγγελου Γαβριήλ πάνω από την είσοδο – Ίσως σε μια ανθρώπινη γενιά, ή και λιγότερο, να χαθούν για πάντα και τα τελευταία ίχνη του ανάγλυφου κι η μεγάλη εντοιχισμένη πλάκα πάνω απ’ την είσοδο να καταλήξει εκεί που έτεινε η επιθυμία της πέτρας απ’ την οποία φτιάχτηκε εδώ και αιώνες: να ξαναγίνει αυτό που ήταν, πέτρα ανάμεσα στις πέτρες.
Εκεί εκφράζει τις σκέψεις του για την δημιουργία, τον χρόνο, τις προσωπικές του αντιφάσεις – γεννημένος με ψυχή εικονομάχου, νιώθοντας πάντα τις εικόνες σαν μια αντίθεση στη λογική και το πνεύμα της ζωής, μ’ άλλα λόγια κάτι σαν λάθος και απρέπεια, την ίδια στιγμή τις λάτρευα αγιάτρευτα….., αλλά και τους φόβους του – έτρεμα μήπως στα σχεδιάσματα πάνω στην πέτρα ξετρυπώσει κάποιος λόγος, μήπως το ανάγλυφο θέλει να πει κάτι διαφορετικό απ’ ότι λένε οι μορφές από μόνες τους. Στο τέλος αναρωτιέται αν όλη αυτή η τέχνη μαρτυρεί άλλα από εκείνα που νομίζουμε. Η επιδίωξη της ωφέλειας και ο κίβδηλος λόγος αιχμαλώτισαν εδώ και καιρό τις εικόνες και τα σχήματα και τα έκαναν υπηρέτες της δικής μας σκέψης και των δικών μας επιδιώξεων και μας οδήγησαν σε δρόμους μακρύτερους και πιο σκληρούς απ’ όσο φτάνει η δύναμη και η αντοχή μας.
Η συγγραφική μνήμη επιστρέφει και σε κάποια άλλα Σκαλοπάτια, αυτή τη φορά μόλις δυο σελίδων: ο Άντριτς εκφράζει την εντύπωσή του πως ανάμεσα στα πρώτα παράξενα πράγματα που αντικρίσαμε στα παιδικά μας χρόνια ήταν και τα σκαλοπάτια. Του φαίνεται πως είχε πάντα την βεβαιότητα ότι το παραμικρό ψήλωμα σημαίνει άνοιγμα και καινούργιες προσδοκίες, και ότι τα σκαλοπάτια μοιάζουν με πρωτόγονες, πρόχειρα φτιαγμένες φτερούγες που δίνουν νέα διάσταση στο χώρο και πολλαπλασιάζουν τις δυνατότητές μας, σαν μια αρχή της ανύψωσής μας. Ή μήπως σαν μια απόπειρα να ξεγελαστεί ο χώρος, με την κατάτμηση, την σμίκρυνση και τελικά την άλωσή του;
Περιλαμβάνονται ακόμα αποσπάσματα από το βιβλία Ιστορία και θρύλοι, ο λόγος του [για το αφήγημα και την αφήγηση] κατά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ και ο λόγος του [για την μετάφραση και τον μεταφραστή] στο 4ο Διεθνές Συνέδριο Μεταφραστών [Ντουμπρόβνικ, 1963].
Από κείνο που δεν υπήρξε κι από αυτό που ποτέ δεν θα υπάρξει οι τεχνίτες συγγραφείς συνθέτουν τις πιο όμορφες ιστορίες γι’ αυτό που υπάρχει. [σ. 172]
Εκδ. Καστανιώτη, 2014, μτφ. από τα σερβοκροατικά Χρήστος Γκούβης, σελ. 192.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 42, καλοκαίρι 2015.
θυμάμαι πόσο μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει το γεφύρι του δρίνου. υπέροχο βιβλίο, πολλαπλής ανάγνωσης. ήταν πολύ καλός γραφιάς ο Άντριτς.
Το Γεφύρι ήταν πράγματι συναρπαστικό, ζωντανή Ιστορία γραμμένη ως Λογοτεχνία.
Reblogged στις anastasiakalantzi50.