Οι άνθρωποι – τόποι συνάντησης φυσιολογίας και βιογραφίας
Η ασθενής μας (όπως όλοι μας) είναι γεμάτη από άπειρα «κοιμισμένα» μνημονικά ίχνη, μερικά από τα ποία μπορούν να ενεργοποιηθούν κάτω από ειδικές συνθήκες και ιδιαίτερα συνθήκες υπερβολικής διέγερσης. Θεωρούμε ότι αυτά τα ίχνη – όπως τα υποφλοιικά αποτυπώματα απόμακρων γεγονότων που βρίσκονται πολύ χαμηλότερα από τον ορίζοντα της συνειδητής πνευματικής ζωής – είναι ανεξίτηλα χαραγμένα στο νευρικό σύστημα και μπορούν να παραμένουν επ’ άπειρον σε αχρησία είτε λόγω απουσίας ερεθισμού είτε λόγω θετικής αναστολής. […]. Όλες αυτές οι καταστάσεις μπορούν να «απελευθερώσουν τι μνήμη και όλες του μπορούν να οδηγήσουν στην αναβίωση και επαν-ενεργοποίηση του παρελθόντος. [σ. 247]
Στον πρόλογό του ο συγγραφέας αυτοσυστήνεται με διπλή ταυτότητα: εξίσου θεωρητικός και δραματουργός, βρίσκει και τις δυο ιδιότητές του στην αρρώστια, την «πεμπτουσία της ανθρώπινης κατάστασης». Οι άρρωστοι και οι αρρώστιες τον οδηγούν σε σκέψεις που υπό άλλες συνθήκες μάλλον δεν θα έκανε. Οι περιγραφές και οι διηγήσεις περιπτώσεων όμως δεν παύουν να απεικονίζουν τη φυσική ιστορία μιας νόσου, την παθογραφία της, χωρίς να μας λένε τίποτα για την ιστορία του ίδιου του ατόμου. Πρέπει να εμβαθύνουμε το ιατρικό ιστορικό στο επίπεδο της αφήγησης, ώστε να διαπιστωθεί η σχέση ενός αληθινού πλέον προσώπου με το ασθενές του σώμα.
Η εμπλοκή της προσωπικότητας του ασθενή γίνεται ουσιαστικότερη στη νευρολογία και στην ψυχολογία και ίσως σε μια νέα ειδικότερα που θα έπρεπε να ονομαστεί «νευρολογία της ταυτότητας». Το χάσμα ανάμεσα στο ψυχικό και στο σωματικό πιθανώς είναι εκ των πραγμάτων ανυπέρβλητο, παρ’ όλα αυτά, γράφει ο Σακς, οι ιστορίες που αναφέρονται ταυτόχρονα και αδιάκριτα και στα δυο, ακριβώς δηλαδή το είδος που τον συναρπάζει και μας παρουσιάζει εδώ, μπορεί να μας φέρνουν ακριβώς στην τομή του φυσικού μηχανισμού και της ζωής, στη σχέση των φυσιολογικών διεργασιών με τη βιογραφία. Κι έτσι στα σχετικά κείμενα το επιστημονικό και το μυθιστορηματικό έλκονται και επιζητούν να συνυπάρξουν.
Το ντοπάρισμα της μνήμης
Στην Ακράτεια νοσταλγίας η L – Dopa αναφέρεται ως ένα είδος παράξενης, προσωπικής χρήσης μηχανής που ταξιδεύει στο χρόνο. Η αναπόληση μοιάζει με επιληπτική ανάδυση αναμνήσεων από το απόμακρο παρελθόν, ενώ η εμφάνισή της σε μια ηρωίδα στα ξυπνήματα[Awakenings, το βιβλίο του Σακς που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο με τους Robert De Niro και Robin Williams σε σκηνοθεσία της Penny Marshal το 1990, μια εξαιρετική ταινία] είχε περισσότερο στοιχεία «παγώματος» παρά «αναπόλησης», ενώ με τους ίδιους όρους ζωγράφιζε ο Χάρολντ Πίντερ την Ντέμπορα στο έργο του A Kind of Alaska. Ένα από τα πιο απροσδόκητα αποτελέσματα της L – Dopa είναι η επανεμφάνιση σχημάτων συμπεριφοράς που ήταν παρόντα σε πολύ πρωιμότερα στάδια στης ασθένειας αλλά στη συνέχεια είχαν «χαθεί». Σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα λειτουργίας έχουμε δει την επιστροφή και την επαναδραστηριοποίηση επεξεργασμένων, συναισθηματικά φορτισμένων ηθικών στάσεων, συστημάτων σκέψης, ονείρων και αναμνήσεων, που είχαν όλα ξεχαστεί…
…ακόμα και έκφραση απόμακρων σεξουαλικών αναμνήσεων και υπαινιγμών, όπως συνέβη στην ασθενή που ζήτησε ένα μαγνητόφωνο για να μαγνητοφωνήσει αναρίθμητα πρόστυχα τραγούδια και αισχρά ανέκδοτα που προέρχονταν από τα κουτσομπολιά των πάρτυ, από σόκιν κόμικς και από νάιτ κλάμπ και μιούζικ ωλ της δεκαετίας του ’20! Στο ίδιο θέμα αναφέρεται και το αρχικό μας παράθεμα.
Το πέρασμα στην Ινδία
Η δεκαεννιάχρονη ΙνδήΜπαγκαβχαντί Π. εισήχθη στο ίδρυμα το 1978 με κακοήθη όγκο στον εγκέφαλο, υποτροπιασμένο και ανεγχείρητο. Ο όγκος της πρωτοπαρουσιάστηκε στα επτά της αλλά εκείνη ήταν ιδιαίτερα ευφυής ώστε να ζήσει με πλήρη ένταση και ευγνωμοσύνη, γνωρίζοντας πως είχε στο κεφάλι της μια «ωρολογιακή βόμβα». Στην αρχή της υποτροπής της ήταν ιδιαίτερα πρόσχαρη και έμοιαζε να αποδέχεται εντελώς τη μοίρα που την περίμενε, χωρίς να πάψει να επιζητεί την συντροφιά των άλλων. Καθώς ο όγκος κατελάμβανε προοδευτικά τον κροταφικό της λοβό και ο εγκέφαλός της άρχισε να προβάλλει μέσα από την περιοχή της αποσυμπίεσης, άρχισαν να εμφανίζονται παράξενες κρίσεις.
Η ασθενής δεν έχανε τις αισθήσεις τις αλλά έμοιαζε να βρίσκεται «μέσα σε όνειρο», σε μια ονειρική κατάσταση που σταδιακά αποκτούσε οραματικό χαρακτήρα, με μορφή εικόνων της Ινδίας που η Μπαγκαβχαντί αναγνώριζε αμέσως ως μέρη που είχε αγαπήσει ως παιδί. Επρόκειτο για φαντασιώσεις σαφώς βασισμένες στις αληθινές της αναμνήσεις, σαν ένας διπλασιασμός της συνείδησης, χωρίς συγκινησιακές ορμές. Περισσότερο έμοιαζαν με ζωγραφικούς πίνακες ή συμφωνικά ποιήματα από μια αγαπημένη παιδική ηλικία. Κάποτε του ανακοίνωσε με ηρεμία πως πεθαίνει, πως επιστρέφει εκεί απ’ όπου ήρθε, όπως και συνέβη λίγο αργότερα. «Έφτασε» έχοντας φτάσει στο τέρμα του δρόμου προς την Ινδία;
Ένα ζωντανό μουσικό λεξικό
Ο 61χρονος Μάρτιν Α. εργάστηκε σε πολλές δουλειές απολυόμενος κάθε φορά εξαιτίας της βραδύτητας, της αφηρημάδας ή της ανικανότητάς του. Θα μπορούσε να έχει μια μουντή και αποκαρδιωτική ζωή αν δεν είχε εκπληκτική μουσική μνήμη. Η δυνατότητά του να συγκρατεί μια όπερα ή ένα ορατόριο ύστερα από ένα και μοναδικό άκουσμα είχε ως αποτέλεσμα να γνωρίζει απ’ έξω πάνω από 2.000 μουσικά έργα. Μήπως επρόκειτο για ένα «αντιστάθμισμα» στις εγκεφαλικές του βλάβες και στους διανοητικούς του περιορισμούς; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Σε κάθε περίπτωση, εκείνος απολάμβανε μια ταπεινή φήμη «κινούμενης εγκυκλοπαίδειας».
Ο Μάρτιν αντλούσε μια παιδιάστικη χαρά από όλες αυτές τις ικανότητες (όπως και από την γνώση όλων των διαδρομών όλων των λεωφορείων και των τρένων της Νέας Υόρκης). Αν η ειδητική μνήμη δεν έχει κάποιο βάθος ή αίσθημα, δεν έχει ούτε και πόνο, όμως μπορεί να χρησιμεύσει και ως υπερ – πραγματικότητα, μια έντονη και μυστική αίσθηση του κόσμου, ενός κόσμου στον οποίο ο ίδιος σπάνια αισθάνθηκε τον εαυτό του ως κανονικό παιδί ή ολοκληρωμένο άνθρωπο. Η συμπεριφορά του άρχισε να γίνεται ενοχλητική και ανυπόφορη όταν ένα νέο είδος δίψας άρχισε να τον κατατρώει,: επιθυμούσε να τραγουδήσει. Η μουσική και η συμμετοχή σε χορωδία δεν αρκούσαν. Και πράγματι, όταν η γνώση όλης της λειτουργικής και χορωδιακής μουσικής του Μπαχ μετατράπηκε σε φωνητική μέθεξη, ο Μάρτιν ξαναβρήκε την ισορροπία του, ζώντας μέσα από τον Μπαχ.
Στο βιβλίο παρελαύνουν ο Άνθρωπος που μπέρδεψε τη Γυναίκα του με ένα Καπέλο, η Ασώματη Γυναίκα, ο Χαμένος Ναυτικός, ο Βασιλιάς των Τικ, ο Αυτιστικός Καλλιτέχνης, ο Άνθρωπος που έπεσε από το κρεβάτι και δεκάδες άλλες περιπτώσεις σπάνιων προσωπικοτήτων που αγωνίστηκαν με όλους τους τρόπους να ζήσουν αρμονικά τόσο με τις ιδιομορφίες τους όσο και με τον περίγυρό τους. Οι ιστορίες είναι αληθινές και δημοσιεύτηκαν με την άδεια των ασθενών, μολονότι γνώριζαν πως δεν θα μπορούσαν να βοηθηθούν άμεσα, τον ενθάρρυναν να γράψει για τη ζωή τους, με την ελπίδα ότι άλλοι θα μάθουν και ίσως μια μέρα θεραπευτούν.
Εκδ. Άγρα, 2011, μτφ. Κώστας Πόταγας [Oliver Sacks – The man who mistook his wife for a hat and other clinical stories, 1985].
Στις εικόνες: Η τριάδα στο δάπεδο από την αναφερόμενη περίφημη κινηματογραφική ταινία, το πρόσωπο με τους ρόμβους που κόσμησε την έκδοση της Folio Society και σκηνή από την θεατρική έρευνα των Peter Brook και Marie-Helene Estienne πάνω στο βιβλίο του Sacks (από εδώ).
0 Σχόλια to “Oliver Sacks – Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο και άλλες κλινικές ιστορίες”