Συμβαίνει με ορισμένες ταινίες: αφού oλoκληρωθεί πια η ιστορία, και καθώς πέφτουν τα γράμματα στην οθόνη, ένας αφηγητής μας μεταφέρει, αιφνιδίως, στον εξωφιλμικό χρόνο, το χρόνο του θεατή. Μας αποκαλύπτει τότε τι απέγιναν οι ήρωες, πού πήγαν, πότε και πώς πέθαναν, ενώ το μέλλον τους, λίγα λεπτά πριν, στα όρια της ταινίας, έμενε άδηλο. Έτσι και με μας. Ο αφηγητής προς το παρόν σιωπά, αλλά υπάρχει. [σ. 149]
…Πράγματι, έχουμε κι εμείς τον δικό μας αφηγητή… Αλλά πότε θα μιλήσει αυτός ο αφηγητής; Ποια είναι η κατάλληλη στιγμή, πότε φτάνει το πλήρωμα του χρόνου για την δική μας αφήγηση; Και τι θα επιλέξει άραγε αυτή η πρόζα απ’ όλα όσα είδαμε, ακούσαμε, μυρίσαμε, γευτήκαμε, σκεφτήκαμε; Και μπορεί αυτή η γραφή, που δεν συμβαίνει εν θερμώ αλλά συνεχίζει να θερμαίνει την μνήμη, να αποτελέσει αποκατάσταση του κόσμου «με μια τάξη άφθαρτη και υπερχρονική»;
Τέτοια προβλήματα δεν απασχολούν μόνο τους συγγραφείς· ακόμα κι εμείς που δεν γνωρίζουμε το βάλσαμο της μελάνης πασχίζουμε να διηγηθούμε αναμνήσεις, αναζητούμε σπασμένα τους κομμάτια, επιστρέφουμε στην πηγή μιας σημερινής μας προτίμησης, αναρωτιόμαστε γιατί αναθυμηθήκαμε εκείνο και ξεχάσαμε το άλλο. Και στο τέλος μένουμε μόνοι με μια ανθολογία διεσπαρμένη από μνήμη και λήθη.
Αλλά τότε είναι που ανοίγουμε βιβλία όπως αυτά του Κώστα Μαυρουδή· και όχι μόνο για να βάλουμε σε σειρά όλα αυτά τα ερωτήματα, όχι μόνο για να ανακουφιστούμε με εκείνη την γνωστή ικανοποίηση πως όλα αυτά βασανίζουν ακόμα και τους ασκημένους μνήμονες, αλλά και για να βρούμε τις δικές μας σκέψεις γραμμένες με τον πιο σαγηνευτικό λόγο και για να μοιραστούμε κοινά ή διαφορετικά συναισθήματα πάνω στα βιωμένα και τα αβίωτα.
Ακόμα κι όταν ο συγγραφέας προσανατολίζει την γραφή του σε όλα εκείνα τα ελάσσονα που κάποιοι από εμάς έχουμε σκεφτεί ή πράξει, είναι μια αίσθηση ιδιαίτερη, που κάνει την ανάγνωση απολαυστική αλλά και θεραπευτική. Πόσα δεν έχω σκεφτεί όταν βλέπω υπογραμμισμένες φράσεις και παραγράφους σε κάποιο βιβλίο, από εμένα ή από άλλους, οικείους και μη; Και τι σκέφτεται άραγε το παιδί του οποίου τις μνήμες του οποίου κοινωνούμε σε πολλά από αυτά τα γραπτά όταν διακρίνει τις μολυβένιες γραμμές από το χέρι του πατέρα του;
Εκεί, βρίσκοντας διαρκώς μπροστά του τα σημάδια από το μολύβι του πρώτου αναγνώστη – γραμμές που δεν εξαιρούσαν κανέναν τίτλο – είναι δυνατόν να οδηγηθεί κάποτε σε παράδοξες αλλά γοητευτικές εικασίες, για τις οποίες πάντα αφήνει έδαφος η δυσεξήγητη σημειογραφία των απόντων. Με την υπογράμμιση, λοιπόν, επιλεγμένων φράσεων, εκτός από στιγμιαίες εντυπώσεις της αναγνώσεως, μπορεί να εκδηλωνόταν κάτι σκόπιμο και ηθελημένο: ο μελαγχολικός εγωισμός του ανιόντος, που επιθυμεί να ρίχνει τη σκιά του και να συνομιλεί με το παιδί σ’ ένα μακρινό και απρόβλεπτο μέλλον, όταν δηλαδή ο ίδιος θα απουσιάζει και οι υπογραμμίσεις θα είναι διαρκής πιθανότητα διαλόγου με τον γιο του, μηνύματα που εξέπεμψε χρησιμοποιώντας έναν ξένο στοχασμό. [σ. 26 -27]
Ας γεμίσω κι εγώ το βιβλίο με δικά μου υπογραμμίσματα, όχι για να προκαλέσω μελλοντικούς συλλογισμούς σε όποιον το ξεφυλλίσει χρόνια μετά αλλά για να συναρμολογήσω κάτι από την άπιαστη γοητεία την ανάγνωσής του. Ο συγγραφέας γράφει για την πληθώρα των πραγμάτων, των οποίων κι αν ακόμη ήθελε κανείς να απομακρύνει την συναισθηματική και ιδεολογική ηγεμονία, αυτά αντιδρούν και υπερασπίζονται την παρουσία τους στη ζωή μας· για την άδηλη επιρροή τους που μέλλει να μεταβληθεί σε αιχμαλωσία· για τους συνειρμούς που αρνούνται την λογική των αισθήσεων και εξαφανίζουν την απόσταση ανάμεσα στον αφηγητή και στο παρελθόν παλινορθώνοντας πρόσωπα, περιοχές και γεγονότα· για τους ίδιους συνειρμούς που εμποδίζουν την απεξάρτηση από αυτά.
Εδώ βρίσκονται συλλογισμοί πάνω στα επαναλαμβανόμενα όνειρα που φωτίζουν την διάθεση απέναντι στο χαμένο· πάνω σε όλα αυτά που κυκλοφορούν στη μνήμη, απ’ όπου, σε λίγο, «θα συνιστούν την ηδονική ενόχληση του κάθε οριστικού παρελθόντος»· εγγραφές που απρόσκοπτα βάδισαν μαζί του, πραγματοποιημένες στα χρόνια που η συνείδηση είναι λευκό χαρτί, άρα, τολμώ να πω, εδώ καταγράφεται μια παραστατικότατη μεταφορά: του μελανιού στην λευκότητα, της γραφής πάνω στην συνείδηση.
Μπορείς με την αρωγή των ψιθύρων της παιδικής ηλικίας να οργανώσεις, πολύ αργότερα, εκείνη την εποχή… Υπάρχει μια ηλικία αθωότητας και άγνοιας όπου η ακρόαση κάθε πληροφορίας συντελείται σαν θαύμα. Υπάρχει μια φράση (όπως για παράδειγμα εκείνη από την εισαγωγή ενός μυθιστορήματος του Βερν) που προσφέρει γενναιόδωρα ως σήμερα την σίγουρη και διαρκή μουσική των συνειρμών. Κι αν ένα πνεύμα όπως η δασεία δημιουργεί ακόμα και αυτή την εποχή μια ενστικτώδη κίνηση γραφής του, τότε οδηγεί σιωπηρά στις αφετηρίες χρόνου και τόπου αυτής της μάθησης.
Σε αυτές τις ανασυνθέσεις ενός ελάχιστου παρελθόντος, περίοπτη θέση έχουν η ενασχόλησή με το μη χρήσιμο ως μια αρχή του πνευματικού, η λατρεία του περιττού, οι προεφηβικές έμμονες «έρευνες» και φυσικά το σινεμά και το μυθιστόρημα, κι ας μείωσε το πρώτο, όπως έγραψε ο Αντόρνο, την αξιοπιστία του δευτέρου. Ο Μαυρουδής βλέπει τον Μπέργκμαν σ’ ένα γραφείο τελετών και εικάζει εννιά διαφορετικές περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο Μπουνιουέλ έγραψε μια φράση στην αυτοβιογραφία του· θυμάται σελίδες του Λεοπάρντι και διαλόγους του Φελλίνι· εντοπίζει τον Μάγκρις στην Βαρκελώνη και τον Χαλεπά στην Αθήνα, διασώζει μια αξέχαστη φράση του Μάλερ και κάποιους στίχους του Λαμαρτίνου που μπορεί να αναδύθηκαν μέσα από πληκτικές οικογενειακές απαγγελίες αλλά μόνο τώρα τον αγγίζουν με την μελαγχολία ενός ρομαντικού έργου. Άλλωστε η αλήθεια τους είναι αμάχητη: ο χρόνος παρέρχεται κι αυτό η συνείδησή μας το αρνείται πεισματικά.
Ο συγγραφέας γνωρίζει καλά πως η απόσταση που εξωραΐζει πράγματα και γεγονότα, μακριά από την εμπειρική τους διάσταση. Αναρωτιέται σε τι βαθμό αυτοπροσδιορίζονται ή, πόσο αυτοδίδακτα είναι τα αισθητικά μας αντανακλαστικά. Συναντά ακόμα και στην σύγχρονη καθημερινότητά του σήμερα «την ενηλικίωση του τότε γεγονότος». Παραδέχεται πως κάποτε αυτοβιογραφείται με όσα είδε ως άλλος. Και πάντα καταλήγει στο αιώνιο, βασανιστικό ζήτημα που θέτει κάθε έργο: στην ανάγκη αναδημιουργίας και κυρίως αποκατάστασης του πραγματικού.
Και πάντα με αφήνει να αναρωτιέμαι… όπως, για παράδειγμα: ποια παρουσία θα μείνει περισσότερο στην μνήμη μου, ο κύριος Χ. που ισχυρίζεται ότι πράγματι κερδίζεις τους άλλους, κάνοντάς τους να φεύγουν από σένα περισσότερο ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους απ’ ότι όταν ήρθαν ή ο ανώνυμος κύριος που έπαψε να διαβάζει εφημερίδες επειδή προτιμούσε τελικά να γνωρίζει ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί ανά τους αιώνες παρά να κυνηγάει την πρόσφατη αλλά ασήμαντη είδηση;
Πίσω από τις κουρτίνες του Γκαριμπάλντι βρίσκεται ένα εργαστήριο που δεν διαχωρίζει είδη και μορφές λόγου. Ο Μαυρουδής ενσταλάζει μνήμες και συλλογισμούς σε μικρά διηγήματα, σύντομα δοκίμια, αφορισμούς, ημερολογιακές εγγραφές, κείμενα που θυμούνται ένα ταξίδι «με την βεβαιότητα των οξυμένων αντιλήψεων που εγγυάται κάθε μετακίνηση». Και μπροστά από τις κουρτίνες, έξω από το παράθυρο, ο κόσμος: εκείνος που υπήρξε κι εκείνος που υπάρχει, ο Χθεσινός Κόσμος (για να θυμηθώ ένα βιβλίο που έχω αγαπήσει ιδιαίτερα και ο συγγραφέας ακόμα περισσότερο, το μυθοπλασμένο βιογράφημα του Τσβάιχ) και η σύγχρονη επιβίωσή του, αλλά κυρίως ο κόσμος που υπήρξε μόνο για τον καθένα μας, γιατί ο κόσμος είναι αυτό ζήσαμε μέσα από τις δικές μας αισθήσεις.
Και, φυσικά, δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη ημέρα που ήταν η τελευταία για ένα παιδικό δωμάτιο. Αγνοούμε, και ίσως να μην υπάρχει, το 24ωρο εκείνο κατά τη διάρκεια του οποίου σκόρπισε και διαλύθηκε ο ιστός της παιδικότητας και μαζί μ’ αυτόν εξαφανίστηκαν η συνοχή και η τάξη της έννοιας «παιδική ηλικία». / Επειδή όλοι έμειναν ανύποπτοι για ό,τι χανόταν, η σημαντικότερη περίοδος της ζωής μας, με ακατάγραπτα και αμφίβολα τα όριά της, δεν έχει ημερομηνία και πράξη θανάτου. [σ. 12]
Εκδ. Νεφέλη, 2000, 157 σελ.
Σημ. Η αθανασία των σκύλων, Η ζωή με εχθρούς και ο λόγος του συγγραφέα, σε πανδοχείο πρόσφατο, απώτερο και απώτατο.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από την συλλογή του συγγραφέα και είναι βγαλμένες από τον ίδιον, με δυο αυτονόητες εξαιρέσεις…
0 Σχόλια to “Κώστας Μαυρουδής – Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι”