Μισέλ Σνεντέρ – Φανταστικοί Θάνατοι [Α΄]
O θάνατος στην λογοτεχνική ή δοκιμιακή γραφή βρίσκει πρόθυμους, και ενίοτε ιδιαίτερα πιστούς αναγνώστες, σε αντίθεση δηλαδή με την εκτός σελίδων πραγματικότητα. Οι Φανταστικοί Θάνατοι του Μισέλ Σνεντέρ [Εκδ. Καστανιώτη, 2005, σειρά Διαγωνίως, μτφ. Γιάννης Στρίγκος] αποτελούν μια ιδιαίτερα ευρηματική συλλογή όπου η απόλαυση του κειμένου και ιδίως της λογοτεχνικότητας των σύντομων βιογραφημάτων υπερισχύουν κάθε πιθανής μελαγχολικής διάθεσης. Ο γάλλος συγγραφέας, δοκιμιογράφος και ψυχαναλυτής εμπνεύστηκε από την φράση του Προυστ «Λέμε “ο θάνατος” για να απλοποιήσουμε τα πράγματα, αλλά υπάρχουν τόσοι θάνατοι όσοι και άνθρωποι» και εκκινεί τα σύντομα κείμενά του από τις τελευταίες λέξεις που είπαν ή έγραψαν τριάντα έξι συγγραφείς των τεσσάρων τελευταίων αιώνων.
Η αυτοθανατογραφία είναι ανέφικτη, γράφει λοιπόν, και συντάσσει αυτό το βιβλίο του τέλους των λέξεων, το κατάστιχο φανταστικών θανάτων πραγματικών συγγραφέων. Εκτός καταλόγου αλλά με θέση στην εισαγωγή, ο Λώρενς Στερν αποχαιρετάει την ζωή μόνος σε κάποιο ξενοδοχείο, στοιχειωμένος από τις λέξεις και το μόλις ολοκληρωμένο Αισθηματικό του Ταξίδι, έχοντας εκφράσει τη επιθυμία να πεθάνει αλλά, όχι διαφορετικός απ’ αυτό που υπήρξε, «μακριά απ’ το σπίτι του σε κάποιο αξιοπρεπές πανδοχείο». Ζητάει από το αγόρι που στάλθηκε για να τον φωνάξει να περιμένει λίγο και ύστερα από πέντε λεπτά του λέει: «Τώρα εντάξει. Ήρθε». Στο δωδέκατο κεφάλαιο, πάντως, του πρώτου τόμου του Τρίστραμ Σάντι ο Στερν ολοκλήρωνε την αφήγηση ενός θανάτου με μια τυπογραφική παρατολμία: μια μαύρη σελίδα, ανοιχτή σαν τάφος.
Αν η λογοτεχνία είναι ένας μακροσκελής τρόπος να αναπτύξει κανείς μια έσχατη φράση και να μιλήσει ακόμα και πέρα από το σημείο όπου οι λέξεις παύουν, όπως θεωρεί ο ανθολόγος, τότε δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι ο λακωνισμός είναι κανόνας για τα τελευταία λόγια κάποιου. Κάποτε οι λέξεις είναι συνθηματικές, για να μας ανοίξουν κάποια πόρτα. Ο Σασά Γκιτρύ, μερικούς μήνες, προτού πεθάνει, ηχογράφησε έναν μονόλογο υπό τον τίτλο Τα τελευταία δέκα λεπτά, όπου ομολογεί την επιθυμία του να πεθάνει μακιγιαρισμένος, σαν θεατρίνος του ίδιου του εαυτού, όπως άλλωστε υπήρξε. Κάποιοι άλλοι αυτοκτονούν έτσι ώστε να μη χρειαστεί να πεθάνουν.
Η πίεση του χρόνου μπροστά στον ικρίωμα και τον δήμιο ακονίζει και συμπυκνώνει την λεκτική ικανότητα των ανθρώπων, είχε γράψει ο Τόμας ντε Κουίνσυ. Λάτρης του λόγου ο ίδιος, ζούσε σε δωμάτια ασφυκτικά γεμάτα από βιβλία, χειρόγραφα και επιστολές, που καταλάμβαναν ολοένα και περισσότερο χώρο. Ευγενής μέχρι την τελευταία του στιγμή είπε «ευχαριστώ» πριν σβήσει. Σύμφωνα με τα λόγια του στο Suspiria de Profundis: «οι βαθύτερες τραγωδίες – όπως του παιδιού που ξεριζώνεται για πάντα από την αγκαλιά της μάνας και που τα χείλη του δεν πρόκειται ποτέ πια να δεχτούν το φιλί της αδελφής του – εξακολουθούν να υπάρχουν, κρυμμένες κάτω απ’ όλα τα άλλα, μέχρι το τέλος».
Μισέλ Σνεντέρ – Φανταστικοί Θάνατοι [B΄] εδώ.
Πρώτη δημοσίευση: Το Δέντρο, τεύχος 197-198 (Μάιος 2014).
Στις εικόνες: Laurence Sterne, Sasha Guitry, Thomas de Quincey.
2 Σχόλια to “Οι τελευταίες λέξεις”