Πυκνοί στοχασμοί και κωμικοτραγικά παραληρήματα: ευστοχία υλικού
Μικρά κείμενα πυκνότατης υφής και έντονης στοχαστικής διάθεσης, ξέχειλα από ευφυΐα και ειρωνεία, δια χειρός ενός επί το πλείστον πρωτοπρόσωπου αφηγητή που επιχειρεί να ξεφύγει από την απόγνωση, να ερμηνεύσει την αλλόφρονη πραγματικότητα, να φιλοσοφήσει πάνω στον σύγχρονο παραλογισμό. Χωρισμένα σε τρία μέρη (Μονόλογοι, Κατ’ ιδίαν, Διάλογοι), εκκινούν από προσωπικούς προβληματισμούς, και καταλήγουν στην συλλογική παράκρουση.
Ενδιαφέρον δείγμα από την πρώτη περίπτωση το «Κήτος», που στοχάζεται πάνω στην χαμένη χειρωναξία της γραφής, που κάποτε άφηνε το υλικό αποτύπωμα των λέξεων πάνω στο χαρτί και με τον ήχο των μηχανικών πλήκτρων να ξορκίζει τη σιωπή του δωματίου. Τώρα τι ελπίδες έχει ο φέρελπις συγγραφέας με την ακηλίδωτη λευκότητα της οθόνης, που μοιάζει με μαρμάρινη πλάκα που κενοτάφιο που περιμένει τον νεκρό του; Και αν η αληθινή ζωή βρίσκεται στον έξω κόσμο, έξω από την κοιλιά του κήτους, πόσο μακριά βρίσκεται από μια διαφορετική και οριστική αιχμαλωσία; Παραμένοντας στα μαρτύρια της γραφής, ο συγγραφέας στις «Συγγένειες» ζει σε μια υπό κατοχή επικράτεια λέξεων, και κάθε φορά που προσπαθεί με ένα γραφτό να βεβαιώσει τα πνευματικά του δικαιώματα στην κυριότητα, στην νομή και την χρήση τους, βρίσκει διαρκώς τον εαυτό του να διαβάζει ένα χειρόγραφο του Πεσόα που βρισκόταν στο Κιβώτιου του Αλεξάνδρου, προτού το αποθέσουν οι ηττημένοι του εμφυλίου στα σκοτεινά γραφεία ενός Πύργου, όπως ιστορεί μια Αισθηματική Αγωγή κάποια ξημερώματα του 1848.
Έτσι διατελώ αμήχανος και συγκεχυμένος, χτυπώντας πλήκτρα, ανασκολοπίζοντας λέξεις και σέρνοντας από τα μαλλιά περιόδους, με την εφηβική αφέλεια της ανακάλυψης μιας νέας ηπείρου και την αλαζονική προσδοκία μιας νέας κοσμογονίας να ξεθυμαίνουν από την πρώτη κιόλας μαρτυριάρα φράση, που σε πείσμα των πιο πετυχημένων μεταφορών μου διακηρύσσει με τη αξιοπιστία του αυτόπτη μάρτυρα ότι παραμένω αυτόκλητο προσκεκλημένος στο Κοινόβιο του Χάκκα, το τρίτο μέρος από το Διπλό Βιβλίο του Χατζή, η αδικαίωτη δικαίωσης του Καρυωτάκη, […], το πρώτο τεύχος του Ιδεοδρομίου, μαζί βεβαίως με όλη τη σειρά από τον Μικρό Σερίφη και ένα ξεσκισμένο Ταρατατά που είχα βρει στο πλατανόδασος πιτσιρικάς, πεταμένο από τους φαντάρους της θερινής διαβίωσης. [σ. 16]
Οι χαρακτήρες στο «Προσκλητήριο» είναι τα σύγχρονα τραγικά πρόσωπα της ευημερούσας εποχής μας: άστεγος Δεκέμβρη μήνα σε μισογκρεμισμένο κτίριο· φτωχός σε κρύο σπίτι με αυτοσχέδιο μαγκάλι προσεχώς θανατηφόρο για το παιδί του· λαθρομετανάστης έτοιμος να αυτοπυρποληθεί· ένοικος σε έξωση· αποδρών από το τρόλεϊ ενόψει ελεγκτή. Μόνο που αυτές οι απαθλιωμένες ψυχές είναι πλαστές: απλώς προσκλήθηκαν από τον συγγραφέα, που επιθυμεί να γίνει κατά φαντασίαν… οποιοσδήποτε, αρκεί να βρει θέματα γραφής και άλλοθι προσφοράς. Προφανώς οι συγγραφείς οφείλουν πολλά σε όλους αυτούς τους δύσμοιρους, που πάντως ανανέωσαν την θεματολογία τους.
Στα δεκαοκτώ ολιγοσέλιδα κείμενα του συγγραφέα (τέσσερα από τα οποία έχουν δημοσιευτεί στις Αναγνώσεις της Κυριακάτικης Αυγής και ένα στο ηλεκτρονικό Λογοτεχνικό Μπιστρό) το διήγημα εφάπτεται και κάποτε αναμειγνύεται με το δοκίμιο.
Εκείνο που χαρακτηρίζει τον εκάστοτε μονολογούντα είναι το πόσο εύκολα μπορεί η ψύχραιμη ειρωνεία να καταλήξει παραλήρημα, πόσο γρήγορα ο συντεταγμένος προβληματισμός να διολισθήσει σε μαύρη τραγικωμωδία. Και το εφιαλτικότερο: πόσο απλά μπορεί η μοναδική προσωπικότητα ενός ανθρώπου να μετατραπεί σε άβουλη κοινωνική μονάδα. Με τον ίδιο ανεπαίσθητο τρόπο ο συγγραφέας εκτοξεύει ριπές διαφορετικών ειδών στα κείμενα: κοινωνικό, πολιτικό, παράλογο, μελλοντολογικό, δυστοπικό, υπαρξιακό. Φυσικά αυτό το είδος της γραφής στην ιδανικότερη μορφή του (άρα και εδώ) αποφεύγει τα μαθήματα περί ηθικής και διδαχές περί ορθής συμπεριφοράς. Καμία στεντόρεια φωνή δεν ακούγεται εδώ, κι ευτυχώς ούτε από τον συγγραφέα. Ο μόνος ήχος είναι το γύρισμα των σελίδων· κάποτε από το σφίξιμο στο στομάχι. Και για να λογοπαίξω με τον τίτλο του προηγούμενου βιβλίου του συγγραφέα, όλα τα κείμενα χαρακτηρίζονται από πλήρη ευστοχία υλικού.
Στην επικράτεια της συλλογικής παράκρουσης δυο κείμενα αποβαίνουν εφιαλτικότερα όλων. Στο «Λεξοτανίλ» παρουσιάζεται ακριβώς μια κοινωνία χωρίς το υπερπολύτιμο αυτό φάρμακο: άυπνοι τριγυρνούν άσκοπα τις νύχτες, κάποια υπολείμματα μνήμης επανεμφανίζονται, εργάτες εκλιπαρούν για νυχτερινή βάρδια στα εργοστάσια, οι γιατροί επισημαίνουν τον κίνδυνο της αυνανιστικής εξουθένωσης του πληθυσμού. Μέχρι που φτάνει μια κοινωνία χωρίς λεξοτανίλ;
Η συναρπαστική «Εκκαθάριση» αποτελεί υπόδειγμα ενός τέτοιου κειμένου. Μια μεγάλη φυλετική εκκαθάριση έχει ήδη ξεκινήσει σε μια χώρα, έχοντας απαλλάξει τον τόπο από μετανάστες, πρόσφυγες, τυφλούς, τραυλούς, ανάπηρους, καθυστερημένους, κομουνιστές και ομοφυλόφιλους. Στο τελευταίο της στάδιο ειδική επιτροπή γλωσσολόγων αναλαμβάνει την γλωσσική απολύμανση απ’ όλα τα ξενόφερτα λεκτικά στοιχεία, πινακίδες αφαιρούνται και ανύποπτοι πολίτες καταγγέλλονται. Η πολυσημία των λέξεων κηρύσσεται ανεπιθύμητη, οι μεταφορικές σημασίες και τα λανθάνοντα νοήματα του λαϊκού σκώμματος και της καλλιτεχνικής σάτιρας καταργούνται, τα λεξικά ελαφρύνονται. Ακολουθεί ο εντοπισμός και η αντικατάσταση των αφομοιωμένων δάνειων λέξεων, με εξαίρεση τα τρία εμβλήματα του νέου καθεστώτος: ρατσισμός, προπαγάνδα, νεοναζισμός και, μπροστά στην ενδεχόμενη φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου, η κατάργηση της ίδιας της γλώσσας.
Όταν λοιπόν συγκεντρώθηκαν οι τελευταίοι και πιο γνήσιοι εκπρόσωποι αυτού του ηρωικού γένους, αφού στο μεταξύ υπήρξαν και άλλες φυλετικές εκκαθαρίσεις σε βάρος των ναρκομανών, των κοντών, των αριστερόχειρων, των μελαχρινών, των ευτραφών, των ηλικιωμένων, των ανέργων, των γυναικών, των παράφωνων, των αρρώστων, των ερωτευμένων και ασφαλώς των ποιητών, θα μπορούσε κανείς να θαυμάσει το μοναδικό στην ιστορία θέαμα ενός ολόκληρου λαού σε απόλυτη ομοψυχία, που δεν χρειαζόταν πια τη γλώσσα για να επικοινωνεί, αλλά μόνο τα ηχηρά επιφωνήματα του μεγάλου ηγέτη, που έμοιαζαν με βρυχηθμούς, και τις συγκαταβατικές αναφωνήσεις του κοινού, που έμοιαζαν με βελάσματα. [σ. 94]
Εκδ. Μεταίχμιο, 2014, σελ. 108.
Μικρό σημείωμα για το βιβλίο δημοσιεύεται στο τεύχος του περιοδικού (δε)κατα (τεύχος 41, άνοιξη 2015), Αφιέρωμα στην Θεσσαλονίκη.
Ο συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου εδώ.
Έργα: Raoul Haousmann, Karen Elzinga, Magnus Zeller.
0 Σχόλια to “Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης – Ζώνη πυρός”