Το εγχειρίδιο της πρόθυμης υποταγής
…δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε ότι είμαστε και θα παραμείνουμε ασήμαντοι. Ο νόμος που διατάζει, η πειθαρχία που εξαναγκάζει, οι ατέλειωτοι αδυσώπητοι κανονισμοί που ορίζουν την κατεύθυνση και διαμορφώνουν το κλίμα – αυτά μετρούν εδώ και όχι εμείς οι οικότροφοι. Όλοι μας κι εγώ ακόμα, νιώθουμε πως δεν είμαστε παρά ασήμαντοι, φτωχοί, εξαρτημένοι νάνοι, εξαναγκασμένοι σε διαρκή υπακοή. Ανάλογη είναι και η συμπεριφορά μας: Σκύβουμε το κεφάλι αλλά συνάμα δείχνουμε άκρως αισιόδοξοι. [σ. 92]
Ήδη από τις πρώτες φράσεις ο αφηγητής εμφανίζεται βέβαιος πως θα παραμείνει ένα χαριτωμένο, ολοστρόγγυλο μηδενικό για ολόκληρη τη ζωή του. Η οικειοθελής του φοίτηση στο Ινστιτούτο Μπενζαμέντα, μια σχολή για υπηρέτες, θα βοηθήσει ακριβώς αυτόν, έναν γόνο αριστοκρατικής οικογένειας, να μυηθεί στην υπηρέτηση των άλλων, να ασκηθεί στην προθυμία και την ταπεινοφροσύνη, να γίνει απολύτως ασήμαντος. Εκεί δεν διδάσκεται μόνο η ευπρεπής συμπεριφορά αλλά ένας ολόκληρος τρόπος υποτακτικής σκέψης.
Η διαμονή του στο ημιφωτισμένο, σχεδόν καφκικό Ινστιτούτο του φαίνεται σαν αδιανόητο όνειρο. Οι κανονισμοί δεν τελειώνουν ποτέ, ο ένας μοιάζει να γεννά δεκάδες άλλους. Οι διευθυντές κρύβονται στους εσωτερικούς χώρους, η φασαρία απαγορεύεται: τους επιτρέπουν μόνο να γλιστρούν αθόρυβα σαν σκιές και να μιλούν ψιθυριστά. Πίσω από το κτίριο, ένας παλιός εγκαταλειμμένος κήπος προσελκύει τα βλέμματα των σχεδόν υπνωτισμένων μαθητών που είναι καταδικασμένοι να περνούν την μισή τους μέρα σε μια παράξενη αδράνεια. Ο Γιάκομπ μοιράζεται με τους συμμαθητές του την αίσθηση πως δεν τους υπολογίζει κανείς, πως η στολή που φορούν τους ευτελίζει αλλά και τους εξυψώνει, αλλά ταυτόχρονα αισθάνεται πως όλα εκεί μέσα είναι ύποπτα και παρακμιακά.
Ο Διευθυντής κύριος Μπενζαμέντα ένας γίγαντας ανάμεσα σε νάνους, ένας «καθοδηγητής και ηγέτης ενός τσούρμου από μικροσκοπικά και ασήμαντα πλάσματα» εκφράζει τον κόσμο της εξουσίας που δεν δίνει λόγο σε κανέναν και δεν αμφισβητείται από κανέναν. Η αδελφή του, δεσποινίδα Μπενζαμέντα, εκφράζει έναν άλλο, απόκοσμο κόσμο. Οικεία και απόμακρη, όταν επαινεί, η τάξη μοσχοβολά, όταν επιπλήττει, η αίθουσα σκοτεινιάζει. Μακριά από τα μάγουλά της η ζωή μοιάζει με κόλαση κακίας και βαναυσότητας.
Ο Γιάκομπ αρχίζει να προκαλεί τον κύριο Μπενζαμέντα, με το ιδιότυπο ιδιοσυγκρασιακό του αμάλγαμα ευστροφίας, αυτοσαρκασμού και δουλικότητας, αμφισβητώντας το ίδιο το ίδρυμα και αψηφώντας τις συνέπειες. Οι μικρές του απόπειρες εξέγερσης λήγουν άδοξα και, κυρίως, συντομότατα. Ο Μπενζαμέντα μοιάζει να ζει καθ’ εικόνα και ομοίωση του ιδρύματός του: σκοτεινός, μοναχικός, σχεδόν φασματικός, συνεπώς αντιδρά με θετικό τρόπο στις προκλήσεις του νεαρού, θαρρείς και αποτελούν την τελευταία του ευκαιρία να ζωντανέψει και να ζήσει μια ζωή έξωαπό το ίδρυμα άρα έξωκαι από τον ίδιο. Για τον Γιάκομπ η μανιασμένη επιθυμία να αποκτήσει εμπειρίες γιγαντώνεται όσο αισθάνεται ότι ξεκλειδώνει τον κατάκλειστο κόσμο του Διευθυντή. Η ανάγνωση του δίπολου δεν μπορεί να αγνοήσει τις ομοφυλοφιλικές και σαδομαζοχιστικές προεκτάσεις αλλά ούτε και να περιοριστεί σε αυτές.
Την ίδια στιγμή κάθε παρατήρηση ή γεγονός που υποπίπτει στην αντίληψή του τον εμπνέει για μια σειρά από ειρωνικές διαπιστώσεις, σαρκαστικές φιλοσοφίες και κυνικά συμπεράσματα, με επίκεντρο την αναπόδραστη υποταγή στην εξουσία. Από την μία η μισανθρωπία – άλλωστε, όπως δηλώνει απολαμβάνει την γκρίνια και την μεμψιμοιρία των άλλων. «Ο άνθρωπος, όσο σημαντικός κι αν είναι, μένει πάντα ένα φωνακλάδικο νιάνιαρο». Ο ίδιος ξέρει πως πιθανόν να κρύβεται μέσα του «ένας πολύ μα πολύ μοχθηρός άνθρωπος». Από την άλλη εκφράζεται ως εστέτ που παρατηρεί με ειρωνεία τις γυναίκες: Κατανοώ την αξιολάτρευτη φύση των γυναικών. Η κοκεταρία τους με διασκεδάζει και διακρίνω ένα βαθύ νόημα πίσω από τις πιο τετριμμένες εκφράσεις τους. Οι ψυχές τους χοροπηδούν μαζί με τα ψηλοτάκουνα μποτίνια. Το χαμόγελό τους είναι μια παιδιάστικη συνήθεια και συνάμα ένα κεφάλαιο της παγκόσμιας ιστορίας. [σ. 86] και τον κόσμο:
Κι έπειτα είδα το στρογγυλό, χαζούλικο, χαριτωμένο καπελάκι του να χάνεται ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα κεφάλια και καπέλα. Τον κατάπιε το πλήθος, όπως λέμε. Ο Πέτερ δεν μαθαίνει απολύτως τίποτα στη σχολή, μολονότι – κι εδώ είναι το αστείο – το έχει απόλυτη ανάγκη, και, καθώς φαίνεται γράφτηκε στο ινστιτούτο Μπενζαμέντα μόνο και μόνο για να διαπρέψει με τις απίθανες χαζομάρες το. Ίσως μάλιστα καταφέρει εδώ μέσα να αυξήσει τη βλακεία του σε σημαντικό βαθμό. Στο κάτω κάτω, ποιος μπορεί να του απαγορέψει να αξιοποιήσει την κουταμάρα του; […] Έχω το παρήγορο και ερεθιστικό και ευχάριστο προαίσθημα ότι αργότερα θα πέσω πάνω σ’ ένα τέτοιο αφεντικό και προϊστάμενο σαν τον Πέτερ, καθώς οι ανόητοι σαν κι αυτόν είναι προορισμένοι να προάγονται, να προωθούνται, να καλοπερνούν και να διατάζουν, ενώ κάτι ατσίδες σαν κι εμένα ξεδιπλώνουν και σπαταλούν το ταλέντο τους στις υπηρεσίες των άλλων. [σ. 64 – 65]
Ο Γιάκομπ, όπως και κάθε χαρακτήρας του συγγραφέα, είναι οικειοθελώς μοναχικός, και επίμονα πείσμων, εκ φύσεως πλάνης και αναχωρητής, αρνητής των προνομίων και κυνηγός των εμπειριών, όσο αρνητικές και αν είναι, και σε κάθε περίπτωση πνευματικά ελεύθερος ακόμα και υπό συνθήκες απόλυτης υποταγής. Έχει ξεκόψει κάθε επικοινωνία με τους γονείς του επειδή δεν του αρέσει να δίνει λογαριασμό σε κανέναν – θα προτιμούσε να μην έχει γονείς που να τον αγαπούν. Όταν καλείται να γράψει το βιογραφικό του δίνει μια αντεστραμμένη εικόνα του εαυτού του, φροντίζοντας να απογοητεύσει οποιονδήποτε έχει την παραμικρή προσδοκία. Λατρεύει τους περιορισμούς επειδή του δίνουν τη δυνατότητα να παρανομήσει και να το χαρεί με την ψυχή του. Ειρωνεύεται κάθε πνευματική ανάπτυξη. «Τι ωφελούν οι σκέψεις και οι εμπνεύσεις αν δεν ξέρεις τι να κάνεις με δαύτες;»
Αλλά ούτε διαμαρτυρόμαστε καθόλου. Δεν μας περνά καν απ’ το μυαλό αυτή η σκέψη. Άλλωστε, οι σκέψεις μας είναι μετρημένες στα δάχτυλα. Ίσως εγώ να σκέφτομαι περισσότερο απ’ τους άλλους, είναι πολύ πιθανό, αλλά κατά βάθος περιφρονώ τον πλούτο της σκέψης μου. Εκτιμώ μονάχα τις εμπειρίες, κι αυτές είναι κατά κανόνα ανεξάρτητες από σκέψεις και συγκρίσεις. [σ. 125]
Οι συζητήσεις του με τον «ανταγωνιστή» συμμαθητή του Κράους και με το αδελφό του Γιόχαν, που έχει αποδεχτεί το όνομα και τον πλούτο της οικογένειάς τους δεν αποτελούν μόνο αντιπαραθέσεις με τα αντίθετά του εντός και εκτός σχολής αντίστοιχα αλλά και ενδεικτικές διαλεκτικές περί χρήματος και μεγαλούπολης – εδώ υπάρχουν μερικές εξαιρετικές εξπρεσιονιστικές σελίδες για την αέναη κίνηση της μοντέρνας πλέον μεγαλούπολης και τον «ελκυστικά εκτεθειμένο βιομηχανικό πλούτο».
Στην σχεδόν ημερολογιακή γραφή του συγγραφέα – αφηγητή εναλλάσσεται η σκέψη με την φαντασία και η φασματική πραγματικότητα με το όνειρο. Η καφκική ατμόσφαιρα με την εσωτερική μύηση, ο σαρκασμός εξουσίας με την τομή της μαζοχιστικής ψυχολογίας, η άσβεστη δίψα για νέες εμπειρίες αλλά και αναχωρητισμό με την ανελέητη κριτική στάση. Στο εσωτερικό του ιδιόρρυθμου βαλζερικού ύφους, ο μελετητής του Gilles Ortlieb εντοπίζει ορισμένα γνωρίσματα της ρομαντικής γερμανικής παράδοσης, όπως η έλξη προς την αποτυχία του Κλάιστ, η εύθραυστη διανοητική κατάσταση του Χαίλντερλιν ή την μελαγχολική ιδιοσυγκρασία του Λέναου αλλά και η ανεξάντλητη Wanderlust [Μανία της περιπλάνησης] που τον έκανε να αναγάγει τον περίπατο και την πεζοπορία σε τρόπο ζωής, θέασης του κόσμου και ίσως γραφής.
Τα μαλλιά μας είναι πάντα καθαρά, καλοχτενισμένα και βουρτσισμένα και όλοι μας πρέπει να χωρίζουμε μια ολόισια χωρίστρα στον κόσμο που βρίσκεται ψηλά στο κεφάλι μας. Έτσι είναι το σωστό. Μέχρι και οι χωρίστρες προβλέπονται από τον κανονισμό. Και επειδή έχουμε όλοι τόσο όμορφες κομμώσεις και χωρίστρες, είμαστε σχεδόν ολόιδιοι, πράγμα που θα έκανε ένα συγγραφέα να σκάσει στα γέλια αν μας επισκεπτόταν για να μας μελετήσει σε όλη τη λαμπρότητα και την ταπεινότητά μας. Ε, λοιπόν, καλά θα κάνει αυτός ο συγγραφέας να κάτσει στο σπίτι του. Είναι ελαφρόμυαλοι όποιοι θέλουν μονάχα να εξετάζουν και να παρατηρούν. άμα ζει κανείς πραγματικά, οι παρατηρήσεις έρχονται από μόνες τους. [σ. 84]
Ανάμεσα στις σημειώσεις του επιμέτρου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η άποψη πως ο συγγραφέας ουσιαστικά ακυρώνει τρία από τα πρότυπά του, πρότυπα τυπικών μυθοπλαστικών μοτίβων. Πρώτα, το ινστιτούτο αποτελεί μεν τόπο δοκιμασιών και μύησης για τον μεταμφιεσμένο πρίγκιπα που οφείλει περιπλανηθεί στον κόσμο και να περάσει δοκιμασίες· μόνο που η λύτρωση εδώ αμφισβητείται: ο «πρίγκιπας» διατηρεί μόνο την εσωτερική του ελευθερία αλλά παραμένει υποταγμένος. Από την άλλη, ο άσωτος υιός που αποποιείται τα αγαθά του και βαδίζει στο «σοσιαλιστικό μονοπάτι της λύτρωσης» εδώ δεν έχει καμία ενοχή ότι ανήκει σε μια τάξη εκμεταλλευτών ούτε διακατέχεται από συναισθήματα αλληλεγγύης για τους ανίσχυρους· απλώς η ελιτίστικη συνείδησή του εμπνέει την ανάγκη άσκησης στην ταπεινοφροσύνη. Τέλος, η «μαθητεία» εδώ παραλλάσσεται αν δεν παρωδείται. Δεν υπάρχει κανένα παραδοσιακό παιδαγωγικό περιεχόμενο εδώ: η σχολή μοιάζει με τόπο ψυχολογικής τρομοκρατίας και αποτυπώνει τις χειρότερες πτυχές του κόσμου. Η διαμόρφωση της προσωπικότητας τελικά οδηγεί στον εκμηδενισμό της· μόνο τα απλά μηδενικά δεν θα απειλήσουν τις κοινωνικές δομές.
Δεν θα ξαναδώ ποτέ έλατα; Ε, δεν είναι και τόσο τραγικό. Η στέρηση έχει κι αυτή άρωμα και σφρίγος. [σ. 37]
Ο Γερμανόφωνος Ελβετός ποιητής και πεζογράφος Ρόμπερτ Βάλζερ (1878 – 1956) εργάστηκε σε τράπεζες και σε ασφαλιστικές εταιρείες στη Ζυρίχη αλλά και ως μαθητευόμενος ηθοποιός, βοηθός σε γραφείο μηχανικού, μαθητής σε στρατιωτική σχολή και υπηρέτης σε πύργο. Από τα έξι του συνολικά μυθιστορήματα τρία μόνο διασώθηκαν και εκδόθηκαν, μαζί με μια συλλογή ποιημάτων και δυο τόμους δοκιμίων (μεταξύ των ετών 1907 και 1913). Οι εκδόσεις αυτές δεν βελτίωσαν την δυσχερέστατη οικονομική του κατάσταση και ο Βάλζερ υπό την πίεση και μιας βαθιάς υπαρξιακής κρίσης επέστρεψε στην Ελβετία και έμεινε για επτά χρόνια στη σοφίτα ενός ξενοδοχείου, όπου και έγραψε μια δεύτερη σειρά έργων, κυρίως σύντομα και διαυγή πεζά που ο ίδιος συνέκρινε με μικροκαμωμένες μπαλαρίνες που «χορεύουν μέχρις ότου εξαντληθούν και πέσουν χάμω από την κούραση». Εμπνεύστηκε το «Γιάκομπ φον Γκούντεν» από την προσωπική του μηνιαία μαθητεία σε μια σχολή για υπηρέτες
Η τελευταία περίοδος της ζωής του Βάλζερ χαρακτηρίζεται από συνεχή αλλαγή τόπων κατοικίας και τα σημάδια μιας διανοητικής ανισορροπίας που οδήγησαν στον διαδοχικό εγκλεισμό του σε δυο άσυλα – στο δεύτερο παρά τη θέλησή του, αρνούμενος πάντως αργότερα να το εγκαταλείψει. Αποστασιοποιήθηκε και αποξενώθηκε από τους σύγχρονούς του, έθεσε ο ίδιος τον εαυτό του στο περιθώριο, φτάνοντας στο σημείο να καταστρέφει ολόκληρα χειρόγραφα. Παρέμεινε αδιάφορος για την επανέκδοση των παλαιότερων έργων του και για τις πρώτες του βιογραφίες και αποτραβηγμένος από τον κόσμο μέχρι τον θάνατό του (κατά τη διάρκεια ενός μακρινού περιπάτου). Υπήρξε από τους αγαπημένους συγγραφείς του Κάφκα και εκτιμήθηκε από σημαντικούς σύγχρονούς του λογοτέχνες. Το έργο του ανακαλύφθηκε και εκδόθηκε εκ νέου τη δεκαετία του ’70 και σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους γερμανόφωνους συγγραφείς του 20ύ αιώνα. Αγαπημένη του φράση: «Είναι τόσο όμορφα παράμερα».
Πλήρης τίτλος: Γιάκομπ φον Γκούντεν. … Αυτό το όνειρο που ονομάζουμε ανθρώπινη ζωή… Εκδ. Ροές, 2012, μτφ. Βασίλης Πατέρας, σελ. 253. Με εργοβιογραφικό σημείωμα του Gilles Ortlieb και σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα από τον ίδιο τον συγγραφέα (μτφ. Πελαγία Τσινάρη), επίμετρο, χρονολόγιο και «γνώμες για τον Ρόμπερτ Βάλζερ» από τους Christian Morgenstern, Walter Benjamin και Elias Canetti. [Robert Walser – Jakob von Gunten – Ein Tagebuch, 1909]
Σημ. Στο μυθιστόρημα βασίστηκε και η ταινία των αδελφών Quay «Ινστιτούτο Μπενζαμέντα», απ’ όπου και ο υπότιτλος και η φωτογραφία του εξωφύλλου της ελληνικής έκδοσης. // Οι εκδόσεις Ροές θα εκδώσουν προσεχώς και το πρώτο μυθιστόρημα του Βάλζερ, Οι αδελφοί Τάννερ.
Ο άνθρωπος που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του δύσκολα γλιτώνει από εξευτελισμούς και απογοητεύσεις, καθώς βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με καταστάσεις που τσακίζουν την αυτοπεποίθηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς οι μαθητές δεν διαθέτουμε αξιοπρέπεια, απλώς πρόκειται για μια πολύ μικρή, ευέλικτη, εύκαμπτη και ελαστική αξιοπρέπεια, που την τεντώνουμε και τη λασκάρουμε ανάλογα με τις ανάγκες.[σ. 129]
Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 31 (φθινόπωρο 2012).
1 Σχόλιο to “Robert Walser – Γιάκομπ φον Γκούντεν”