Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη, Θερμά θαλάσσια λουτρά, Ο γενικός αρχειοθέτης, Ροζαμούνδη, Ο οβολός, Ο θησαυρός των αηδονιών
Η συγκεντρωτική έκδοση των έξι συλλογών με διηγήματα του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου αποτέλεσε ιδανική περίσταση όχι μόνο να τον ξαναδιαβάσουμε αλλά και να περιηγηθούμε στον «μικρό θαυμαστό του κόσμο». Η έκφραση ανήκει στον Σπύρο Τσακνιά και συγκεντρώνω εδώ μερικές πολύτιμές του φράσεις από συλλογή των κριτικών κειμένων Δακτυλικά αποτυπώματα (εκδ. Καστανιώτη, 1983, σ. 103 – 111). Ο Τσακνιάς αναφέρεται στα Θερμά θαλάσσια λουτρά αλλά αποδίδει ιδανικά τα γενικότερα στοιχεία της γραφής του Η.Χ.Π. Πρώτα αποκαλεί τα κείμενά του μικρά πεζογραφήματα ή διηγήσεις, αποφεύγοντας να πει διηγήματα για να δηλωθεί εξαρχής η απόκλιση απ’ το γνωστό γραμματολογικό είδος. Ο «μικρός θαυμαστός κόσμος» του συγγραφέα είναι ο κόσμος του μικρού επαρχιακού αστικού κέντρου, με τις προσβάσεις του στην ύπαιθρο, αλλά και με την αστική ή μικροαστική του ανθρωπογεωγραφία.
Μια περίτεχνη δομή καλύπτεται πίσω από έναν φαινομενικά συνειρμικό λόγο του Παπαδημητρακόπουλου. Υπάρχει πάντα ένας θεματικός πυρήνας γύρω από τον οποίο αρμολογούνται τα αφηγηματικά υποσύνολα και η όποια επιφανειακή σύγχυση είναι απατηλή: υποκρύπτει μια έντεχνη κατασκευή. Ο νοσταλγημένος κόσμος δεν εξωραΐζεται και δεν εξιδανικεύεται. Ακόμα και στην ματιά ενός εφήβου έχει μεταγγισθεί η πείρα ζωής του ώριμου συγγραφέα· είναι ματιά κριτική και κάποτε πικρά ειρωνική. Συνήθως είναι αδυσώπητα χιουμοριστική και θωρακίζει την νοσταλγία έναντι οποιασδήποτε αισθηματολογίας που θα ήταν ανυπόφορη στον συγγραφέα, προσθέτει ο κριτικός.
Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο, ειδικά για τα κείμενα που αγαπώ περισσότερο στον συγγραφέα: είναι εκείνα όπου εστιάζει σ’ ένα αντικείμενο που μοιάζει παραμελημένο από λογοτεχνική πλευρά και σίγουρα δεν έχει τοποθετηθεί στο επίκεντρο οποιουδήποτε κειμένου. Τα Εικονοστάσια αποτελούν ένα τυπικό τέτοιο δείγμα θεματολογίας και γραφής. Ο συγγραφέας αφιερώνει ολόκληρο κείμενο σ’ ένα αντικείμενο. Πρώτα αντλεί από τις παιδικές του μνήμες – τις γυναίκες των αγροτών κατά το απομεσήμερο, όταν εγκατέλειπαν την πόλη και πλησίαζαν στο εικονοστάσι του δρόμου προσπαθώντας ιεροκρυφίως να γλιστρήσουν κάτι μέσα από την σχισμή. Κατόπιν διατυπώνει τις προσωπικές του αισθητικές παρατηρήσεις, όπως λόγου χάριν για το μάρμαρο (δηλωτικό της γενικότερης εθνικής ευημερίας) που προϊόντος του χρόνου άρχισε να αποτελεί το αποκλειστικό κατασκευαστικό υλικό, για να ακολουθήσει η μοιραία και αναισθητική τυποποίηση της εποχής μας (από την βυζαντινίζουσα αψίδα μέχρι τον άγαρμπο τρούλλο).
Εν συνεχεία διευρύνει την «κοινωνιολογική» του ματιά, καθώς παρακολουθεί την πύκνωση τους στα κράσπεδα των δρόμων κατά την δεκαετία του ’60, την κατασκευαστική μετεξέλιξή τους και επιπρόσθετα τα συνδέει με διαδρομές που αποτυπώθηκαν σε βιβλία, όπως το Πεντζικικό Από Θεσσαλονίκης εις Σταυρόν ή το μυθιστόρημα του Φ.Δ. Δρακονταειδή Προς Οφρύνιον. Φυσικά αφιερώνει γραμμές στις δικές του επιτόπιες έρευνες – και εντοπίζει μέσα στα αγριόχορτα άλλο παραμελημένο εικονοστάσι από στρατζαρισμένη λαμαρίνα, με θολωμένο τζάμι, σφηνωμένο στις οξειδωμένες αύλακες που κρύβει εκείνο που προστάτευε κάποτε.
Στο τέλος βρίσκεται στο σήμερα, στα εικονοστάσια «της ημετέρας νήσου» και σε μια πρόσφατη εικόνα που έμεινε στην μνήμη του και αξίζει να διασωθεί και στα γραπτά του: μια πλαστική μινιατούρα μοτοσυκλέτας σ’ ένα εικονοστάσι, όπως αυτές που βρίσκουν τα παιδικά μέσα σε γλυκά και σοκολάτες – πρόκειται άραγε για έναν ναυτικό, που σκοτώθηκε με μηχανάκι, ή μήπως το μικρό παιδί προσφέρει στον εκλιπόντα πατέρα του ένα του παιχνιδάκι; Και το κείμενό του κλείνει με μια σκηνή: ένα παιδί (ίσως το παραπάνω) μαζί με πέντε κορίτσια διαφόρων ηλικιών, ντυμένα όλα στα μαύρα, μπροστά στο εικονοστάσι, να στέκουν σιωπηλά, σαν να τελούσαν ένα ασυνήθιστο μνημόσυνο, χωρίς την παρουσία ιερέως. Κι όλα αυτά σε ελάχιστες σελίδες.
Η χιουμοριστική και ταυτόχρονα νοσταλγική ματιά βρίσκει ιδανική έκφραση στο κείμενο Η κηδεία (από την συλλογή Ο γενικός αρχειοθέτης). Ο συγγραφέας ανατρέχει σε κάποιο πρωινό της Κατοχής και θυμάται τον Τάκη Σινόπουλο όταν ήρθε στο γυμνάσιο, στον Πύργο, για να συναντήσει τον καθηγητή πατέρα του. Το σχολείο είχε επιταχθεί από τους Ιταλούς και κατέληξε στην εκκλησία του αγίου Αθανασίου, στον γυναικωνίτη. Η «σχολική» χρονιά ήταν αξέχαστη: ο ίδιος είχε θρονιαστεί σε ένα ωραίο παράθυρο στα πίσω έδρανα και από εκεί μπορούσε απερίσπαστος να ρεμβάζει επί ώρες τα χωράφια και τις έρημες ακρογιαλιές, τις νοικοκυρές που έβγαιναν στα μπαλκόνια και τίναζαν. Το ωρολόγιο πρόγραμμα σπάνια μπορούσε να εφαρμοσθεί αφού κάθε τόσο, και ενώ το μάθημα βρισκόταν στο φουλ της πλήξης του
… ακούγαμε ξαφνικά μακρόσυρτες ψαλμωδίες και σε λίγο η καμπάνα άρχιζε να χτυπάει σιγανά και πένθιμα πάνω από τα κεφάλια μας.
– Κηδεία, κηδεία, φωνάζαμε τότε με έξαψη.
Με την πάροδο του χρόνου μάλιστα, το πράγμα άρχισε να προσλαμβάνει κάποια βελτιωμένη τακτική και κάθε φορά που σηκωνόταν για μάθημα κάποιος αδιάβαστος, κάποιος άλλος, κυττάζοντας δήθεν εμβριθώς στα πέριξ, αποφεύγοντας όμως και να σημειώσει εμφανώς την παρουσία του, αμολούσε τη σχετική ιαχή:
– Κηδεία, κηδεία!
Από εκεί και πέρα κάθε αντίθετη προσπάθεια απέβαινε επί ματαίω. Εν ριπή οφθαλμού γινόταν η εκκένωση του γυναικωνίτη, ενώ ακολουθούσε μια κανονική διασπορά στα γύρω στενά. [σ. 31- 34]
Αλλά δεν μας αφήσει ήσυχους στο γλυκό παρελθόν ο συγγραφέας. Πρόσφατα (τότε, 1981), την Δευτέρα του Πάσχα, ξαναβρέθηκε στην εκκλησία μπροστά στην Ωραία Πύλη, να αποχαιρετήσει τον Σινόπουλο. Κάθε αναλογία είχε ανατραπεί, και η εκκλησία η ίδια έμοιαζε να βρίσκεται μέσα στο πηγάδι των γύρω πολυκατοικιών. Από τον γυναικωνίτη ήταν αμφίβολο αν φαινόταν πια τίποτα…
Αν έπρεπε να διαλέξω ένα πεζογράφημα από τα Θερμά θαλάσσια λουτρά αυτό θα ήταν Η κόκκινη σημαία. Εδώ ο συγγραφέας εκκινεί από μια ξαφνική ανάμνηση ενός φίλου, του Βασίλη, ιδιοκτήτη μιας προπολεμικής ταβέρνας στο υπόγειο του απέναντι σπιτιού. Η βασική της πελατεία ήταν εργάτες και παιδιά από την γειτονιά αλλά και από μακριά όταν πρωτοάνοιγε καινούργιο βαρέλι, πράγμα που διαλαλούσε ο τελάλης στα πέριξ και μια τετράγωνη κόκκινη σημεία στη γωνιά του σπιτιού του. Μόνο που ο αφηγητής συγγραφέας απορεί καθώς σταδιακά η σημαία μπαίνει και βγαίνει κατά το δοκούν, ακόμα και τη νύχτα, ενώ μέχρι τότε την υπέστελλε με την δύση του ηλίου. Ο κοινός τους φίλος Μιχάλης «τα είχε ψήσει με την μικρά», κόρη του διοικητή της χωροφυλακής που έμενε από πάνω, και η έπαρση ή υποστολή της σημαίας αποτελούσε το σύνθημα για το ελεύθερο πεδίο. Ένα βράδυ επέστρεψε απροόπτως ο διοικητής και η σημαία στα χέρια του πανικόβλητου Μιχάλη θεωρήθηκε πολιτική προπαγάνδα και ο νέος φυλακίστηκε και αναγκάστηκε να υπογράψει τη γνωστή δήλωση.
Την υπέγραψα, το είχα ήδη αποφασισμένο. Ο μοίραρχος συγκινήθηκε, άντε Μιχάλη παιδί μου, μου λέει, να επιστέψεις πια ως χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία και να ξεχάσεις όλα αυτά τα αίσχη. Ποια αίσχη, καπετάνιε μου; του κάνω. Τότε που καταντήσατε να μας κόβετε τους λαιμούς με τα κονσερβοκούτια, μου λέει. Αναστέναξα και εγώ και τον κύτταξα στα μάτια. Τι να κάναμε, κύριε μοίραρχε, του λέω, τότε δεν είχαμε τα μέσα, και άρχισε να τραντάζεται από τα γέλια ο Μιχάλης. [σ. 78]
Στο αφήγημα Λιούμπιτελ 2 από τον Θησαυρό των αηδονιών το τιμώμενο αντικείμενο είναι η φερώνυμη φωτογραφική μηχανή, μια πάμφθηνη ρώσικη μονοοπτική ρεφλέξ που ο συγγραφέας αγόρασε αντί δραχμών 225, το ανυπέρβλητο εκείνο φορμά των 6 Χ 6 εκατοστών, άρα με μαύρο κουτί δύσχρηστο, όπου προσπαθείς εκ των άνω να εστιάσεις το προς φωτογράφησιν αντικείμενο, κάμπτοντας το σώμα, γεγονός που σε αναγκάζει ενίοτε να λάβεις στάσεις ήκιστα σεμνοπρεπείς. Οι φωτογραφίες του επιτρέπουν να θυμηθεί μερικούς σταθμούς της διαδρομής του – στην πραγματικότητα τον ρυμουλκούν εκεί. Και για τις επόμενες σελίδες, οι λέξεις του αρκούν όχι μόνο για να δούμε κι εμείς τις φωτογραφίες αλλά και να ρυμουλκηθούμε μαζί του στα μέρη τους.
Πολλές φορές με ρωτούν, μερικοί φίλοι (όψιμοι, κυρίως) πώς έμπλεξα, εγώ, με τον στρατό, και υπηρέτησα σ’ αυτόν τόσα χρόνια, έστω και ως γιατρός… Έχω κατά καιρούς επιχειρήσει να δώσω ποικίλες απαντήσεις (η καταστροφή που πάθαμε στην Κατοχή, η φτώχεια που ακολούθησε, ο Εμφύλιος κτλ. – μέχρι και σχετικούς υπαινιγμούς σε ολόκληρο διήγημα έχω κάνει) αλλά συνήθως όσα λέω πέφτουν στο κενό. Οι άλλοι παρακολουθούν μηχανικά, για να μην πω και με αδιαφορία, οι περισσότεροι δεν αντιλαμβάνονται καν για ποιο πράγμα τους μιλώ. Έτσι, μετά από δοκιμές επί δοκιμών, κατέληξα σε μια απάντηση σχεδόν μονολεκτική:
– Η Ροζαμούνδη, λέω.
Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Τα πρόσωπα φωτίζονται χαμογελούν με σημασία, κουνάνε το κεφάλι με κατανόηση….
Έτσι αρχίζει η Ροζαμούνδη, από την ομώνυμη συλλογή, κι αν, όπως γράφει ο συγγραφέας, έκαστος αντιλαμβάνεται και φαντάζεται ό,τι νομίζει για εκείνη, έτσι κλείνουμε κι εμείς, για να τον αφήσουμε μόνο μαζί της, όπως άλλωστε κάνει όλα αυτά τα χρόνια. Και θα συνεχίζουμε να ακούμε την Φιλαρμονική, να συγκινούμαστε με ερωτικές διηγήσεις όπως η Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη, να αισθάνόμαστε δέος μπροστά στον Γενικό αρχειοθέτη του Πύργου (έστω και αν βρίσκεται σε άδεια), να ονοματίζουμε κάποια Πέμπτη Κόκκινη, να μειδιούμε με την ευτραφή ερωτιάρα Ελεωνόρα, να σκεφτόμαστε πως η Ανάσταση σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την Ανάσταση παλιά, και να ονειρευόμαστε, όπως ο μικρός που ήταν ο ίδιος τότε, και ο μικρός που έχει σήμερα εκείνα τα μπαλόνια.
Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη, Α΄ έκδ. Τραμ, 1973, Β΄ έκδ. Εγνατία, 1979, Γ΄ έκδ. Κείμενα, 1984, Δ΄ έκδ. Νεφέλη, 1995, Ε΄ έκδ. Γαβριηλίδης, 2012, 101 σελ.
Θερμά θαλάσσια λουτρά, Α΄ έκδ. Εγνατία, 1980, Β΄ έκδ. Κείμενα 1985, Γ΄ έκδ. Νεφέλη, 1995, Δ΄ έκδ. Γαβριηλίδης, 2012, 121 σελ.
Ο γενικός αρχειοθέτης, εκδ. Κείμενα, 1989, Β΄ έκδ. Νεφέλη 1995, Γ΄ έκδ. Γαβριηλίδης, 2012, 133 σελ.
Ροζαμούνδη, Α΄ – Β΄ έκδ. Νεφέλη, 1995, Γ΄ έκδ. Γαβριηλίδης, 2012, 99 σελ.
Ο οβολός, Α΄ έκδ., Νεφέλη 2004, Β΄ έκδ. Γαβριηλίδης, 2012, 133 σελ.
Ο θησαυρός των αηδονιών, Α΄ έκδ. Γαβριηλίδης, 2009, Γ΄ έκδ. 2012 (εικονογράφηση Εύη Τσακνιά), 106 σελ.
Οι έξι συλλογές κοσμήθηκαν από τον Ανακρέοντα Καναβάκη με λεπταίσθητης τέχνης κοσμήματα, διαφορετικά για την καθεμία, και φιλοξενούνται σε βαθυπράσινο κουτί.
0 Σχόλια to “Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος – Άπαντα τα διηγήματα”