Δεν είναι η πρώτη φορά που μια ομιλία ενός πνευματικού ανθρώπου σε τελετή αναγόρευσης, βράβευσης κ.λπ. βρίθει πλούσιων νοημάτων και συλλογισμών. Είναι όμως σπάνια η περίπτωση κείμενα σαν κι αυτό να διαβάζονται και να ξαναδιαβάζονται με την ίδια επιθυμία, υποδείγματα ενός περιεχομένου που πραγματικά έχουμε ανάγκη. Πρόκειται για την αντιφώνηση και ομιλία στην τελετή της αναγόρευσης του Διονύση Καψάλη σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στις 24 Μαρτίου 2015. Εδώ μπορούμε να βρεθούμε για λίγο στην μεγάλη και ευγενή δημοκρατία των γραμμάτων, την respublica literarum, που είναι ο κόσμος της ευρωπαϊκής λογιοσύνης από τον οποίον καταγόμαστε όλοι: ένας υστερολατινόφωνος κόσμος που μορφοποιείται στα χρόνια της ιταλικής Αναγέννησης, ακμάζει τον 16ο και 17ο αιώνα, διαχέεται σε όλον τον 18ο αιώνα και συμβάλλεται με τον Διαφωτισμό.
Αν κοιτάξουμε μέσα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, γράφει ο τιμώμενος, θα διαπιστώσουμε πόσα κοινά χαρακτηριστικά μοιραζόμαστε με τους μακρινούς γεννήτορες των επιστημών μας: κοινές αγωνίες, αξίες, επιθυμίες, ακόμα και συνήθειες· μια εντυπωσιακή, σχεδόν αδιάκοπη ιδεών και συναισθημάτων, που γρήγορα μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας σε αλληλεγγύη, εκείνη την απέραντη αλληλεγγύη νεκρών και ζωντανών που είναι, κατά τον Σεφέρη, η τέχνη. Η συνέχεια αυτή των ανθρωπιστικών μαθήσεων είναι η συνέχεια του ίδιου του βλέμματος που μας επιτρέπει να δούμε και να διακρίνουμε τις άλλες συνέχειες. Αυτός ο καταρρακωμένος ανθρωπισμός, μαζί με το ώριμο τέκνο του τον Διαφωτισμό, όσους αντιανθρωπισμούς και αντιδιαφωτισμούς κι αν εκσφενδονίσουμε εναντίον τους, παραμένουν για μας ένα είδος ασφαλιστικού συμβολαίου που υπογράφτηκε για λογαριασμό μας. Αυτός είναι το νήμα ζωτικής μας συνέχειας και της προσδοκώμενης εξόδου.
Για να ξεδιπλώσει τον συλλογισμό του ο Καψάλης εστιάζει σε τρεις ιστορίες που εικονογραφούν περίφημα την εμμονή μας στην αγάπη και την μελέτη των κειμένων. Στην πρώτη ιστορία γνωρίζουμε τον Ισαάκ Καζωμπόν, γεννημένο στα μέσα του 16ου αιώνα, ο οποίος κρατούσε καθημερινά ημερολόγιο επί δεκαεπτά συναπτά έτη, όπου κατέγραφε τα διαβάσματά του, καταχώριζε τα βιβλία ή τα κείμενα που μελετούσε ή μπορεί απλά να αντέγραφε ένα χωρίο, το οποίο και σχολίαζε, χωρίς να παραλείπει να γράφει και οιαδήποτε άλλη πληροφορία για την καθημερινότητά του. Μέσα από τις Εφημερίδες του, όπως ονομάστηκαν τα ημερολόγια, αναδύεται η μορφή ενός λογίου για τον οποίο τα γράμματα και η λογιοσύνη είναι τρόπος ζωής. Και πώς μπορούμε ν’ αγνοήσουμε το γεγονός ότι την ίδια στιγμή ένας μελαγχολικός πρίγκιπας, λόγιος κι αυτός, επινοεί τον εσωτερικό άνθρωπο που θα κατοικήσει έκτοτε την λογοτεχνία μας, τον Άμλετ… Ο μεγάλος έρωτας του Καζωμπόν και η μεγαλύτερή του απόλαυση είναι η μελέτη, το διάβασμα. Οι ώρες που αφιερώνει τις υπόλοιπες ασχολίες του θεωρούνται σπατάλη. Όταν κατορθώνει μια ολόκληρη μέρα απερίσπαστης μελέτης, ο ενθουσιασμός του είναι έκδηλος: «Σήμερα πραγματικά έζησα». «Ή ήσυχη φιλία, η ανάγνωση (όπως την ονόμαζε ο Προυστ, είναι πάντα κείνη στην οποία αγωνιά να επιστρέψει. «Χωρίς γυναίκα και παιδιά η ζωή θα ήταν αβίωτη, χωρίς βιβλία είναι ισοθάνατος».
Ο δεύτερος αναγνώστης του απολαυστικού τρίπτυχου είναι ο Αδαμάντιος Κοραής, η παιδιόθεν πνευματική του ανάγκη για γνώση και μόρφωση και ο ενθουσιασμός του όταν, όπως συνέβη και με τον Καζωμπόν, είχε την δυνατότητα χρήσης μιας σπάνιας βιβλιοθήκης, ενώ ο τρίτος ένθερμος αναγνώστης, ο Στρατής Δούκας, συγγραφέας ή ιδιοφυής καταγραφέας της πιο ευγενικής και ανεξίθρησκης ιστορίας από τα χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής, που όταν εντόπισε έναν Γερμανό στρατιώτη να έχει θρονιαστεί στο σβέρκο του αγάλματος του Αδαμαντίου Κοραή στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου αντιλήφθηκε ότι η εικόνα έπρεπε να διασωθεί ως τεκμήριο που καταρρίπτει την ναζιστική προπαγάνδα περί σεβασμού και λατρείας των κατακτητών προς τον ελληνικό πολιτισμό. Η στιγμή που ο Δούκας ζητούσε από τον πλανόδιο φωτογράφο να στήσει την καρέκλα του κάτω από το άγαλμα και να απαθανατίσει όλη την εικόνα γεννούσε το ιστορικό τεκμήριο.
Λόγιοι λοιπόν… Κι εδώ υπεισέρχεται η γνωστή προκατάληψη που παριστάνει τους λόγιους και τους φιλολόγους σαν αναιμικά και φιλάσθενα πλάσματα με υποτονικές , αν όχι νεκρωμένες τις γενετήσιες λειτουργίες και τις αφροδισιακές τους ορέξεις. Πάνω σε αυτό το στερεότυπο ο Καψάλης θα ασκήσει το διεισδυτικό του χιούμορ, παρουσιάζοντας την διόλου ευκαταφρόνητη ερωτική ζωή και τουλάχιστο των δυο. Αλλά ο πυρήνας της συζήτησης βρίσκεται αλλού: πέρα από το γεγονός ότι οι τρεις ιστορίες προέρχονται ακριβώς από την μεγάλη πολιτεία των γραμμάτων, ο Καψάλης υποδεικνύει προφανείς και μη ομοιότητες των λογίων, που άλλοτε είναι οι παράλληλοι βίοι ανθρώπων για τους οποίους τα γράμματα δεν ξεχωρίζουν από τον βίο, μόνο είναι τρόπος ζωής, νοοτροπία και βιοτροπία μαζί, με το πάθος της παιδείας να είναι αξεχώριστο από την αναγνωστική ευδαιμονία και άλλοτε η δημόσια αρετή.
Δεν πιστεύω λοιπόν να έχει υπάρξει αναγνώστης, με την πιο απαιτητική αποδοχή της λέξης, για τον οποίο το διάβασμα δεν ήταν άσκηση ελευθερίας. Ελευθερία με διπλή σημασία: ελευθερία από τις βιοτικές μέριμνες, τις ευθύνες, τον άχαρο αγώνα της επιβίωσης· μια ιδιωτική τελετή μετάβασης από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας. […] Αλλά και ελευθερία με την ευρύτερη έννοια: εκείνη που συνδέει την ατομική ελευθερία των δικαιωμάτων με τη δημόσια αρετή και αναδεικνύει την ουσιώδη συνάφεια της δημοκρατίας των γραμμάτων και των θεσμών που την υλοποιούν με τη δημοκρατική πολιτεία και τους θεσμούς της. [σ. 32-33]
Αν η λογοτεχνία, γράφει, είναι ο κατεξοχήν «τόπος στον οποίο όλοι μπορούμε να συναντηθούμε, τότε είναι σημαντικότερο από ποτέ να κατορθώσουμε ένα καινούριο σέβας απέναντι στην διαφορά και την ετερότητα, άλλο τόσο απαραίτητο είναι να περιθάλψουμε αυτούς τους κοινούς τόπους των συναντήσεών μας, ώστε να αποκαταστήσουμε, σε βαθύτερο επίπεδο κατανόησης, την ερμηνευτική ομοιογένεια και τη συνέχεια του ανθρωπίνου γένους. Αρκεί άραγε η ανανεωμένη μας εμπιστοσύνη στον ουμανισμό, αρκεί η φροντίδα των κοινών τόπων για να οδηγηθούμε στην αιθρία μιας καλύτερης κατανόησης του εαυτού μας και του άλλου;
Και ο γοητευτικός λόγος του Καψάλη κινείται με χιούμορ και αισιοδοξία από τον Λουκρήτιο στον Μονταίνιο και τον Σαίξπηρ ως τον Άουερμπαχ, που ανέσυρε από τον μεσαίωνα μια ιστορική πηγή πραγματοποιημένης παγκοσμιότητας, την νηφάλια εκκίνηση του ουμανισμού πριν την εθνικιστική παράνοια και την βαρβαρότητα του εικοστού αιώνα, και πρότεινε ακριβώς μια ισχυρή δόση ανοσοποιητικής παγκοσμιότητας, την οποία θα μπορούσε να χορηγήσει μια περιπλανώμενη, εξόριστη φιλολογία, που θα είχε επιτέλους συντονιστεί με το αντικείμενό της, την ανθρωπότητα. Κι όσοι είμαστε συμπολίτες στην μεγάλη ευγενική δημοκρατία των γραμμάτων, κρατάμε στα χέρια μας ένα λαμπερό κομμάτι ηθικής τύχης. Όποιες κι αν είναι οι ατυχίες του βίου του καθενός μας, οι μέρες οι ανάσβολες, οι αναπόφευκτες λύπες και οδύνες του, εμείς, ευεργετημένοι καθώς είμαστε από την τύχη να επαγγελλόμαστε τα γράμματα, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι περιστάσεις της ζωής μάς επέβαλαν να ζήσουμε «βίο ανεξέταστο». Τέτοιο άλλοθι αφελείας δεν υφίσταται για μας. [σ. 44]
Εκδ. Άγρα, 2015, σελ. 45.
Στις εικόνες έργα των Alasdair Gray, Sergius Pauser, Aaron Shikler, Andrea Kaspryk, Darren Thompson, Αγνώστου, Leon Zernitsky.
Για την έξοχη συλλογή δοκιμίων Η ταραχή των ανθρωπίνων του συγγραφέα βλ. παρουσίαση από τον Πανδοχείο εδώ.
0 Σχόλια to “Διονύσης Καψάλης – Η ευτυχής φιλολογία”