Χάρης Βλαβιανός – Χρήστος Χρυσόπουλος – Το διπλό όνειρο της γραφής

Το λογοτεχνικό κουτί

Η μετανεωτερική λογοτεχνία διέψευσε την πεποίθηση ότι η εμπειρία μπορεί να περάσει αυτούσια στο χαρτί. «Είναι πολύ δύσκολο να διασώσει κανείς την εμπειρία ξεδιπλώνοντας ένα «εσωτερικό περιβάλλον» μέσα το οποίο το «εξωτερικό γεγονός» παλεύει να βρει μια θέση. Η γλώσσα, με βίαιο τρόπο, εκτοπίζει από το κείμενο μεγάλο μέρος του εμπειρικού του περιεχομένου», έγραψε ο Τζον Άσμπερυ. «Για να γράψεις, πρέπει να έχεις απόλυτη συνείδηση, τόσο της μοναδικότητας όσο και της επισφάλειας των λέξεων, καθώς και της «ροπής τους να απομακρύνονται από την πραγματικότητα» (Τσέσλαβ Μίλος). Επομένως πώς μπορούμε να γνωρίσουμε την πραγματικότητα, όταν η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για να την ονοματίσουμε μας απομακρύνει αέναα από αυτήν; Αν η γλώσσα μας κάνει ό, τι θέλει, η γραφή είναι πάντοτε μια διακινδύνευση.

Όμως οι όροι έχουν αντιστραφεί. Αυτό που μας αφορά δεν είναι  – πρωτίστως – η πραγματικότητα ως επινόηση του συγγραφέα, αλλά κατά πόσο η γραφή του επικυρώνεται ως πραγματικότητα. Σε πολλές περιπτώσεις οι συγγραφείς και το κοινό τους θεωρούν δεδομένο ότι το λογοτεχνικό έργο περιγράφει πράγματα ή καταστάσεις οι οποίες μπορούν όντως να συμβούν και να σχετίζονται με τον πραγματικό κόσμο. Ιδωμένη με τον τρόπο αυτό, η λογοτεχνία δεν είναι μόνο ένα σύνολο υφολογικών και άλλων συμβάσεων, αλλά και μια θεμελιώδης αντίληψη που αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στο πραγματικό σύμπαν και την αλήθεια των λογοτεχνικών έργων. Ό, τι συμβαίνει στη λογοτεχνία είναι ενδολεκτικές πράξεις, τις οποίες επινοεί ο συγγραφέας για να επιτελέσει τη μόνη πραγματική πράξη στο χώρο της λογοτεχνίας: τη γραφή του έργου. Από τη στιγμή που θα εισέλθουμε όμως στο κείμενο και θα εγκατασταθούμε στο εσωτερικό του, η λειτουργία των ομιλιακών πράξεων θα είναι ακριβώς η ίδια με αυτή των πραγματικών λεκτικών πράξεων εκτός της λογοτεχνίας.

Το έργο τέχνης είναι κατασκευή (artifact), όχι δημιουργία. Δεν τίθεται ζήτημα πρωτοτυπίας στη γραφή. «Η λογοτεχνία δεν μπορεί ποτέ να χαρακτηριστεί ως απλός αντιγραφέας αλλά μάλλον ως μιμητής σε μια δεύτερη μίμηση. Αντιγράφει αυτό που είναι ήδη αντιγραμμένο» (Μπαρτ). Όταν δυο συγγραφείς κάνουν μια σκέψη, η σκέψη δεν ανήκει σε αυτόν που την έκανε πρώτος, αλλά σ’ εκείνον που την εφάρμοσε πιο αποτελεσματικά. Το πρωτείο στη λογοτεχνία είναι αξιολογικής φύσης. Όπως έγραψε ο Γέητς στον Ερημίτη «Είμαστε όλοι καταδικασμένοι να αντιγράφουμε αντίγραφα». Αν οι συγγραφείς καθίστανται αντιγραφείς αντιγράφων, κλέφτες, απατεώνες, τυμβωρύχοι, ψευδομάρτυρες, αυτουργοί πλαστοπροσωπίας, αναγνώστες και εκδότες γίνονται κλεπταποδόχοι, ηδονοβλεψίες, παρενδυτικοί λαθρέμποροι και οι κριτικοί λογοτεχνίας καταδότες, προαγωγοί, τοκογλύφοι, εκβιαστές.

Η λογοτεχνία είναι εφέσιμη: η γραφή επιτελείται «σε δεύτερο βαθμό». Όλα τα κείμενα είναι δεμένα με μιαν ατέρμονη διακειμενικότητα, έτσι που δεν υφίσταται χώρος εκτός κειμένου. Κάθε σημαντικό καινοτόμο έργο, ενώ αρχικά μοιάζει αποκομμένο από την παρακαταθήκη και τηρεί στάση εχθρική προς αυτήν, θα αποτελέσει σύντομα μέρος της. Μέσα στο καινούργιο κρύβεται πάντα το παλιό – είναι ζήτημα οφειλής. Αν όμως αυτή υπερβεί ένα όριο, τότε ο συγγραφέας απλώς κατασκηνώνει μπροστά στην τράπεζα του παρελθόντος. Συγκροτείται, συνεπώς, μια γενεαλογία όπου το κείμενο στην διαλογικότητα του Μπαχτίν αποτελεί κοινωνική αλληλεπίδραση λόγων, στο διακείμενο της Κρίστεβα απορρόφηση και μετασχηματισμό άλλων κειμένων, στην σήμανση του Ριφατέρ συν-κείμενο (στον ορίζοντα του αναγνώστη), στην υπερδιακειμενικότητα του Ζενέτ παλίμψηστο (transtextuality).

Όπως κάθε αφήγηση έτσι και η Ιστορία μετατρέπεται ένα πλέγμα ανταγωνιστικών λεκτικών παιγνίων, σε πολλαπλότητα «νησίδων λόγου» που δεν μπορούν ν’ αποσπαστούν από τη θεσμοθετημένη γλώσσα. Για έναν μεταμοντέρνο ιστορικό η «αλήθεια» δεν μπορεί να διακριθεί από τη «μυθοπλασία». Η Ιστορία της Τέχνης αποτελεί συνεχές παλίμψηστο και ο πολιτισμός δεν ορίζεται από τον αόριστο, τον ενεστώτα και τον μέλλοντα, αλλά διαχέεται μέσα σε όλους τους χρόνους. Γι’ αυτό και συνεχώς ανακαλύπτουμε «προδρόμους» του μεταμοντερνισμού. Έχουμε δημιουργήσει στο μυαλό μας ένα πρότυπό του, μια ιδιαίτερη τυπολογία πολιτισμού και φαντασίας, και, προκειμένου να «ανακαλύψουμε ξανά» κάθε μορφής συγγένειες, ακολουθούμε σταθερά αυτό το πρότυπο. Έχουμε επινοήσει τους προγόνους που μας βολεύει, που οδηγούν απευθείας σ’ εμάς. Άλλωστε μια παράδοση κληρονομείται – δεν είναι κάτι που το δέχεσαι ή το απορρίπτεις. Ο καθένας ωστόσο θα τοποθετηθεί απέναντί της με τον τρόπο που θα επιλέξει. Ιδού η πραγματική ουσία της μετανεωτερικότητας: ένα βαθύτερο οντολογικό nothing seems to be going.

Δεν παραφράσαμε τυχαία τον τίτλο ενός παλαιότερου έργου του Χρήστου Χρυσόπουλου: όπως το Γλωσσικό Κουτί (εκδ. Καστανιώτη, 2006) αποτελούσε έναν «κοινό τόπο» επισκόπησης της συγγραφικής δημιουργίας, έτσι και το παρόν διπλότυπο γραπτό συνθέτει μια κατασκευή όπου εντειχίζονται τα δομικά της υλικά και πνεύματα. Όλα είναι ανοιχτά σε αυτό το δίπορτο συγγραφικό εργαστήρι και κυρίως η κτητορική του επιγραφή, εξ ου και η εκ μέρους μας παιγνιώδης και αυτολεξεί «αναγνωστική» συρραφή και ανάμειξή τους στις παραπάνω παραγράφους. Φράσεις, επιγράμματα, συσχετίσεις, συνεπαγωγές, λογικές συνδέσεις και ενοποιητικές αντιφάσεις αρμολογούνται σε βιτγκενσταϊνικά κεφάλαια και υποκεφάλαια και χτίζουν το δικό τους αρχιτεκτόνημα στην «αχαρτογράφητη επικράτεια της γραφής», παραμένοντας ταυτόχρονα αυτόνομα και ελεύθερα. Όσο σπάνιο φαντάζει ένα τέτοιο βιβλίο να προέρχεται από δύο πρόσωπα, άλλο τόσο μοιάζει αναμενόμενο στην παράλληλη και επάλληλη πνευματική πορεία των δημιουργών, ως προϊόν ανήσυχης φιλίας, απόσταγμα ηλεκτρονικών συνδιαλλαγών, εκβολή λογοτεχνικών αγωνιών και μοίρασμα πολύτιμων ομολογιών.

Εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2010, σελ. 205.

Στις φωτογραφίες: ο Ρολάν Μπαρτ διδάσκει την τέχνη της αντιγραφής, ο Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς στέκεται μετέωρος μπροστά στην καταδίκη της αντιγραφής αντιγράφων κι ο Τσέσλαβ Μίλος προτείνει, σε μερικούς, τον καλύτερο τρόπο γραφής.

Σχολιάστε