Ελεγείο για τις φωνές της μνήμης
Όχι, απάντησα, η παρέα σας ήταν πολύ σημαντική για μένα, αλλά με τάραζε, ορίστε, ας πούμε ότι με τάραζε. Ε βέβαια, επιβεβαίωσε εκείνος, όλα έτσι καταλήγουν με εμένα, πείτε μου όμως κάτι, δεν πιστεύετε ότι αυτό ακριβώς πρέπει να κάνει η λογοτεχνία, να ταράζει; όσον αφορά εμένα δεν έχω την παραμικρή εμπιστοσύνη στη λογοτεχνία που καθησυχάζει τις συνειδήσεις. Ούτε εγώ, συμφώνησα, αλλά βλέπετε, είμαι ήδη αρκετά ανήσυχος από μόνος μου, η δική σας ανησυχία έρχεται να προστεθεί στη δική μου, και αυτό μου προκαλεί άγχος. Προτιμώ το άγχος παρά μια σάπια γαλήνη, δήλωσε εκείνος, ανάμεσα στα δύο αυτά πράγματα προτιμώ το άγχος… [σ. 131 – 132]
…και η συνομιλία με τον Συνδαιτυμόνα, ενός από τα πρόσωπα που o Αφηγητής συναντά μια ιουλιανή ημέρα σε μια έρημη Λισαβόνα, κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο και την αποχαυνωτική ζέστη, μένει μετέωρη αλλά και οριστικά τελειωτική, σαν να κλείνει τους ημιτελείς λογαριασμούς μιας ολόκληρης ζωής. Αλλά πόσο μπορεί κανείς να είναι σίγουρος όταν η περιπλάνηση είναι διάχυτη και από άγχος και από γαλήνη, και πόσο μπορεί κανείς να βασιστεί στον Φερνάντο Πεσσόα που γίνεται για λίγο συνδαιτυμόνας του περιπλανώμενου;
Από το εξοχικό των φίλων του στο Αζαϊτάου, ο αφηγητής θα βρεθεί να περιμένει σε ένα ασαφές μεσημεριανό ραντεβού στην άδεια θερινή πόλη, ξεκινώντας μια διαρκή αναζήτηση προσώπων που υπάρχουν μόνο μέσα στη μνήμη του. Τον Ναρκομανή Νεαρό έχει την παράλογη εντύπωση πως τον συνάντησε σε ένα βιβλίο, ενώ για τον Κουτσό Λαχειοπώλη είναι βέβαιος πως είναι εκείνος που έσπαγε τα νεύρα του Μπερνάρντο Σοάρες στο Βιβλίο της ανησυχίας. Αλλά αυτός ο λαχειοπώλης έχει πιο μυθιστορηματική ζωή από τον ίδιο και μπροστά στην επιμονή του συγγραφέα να μιλήσουν πορτογαλικά, γιατί αυτή είναι μια πορτογαλική περιπέτεια, αναγνωρίζει πως αμφότεροι είναι παιδιά του Νότου, δηλαδή του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, άρα, σε αντίθεση με την Μεσευρώπη, κτήτορες ψυχής.
Ο Ταξιτζής είναι καινούργιος στην Λισαβόνα και διαρκώς χάνονται στους παντέρμους δρόμους, ο εξαντλημένος επιβάτης μπαίνει στο Μπραζελέιρα και αγοράζει κρασί από τον Σερβιτόρο και επιστρέφει στην πλανόδια πωλήτρια Γριά Τσιγγάνα που του λέει πως δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει σε δυο πλευρές, στην πραγματικότητα και στο όνειρο μαζί, αλλιώς πάντα θα έχει παραισθήσεις και θα αποτελεί μέχρι και η ίδια κομμάτι του ονείρου του. Όμως κι εκείνη γνωρίζει πως η μέρα αυτή τον περιμένει, δεν μπορεί να της ξεφύγει, θα είναι μια μέρα δοκιμασίας αλλά και κάθαρσης. Ο Φύλακας του Νεκροταφείου που γευματίζει σ’ ένα μικρό δροσερό δωμάτιο, συντροφεύοντας επί πενήντα χρόνια τους νεκρούς, θα τον βοηθήσει να βρει τον συγγραφέα Ταντέους Βάσλαβ, με οδηγό μια φωτογραφία από την επί Σαλαζάρ αποφυλάκιση των συγγραφέων ύστερα από πιέσεις της ξένης κοινής γνώμης.
Τώρα ήρθε η στιγμή να μάθω, σήμερα είμαι ελεύθερος, ζω την πιο ακραία μου ελευθερία, έχασα ακόμα και το υπερεγώ μου, πέρασε η ημερομηνία λήξης του όπως το γάλα, είμαι απελευθερωμένος, αυτός είναι ο λόγος που ήρθα λέει ο ζωντανός συγγραφέας στον νεκρό συγγραφέα, καθώς περπατούν αγκαζέ νοσταλγώντας την αλλοτινή πόλη. Αλλά ο αφηγητής ήρθε για να μάθει τι συνέβη στην κοινή τους ερωμένη Ιζαμπέλ, που έφερε το παιδί του Ταντέους και αυτοκτόνησε υπό το βάρος μιας μυστηριώδους φράσης. Και οι παλαιοί φίλοι μοιράζονται ένα αξέχαστο γεύμα στο εστιατόριο του Κυρίου Καζιμίρο, συνομιλούν με την Σύζυγό του και προτού αποχαιρετιστούν ο Ταντέους τον βεβαιώνει πως ο ερχομός του ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να έχει.
Στην Πανσιόν της Ισαντόρα ο περιπλανητής συναντά για άλλη μια φορά έναν καχύποπτο θυρωρό, ευτυχώς η Ισαντόρα του δίνει ένα δωμάτιο να αναπαυτεί και η καμαριέρα Βιριάτα του προτείνει να του κάνει συντροφιά μέχρι να αποκοιμηθεί, ακόμα και να του ξύνει την πλάτη, αλλά εκείνος θέλει για άλλη μια φορά να βυθιστεί στον ύπνο, για να συναντήσει τον Νεαρό Πατέρα του, στο 1932, που του ζητά να μάθει ποιο θα είναι το τέλος της ζωής του, μα ο γιος θα τον καθησυχάσει μη βιάζεσαι, η ζωή είναι αυτό που πρέπει να είναι, εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, καλύτερα να μην ασχοληθείς, για να ακολουθήσει τελικά μπροστά στην επιμονή του πατέρα μια φορτισμένη διήγηση του θανάτου του. Κι εκείνος, μπροστά στις ενοχές του γιου που δεν τιμώρησε τους αυτουργούς γιατρούς, τον καθησυχάζει με τη σειρά του είναι πιο σωστό αυτό που έκανες, καλύτερα να χρησιμοποιείς τη γραφίδα παρά τα χέρια, είναι ένας πιο κομψός τρόπος να δίνεις μπουνιές.
Ολόκληρο το κείμενο μοιάζει εκκρεμές που εκκρεμεί πάνω από τα χάη του ασυνείδητου, τις απάτες της μνήμης, της βεβαιότητες του περασμένου βίου, τις αδιανόητες πλοκές των ονείρων, τις παρεκκλίσεις των παραισθήσεων. Εδώ το παρόν προσκαλεί το παρελθόν για μια ημέρα, παραμερίζει για λίγο για να του δώσει ώρες για εκείνα που δεν πρόλαβε, για να ολοκληρωθούν φράσεις που μπορεί να τον βοηθήσουν να καταλάβει, να προσέλθουν τα φαντάσματα που εξορίστηκαν από τη ζωή αλλά και οι κομπάρσοι της υποκειμενικής καθημερινότητας – και οι νεκροί, προπαντός αυτοί. Κι έτσι ο Μπάρμαν του Μουσείου Αρχαίας Τέχνης, ο Αντιγραφέας, ο Ελεγκτής του Τρένου, η Γυναίκα του Φαροφύλακα, ο Μαίτρ της Κάζα ντο Αλεντέζου, η Ιζαμπέλ, ο Πωλητής Ιστοριών, η/ο Μαριαζίνια, ο Συνδαιτυμόνας και ο Ακορντεονίστας, συνομιλούν μαζί του πάντα σε πληθυντικό της ευγένειας ως πρόσωπα φασματικά και αποχαμένα, ζωντανά στη σκέψη του, άρα ζωντανά παντού.
Αυτά έλεγα στον εαυτό μου, κλεισμένος εκεί πάνω για να γράψω εκείνη την αλλόκοτη ιστορία, μια ιστορία που κάποιος, αργότερα, θα μιμούνταν στη ζωή, μεταφέροντάς τη στο επίπεδο του πραγματικού: κι εγώ δεν το ήξερα, αλλά το φανταζόμουν, δε ξέρω γιατί φανταζόμουν πως δεν πρέπει κανείς να γράφει ιστορίες σαν κι εκείνη, γιατί υπάρχει πάντα κάποιος που μιμείται τη μυθοπλασία, που κατορθώνει να τη μετατρέψει σε αλήθεια. Και πράγματι, αυτό έγινε. Την ίδια εκείνη χρονιά κάποιος μιμήθηκε την ιστορία μου, ή καλύτερα, η ίδια η ιστορία ενσαρκώθηκε, είχε μετουσιωθεί, κι εγώ χρειάστηκε να ζήσω εκείνη την αλλόκοτη ιστορία μια φορά ακόμα, αλλά αυτή τη φορά στην πραγματικότητα, αυτή τη φορά οι χάρτινες μορφές απέκτησαν σάρκα και οστά, αυτή τη φορά η ακολουθία της ιστορίας μου άρχισε να εξελίσσεται μέρα με τη μέρα, κι εγώ την παρακολουθούσα στο καλεντάρι, σε σημείο που μπορούσα να την προβλέψω.[σ. 101 – 102]
Σε ένα παράρτημα τριαντατεσσάρων σελίδων υπό τον τίτλο «Το σύμπαν σε μια συλλαβή» ο συγγραφέας μοιράζεται μια δεύτερη «περιπλάνηση», αυτή τη φορά «γύρω από ένα μυθιστόρημα»: ξεκινάει από τις συνθήκες και τον τόπο γραφής του Ρέκβιεμ, καθώς και το όνειρο της προηγούμενης νύχτας, αλλά επικεντρώνεται στην πραγματική ιστορία του πατέρα του: τον καρκίνο του λάρυγγα, την απώλεια της φωνής, τις μορφές σωματικής σημειολογίας που μοιράστηκαν, τον σιωπηρό τους διάλογο πάνω στην επιφάνεια του «μαγικού» πίνακα, γράφοντας και σβήνοντας. Το αληθινό όνειρο με τον νεαρό πατέρα να του μιλάει στα πορτογαλικά βυθίζει τον συγγραφέα στον κόσμο των ονείρων, στη γλώσσα, τους, στην φωνητική νοηματική, την ψυχοφωνητική, την αρχαία σύγκρουση φωνής και γραφής, τον ορφικό μύθο, την γραφή ως συμπλήρωμα της φωνής, τις αποτυπώσεις των φωνών στη μνήμη μας.
Φωνές. Τι ωραία που θα ήταν αν μπορούσαμε να μεταφράσουμε σε λέξεις τις συγκινήσεις που έχουν προκαλέσει μέσα μας οι φωνές αυτών που αγαπήσαμε στη διάρκεια της ζωής μας! Παρ’ όλα αυτά τις κουβαλάμε μέσα μας, στο πιο βαθύ κομμάτι του εαυτού μας, σαν θησαυρό σε κοσμηματοθήκη που δεν μπορούμε να τη δείξουμε σε κανέναν, και της οποίας μονάχα εμείς διαθέτουμε το κλειδί. Ο ανύπαντρος θείος που φλερτάριζε τα κορίτσια, που καλλιεργούσε τη λογοτεχνία, που σκοτώθηκε σε δυστύχημα και που εμείς τον ακούσαμε, εκείνη την ίδια μέρα, να διηγείται μελαγχολικός μια ερωτική του απογοήτευση· ο άξεστος και τρυφερός παππούς ο οποίος, με έναν τόνο εξέγερσης που ακόμα δεν είχε σβήσει αλλά παραδόξως χαρακτηριζόταν και από μια νοσταλγική φλέβα, περιέγραφε το χαράκωμα στο οποίο πολεμούσε στον Μεγάλο Πόλεμο· η κυκλοθυμική αδελφή του παππού, κάποιες εποχές γενναιόδωρη σε χαρούμενους ήχους όπως εκείνοι ενός σπίνου, και κάποιες άλλες εξαιρετικά τσιγκούνα σε λέξεις, αποκαλύπτοντας έτσι την γκριζάδα της κατάθλιψής της. Και κάποιες άλλες φωνές: φωνές της παιδικής μας ηλικίας, της παιδικής ηλικίας του καθένα μας. Μα πώς να τις επαναφέρεις; Οι λέξεις που γράφουμε στο χαρτί είναι κωφές: ακολουθούν ματαίως εκείνες τις φωνές, χωρίς να κατορθώνουν ποτέ να πιάσουν τη χροιά τους. Βρισκόμαστε στο επίπεδο της αφαίρεσης, και η αφαίρεση δεν είναι μεταφράσιμη. [σ. 177 – 178]
Επιστρέφω στην πολύτιμη συνομιλία του Ταμπούκι με τον μεταφραστή του και διαβάζω την μόνη του βεβαιότητα, πως πατρίδα του είναι η γλώσσα του· πως ένας συγγραφέας ζει μέσα στη γλώσσα του κι αυτός κατοικεί μέσα στη ιταλική γλώσσα, αλλά η αγάπη του για την Πορτογαλία τον έκανε να γράψει το Ρέκβιεμ στα πορτογαλικά. Κι ένοιωσε ότι ξαναβαφτίστηκε, ότι μ’ αυτό το εξαγνιστικό γεγονός ήταν σα να διέσχισε ένα ποτάμι και να πέρασε στην άλλη όχθη. Ένα ρέκβιεμ, έλεγε, δεν μπορούσε να γραφτεί παρά σε μια γλώσσα διαφορετική, «τόπο στοργής και προβληματισμού». Και πάντως ποτέ δεν γράφτηκε ρέκβιεμ με σύμμαχο έναν τόσο εκτυφλωτικό ήλιο.
Αυτό το Ρέκβιεμ θα μπορούσε να αποτελεί το τελευταίο βιβλίο του Ταμπούκι, αλλά όχι, ακολούθησαν και άλλα πολυαισθητικά έργα και ημέρες, όπως οι τελευταίες του Πεσσόα, ισχυρισμοί σαν του Περέιρα, θάνατοι σαν του Τριστάνο, γαστρίτιδες όπως του Πλάτωνα. Όμως ήδη σα να φανέρωνε πως ο συγγραφέας, παρά τον πολυταξιδεμένο του βίο και την τοσκανική του αφοσίωση, κάπου στη Λισαβόνα θα άφηνε την τελευταία του πνοή. Κι έτσι συνέβη, στα τελειώματα του περσινού Μαρτίου.
Εκδ. Άγρα, 2008, μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, σελ. 186 [Antonio Tabucchi – Requiem: uma alucinação, 1991]. Η έκδοση περιλαμβάνει πεντασέλιδες σημειώσεις για τα αναφερόμενα πιάτα από τον μεταφραστή των ιταλικών εκδόσεων Feltrinelli Σέρτζιο Βέκιο, το προαναφερθέν παράρτημα και ειδικότερη περί ονείρων βιβλιογραφία από τον ίδιο τον συγγραφέα.
Reblogged this on Oxtapus *beta.