O Τσέχοφ έκανε λάθος που νόμιζε πως, αν του είχε δοθεί περισσότερος χρόνος, θα είχε γράψει πιο ολοκληρωμένα, θα περιέγραφε τη βροχή και τη μαμή και τον γιατρό να πίνουν τσάι. Η αλήθεια είναι πως μόνο τόσα μπορείς να βάλεις μέσα σε μια ιστορία. Πάντα θυσιάζεις κάτι. Υποχρεώνεσαι ν’ αφήσεις έξω αυτό που ξέρεις και ποθείς να το συμπεριλάβεις. Γιατί; Δεν έχω ιδέα, αλλά έτσι γίνεται. Σαν να τρέχεις να μαζέψεις όσο πιο πολλά μπορείς προτού χαθούν. Αλλά δεν πιάνεται έτσι ο χρόνος. […]
….έγραφε στο ημερολόγιό της η Κάθρην Μάνσφηλντ στις 1 Ιανουαρίου του 1922. Είναι η χρονιά που εκδόθηκε ετούτη η τρίτη συλλογή διηγημάτων αλλά και το προτελευταίο έτος της σύντομης ζωής της νεοζηλανδής συγγραφέως (γεν. 1888). Η διηγηματογραφία της εστιάζει στο απλό και καθημερινό, με μια σπάνια αμεσότητα αλλά και βαθειά διεισδυτικότητα· οι χαρακτήρες βιώνουν την καθημερινότητά τους μέσα στα αυστηρά καθορισμένα πλαίσια ενός μικρόκοσμου δοτού και καθορισμένου.
Υπάρχει μια ιδιαίτερη γοητεία στην σχεδόν εικαστική απόδοσή των περιστατικών – περισσότερο ζωγραφική, όχι με την έννοια της αποκλειστικά πιστής αναπαράστασης αλλά της απόδοσης ορισμένων παστέλ χρωματισμών που χρειάζονται ιδιαίτερη παρατηρητικότητα για να γίνουν αντιληπτοί. Η Μάνσφηλντ δεν περιορίζεται στην εξωτερική περιγραφή καταστάσεων και χειρονομιών, αλλά αφήνει και μικρά διαφράγματα προς τον ψυχισμό και τις σκέψεις των σκιαγραφημένων της ηρώων.
Ένα έξοχο δείγμα ενός τέτοιου παράλληλου σκοπεύτρου αποτελεί το διήγημα Μια ιδανική οικογένεια. Εδώ ο πατέρας και σύζυγος περιφέρει το εξαντλημένο του σαρκίο ανάμεσα στην πεισματική του επιθυμία να συνεχίσει να εργάζεται και στην πιεστική προτροπή της οικογένειάς του να αποσυρθεί και να ξεκουραστεί. Η αδυναμία του μπροστά στην επερχόμενη άνοιξη, τα βλέμματα οίκτου από τον περίγυρό του τη στιγμή που η σκέψη του πάντα λέει είμαι ίδιος και καλύτερός σας, η έλλειψη κατανόησης από τις γυναίκες της οικογένειάς του, ο προβληματισμός για την απόσυρση των γηρατειών, όλα καλύπτουν την μορφή του στον βασανιστικό του περίπατο.
Εδώ αναδύεται ένα από τα διαχρονικά θέματα που αγγίζει η Μάνσφηλντ: να αφήσει κανείς το έργο της ζωής του σε έναν αμφίβολης πίστης κληρονόμο, ακόμα κι αν πρόκειται για τον γιο του ή να συνεχίσει προστατευτικά να το υπηρετεί; Μπορούν να αντιληφθούν οι τρυφερές του δεσποσύνες πως χωρίς αυτό το έργο δεν θα ζούσαν την τρυφηλή τους ζωή; Ας μου συγχωρεθεί η παρορμητική συσχέτιση αλλά αυτός ο χαρακτήρας μου θύμισε – τηρουμένων πάντα των αναλογιών – τους δυσκίνητους, εξαντλημένους ήρωες με τον πλούσιο εσωτερικό κόσμο που έχει πλάσει τόσο ο Αντόνιο Ταμπούκι όσο και ο Χουάν Κάρλος Ονέτι, ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο βυθίζονται στο όνειρο.
Στην Παλιά Αποβάθρα ήταν σκοτεινά, θεοσκότεινα· τα υπόστεγα για το μαλλί, τα βαγόνια για την μεταφορά των ζώων, οι γερανοί που στέκονταν εκεί τόσο ψηλά, η μικρή κοντοστούπα ατμομηχανή, όλα θαρρείς λαξεμένα από πηχτό σκοτάδι. Εδώ κι εκεί, από κάποιον στρογγυλεμένο σωρό, που έμοιαζε μίσχος τεράστιου μαύρου μανιταριού, κρεμόταν ένα φανάρι, αλλά σαν να φοβόταν να ξεδιπλώσει το δειλό, τρεμουλιαστό του φως μέσα σ’ όλη αυτή τη σκοτεινάδα· φώτιζε απαλά, σάμπως μόνο γι’ αυτό. Είναι άραγε τα λόγια της συγγραφέως ή οι σκέψεις της μικρής Φενέλλα που βρίσκεται μπροστά στο παρθενικό της ταξίδι με πλοίο; Το ταξίδι δεν σκιαγραφεί μόνο με ιδιαίτερη τρυφερότητα την σχέση ανάμεσα σε ένα μικρό κορίτσι και στη γιαγιά του αλλά και την σταδιακή είσοδο σε νέες εμπειρίες: η αστερόεσσα νύχτα, ο αποχαιρετισμός με τον πατέρα της, η απώλεια της μητέρας της, η μετανάστευση. Η ωριμότερη αυτή ζωή αρχίζει ευτυχώς χωρίς προφανείς συγκινησιακές εκφράσεις και αποδίδεται περισσότερο με την διαδοχή των στιγμών και τις σιωπές.
Σ’ ένα ακόμα πιο μικρό κομψοτέχνημα, η Υπηρέτρια μονολογεί και εξομολογείται στην κυρία της για την άλλη κυρία που υπηρετεί – την ιδιαίτερή τους σχέση, τις τελευταίες της λέξεις, την απώλεια της παιδικότητας και, την εθελουσία θυσία του γάμου της για να παραμείνει δίπλα της, πάντα υπηρέτρια. Στα λιγότερο πυκνά διηγήματα περιγράφονται αρώματα, αντικείμενα, φωτισμοί, στιγμές που φεύγουν, εικόνες που μένουν, συναισθήματα που μένουν ανέκφραστα ή σπαταλιούνται άδικα, ταπεινές εκδηλώσεις της ζωής που όμως αποτελούν ακριβώς τα βασικότερα συστατικά της…
… ή όπως μας μαρτυρά η ημερολογιακή καταγραφή της 13ης Μαρτίου 1922: Ναι, αυτό προσπάθησα να μεταδώσω στο Γκάρντεν πάρτι. Την ποικιλία της ζωής και πως εκεί προσπαθούμε να τα ταιριάξουμε όλα. Και το θάνατο. […]Η Λάουρα πιστεύει ότι τα πράγματα οφείλουν να συμβαίνουν αλλιώς: πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Αλλά η ζωή δεν είναι έτσι. Δεν δέχεται να τη διευθετήσουμε. Η Λάουρα λέει: «Ήταν ανάγκη να συμβούν όλα μαζί;» Και η ζωή απαντάει: «Γιατί όχι; Πώς δηλαδή απομονώνονται;». Και συμβαίνουν όλα μαζί. Είναι αναπόφευκτο. Και σ’ αυτό το αναπόφευκτο υπάρχει, έτσι μου φαίνεται, ομορφιά…
Εκδ. Σμίλη, 2006, μτφ. Μαρία Λαϊνά, σελ. [Katherine Mansfield, The Garden Party, 1922], με βιογραφικό σημείωμα της συγγραφέως, τετρασέλιδο επίμετρο με αποσπάσματα από το Ημερολόγιο και την Αλληλογραφία της, από το οποίο προέρχονται το δυο παραθέματα [σ. 267 – 268] και εισαγωγικό σημείωμα της μεταφράστριας.
Ας σημειωθεί ότι ελάχιστες είναι οι ελληνικές εκδόσεις της ιδιαίτερης αυτής συγγραφέως. Το Γκάρντεν πάρτι πέρασε και σχετικά απαρατήρητο από την κριτική, ενώ κατά ωραία σύμπτωση πριν δυο ημέρες παρουσιάστηκε από το εξαιρετικό ιστολόγιο Ο δαίμων της λογοτεχνίας εδώ.
Στην τελευταία φωτογραφία η Danielle Cormac ως Κάθρην Μάνσφηλντ στο θεατρικό έργο The Case of Katherine Mansfield [2006 – 2007].
0 Σχόλια to “Κάθρην Μάνσφηλντ – Το Γκάρντεν πάρτι”