Μια εποχή σε περιοδικό, δυο άκρα σε συνεργασία
Δυο «εμβληματικά» πρόσωπα και δυο εντελώς διαφορετικές ανθρώπινες ποιότητες, ο Μάνος Χατζηδάκις και ο Γιώργος Κοσκωτάς, συνυπήρξαν κάτω από το ίδιο φιλόδοξο σχέδιο: συνεργάστηκαν στο «πολιτιστικό» περιοδικό Τέταρτο, ως ιδιοκτήτης ο πρώτος, ως εκδότης – διευθυντής ο δεύτερος. Ενδιάμεσος συγγραφέας, τότε και τώρα, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος παρουσιάζει το χρονικό της περιπέτειας του Τετάρτου που για τον ίδιο κράτησε από τις αρχές του καλοκαιριού του 1984 ως τα τέλη του καλοκαιριού του 1985. Ο συγγραφέας καταγράφει μόνο ό,τι διασώθηκε στις τριακονταετείς του αναμνήσεις χωρίς να χρησιμοποιήσει το αρχείο ή τις σημειώσεις του.
Η συνύπαρξη προφανώς φαίνεται παράδοξη, αν και κατά την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή ο Κ. δεν είχε γίνει ακόμη Κ. Σύντομα βέβαια θα γινόταν ο κατεξοχήν νομιμοποιητής της σχέσης του μεγάλου χρήματος με την πολιτική και ο λαϊκός μύθος της συλλογικής φαντασίας που περίμενε επιτέλους έναν επιχειρηματία να μυήσει τη χώρα στα μυστικά του σύγχρονου κόσμου. Ο Κοσκωτάς έπεσε με το αλεξίπτωτο σαν υπόσχεση στην κεντρική πλατεία μιας ανοχύρωτης κοινωνίας. Εμφανίστηκε στην αθηναϊκή πιάτσα όπως στη δεκαετία του ΄50 εμφανιζόταν στην κεντρική πλατεία του χωριού ο ομογενής με τη σεβρολέτα και τα λαμπερά της νίκελ και γύρω μαζευόταν μη μαρίδα, κουρεμένη γουλί απ’ τον φόβο τα ψείρας, για να τον προϋπαντήσει. [σ. 23]
Η ανάθεση της διεύθυνσης στον Χατζηδάκι υπήρξε πρόταση του Θεοδωρόπουλου προς τον Κοσκωτά, που το συζήτησε με τους σοφούς παρατρεχάμενους και τελικώς το αποδέχτηκε. Η συμφωνία Χατζηδάκι – Κοσκωτά επισφραγίστηκε την κλασική διαδικασία του ελληνοπρεπώς επιχειρείν: την χειραψία, που δέσμευε μεν, όχι όμως και εντελώς. Αποφευγόταν έτσι κάθε ανάληψη προσωπικής ευθύνης και αρκούσε που ο ένας έβαζε τα χρήματα και ο άλλος την προσωπικότητα. Την ίδια οδό ακολούθησαν και κάθε συνομιλία με τον τεράστιο επιχειρηματία: πάντα επί της διαδικασίας και ποτέ επί της ουσίας. Η ουσία ήταν η διαδικασία, με βασικότερο μέρος της το ποιος θα έχει το πάνω χέρι.
Κι εδώ αρχίζει το πανηγύρι. Ο Χατζηδάκις με το έργο του είχε κατακτήσει το δικαίωμα να παίζει με όσους τον καταλάβαιναν και να καταρρακώνει με τα καυστικά του σχόλια τους υπόλοιπους. Τα μπλεξίματα και οι δημόσιες συγκρούσεις αποτελούσαν υπαρξιακή του ανάγκη, πλήρως απογυμνωμένη όμως από πολιτικά ή συμφεροντικά συμφραζόμενα. Ο συνθέτης δεν μιλούσε ποτέ ως εκπρόσωπος κόμματος, συνδικάτου, οργάνωσης, ορχήστρας. Παρέμενε μεν εμβληματική μορφή της Δεξιάς αλλά με απόλυτα ανεξάρτητη σκέψη και πράξη. Δεν δίστασε να αποχωρήσει από φεστιβάλ της ΟΝΝΕΔ επειδή δεν ήθελε να παίξει μπροστά σε ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν μουσική, ενώ έδωσε συναυλία στο φεστιβάλ το Ρήγα Φεραίου.
Το όνομα του περιοδικού (ύστερα από ένα σπαρταριστό στάδιο κύησης επιλογών) αναφερόταν στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα αλλά και ως συνέχεια του Τρίτου [Προγράμματος]. Εξίσου πνευματώδεις υπήρξαν οι συνομιλίες με τον συνθέτη, συχνά με παρόντα τον Νίκο Γκάτσο, που αρκούνταν σε νεύματα και εύστοχη κριτική προσγείωση του συνθέτη, πάντα με το αναμμένο του τσιγάρο και την El Pais στο πλευρό του – «το δωρικό αντίβαρο στην ιωνική ελαφρότητα του Χατζηδάκι». Ο Χατζηδάκις είχε επεξεργαστεί σε τέτοιο σημείο το ύφος του, την εκφορά της ευαισθησίας του, ώστε να απλώνει γύρω του μιαν αύρα αφέλειας και άνεσης την οποία οι αποδέκτες της την εισέπρατταν ως εκκεντρικότητα. Ποιος άλλος θα σκεφτόταν ή θα τολμούσε να απαγορεύσει στο κρατικό ραδιόφωνο να μεταδίδει τα τραγούδια του, διότι, όπως είχε δηλώσει, «τα μεταδίδει αποκλειστικά και μόνον για να τα κακοποιεί»; [σ. 53]
Απολαυστικές γραμμές αφιερώνονται στη σχέση του Χατζηδάκι με τον Καραμανλή, η φιλία με τον οποίο του παρείχε ασυλία σε όλα όσα έκανε, όπως, για παράδειγμα, να παίξει τον απαγορευμένο Θεοδωράκη στο κρατικό ραδιόφωνο. Ο Θεοδωρόπουλος ευστοχεί: εκτός από γαλλικά με σερραϊκή προφορά ο Καραμανλής έμαθε στο Παρίσι πως η πολιτική εξουσία οφείλει να περιβάλλεται από ανθρώπους που την βοηθούν να ανεβάσει το πνευματικό της επίπεδο και να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα της. Η πιο ενδιαφέρουσα ιστορία αφορά την επιλογή ως εξωφύλλου ενός πορτραίτου του Καραμανλή, φιλοτεχνημένου από τον …Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Το αδιανόητο καλλιτέχνημα ξετρυπώθηκε από μια αποθήκη, ανάμεσα σε άλλα κειμήλια θαυμασμού απέναντι στον μεγάλο Εθνάρχη – εικόνες με φωτοστέφανα, δρακοντοκτόνους έφιππους, βάζα με χαλκομανία του προσώπου του και ξυλόγλυπτες προτομές και απεικόνιζε τον Καραμανλή με ρεντικότα με ουρά, που ανέμιζε μπροστά στο Λευκό Πύργο! Φυσικά απορρίφθηκε η ιδέα, αλλά για να μην παραδεχτεί την ήττα του ο Χατζηδάκις τη δημοσίευσε σε μέγεθος γραμματοσήμου κάπου στις μέσα σελίδες.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο συγγραφέας, που περιγράφει την προηγούμενη πορεία του με σύντομες αναδρομές (Liberation, Μεσημβρινή, Παρίσι, Αμερική, Επιστροφή) και προκρίνει την αποτίμηση των αισθημάτων απέναντι σε κάθε νοσταλγία, προσπαθεί να συμβιβάσει την μοναχική του ιδιοσυγκρασία με τις φρενήρεις απαιτήσεις του εγχειρήματος. Κυρίως όμως ακολουθεί το κείμενο του Μισέλ Λεϊρός Η λογοτεχνία σαν ταυρομαχία, σύμφωνα με το οποίο όταν γράφεις διακινδυνεύεις πολλές και ουσιαστικές φιλίες και δίπλα στον Μ.Χ. απελευθερώνεται από πολλά στερεότυπα και από τις κοινωνιολογικές υποχρεώσεις που όριζαν την καλή λογοτεχνική συμπεριφορά (άρα και γραφή) τον καιρό εκείνο: …στα μέρη μας η μεγάλη τραγική παράδοση η οποία βαφτίστηκε στα νάματα του χριστιανισμού ορίζει πως τίποτε δεν αξίζει τον κόπο αν δεν σε κάνει να υποφέρεις. Δεν είναι σοβαρός αν δεν πονάς και υποφέρεις για τα δεινά του κόσμου. Κι απ’ τον πολύ πόνο δεν προλαβαίνεις να ξυριστείς. [σ. 50]
Η αισθητική αποτίμηση της ζωής είναι πρώτα από όλα ηθικό ζήτημα. Κι η μουσική του Χατζιδάκι, όπως η ζωγραφική του Τσαρούχη ή η ποίηση του Εγγονόπουλου, και τόσα άλλα παιδιά της Ψωροκώσταινας είναι τα υλικά που ακόμα και σήμερα με συμφιλιώνουν με την ύπαρξη στον τόπο μου, ο οποίος κατά τα άλλα με κάνει να αισθάνομαι μέτοικος στην καλύτερη περίπτωση, εξόριστος στη χειρότερη. [σ. 156]
Πώς τελειώνει το Τέταρτο; Ο Θεοδωρόπουλος καλείται να συνδράμει στην χειραγώγηση του χατζιδακικού παρορμητισμού, πράγμα που αρνείται, με τα απλά επιχειρήματα: ο Χατζηδάκις αποτελεί σύμπλεγμα του ψυχισμού του, του έχει περισσότερη εμπιστοσύνη από τον προχθεσινό Κοσκωτά και βέβαια όλοι θα έπρεπε να γνωρίζουν τις τους περιμένει όταν αποφάσισαν τη συνεργασία με τον συνθέτη. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά όταν ο Κοσκωτάς γίνεται πλέον παράγων της Δημοκρατίας και ενοχλείται που δεν πουλάει αμέτρητα αντίτυπα, αγνοώντας το γεγονός ότι ένα μηνιαίο πολιτιστικό περιοδικό με άρθρα για τη σειριακή μουσική και συζητήσεις του Χατζηδάκι με τον Μπεζάρ έφτανε τα δώδεκα χιλιάδες αντίτυπα σε μια επικράτεια σαν την ελληνική· άλλωστε η επίκληση της αγοράς «μοιάζει ασπόνδυλο μαλάκιο, που μεγαλώνει ή μικραίνει ανάλογα με το επιχείρημα». Αναμφίβολα η ενόχληση των σοφών εκδοτών για την απρόβλεπτη και απείθαρχη παρουσία του Χατζηδάκι έγινε ανυπόφορη.
Ο συγγραφέας συγκαταλέγει τον συνθέτη ανάμεσα στους ηττημένους του 2012, καθώς αυτή τη στιγμή στην σύγχρονη Ελλάδα κυβερνούν όλα όσα εκείνος πολέμησε: το θράσος της αγραμματοσύνης, το παραλήρημα του φασισμού, οι εκδικητικές κραυγές των αδικημένων. Ο Χατζιδάκις διεκδικούσε το ύφος της ζωής του και δεν ανεχόταν να τον υποτιμούν, αντίθετα με ό,τι κάνει η χώρα σήμερα με τον εαυτό της. Χωριατιά κι επαρχιωτισμός χορεύουν τσάμικο στην πλάτη μας. Αρκεί να σκεφτείς πως τον Βάρναλη και τον Γληνό τους καθοδηγούσε ο Σιάντος του δημοτικού ή να θυμηθείς πώς φέρθηκε η Αριστερά στον Αλεξάνδρου και τον Τσίρκα που τόλμησαν να ατακτήσουν. Αυτή τη χωριατιά κι αυτόν τον επαρχιωτισμό πολεμούσε ο Χατζιδάκις με τα όπλα του, κι όπως έλεγε: «Στο κάτω κάτω θα μπορούσα κι εγώ να βγω και να πω ότι είμαι αριστερός…». [σ. 149]
Έτσι το Τελευταίο Τέταρτο είναι δυο παράλληλα βιβλία, γραμμένα με την ίδια εξομολογητική ειλικρίνεια και την ίδια γαντοφορεμένη λεπτοειρωνεία. Από τη μία αποτελεί ένα κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας της δεκαετίας του ’80 καθώς, εν παραλλήλω, διασχίζονται βασικοί σταθμοί και μορφές της περίφημης «δεκαετίες της ιδιαιτερότητας»: η περίφημη συναυλία στη Ρωμαϊκή Αγορά με το ακριβό εισιτήριο και τους Αυριανιστές, τους θλιβερούς εκείνους εκπροσώπους της φυλλάδας που αποτελούσε κοινωνικά πρωτόγονη και πολιτικά ανθρωποφαγική ενσάρκωση της σκοτεινής βαλκανικής μας επαρχίας, ο μνημειώδους βλακείας Μαρούδας και οι λοιπές αριστερές δυνάμεις, τα επίπονα γεννητούρια της ελεύθερης ραδιοφωνίας, η ανεξέλεγκτη χρήση των όρων πολιτιστικός και κουλτούρα και η υποχρεωτική τους ταύτιση με την ποιότητα, ανεξαρτήτως δεξιότητας, ταλέντου ή ευφυΐας. Από την άλλη εκφράζει ένα κεφάλαιο της προσωπικής ιστορίας του συγγραφέα, που έχει πειστεί πως …ένα μεγάλο μέρος της ζωής σου ξεφεύγει από οποιαδήποτε απόπειρα ορθολογικής ερμηνείας, πως αυτό ενδέχεται να είναι το σημαντικότερο και πως η τέχνη της γραφής είναι ο τρόπος να μεταφράσεις σε αρθρωμένο λόγο το μερίδιο της ζωής που δεν μπορείς να ερμηνεύσεις με άλλο τρόπο. [σ. 68 – 69].
Εκδ. Πόλις, 2012, σελ. 176.
Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr.
0 Σχόλια to “Τάκης Θεοδωρόπουλος – Το τελευταίο Τέταρτο. Ένα ελληνικό χρονικό”