Μια σπάνια συλλογή προτάσεων πολιτικής σκέψης και πράξης
Τι να πρωτογράψει κανείς γι’ αυτό το βιβλίο… Καταρχήν κάθε συλλογή κριτικών κειμένων είναι ευπρόσδεκτη, πόσο μάλλον όταν έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδα, συνεπώς η αρχειοθέτηση και φύλαξή τους είναι εξ ορισμού προβληματικές. Αντιλαμβάνεται όμως κανείς πόσο σημαντική είναι μια τέτοια έκδοση ιδίως όταν αφορά το ιδιαίτερο είδος του δοκιμίου (δηλαδή έργα φιλοσοφίας, πολιτικής σκέψης, ιστορίας των ιδεών, οικονομίας κλπ.), ενώ και τα ίδια τα κείμενά του είναι γραμμένα με δοκιμιακή μορφή.
Ο συγγραφέας προτείνει δεκάδες μείζονα αναγνώσματα, παρουσιάζει σπουδαία βιβλία που μπορεί να πέρασαν απαρατήρητα ή να διαβάστηκαν από λίγους και ειδικούς, συνοψίζει το έργο ζωής πολλών στοχαστών καθώς και την πορεία των ιδεών που σήμερα μπορούν να αποτελέσουν οδοδείκτες για κάθε ζητούμενο της σύγχρονης ζωής.
Συχνά ένα βιβλίο ή μια επέτειος αποτελεί την αφορμή και μόνο για να ξετυλιχθεί ένα δοκίμιο. Ας σημειωθεί ακόμα ότι πολλά από τα βιβλία που παρουσιάζονται δεν έχουν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα, συνεπώς ένα ακόμα πλεονέκτημα του βιβλίου είναι η παρουσίαση της σχετικής διεθνούς εκδοτικής παραγωγής. Έτσι ο Γιαλκέτσης μάς γνωρίζει με την σκέψη και την γραφή μιας ολόκληρης στρατιάς ανήσυχων πνευμάτων και μας εισάγει σε έναν γραπτό κόσμο όπου μας περιμένουν προτάσεις και κλειδιά για όλα όσα μας εμποδίζουν να ζήσουμε μια ζωή αξιοπρεπή και επιθυμητή. Μετά είναι στο χέρι μας να αναζητήσουμε τα κείμενα και τις πρωταρχικές πηγές.
Το βιβλίο περιλαμβάνει κείμενα που δημοσιεύτηκαν στην Ελευθεροτυπία στο διάστημα από το 1993 έως το 2010, σε μια περίοδο δηλαδή που χαρακτηρίστηκε από την τάση για βαθμιαία αποπολιτικοποίηση. Η κρίση των ιδεολογιών τροφοδότησε μεταϊδεολογικούς κοινούς τόπους, σύμφωνα με τους οποίους η πολιτική δεν μπορούσε και δεν έπρεπε πλέον να προτείνει μεγάλες ιδέες και φιλόδοξα σχέδια, ούτε να ασχολείται με τη θεμελίωση ισχυρών συλλογικών ταυτοτήτων αλλά να περιορίζεται σε τεχνικές λειτουργίες και σε αποτελεσματική διαχείριση· η δε οικονομία αντιμετωπίστηκε ως ένας απρόσωπος μηχανισμός με δικούς του κανόνες που λειτουργούν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση. Έτσι προετοιμάστηκε και διανοητικά το έδαφος για τη σταδιακή διάβρωση όλων όσα είναι δημόσια, για τον αποικισμό της επιθυμίας και του φαντασιακού των ανθρώπων από την καταναλωτική κοινωνία και από τα είδωλα του θεάματος, για την μετατροπή της δημόσιας σφαίρας σε θέαμα και τον λαό σε «κοινό». Ο συγγραφέας δημιούργησε την στήλη «Σημειωματάριο Ιδεών» αρνούμενος να συμφιλιωθεί, όπως γράφει ο ίδιος, με το διαζύγιο πολιτικής και ιδεών, το οποίο καταλήγει να μας αφοπλίζει μπροστά στις δοκιμασίες που μας περιμένουν.
Συχνά ένα κείμενο δεν εκκινεί από κάποιο βιβλίο αλλά οποιαδήποτε άλλη αφορμή. Σε αυτή την περίπτωση ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία για ένα αναλυτικό δοκίμιο ή μια χρησιμότατη επίτομη εισαγωγή στο έργο κάποιου σημαντικού συγγραφέα – φιλόσοφου, όπως στην περίπτωση του Γιούργκεν Χάμπερμας, που για πολλούς αποτελεί τον σημαντικότερο ευρωπαίο στοχαστή σήμερα, που στρατευμένος σε όλες τις διανοητικές και ηθικο – πολιτικές μάχες του καιρού του, αντιπροσωπεύει ένα είδος «κριτικής συνείδησης» της γερμανικής κουλτούρας. Όμως η σύνδεσή του με την δεύτερη γενιά της «Σχολής της Φρανκφούρτης» μας εμποδίζει να κατανοήσουμε την δική του πρωτότυπη συνεισφορά. Η κριτική της κυριαρχίας της εργαλειακής ορθολογικότητας [: η χρησιμοποίηση του άλλου ως εργαλείου ή ως εμπόδιου που πρέπει να παραμεριστεί] από την Σχολή υπήρξε τόσο ριζική ώστε κατέληγε στην πεσιμιστική διάγνωση της αδυναμίας των υποκειμένων απέναντι στο σύστημα κυριαρχίας και δεν έδειχνε τους δρόμους για την μετάβαση από την ολική αμφισβήτηση στη δράση. Άφηνε έτσι λίγες ελπίδες στην πολιτική πράξη, στην οποία εναπέθετε ένα αμυντικό καθήκον «αντίστασης» και μόνο.
Ο Χάμπερμας τροποποιεί σημαντικά το θεωρητικό παράδειγμα της Σχολής, δείχνοντας μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην κληρονομιά του Διαφωτισμού και στις δυνατότητες του ανθρώπινου λόγου και παραμένει πιστός στην επαγγελία της δημοκρατικής αυτοοργάνωσης της κοινωνίας. Η επικοινωνιακή ορθολογικότητα που προτείνει στρέφεται κατά της λογικής κυριαρχίας καθώς αναζητά την συνεννόηση ανάμεσα στα υποκείμενα και την διαλογική σχέση στην οποία ο καθένας γίνεται σεβαστός ως φορέας αναγκών. Και σήμερα εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει ένα προπύργιο της κουλτούρας της αριστεράς στην Γερμανία και στην Ευρώπη.
Ο θεμελιωτής της Σχολής της Φρανκφούρτης Μαξ Χορκχάιμερ είχε την φιλοδοξία της επεξεργασίας μιας «κριτικής θεωρίας» που αναλύει όλους τους μηχανισμούς χειραγώγησης και κυριαρχίας της σύγχρονης δυτικής κουλτούρας. Έκρινε μάλιστα τον ίδιο τον Λόγο, που έγινε «εργαλειακός» γιατί αποδέχτηκε την ιδέα ότι η γνώση είναι τεχνική και ότι η λειτουργική χρησιμότητα μιας θεωρίας έχει μεγαλύτερη αξία από την αλήθεια της. Έτσι ο λόγος καθυποτάχτηκε και η ανάπτυξη των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων αντί θα διευθύνει τον ορίζοντα της σκέψης και της δράσης των ανθρώπων, καταλήγει να μειώνει την αυτονομία του ατόμου. Και ως προς μια βασική ασθένεια ακριβώς των ημερών μας, η κριτική θεωρία υπερασπίζεται την ατομική υποκειμενικότητα απέναντι στον φετιχισμό των συλλογικών οργανισμών, που εμφορούνται από ολοκληρωτικό πνεύμα.
Ο Ζιλ Ντελέζ έγραφε ότι η φιλοσοφία οφείλει να διεξάγει διαρκή «ανταρτοπόλεμο» ενάντια στις θρησκείες, τα κράτη, τον καπιταλισμό, την επιστήμη, το δίκαιο, την τηλεόραση. Καθώς δεν έχει την δύναμη να νικήσει όλες αυτές τις ισχυρές εξουσίες, είναι υποχρεωμένη τουλάχιστον να τις «παρενοχλεί». Ο φιλοσοφικός αυτός πόλεμος είναι μια συνεχής διαπραγμάτευση και με το ίδιο μας τον εαυτό, γιατί οι εξουσίες δεν είναι μόνον εξωτερικές αλλά περνούν και μέσα από τον καθένα μας. Ο Ντελέζ αναζητάει εκείνες τις σπάνιες φιλοσοφίες της ελευθερίας που δεν αναγνωρίζουν καμιά υπέρτατη αρχή και τους στοχαστές που δεν υποτάσσονται στην ορθοφροσύνη της πλειονότητας ή του κοινού. Ο Λουκρήτιος, ο Σπινόζα και ο Νίτσε είναι οι κορυφαίες μορφές αυτής της κριτικής φιλοσοφίας, οι θεμελιωτές μιας «αναρχικής» και «νομαδικής» φιλοσοφικής παράδοσης.
Η επιθυμία δεν είναι στέρηση, αγωνία ή οδύνη, όπως την παρουσιάζει η πλατωνική και μετέπειτα χριστιανική ερμηνεία. Οι Ντελέζ – Γκουαταρί [Αντι – Οιδίπους / 1972] υπερασπίζονται τον θετικό χαρακτήρα και τον δημιουργικό πλούτο της επιθυμίας, την επαναστατική δύναμη που πηγάζει από το άνοιγμά της στα πολιτικά γεγονότα και στα κοινωνικά κινήματα. Και το βασικό πρόβλημα της πολιτικής φιλοσοφίας παραμένει πάντα εκείνο που έθεσε ο Σπινόζα: Γιατί οι άνθρωποι μάχονται για την σκλαβιά τους σαν να πρόκειται για την σωτηρία τους; Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που ανέχονται αιώνες τώρα την εκμετάλλευση, την ταπείνωση ως το σημείο να τις θέλουν όχι μονάχα για τους άλλους αλλά και για τον εαυτό τους;
Σε μια από τις βασικότερες αντιφάσεις της η εποχή μας υμνολογεί τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνικής και ταυτόχρονα ευνοεί τον θρίαμβο του ανορθολογισμού. Το ασύμβατο της προόδου των φυσικών επιστημών με την πίστη στην αστρολογία είναι πρόδηλο, συνεπώς η αστρολογία είναι η μεγάλη δεισιδαιμονία των καιρών μας. Ο Τέοντορ Αντόρνο ασχολήθηκε με την αστρολογική «κουλτούρα» και συσχέτισε τον αποκρυφισμό με τον φασισμό, στο βαθμό που υιοθετούν παρόμοια σχήματα σκέψης. Πρόκειται για ένα μείγμα ανορθολογισμού και ψευδο – ορθολογικότητας, καθώς συνδυάζει τις προλήψεις ενός εμπορευματοποιημένου αποκρυφισμού με τον «ορθολογικό» ρεαλισμό που παρέχει οδηγίες συμπεριφοράς και πρακτικές υποδείξεις πάσης φύσεως. Πρόκειται για μια ιδεολογία της εξάρτησης που προετοιμάζει έμμεσα τα πνεύματα των ανθρώπων για την αποδοχή ολοκληρωτικών πεποιθήσεων. Η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα επιβάλλεται στους ανθρώπους σαν ένα καταπιεστικό «σύστημα» χωρίς διόδους διαφυγής, σαν ένα «πεπρωμένο» ανεξάρτητο από τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους.
Στον αντίποδα της μαρξιστικής σκέψης ο Αϊζάια Μπερλίν, ίσως ο τελευταίος επιζών «κλασικός» της φιλελεύθερης σκέψης, στρέφεται ενάντια σε κάθε μορφή φανατισμού που γεννιέται από τη πίστη σε μια ιδεολογία σαν έκφραση της μοναδικής και απόλυτης αλήθειας. Ο Μπερλίν διακρίνει την ιδέα της «αρνητικής» ελευθερίας (ως απουσίας εμποδίων και καταναγκασμών), από εκείνη της «θετικής» ελευθερίας (ως αυτονομίας και αυτοκαθορισμού). Η κεντρική του σύλληψη είναι ότι η ηθική και πολιτική ζωή είναι ένας στίβος σύγκρουσης ανάμεσα σε πολλές θεμελιώδεις αξίες. Η ιδέα ότι μπορεί να λυθεί το κοσμικό αίνιγμα μιας ορθής ηθικής έχει ήδη κλονιστεί από τον Μακιαβέλλι και τον Βίκο.
Στην κατηγορία για φιλοσοφικό σχετικισμό ο Μπερλίν μίλησε για συνειδητή επιλογή υπέρ του πλουραλισμού. Οι σκοποί των ανθρώπων είναι πολλοί και διαφορετικοί. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι δεν υπάρχει μια και μοναδική λύση στην σύγκρουση των αξιών. Η ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει μια τελική και αρμονική λύση είναι μια επικίνδυνη αυταπάτη. Είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέγουμε και κάθε επιλογή μπορεί να συνεπάγεται μια ανεπανόρθωτη απώλεια. Βλέπουμε ότι ο φιλελευθερισμός του Μπερλίν είναι στο βάθος μια στωική και μάλιστα τραγική θεωρία, που στηρίζεται στη διάγνωση ότι στην ηθική και πολιτική ζωή συναντάμε συγκρούσεις και διλήμματα που ο λόγος μόνος του δεν μπορεί να επιλύσει.
Ο Γάλλος στοχαστής Πολ Βιριλιό, αρχιτέκτονας και πολεοδόμος αλλά κυρίως μελετητής της ταχύτητας και του χρόνου και το βιβλίο του L’ art du moteur [H τέχνη του κινητήρα] εστιάζει σε μια μεγάλη μεταβολή που συντελείται σήμερα: στην μετάβαση από την γεωπολιτική στην «χρονοπολιτική». Το σημαντικότερο φαινόμενο των τελευταίων χρόνων είναι αυτή η αποεδαφοποίηση της πολιτικής. Ο χρόνος κυριαρχεί πλέον πάνω στο χώρο. Ενώ στο παρελθόν όλη η ιστορία στηριζόταν πάνω στην οικειοποίηση της γης, τώρα αποκτάει κεντρική σημασία η οικειοποίηση του χρόνου. Δημιουργήθηκε ένας χρόνος οικουμενικός, πανταχού παρών, ακαριαίος· είναι ο χρόνος των συναλλαγών του χρηματιστηρίου, της «ζωντανής πληροφόρησης».
Η ηλεκτρονική επικοινωνία καταργεί την παλαιά φυσική κινητικότητα και καθώς δεν υπάρχουν πλέον πολίτες που συμβιώνουν σε μια περιοχή αλλά δισεκατομμύρια απομονωμένα άτομα που ζουν στον εικονικό χωροχρόνο της τηλεθέασης, ανατρέπεται η παραδοσιακή ιδέα της πολιτικής ως τέχνης διακυβέρνησης μιας ομάδας ανθρώπων ριζωμένων σε ένα τόπο. Ο Βιριλιό υποστηρίζει ότι το σύστημα των μέσων μαζικής επικοινωνίας έχει ήδη υποκαταστήσει την παραδοσιακή πολιτική και σαφώς απειλεί σοβαρά την δημοκρατία. Στο παρελθόν η πολιτική βασιζόταν στο λόγο, στη γλώσσα και στη γραφή· άλλοτε διαθέταμε χρόνο και δυνατότητα για στοχασμό. Σήμερα ο χρόνος αυτός έχει χαθεί ή αντικατασταθεί από την αδράνεια μπροστά στην οθόνη όπου πάντα είμαστε μόνοι. Η δημοκρατία όμως δεν μπορεί να είναι μοναχική, ούτε η πολιτική να μοιάζει με διοίκηση από απόσταση, σαν ένα είδος κυβερνητικής.
Ο Γιαλκέτσης αφιερώνει μια σειρά κειμένων στον Μάη του ’68, καθώς είναι πολλά τα ερωτήματα που ακόμα παραμένουν ανοιχτά. Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές θεάσεις του (εξέγερση της ελευθερίας κατά Σαρτρ, αναγέννηση παλιού μηδενισμού κατά Μαλρό, καρναβάλι και συλλογική τρέλο κατά Αρόν, νέα μορφή ταξικής πάλης κατά Τουρέν) το κίνημα του Μάη υπήρξε από την φύση του πολύπλοκο και αμφιλεγόμενο και η διαφορά των ερμηνειών αποκαλύπτει ακριβώς την πολυσημία και την αντιφατικότητα του κινήματος. Η ιδέα ότι μπορούμε να αλλάξουμε ριζικά την κοινωνία προϋποθέτει μια αισιόδοξη και μαχητική θεώρηση του κόσμου που δύσκολα μπορεί να αναδυθεί σε περιόδους γενικής κρίση Ο Μάης έδειξε, για πρώτη φορά στην ιστορία, ότι μια ανατρεπτική κοινωνική έκρηξη μπορεί να γεννηθεί όχι μόνον από την αθλιότητα αλλά και από την αφθονία κι ότι το αίτημα «ν’ αλλάξουμε ζωή» μπορεί να γίνει πιο ισχυρό από το στόχο «να καταλάβουμε την εξουσία».
Το κίνημα του Μάη είναι ταυτόχρονα ένα ηδονιστικό και κοινοτικό κίνημα, μια αντίδραση στον εγωιστικό ατομικισμό και στα συνεπακόλουθά του: τη μαζική μοναξιά και τον τυφλό ανταγωνισμό. Στον «ηδονισμό του έχειν» αντιπαραθέτει έναν ηδονισμό του είναι, όπως έγραψε ο Εντγκάρ Μορέν. Είναι ένα δημοκρατικό, αντιαυταρχικό, ελευθεριακό κίνημα, με στόχο όχι την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας αλλά την αμφισβήτηση όλων των εξουσιών. Στόχος του είναι η αυτοκυβέρνηση των εργαζομένων και της πολιτικής κοινότητας. Η στρατηγική αυτή συνεπάγεται αναπόφευκτα μια πολιτική ρήξη με όλη σχεδόν την πολιτική εμπειρία και τα οργανωτικά μοντέλα της παραδοσιακής αριστεράς. Και είναι ταυτόχρονα το πρώτο μαζικό αντικαπιταλιστικό κίνημα που δεν ηγεμονεύεται και δεν ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από την επίσημη αριστερά.
Σε άλλο κείμενο για την σκέψη του ’68 παρουσιάζεται ένα πλήρες διάγραμμα των πολλών και διαφορετικών ιδεών και επιρροών που οδήγησαν στο κίνημα, από τον μαρξισμό, τον Φουκώ, την Σχολή της Φρανκφρούρτης και τον φροϊδομαρξισμό του Ράιχ μέχρι την αγγλοσαξονική «αντιψυχιατρική», τους Καταστασιακούς, τις προδρομικές αναλύσεις του Socialisme ou Barbarie, τον Τσε και της γης τους Κολασμένους, κοινώς των ιδεών που οδήγησαν στην πεποίθηση όχι ότι όλα ήσαν δυνατά αλλά ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν κάτι είναι αδύνατο, παρά μόνον αφού έχουμε δοκιμάσει και αποτύχει.
Οι αενάως επίκαιρες σκέψεις του Βολταίρου για τον φιλόσοφο και τον ηγεμόνα, ο προβληματισμός πάνω σε θέματα άμεση και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας από τον Ρουσώ μέχρι τους σύγχρονους υποστηρικτές, η πολιτική – φιλοσοφική πλευρά συγγραφέων όπως οι Άλντους Χάξλει και Τζόρτζ Όργουελ αλλά και οι Αλμπέρ Καμύ και Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, οι περίφημες επιστολές της ρήξης μεταξύ Σαρτρ και Μερλό Ποντί, η χρήση της μνήμης κατά Τοντορόφ, ένα ρέκβιεμ για τον Γκι Ντεμπόρ, η επιστροφή της Ηθικής στην Οικονομία κατά Αμάρτια Σεν, η ψυχολογία των όχλων κατά Γκουστάβ Λε Μπον, η τυρρανία των ΜΜΕ κατά Ιγκνάσιο Ραμονέ, η βία ως αδυναμία κατά Χάνα Άρεντ…
… η Μεταηθική του Λιποβετσκί, η αναζήτηση του φαντάσματος του Κομμουνισμού, το ναυάγιο της Δύσης κατά Σερζ Λατούς, η Δημοκρατία κατά Αλαίν Τουραίν, το «κατηγορώ» ενός κριτικού διανοούμενου [Πιερ Μπουρντιέ], οι διανοούμενοι και η τηλεόραση κατά Ντεριντά, όλα έχουν θέση στην πολυσέλιδη συλλογή, μαζί με πυκνά δοκίμια για όψεις του έργου των Μαρξ και Ένγκελς, Γκράμσι και Λούξενμπουργκ, Νίτσε και Θορώ, Ρουσώ και Τοκβίλ, Μαρκούζε και Μπένζαμιν, Ανταμ Σμιθ και Τζ. Στιούαρτ Μιλ, και κείμενα για τον αειθαλή στοχαστή Νορμπέρτο Μπόμπιο, τον «αιρετικό» του σοσιαλισμού Έντουαρντ Μπέρνσταιν, τον «ηττημένο που δεν μετάνιωσε ποτέ» Έρικ Χόμπσμπάουμ και φυσικά τον Νίκο Πουλαντζά, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Χάουαρντ Ζιν, τον Έντουαρντ Σαΐντ. τον Νόαμ Τσόμσκι κ.ά.
Μια πολύτιμη βίβλος κειμένων πολιτικού στοχασμού και πρακτικών δυνατοτήτων πολιτικής πράξης.
Εκδ. Πόλις, 2012 [ανατύπωση: 2013], σελ. 747.
Reblogged this on anastasiakalantzi50.