Η Jane Goodall, μια παγκοσμίως γνωστή πρωτευοντολόγος, είναι η πρώτη που μελέτησε για πολλά χρόνια τους χιμπατζήδες στο φυσικό τους περιβάλλον και τα πορίσματά της γνώρισαν μεγάλη αναγνώριση από την επιστημονική κοινότητα και το ευρύ κοινό. Στη σκιά του ανθρώπου περιγράφει το πώς βρέθηκε από την Μ. Βρετανία στην Αφρική στις αρχές της δεκαετίας του ’60, χωρίς επιστημονικό υπόβαθρο και υποδομές προκειμένου να παρατηρήσει και να καταγράψει την άγνωστη μέχρι τότε συμπεριφορά των χιμπατζήδων που ζούσαν στην περιοχή του ποταμού Γκόμπι· πώς χρησιμοποιούν και πώς φτιάχνουν εργαλεία, πώς κυνηγούν και μοιράζονται το κυνήγι, και πώς εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους, τα οποία είναι πανομοιότυπα με τα δικά μας. Πολλές από τις στάσεις του σώματος και τις χειρονομίες της μη γλωσσικής επικοινωνίας τους δεν είναι απλώς παρόμοιες με τις δικές μας, αλλά εμφανίζονται σε παρόμοιες περιστάσεις και υποδηλώνουν ως επί το πλείστον το ίδιο πράγμα.… (σ. 16).
Η μελέτη της σε συνδυασμό με άλλες μελέτες θηλαστικών που εμφάνιζαν πολύπλοκη κοινωνική οργάνωση σύμφωνα με την ίδια ανάγκασε την επιστήμη να αναθεωρήσει την στάση της προς τα μη ανθρώπινα ζώα. Έγινε όλο και πιο σαφές ότι είμαστε μέρος του ζωικού βασιλείου, κι όχι κάτι ξέχωρο από αυτό… Οι διαφορές που έχουμε από τα άλλα ζώα είναι διαφορές βαθμού και όχι ποιότητας (σ. 22).
Ένα από τα στοιχεία που κάνει το βιβλίο πολύ ενδιαφέρον είναι ότι η Goodall έδωσε ονόματα στους χιμπατζήδες, κάτι ωστόσο που κατακρίθηκε από πολλούς επιστήμονες που θεωρούν ότι ονοματίζοντας τα ζώα πέφτει κανείς στο σφάλμα του ανθρωπομορφισμού. Εκείνη υποστήριξε ότι πάντα πίστευε πως υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ατόμων, και επιπλέον, ένα όνομα δεν κάνει περισσότερο κάποιον άτομο απ’ ότι ένας αριθμός, σίγουρα όμως τον θυμάσαι πιο εύκολα (σ. 70). Θετική ή αρνητική για την επιστήμη η ύπαρξη ονομάτων, για την τέχνη του λόγου είναι προϋπόθεση. Έτσι η συγγραφέας αφηγείται τις ιστορίες πλασμάτων με όνομα, συνεπώς με ξεχωριστές προσωπικότητες, εξατομικευμένα χαρακτηριστικά και διαφορετικές συμπεριφορές, πράγμα που προσθέτει ζωντάνια στις ιστορίες και τις περιγραφές της.
Έτσι ο αναγνώστης θα επικοινωνήσει με δυο καλούς φίλους τον Δαυίδ τον Γκριζογένη και τον Γολιάθ, τους πρώτους χιμπατζήδες που επέτρεψαν στην ερευνήτρια να τους προσεγγίσει, την Φλο, μια ηλικιωμένη θηλυκιά που παρά την ηλικία της αποτελούσε το αντικείμενο πόθου κάθε αρσενικού χιμπατζή όταν βρισκόταν σε οίστρο, τον γηραιό κύριο ΜακΓκρέγκορ που προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα και έζησε ένα τραγικό τέλος ή τον Χάμφρεϋ αγαπημένο φίλο του κυρίου ΜακΓκρέγκορ, ο οποίος, καθώς δεν ήταν παρόν κατά τον θάνατό του, τον έψαχνε μάταια για αρκετό καιρό μετά. Άλλωστε, οι πολλές ασπρόμαυρες φωτογραφίες πορτρέτων χιμπατζήδων που υπάρχουν στο βιβλίο, εξοικειώνουν τον αναγνώστη με τις διαφορετικές τους προσωπικότητες.
Στα πρώτα τρία κεφάλαια του βιβλίου η Goodall περιγράφει πώς η παιδική της φαντασίωση να επισκεφτεί την Αφρική τελικά πραγματοποιήθηκε, τις πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης στον καταυλισμό όπου διέμενε μαζί με την μητέρα της καθώς και την πολύτιμη βοήθεια που της προσέφερε η παρουσία και η ενθάρρυνσή της. Και ενώ φαίνεται ότι ούτε καν η ελονοσία δεν κατάφερε να κάμψει την αποφασιστικότητα της νεαρής ερευνήτριας, το γεγονός ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν κατάφερνε να πλησιάσει και συχνά ούτε καν να δει χιμπατζήδες καθώς ούτε αυτοί ήταν εξοικειωμένοι με την ανθρώπινη παρουσία αλλά ούτε και η ίδια είχε ενσωματωθεί στις νέες συνθήκες, άρχισε να την αποθαρρύνει.
Η πρώτη κοντινή επαφή της μαζί τους έγινε εφικτή αρκετό καιρό μετά την έναρξη του ερευνητικού της προγράμματος και την αναφέρει ως την σημαντικότερη μέχρι τότε στιγμή της ζωής της. Ένα απόγευμα, δυο αρσενικοί χιμπατζήδες, ο Δαυίδ και ο Γολιάθ, την άφησαν να τους πλησιάσει. Ο Δαυίδ, καθώς σηκώθηκε και την κοίταξε επίμονα στάθηκε σε ένα σημείο όπου η μακριά απογευματινή μου σκιά έπεσε επάνω του…. Αργότερα αυτό το περιστατικό θα είχε για μένα μια σχεδόν αλληγορική σημασία, αφού απ’ όλα τα πλάσματα που υπάρχουν σήμερα, μόνο ο άνθρωπος, με τον ανώτερο εγκέφαλο και την ανώτερη σκέψη του επισκιάζει τον χιμπατζή. Μόνο ο άνθρωπος ρίχνει τη σκιά του αφανισμού στην ελευθερία του χιμπατζή στα δάση… (σ. 37).
Σήμερα μπορεί να είναι γνωστό ότι ο χιμπατζής είναι ο πιο κοντινός συγγενής του ανθρώπου, όμως πόσο έχουμε κατανοήσει την νοημοσύνη και τα συναισθήματα αυτών των ζώων; Η Goodall περιγράφει την ευρηματικότητα που επιδείκνυαν οι χιμπατζήδες προκειμένου να κλέψουν μπανάνες ή κουβέρτες από τον καταυλισμό στον οποίο διέμενε η ίδια, να ανέβουν στην ιεραρχία ή απλώς να περάσουν πιο ευχάριστα τον χρόνο τους. Μια από τις σπουδαιότερες παρατηρήσεις της ήταν η κατασκευή και χρήση απλών εργαλείων για την αναζήτηση τροφής, για να μάχονται, για να εξερευνήσουν ή ακόμα και για να γιατρέψουν μια πληγή κάτι που μέχρι τότε θεωρούνταν αποκλειστικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου.
Βασισμένο σε μια δεκαετή μελέτη, το βιβλίο, καθώς μιλάει για τη ζωή και τις περιπέτειες χιμπατζήδων όλων των ηλικιών και χαρακτήρων, εξετάζει όλες τις ηλικιακές φάσεις και τις συμπεριφορές που παρατηρούνται σε αυτές καθώς και πώς το περιβάλλον ανάπτυξης μπορεί να επηρεάσει την ψυχοσωματική ανάπτυξη των ατόμων, όπως ακριβώς και στον άνθρωπο. Έτσι, η Goodall διαπίστωσε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν καλές και κακές μητέρες, μητέρες που θρηνούν τον θάνατο του παιδιού τους, ότι το παιχνίδι είναι σημαντικό για την ανάπτυξη των παιδιών και την προσαρμογή τους στο περιβάλλον, ότι τα παιδιά που μένουν ορφανά ή παραμελούνται σε μικρή ηλικία υποφέρουν από κατάθλιψη ή εμφανίζουν αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και συχνά δεν αναπτύσσονται φυσιολογικά ακόμα και αν υπάρχει διαθεσιμότητα τροφής.
Στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου η συγγραφέας πραγματεύεται, στηριζόμενη πάντα στις μελέτες και την εμπειρία της με τους χιμπατζήδες, την αλληγορική σημασία της ανθρώπινης σκιάς πάνω στον χιμπατζή τόσο από εξελικτική όσο και από ηθική σκοπιά. Καθώς οι ελάχιστοι εναπομείναντες πλέον χιμπατζήδες έχουν χάσει τα φυσικά οικοσυστήματα στα οποία διέμεναν λόγω της εξάπλωσης της γεωργίας και της υλοτομίας, θηρεύονται συστηματικά για το κρέας τους, πωλούνται σε ερευνητικά εργαστήρια, φυλακίζονται σε ζωολογικούς κήπους, αποτελούν μόνο ένα από τα πολλά άγρια είδη που απειλούνται με εξαφάνιση (σ. 375). Παρόλο που η ίδια δεν φαίνεται να αντιτίθεται πλήρως με την χρήση πειραματοζώων, επισημαίνει ότι ο άνθρωπος, μη έχοντας έρθει σε επαφή με την πραγματική φύση των ελεύθερων χιμπατζήδων, τους θεωρεί υποκείμενα προς εκμετάλλευση, δημιουργώντας αποκρουστικές συνθήκες διαβίωσης για τους χιμπατζήδες τους οποίους στεγάζουν το μεγαλύτερο διάστημα κατά μόνας, σε μικρά κλουβιά με μεταλλικές μπάρες, όπου δεν έχουν τίποτα να κάνουν εκτός από το να περιμένουν κάποιο νέο και συχνά τρομακτικό ή οδυνηρό πείραμα (σ. 377).
Κλείνοντας το βιβλίο, η Goodall μοιράζεται αναμνήσεις και συναισθήματα από την κοινή ζωή τους, φτάνοντας δεκαεφτά χρόνια μετά την συγγραφή του βιβλίου, το 1987, για να μας ενημερώσει για τις τύχες αρκετών από τους ήρωες που μας έχει γνωρίσει αλλά κάνοντας και έναν μικρό απολογισμό για την δεκαετή της περιπέτεια, η οποία πέρα από τις γνώσεις που πρόσφερε γύρω από τους χιμπατζήδες, πρόσφερε και το απαραίτητο υλικό για να δοθεί υπόσταση σ’ εκείνους που έζησαν και ζουν Στη σκιά του ανθρώπου.
Εκδ. Αντιγόνη, 2014, μτφ. Σταύρος Καραγεωργάκης, σ. 448. Περιλαμβάνονται επίμετρο για την ζωή και το έργο της από τον μεταφραστή, εργογραφία, προτεινόμενη βιβλιογραφία, γλωσσάρι και ευρετήριο. [Jane Goodall, In the shadow of man, 1971].
Ευχαριστώ θερμά την ιστοσελίδα Vegan in Athens.
0 Σχόλια to “Jane Goodall – Στη σκιά του ανθρώπου”