Ηρώ Νικοπούλου – Ασφαλής πόλη

ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΑΣΦΑΛΗΣ ΠΟΛΗ

Ήρωες στην αιώρα των ορίων

Γι’ αυτό διάλεξε τον τεσσαρακοστό πέμπτο όροφο, της άρεσε να βλέπει τα μεγέθη και τα πράγματα αλλοιωμένα. Το ύψος να τα συντρίβει, να τα λιώνει. Τα σπουδαία, τα φοβερά. Να τα ημερεύει, να τα αδρανοποιεί. Κι εκείνη εκεί ψηλά ασφαλής, περίκλειστη στο εναέριο γυάλινο ενυδρείο της. Κουρτίνες δεν κρέμασε ποτέ. Θα έχανε το διαμέρισμα το μισό τουλάχιστον από το μεγαλείο του, κι εκείνη το φιλοσοφικό αποκούμπι της, το εργαλείο για να αποκωδικοποιεί τη ζωή, ειδικά όταν την στρίμωχναν άνθρωποι και καταστάσεις. [σ. 12]

ΚΟΥΚΛΑ-01_

Η ασφαλής πόλη παρακολουθεί έναν έρωτα που παραπατάει ανάμεσα στο περιβάλλον της πόλης, πάνω από την οποία σχεδόν ίπταται το διαμέρισμα της Λόις, και στις άγνωστες πατρογονικές καταβολές που καθορίζουν την προσωπικότητα του συντρόφου της – ήταν και εκείνες που άσκησαν πάνω της μια εξωτική γοητεία. Εκείνος δεν συμπάθησε ιδιαίτερα τον χώρο της: στα τζάμια κυμάτιζε η εικόνα του τα βράδια, το σώμα του παραπατούσε στο ανεμπόδιστο φως την ημέρα, έλεγε πως πατάει στο κενό. Τώρα η τηλεφωνική τους συνομιλία βυθίζεται σε μια σιωπή επιθετική, επικίνδυνη, που όταν δεν συναγωνίζεται τον επίμονο βόμβο από την διακοπή της σύνδεσης καλύπτει τα κενά ανάμεσα στον ίλιγγο του δεσμού τους, κάτω από τον οποίο χάσκει ένα χαμένο παιδί.

Οι ώρες της αιχμής αποτελούν τις ιδανικότερες ώρες για τους χαρακτήρες των δυο δίδυμων απολαυστικών διηγημάτων Traffic No 1 και Traffic No 2. Στην πρώτη περίπτωση, το σχόλασμα των γραφείων και των εμπορικών βρίσκει τους καταρρακωμένους από το ελάχιστο της μέρας που τους απομένει, απ’ της ζωής τους το ελάχιστο. Εκείνες τις ώρες οι αστικές συγκοινωνίες γίνονται λίκνα τρυφερών φορτίων, γεμάτα από τη ζεστασιά του ξένου σώματος, που ανώνυμο δίνει χωρίς τίποτα να ζητά. Είναι θεραπευτικό το άγγιγμα, ακόμα κι έτσι. Ακαριαία αγκαλιάσματα στο ξαφνικό πάτημα του φρένου, … δώρα αθώα της ασφάλτου. Πόσοι άραγε παρακαλάνε να ’ναι μεγάλο το μποτιλιάρισμα, να διαρκέσει πολύ η διαδρομή, να παραταθεί η θαλπωρή της ακούσιας απραξίας; Για λίγο γίνονται προνομιούχοι του ου τόπου, έρμαιοι και ξένοιαστοι, άλλος οδηγεί.

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΠΕΙ.Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ Νο 1_

Τι κάνει σε αυτές τις τροχήλατες κιβωτούς ο ήρωας; Στέκει ψύχραιμος εξουσιάζοντας την παράδοση των σωμάτων και γυρεύει το πιο λαχταριστό· πλησιάζει την ωραία καθισμένη κοιμωμένη και με τα μάτια χιμά στο αφύλακτο κομματάκι της σάρκα της, στον κόρφο της· «πάντα από κάπου πιάνεται και μπαίνει». Κρατιέται από την χειρολαβή και τοποθετεί το μέσο του σώματός του βρίσκεται κοντά στο κεφάλι της,  ενώ αυτή κοιμάται. Ή μήπως προφασίζεται; Όταν σηκωθεί για να κατέβει, η θέση της του ανήκει και κάθεται στην ζεστή μονιά της, να νιώσει την θέρμη του κορμιού της. Κι εκεί, ανάλογα με την πολυκοσμία και την ώρα, αφήνεται σε μια γλυκιά εκτόνωση.

Τι γίνεται όμως το καλοκαίρι όταν τα κλιματιστικά των λεωφορείων του στερούν από τον ίδιο ήρωα την επιθυμητή ζεστασιά των σωμάτων; Αλλάζει στόχο και κατεύθυνση και επικεντρώνεται στα πόδια, ακολουθεί μια ολόκληρη διαδικασία, γίνεται κυνηγός, αργότερα μένει μετέωρος και δίγνωμος, ενώ η τελική πράξη είναι εξίσου απρόσμενη. Η ιδιαίτερη αυτή ιστορία, πλουτισμένη με εξαιρετικές ανατομικές περιγραφές, τιτλοφορείται Traffic No 2 και αποτελεί προσωπική μου τιμή το γεγονός ότι πρωτοδημοσιεύτηκε στο ανάλογης και αποκλειστικής θεματολογίας ιστολόγιο Γυμνά Πόδια που διακονώ ο ίδιος, ενδεικτικό μέρος του οποίου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 36 (χειμώνας 2013).

ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ (ακρυλικό, 35Χ45 εκ)

Στην Διεκδίκηση ένα κορίτσι που δεν το παίζουν στη γειτονιά προσκολλάται στην μικρή αφηγήτρια και διεκδικεί το παγωτό της με το «ακλόνητο» επιχείρημα της φιλίας, κορυφώνοντας σε μια έξαρση παιδικής «επιθετικότητας» μια σχέση ούτως ή άλλως άνιση. Στην ίδια επικράτεια της σκληρής παιδικής ηλικίας, Η έδρα του δασκάλου της πέμπτης δημοτικού μετατρέπεται σε κουβούκλιο εγκλεισμού ως τιμωρία για τους αδιάβαστους μαθητές. Η μνήμη του αφηγητή διατηρεί έντονη μια από τις πέντε αισθήσεις και συμπυκνώνεται σε μια ύστατη παράγραφο. Τα όρια και Η ΚατάλΥψη συμπληρώνουν μια τριάδα κειμένων γνώριμης κωμικοτραγικής σχολικής πραγματικότητας αλλά εκείνο που θα έπρεπε να διδάσκεται στις σχολικές αίθουσες των νέων ψυχών είναι το Μόνιμο μακιγιάζ, μια προσφιλής εφαρμογή ενός διαρκούς καλλωπισμού που νομοτελειακά αποδεικνύει την μάταιη κούρσα των υποχρεωτικών καλλυντικών διαταγών.

Τα είκοσι δύο διηγήματα αποτυπώνουν σχέσεις που διαρρηγνύονται άμεσα ή συνθλίβονται από το βάρος της χρονικότητάς τους και καταστάσεις γνώριμες και οικείες, που όμως είναι πάντα ξεχωριστές και μοναδικές για τον καθένα. Σμιλεύουν δεσμούς ερωτικούς και αποδεσμεύσεις οριακές, ορόσημα αμφότερα του ανθρώπινου βίου, που δεν συμβαίνουν σε εξαιρετικές περιπτώσεις αλλά κάθε μέρα, κάθε λεπτό που περνάει. Αποτελούν άραγε επαρκή στιγμιότυπα ή φωτογραφικές λήψεις μιας ιδιωτικής ή δημόσιας πραγματικότητας; Όχι, εδώ διαφοροποιούνται ως προς την παραπάνω διάθεση πολλών διηγηματογράφων.

Untitled-16_

Η συμπύκνωση ολόκληρων κόσμων σε λίγες σελίδες και η κατάληξη των μύθων σε ένα τέλος αιφνίδιο και αναπάντεχο αποκρυσταλλώνει τα διηγήματα σε αυτοτελείς, ολοκληρωμένες ιστορίες, ενώ οι μικρότερες σε έκταση από αυτές και για τον παραπάνω λόγο αλλά και για όλους τους υπόλοιπους του είδους, καλύπτουν τα σύνθετα και απαιτητικά χαρακτηριστικά των μικροϊστοριών – των μικρών διηγημάτων τύπου μπονζάι, στην έντυπη και ηλεκτρονική διάδοση των οποίων έχει μεγάλο μερίδιο η συγγραφέας. Άλλωστε είναι ακριβώς το ιστολόγιο Πλανόδιον – Ιστορίες Μπονζάι, όπου έχουν δημοσιευτεί τρεις από αυτές, ενώ από μια δημοσιεύτηκε στα λογοτεχνικά περιοδικά Δίοδος, Πλανόδιον, Νέα Εστία, στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος και στο προαναφερθέν ιστολόγιο των Γυμνών Ποδιών, ενώ οι υπόλοιπες  εκδίδονται εδώ για πρώτη φορά.

Εκδ. Γαβριηλίδης, 2015, σελ. 174

Υπό δημοσίευση στο προσεχές τεύχος του περιοδικού (δε)κατα,

Όπως και στην ανάρτηση του προηγούμενου βιβλίου της Η. Νικοπούλου, το κείμενο «εικονογραφείται» με έργα της, που πάντα βρίσκονται σε συνεχή διάλογο αλλά και αντίλογο με τα γραπτά της.

Σχολιάστε