07
Ιολ.
11

Στο αίθριο του Πανδοχείου, 56. Στέφανος Δάνδολος

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Από τους Έλληνες ο Καζαντζάκης και ο Παπαδιαμάντης για τους ορίζοντες που χάραξαν. Σίγουρα ο Βασιλικός για την πληθωρική τόλμη του και για τον τρόπο που αφομοίωσε και ανανέωσε το άγνωστο στην Ελλάδα είδος του Non Fiction Novel. Στη short list θα έβαζα επίσης τον Ταχτσή για το ένα και μοναδικό πολύ μεγάλο βιβλίο που έγραψε, καθώς και τον Τσίρκα της Τριλογίας. Σε ό,τι αφορά τους ξένους, από τους οποίους ομολογώ ότι έχω δεχτεί και τις βαθύτερες επιδράσεις, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ αποτελεί το άλφα και το ωμέγα της λίστας μου. Πλαισιώνεται επαξίως από συγγραφείς όπως ο Χέρμαν Μέλβιλ, ο Χένρι Τζέιμς, η Κάρσον Μακ Κάλερς, ο Σάλιντζερ, ο Τζον Απντάικ, ο Μπέλλοου, ο Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίγκερ, ο Γκράχαμ Γκριν, ο Φίλιπ Ροθ και ο Μπάρι Άνσγουορθ. Μάλλον τρέφω ιδιαίτερη αδυναμία στην αγγλοσαξονική σχολή. Από τους ακόμα πιο σύγχρονους, πάντως, θα συμπλήρωνα τον Σαλμάν Ρούσντι, τον Καζούο Ισιγκούρο, τον Κόλουμ ΜακΚαν, τον Κόρμακ Μακ Κάρθι και τον Τζόναθαν Φράνζεν.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

«Καπετάν-Μιχάλης», «Ασκητική» (Καζαντζάκης). «Το Τρίτο Στεφάνι» (Ταχτσής). «Γλαύκος Θρασάκης» (Βασιλικός). «Τα μυστικά του βάλτου» (Πηνελόπη Δέλτα). «Αστραδενή» (Ευγενία Φακίνου). «Η μητέρα του σκύλου» (Μάτεσις). «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» (Μαργαρίτα Καραπάνου). «Η καρδιά του σκότους» (Τζόζεφ Κόνραντ). «Έγκλημα και τιμωρία» (Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι). «Ο υπέροχος Γκάτσμπι» (Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ). «Άδραξε την ημέρα» (Σολ Μπέλλοου). «Λολίτα», «Χλωμή φωτιά» (Ναμπόκοφ). «Το πέρασμα στην Ινδία» (Ε. Μ. Φόρστερ). «Ο φύλακας στη σίκαλη» (Σάλιντζερ). «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» (Χάρπερ Λι). «Εν ψυχρώ» (Τρούμαν Καπότε). «Η νόσος του Πορτνόι» (Ροθ). «Υπόγειος κόσμος» (Ντον Ντελίλο). «Οι γυμνοί και οι νεκροί» (Νόρμαν Μέιλερ). «Τα απομεινάρια μιας μέρας» (Καζούο Ισιγκούρο).

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος έλληνας λογοτέχνης;

Η Ελένη Πριοβόλου με το μυθιστόρημά της «Όπως θα ήθελα να ζήσω». Η Σώτη Τριανταφύλλου με το «Εργοστάσιο των Μολυβιών». Ο Θανάσης Τριαρίδης με τα «Μελένια Λεμόνια». Ο Αλέξης Σταμάτης με την πρόσφατη «Κυριακή». Ο Δημήτρης Σωτάκης με το «Θαύμα της Αναπνοής». Ο Μάνος Κοντολέων με την «Ερωτική Αγωγή». Επίσης, εκτιμώ απεριόριστα την Μάρω Δούκα, τη Ζυράνα Ζατέλη και τον Παύλο Μάτεσι, ενώ βρίσκω ιδιαίτερα γοητευτικές τις προσεγγίσεις του Χρήστου Χρυσόπουλου και του Μισέλ Φάις στη φόρμα της μυθιστορηματικής σύνθεσης.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Με ακολουθούν όσο επηρεάζω τη μοίρα τους. Επειδή συνήθως χρειάζομαι δύο με τρία χρόνια για να ολοκληρώσω ένα μυθιστόρημα, η εκάστοτε βασική περσόνα του βιβλίου που γράφω, κολλάει πάνω μου σαν βδέλλα, και άλλοτε είναι ευχάριστο, άλλοτε όχι και τόσο. Ο Ζήνων Παλαιολόγος των «Νάρκισσων και Κανίβαλων», λόγου χάρη, ήταν πολύ ευχάριστη παρέα, θυμάμαι, όπως και οι ήρωες του «Τελευταίου Κύκνου», ο Σμαρ, η Σου και η Μάγκυ. Δεν μπορώ να πω το ίδιο, όμως, και για τον Νέρωνα, του οποίου η σκιά στάθηκε κάπως δυσβάσταχτη. Για κάποιον λόγο, κι ο Γιούρι με τον κύριο Άκερμαν από το «Αγόρι στην Αποβάθρα» με βάρυναν αρκετά. Ίσως επειδή, πολύ βαθιά, ήταν ένα προσωπικό βιβλίο, και η ανάπτυξή τους έμοιαζε με τη διαδικασία της εγκυμοσύνης. Πάντως, όχι, δεν θα έλεγα ότι μαθαίνω τα νέα τους. Συχνά μπορεί να πιάνω τον εαυτό μου να τους σκέφτεται, αλλά μέχρι εκεί. Προσπαθώ να τους αγνοώ για να μπορώ να προχωράω μπροστά και εκείνοι με τη σειρά τους προσπαθούν να με αγνοούν για να μην τους βάλω προφανώς σε νέες περιπέτειες.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Νέιθαν Ζούκερμαν και ο Άλεξ Πορτνόι του Φίλιπ Ροθ. Ο Τσαρλς Κίνμποτ και ο Σεμπάστιαν Νάιτ του Ναμπόκοφ. Ο Κάπτεν Έιχαμπ, φυσικά, του Μέλβιλ. Ο Μόουζες Χέρτσογκ του Σολ Μπέλλοου. Η Σόφι του Γουίλιαμ Στάιρον. Ο «Λαγός» του Τζον Απντάικ. Ο κύριος Στίβενς του Καζούο Ισιγκούρο. Και ασφαλώς, ο κορυφαίος όλων, η φωνή της συνείδησής μας: ο Χόλντεν Κόλφιλντ του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Οι συγγραφείς γράφουν συνέχεια, ακόμα και όταν δεν γράφουν. Ο Δον Ζουάν δεν έκανε έρωτα μόνο στο κρεβάτι του, υποθέτω. Αντιστοίχως, ένας μυθιστοριογράφος θα συλλάβει σίγουρα κάποια στιγμή τον εαυτό του να σημειώνει μια πρόταση ή μια ιδέα σε άσχετο τόπο και σε άσχετη στιγμή. Εργάζομαι απαρέγκλιτα στο γραφείο μου με πρόγραμμα και πειθαρχία, αλλά έχει τύχει να γράψω κάτι στο αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια μιας σύντομης στάσης, έχει τύχει να γράψω σε καφέ, στο δρόμο ή όταν βρίσκομαι στη τάξη και διδάσκω τους σπουδαστές μου, ενώ επίσης έχω τελευταία αναπτύξει το συνήθειο, όταν με κεραυνοβολεί κάτι υπό ιδιαίτερα άβολες συνθήκες, να το στέλνω σε sms στη γυναίκα μου για να μην το ξεχάσω. Δεν ησυχάζεις ποτέ. Το βιβλίο σε κυνηγάει διαρκώς, σου μιλάει συνέχεια, δεν μπορείς να κατεβάσεις τον διακόπτη παρά μόνο όταν επιτέλους πάρει το δρόμο του τυπογραφείου.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Όσο περνούν τα χρόνια γίνομαι όλο και δύσκολος στις «γέννες». Στην αρχή, θυμάμαι, με διέτρεχε μια πληθωρικότητα στον τρόπο που έγραφα. Και ίσως γι’ αυτό υπάρχουν σελίδες από κείνη την εποχή που σήμερα δεν θα τις διάβαζα με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Συνήθως ό,τι έγραφα τότε, το κρατούσα. Ωριμάζοντας συγγραφικά, πέρασα από διάφορες φάσεις – μετά το «Νέρωνα» μάλιστα, (που, μαζί με τους «Νάρκισσους», είναι, πιστεύω, το βιβλίο που μου χάρισε την όποια αναγνώριση μπορώ να πω ότι έχω) υπήρξε μια περίοδος που δεν μπορούσα να γράψω καθόλου, σαν να μην μου άρεσε τίποτα, και αυτό διήρκησε αρκετούς μήνες, μέχρι που βρήκα τη «φωνή» του Γιούρι στο «Αγόρι στην αποβάθρα». Ο προσφιλέστερος τρόπος συγγραφής τώρα πια είναι σχετικά αργός στο αρχικό χτίσιμο της ιστορίας, καθώς περνάει από χίλια κύματα. Παραδείγματος χάρη, για το μυθιστόρημα που γράφω αυτή την εποχή, το οποίο θεωρώ και το πιο φιλόδοξο έργο μου, πάλευα εντατικά επί έξι μήνες μόνο και μόνο για να ανακαλύψω κάποια βασικά υλικά, τη φωνή, την οπτική, τον τρόπο της σύνθεσης, και αφού κατέληξα ως ένα βαθμό, χρειάστηκα άλλους έξι μήνες για την προκαταρκτική έρευνα πάνω στην εποχή και τις πολιτικές της προεκτάσεις. Οπότε οι ιδέες μου παγιδεύτηκαν μάλλον δύσκολα, κάτι που δεν μπορώ να πω ότι συνέβη με το προηγούμενο βιβλίο μου, τον «Τελευταίο Κύκνο» για το οποίο χρειάστηκα πολύ λιγότερο διάστημα από τη στιγμή που συνέλαβα την ιστορία μέχρι το τέλος της γραφής του. Αυτό που καταλαβαίνω τελικά είναι ότι όλα εξαρτώνται από τη φύση του έργου με το οποίο καταπιάνεσαι. Υπάρχουν βιβλία που γράφονται πιο εύκολα και άλλα που σε παιδεύουν περισσότερο, αν και κανείς δεν μπορεί να σου εγγυηθεί ότι αυτά που σε παιδεύουν περισσότερο θα είναι καλύτερα από αυτά που γράφονται πιο εύκολα. Αυτή, όμως, είναι και η γοητεία της δουλειάς. Το άγνωστο. Εκείνο που προέχει για μένα είναι να δίνω πάντα το εκατό τοις εκατό, να βάζω τον πήχη όσο πιο ψηλά γίνεται και να μην παρασύρομαι από την ευκολία της δημοσίευσης. Απεχθάνομαι την ανάγκη να «βρίσκομαι στα πράγματα». Το μόνο που θέλω είναι να μένω πιστός στο όραμα του εγχειρήματός μου και να είμαι αφοσιωμένος στη δουλειά μου.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Είμαι σπαρτιάτης. Γράφω πρωινές ώρες. Νωρίς, όταν το μυαλό είναι καθαρό. Μουσική δεν μπορώ να ακούω όταν δουλεύω ή όταν διαβάζω. Χρειάζομαι απόλυτη ησυχία. Πάντως, η μουσική είναι η δεύτερη μεγάλη μου αγάπη μετά τη λογοτεχνία. Και ακούω όλα τα είδη. Η συλλογή μου, δε, στη ροκ μουσική καλύπτει μια τεράστια γκάμα. Λατρεύω τους Μπιτλς και τους Πινκ Φλόιντ, και τελευταία, ίσως και λόγω του θέματος του βιβλίου μου, έχω επιστρέψει στη παλιά βρετανική σχολή, που είναι κάπως μπαρόκ. Επίσης, αν ναυαγούσα σε ένα ερημονήσι θα είχα ανάγκη από ένα άλμπουμ των Ελέκτρικ Λάιτ Όρκεστρα, των Σικάγο ή των Φλίτγουντ Μακ. Όμως, με την ίδια απόλαυση ακούω την κλασσική κιθάρα του Αντόνιο Κάρλος Τζομπίμ στη βραζιλιάνικη σάμπα, την φωνή του Φρανκ Σινάτρα και την προπολεμική ορχήστρα του μαέστρου Γουίλεμ Μένγκελμπεργκ στις συμφωνίες του Μπετόβεν.

Μια μικρή παρουσίαση/εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά.

Υπνοβάτες του Σεπτέμβρη. Το αγαπώ γιατί είναι το πρώτο μου και επειδή στην ανάγκη μου να εκφραστώ μέσα από τη λογοτεχνία, γέννησα κάτι ειλικρινές και παθιασμένο. Αλλά δεν μπορώ πια ούτε καν να το ξεφυλλίσω διότι το βρίσκω κάπως άτεχνο συγγραφικά. Την εποχή εκείνη ήμουν πολύ επηρεασμένος από τα «μαύρα» βιβλία του Βασιλικού, την τριλογία της αγάπης, και ιδιαίτερα από τον «Καυτό μήνα Αύγουστο», γι’ αυτό και είναι ένα μυθιστόρημα που αποπνέει μια καταχνιά στα όρια ίσως του καταθλιπτικού. Κάποιοι, πάντως, του βρήκαν αρετές και ευτυχώς για μένα, ο Βασίλης Βασιλικός ήταν ένας από αυτούς.

Ο Περίγελος των Αγίων. Πρώτη απόπειρα για κάτι πιο περίπλοκο και φιλόδοξο. Μου φαίνεται περίεργο πώς σε ηλικία 26 ετών έγραφα τόσο σκοτεινά πράγματα. Σαφώς επηρεασμένο από τον «Στραγγαλιστή» του Μονταλμπάν. Κάπως καλύτερο τεχνικά από το προηγούμενο, αλλά ούτε αυτό, σήμερα, από τα αγαπημένα μου.

Αγάπη σε δυο σταγόνες όνειρο. Συλλογή από νουβέλες και διηγήματα. Κάποια κομμάτια καλά, κάποια άλλα όχι και τόσο. Ξέρω ότι οι μικρές φόρμες δεν μου πάνε πολύ.

Και φόρεσαν χειροπέδες στα πουλιά. Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι αν η εργογραφία μου ξεκινούσε από εδώ, δεν θα με πείραζε καθόλου. Το πρώτο βιβλίο για το οποίο νιώθω απολύτως καλά – και προοίμιο, φυσικά, των «Νάρκισσων». Κατά κάποιον τρόπο, αυτό και τα δύο επόμενα συνιστούν μια άτυπη τριλογία γύρω από το κορυφαίο θέμα της σύγχρονης λογοτεχνίας, την ταυτότητα του ανθρώπου.

«Νάρκισσοι και κανίβαλοι», «Νέρων – Εγώ, ένας Θεός». Τα βάζω μαζί γιατί τα θεωρώ «ξαδελφάκια», αν και είναι εντελώς διαφορετικά. Η κορωνίδα του πενιχρού έργου μου. Φιλόδοξα, οραματικά και με μια οικουμενική οπτική. Ακόμα με ρωτούν πότε θα γράψω κάποιο σίκουελ.

«Το Αγόρι στην αποβάθρα». Πολύ προσωπικό μυθιστόρημα υπό την έννοια ότι κάλυψε μια ανάγκη υπαρξιακής ενδοσκόπησης, μεταμφιεσμένη σε ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο κοινωνικό θέμα. Με ταλαιπώρησε αρκετά μέχρι να το ξεκλειδώσω. Και το αγαπώ πολύ διότι δεν άγγιξε πολλούς – αλλά όσους άγγιξε, τους άγγιξε πραγματικά.

«Ο Τελευταίος Κύκνος». Απόπειρα για πιο «λάιτ» πράγματα. Και εδώ δάνεια προσωπικά, φόρος τιμής στη δεκαετία του ογδόντα, ροκ, σακάκια με βάτες, πάρτι κι ένας τραγικός έρωτας. Δεν έχω περάσει καλύτερα γράφοντας κάποιο βιβλίο. Γι’ αυτό και το λατρεύω.   

«Νέρων». Ένα λεπτοδουλεμένο ιστορικό μυθιστόρημα για μια προσωπικότητα καθόλου «αγαπητή». Τι σας τράβηξε στο συγκεκριμένο πρόσωπο, τι προβλήματα αντιμετωπίσατε κατά τη συγγραφή, ποιες χαρές σας αντάμειψαν;

Εκείνο που με τράβηξε ήταν η διφορούμενη χροιά της προσωπικότητάς του. Ο Νέρων δεν υπήρξε σπουδαίος μεταρρυθμιστής όπως ο Αύγουστος ή ο Ιούλιος Καίσαρας, αλλά δεν υπήρξε και το κτήνος που ήταν ο Καλιγούλας. Βρισκόταν κάπου ανάμεσα, και τα πρόσωπα που με γοητεύουν είναι αυτά στα οποία οι γραμμές δεν είναι ευδιάκριτες. Ο Νέρων ήταν και ποιητής, ήταν και τέρας της εξουσίας, ήταν και θύμα της, μα πάνω από όλα, έτσι όπως τον συνέλαβα εγώ, ήταν ένα δυστυχισμένο πλάσμα που ενώ καιγόταν να καθιερωθεί ως καλλιτέχνης, σημαδεύτηκε από την μοναδική κατάρα που θα τον εμπόδιζε ισόβια να καθιερωθεί ως καλλιτέχνης: έγινε, στα δεκαεπτά του, αυτοκράτορας. Αυτή την αμφισημία, αυτή την αντίφαση και τον διχασμό, όπως φυσικά και την πάλη του ανάμεσα στο ευγενές της τέχνης και στο βίαιο της εξουσίας, τα μετέτρεψα σε πρώτες ύλες του μυθιστορήματος. Σοβαρά προβλήματα δεν αντιμετώπισα γιατί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση μού βγήκε από την αρχή και η έρευνα υπήρξε, χάρη στις πηγές που επέλεξα, εκτός από διαφωτιστική και επίκαιρη. Το χτύπημα στους δίδυμους πύργους ήταν πρόσφατο και έτσι μπόρεσα να αναπτύξω κάποιες αλληγορίες, μέσα από την καταστροφή της Ρώμης, ως προς το ζήτημα της τρομοκρατίας. Στην πραγματικότητα, είναι ένα μυθιστόρημα για την εξουσία. Για την ταυτότητα του ανθρώπου που ασκεί εξουσία. Και οι χαρές που με αντάμειψαν είχαν να κάνουν με το ότι όλοι είδαν την παραπομπή με τη σημερινή εποχή. Φυσικά, η μεγαλύτερη ικανοποίηση ήρθε από τους ίδιους τους Ιταλούς όταν το βιβλίο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στη χώρα τους. Όχι επειδή συμπεριλήφθηκε στους καταλόγους των ευπώλητων και στη λίστα με τα δέκα καλύτερα ξένα ιστορικά μυθιστορήματα του 2006, αλλά γιατί αντιμετώπισαν με σεβασμό την προσπάθεια ενός νεαρού Έλληνα συγγραφέα να ξεψαχνίσει ένα πρόσωπο που σημάδεψε την ιστορία τους.

«Νάρκισσοι και κανίβαλοι». Ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα όπου η διακειμενικότητα και η έμμεση «συμμετοχή» κορυφαίων σύγχρονων συγγραφέων επηρεάζουν σημαντικά την πλοκή. Πώς εντάχθηκαν οι συγγραφείς εκείνοι στη μυθοπλασία σας; Υπήρξατε αναγνώστης τους ή σας ενδιέφεραν και ιδιαίτερες πλευρές της προσωπικότητάς τους;

Πρόκειται όλοι τους για συγγραφείς που με σημάδεψαν. Ήθελα, λοιπόν, να αποτίσω έναν φόρο τιμής σε αυτούς και ταυτόχρονα να μιλήσω για την ψυχή του σύγχρονου μυθιστοριογράφου, τη ζωή του σημερινού συγγραφέα ο οποίος προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο κοσμικό και στο πνευματικό. Έτσι έπλασα αυτή την αστεία, λιγάκι γκροτέσκ μα και βαθιά ανθρώπινη φιγούρα του Ζήνωνα Παλαιολόγου, και βυθίστηκα στο μεδούλι του σιναφιού μας, προσπαθώντας με σατιρική διάθεση να απομυθοποιήσω λίγο την κοινότητα των διανοουμένων. Ήταν ένα ντελιριακό μυθιστόρημα, και γνωρίζω ότι με τα χρόνια έχει απογίνει «καλτ» γιατί πάντα συναντώ ανθρώπους, και ιδιαίτερα συγγραφείς από τη νεότερη γενιά, που ξέρουν ατάκες του απέξω. Και ήταν κι ένα γράμμα αγάπης στον Ροθ, στον Μέιλερ και στους υπόλοιπους της παρέας μέσα από μια οπτική που παρέπεμπε σε ένα σωρό είδη, Campus Novel, αστυνομικό θρίλερ, ψυχολογικό, ακόμα και δοκίμιο.

Πώς βιοπορίζεστε;

Από τη δημοσιογραφία. Γράφω χρόνια σε εφημερίδες και περιοδικά. Η ανεργία δεν με έχει χτυπήσει ακόμα.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;  

Το «Διαβάζω» για το πώς κατάφερε να επιβιώσει αλλά και να ανανεωθεί τόσο δραστικά μετά το χαμό του Ηρακλή Παπαλέξη. Το «Οδός Πανός» για τη σταθερή ποιότητά του όλα αυτά τα χρόνια. Τα «Δέκατα» για μερικά υπέροχα κείμενα που έχω διαβάσει στις σελίδες τους. Το «Athens Review of Books» γιατί έφερε έναν αέρα από τα νεοϋρκέζικα έντυπα που λατρεύω. Επίσης, στενοχωρήθηκα πολύ που το «Book Press» σταμάτησε να εκδίδεται στη χάρτινη μορφή του. Ήταν εξαιρετικό. Τουλάχιστον, εξακολουθεί να υφίσταται ηλεκτρονικά. Γενικά, πάντως, ξεκοκαλίζω ό,τι πέφτει στα χέρια μου. Και όχι μόνο τα ελληνικά. Είμαι συνδρομητής του «TLS» και παρακολουθώ σταθερά το «London Review of Books».

Τι γράφετε τώρα; 

Ένα μυθιστόρημα για το σκοτάδι της Ευρώπης και για τους ανθρώπους που κινούνται στο περιθώριο της επίσημης Ιστορίας. Στο επίκεντρο βρίσκονται ήρωες που ζουν τις ζωές τους στο απομακρυσμένο βάθος των ιστορικών αλλαγών, πολλές φορές μην μπορώντας να κατανοήσουν τι ακριβώς συμβαίνει. Είναι ένα βιβλίο που καλύπτει ένα μεγάλο και κρίσιμο μέρος του εικοστού αιώνα, από το 1907 έως τις μέρες πριν από το ξέσπασμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, και γύρω από τον κεντρικό χαρακτήρα, παρελαύνουν δεκάδες πρόσωπα, αληθινά και μη. Αλλά δεν θα το αποκαλούσα «ιστορικό μυθιστόρημα», διότι πολύ απλά υπάρχουν πάρα πολλές φόρμες μέσα σε ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στο παρελθόν και όταν το προσδιορίζεις ως «ιστορικό», το υποβαθμίζεις σε ένα συγκεκριμένο μονοδιάστατο είδος. Καθοριστικής σημασίας για μένα είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην επίσημη Ιστορία και στην Ιστορία που θα μπορούσε να έχει ειπωθεί. Και βλέποντας τα τελευταία δύο χρόνια πώς λειτουργεί η Ευρώπη απέναντι σε μια λαβωμένη χώρα σαν την Ελλάδα, αισθάνθηκα την ανάγκη να μιλήσω για Γερμανούς, Άγγλους, Γάλλους, Αμερικανούς, ακόμα και Τούρκους, και για τα συμβόλαια του αίματος μέσα από τα οποία χτίστηκε η τοιχογραφία του «σύγχρονου κόσμου», η εποχή των στρεβλών οραμάτων που καλλιέργησε ο καπιταλισμός και η παγκόσμια οικονομία.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Μάλλον φτωχές. Είμαι καινούργιος στο είδος. Δεν με συγκινεί ιδιαίτερα το facebook, αλλά ίσως να φταίει και το γεγονός ότι αυτή την εποχή είμαι βυθισμένος στο βιβλίο μου. Προτιμώ το tweeter, για να είμαι ειλικρινής. Είναι πιο άμεσο, πιο λιτό. Δεν αμφιβάλλω ότι πρόκειται για χρήσιμα εργαλεία αν ξεκαθαρίσεις μέσα σου το λόγο για τον οποίο τα χειρίζεσαι. Ωστόσο, δεν θα με φανταζόμουν ποτέ να έχω στρατιές από «φίλους» και να ζω τη ζωή μου από εκεί. Η λογοτεχνία παραμένει το μοναδικό υποκατάστατο που διαθέτω.

Advertisement

0 Σχόλια to “Στο αίθριο του Πανδοχείου, 56. Στέφανος Δάνδολος”



  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Ιουλίου 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
25262728293031

Blog Stats

  • 1.138.516 hits

Αρχείο


Αρέσει σε %d bloggers: