Ήταν σαν εκείνα τα κουτάκια που πρέπει να τσεκάρεις όταν αγοράζεις κάτι από το δίκτυο και συμφωνείς με τους όρους και τις προϋποθέσεις που κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να διαβάσει. Δεν έχεις άλλη επιλογή παρά μόνο να συμφωνήσεις. Ή τουλάχιστον, σου δίνεται η ψευδαίσθηση της επιλογής, αλλά μέχρι εκεί. Ίσως τελικά έτσι να είναι συνήθως τα πράγματα. (σ. 216)
Ο 48χρονος Μάξουελ Σιμ βρίσκεται υπόθερμος μέσα στο αυτοκίνητό του στις ερημιές του Αμπερντίν, μαζί με 400 οδοντόβουρτσες και μια κούτα καρτ ποστάλ από την Άπω Ανατολή. Όχι, δεν είναι τρελός, ούτε θρηνεί κάποιον τελειωμένο έρωτα. Αλλά δικαιολογημένα έφτασε ως εδώ, ως όλα αυτά…Θα μας τα διηγηθεί όλα με τη σειρά ή όχι, θα μας αποκρύψει μερικά, θα μας κοροϊδέψει σε μια περίπτωση (αλλά θα το παραδεχτεί αμέσως μετά), θα μας φτάσει πέρα από την Βόρεια Αγγλία μέσω …Αυστραλίας.
Ο Μάξουελ Σιμ είναι ένας άνθρωπος μόνος. Γευματίζει σε περιβάλλον μόνιμου λυκόφωτος στη φορμάικα του μελαγχολικού κυλικείου στο πολυκατάστημα όπου εργάζεται – σ’ ένα τέτοιο τραπέζι γνώρισε την γυναίκα του Κάρολαϊν. Τώρα εγκαταλειμμένος από εκείνη και την κόρη τους και (κα)τεθλιμμένος από την δουλειά του πηγαίνει στην Αυστραλία να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του. Αποτυχία κι εκεί. Μια Κινέζα που απολαμβάνει με την κόρη της μια ευχάριστη βραδιά σ’ ένα εστιατόριο τού ξυπνούν απρόσμενα την ανάγκη για επαφή, την επιθυμία να τους γνωστοποιήσει την ύπαρξή του. Αλλά αδυνατεί: αυτές βρίσκονται στο ένα άκρο της ανθρώπινης επικοινωνίας, εκείνος στο άλλο. Το τείχος της εγγύτητάς τους είναι προστατευτικό και απροσπέλαστο. Αυτός που αδυνατεί να κάνει μια φυσιολογική κουβέντα, τώρα αναζητά απεγνωσμένα μερικές ανταλλαγές λέξεων, έστω και στο γκισέ του αεροδρομίου. Ο μόνος άνθρωπος στον οποίο καταφέρνει τελικά να μιλήσει (μονολογώντας για τον εγκλωβισμό του στο Ουότφορντ) παθαίνει έμφραγμα. Η σειρά κωμικοτραγικών αποτυχιών, κακοτυχιών και ατυχιών είναι ατέλειωτη.
Η επιστροφή στο σπίτι του είναι απογοητευτικότερη: κανένα γράμμα, κανένα ηλεκτρονικό μήνυμα από φίλο, παρά μόνο διαφημιστικά από φαρμακευτικές εταιρείες, η γνωστή «επιμήκυνση», οι κλασικές πορνοσελίδες. Ευτυχώς υπάρχουν οι φίλοι του facebook (οι περισσότεροι από τους οποίους του είναι παντελώς άγνωστοι) αλλά τίποτε κι εκεί – ούτε καν στον «τοίχο»! Αν ένας φίλος του βλέπει τα αυτοκίνητα στους δρόμους ως «μια ατέλειωτη σειρά από παραλίγο ατυχήματα», ο ίδιος τα συσχετίζει με τους ανθρώπους: Κάθε μέρα γυρνάνε γύρω-γύρω, πάνε κι έρχονται όλο βιασύνη, πλησιάζουμε ελάχιστα εκατοστά από τους άλλους και φτάνουμε σχεδόν να τους αγγίξουμε αλλά η πραγματική επαφή είναι ελάχιστη.
Κι όμως, υπάρχει μια φίλη: η γυναίκα του. Μόνο που για να της μιλάει (και για να μαθαίνει τα νέα των αλλοτινών γυναικών της ζωής του), παριστάνει κι αυτός την μητέρα, στο διαδικτυακό κόμβο Mumsnet…Από τη μια οργίζεται που εκείνη γράφει ζεστά λόγια σε μια γυναίκα εντελώς άγνωστη και ανύπαρκτη, από την άλλη αντιλαμβάνεται ότι έχει την ευκαιρία να δει άλλες της πλευρές, απροσπέλαστες κατά τη διάρκεια του γάμου. Ή τελικά μπορεί αυτός να ήταν ο πραγματικός ξένος… Το γεγονός ότι η Κάρολαϊν συνάπτει στενή φιλία με έναν άνθρωπο που δεν είναι παρά αποκύημα της φαντασίας της δικής του φαντασίας είναι εξοργιστικό, όσο και η σαγήνη με την οποία εκείνος αλληλογραφεί μαζί της διεστραμμένη. Οι άνθρωποι θα μεταλλαχθούν σε μια δεύτερη γενιά κοσμικών όντων που θα σχετίζονται μεταξύ τους με έναν τρόπο εντελώς μη σωματικό, μη υλικό.
Μόνος είπαμε; Τι σόι μοναξιά είναι αυτή όταν είσαι ορατός από παντού και ανιχνεύσιμος από τους πάντες; Αν, όπως είχε διαβάσει, πέντε ζευγάρια δορυφορικά μάτια σε παρακολουθούν αδιαλείπτως από το παρατηρητήριό τους ψηλά στον ουρανό, η σκέψη είναι παρήγορη ή τρομακτική; Δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή πια, ποτέ δεν είμαστε πραγματικά μόνοι. Τον παλιό καιρό μπορούσες να γράψεις μια ερωτική επιστολή και ο μοναδικός μάρτυρας να είναι το άτομο που θα σε έβλεπε να την ρίχνεις στο γραμματοκιβώτιο. Την σήμερον ημέρα, στέλνεις δύο γραπτά μηνύματα με το κινητό και την επόμενη στιγμή τα βλέπεις στον αναλυτικό λογαριασμό… Όσα e-mail κι αν διαγράψεις από τον υπολογιστή σου, θα παραμένουν πάντα αποθηκευμένα κάπου, σε κάποιον μεγάλο κεντρικό υπολογιστή στη μέση του πουθενά.
Και κάπου εδώ αυγαταίνει η εμμονή (σε σημείο ταύτισης) του Σιμ με την αληθινή ιστορία του Ντόναλντ Κρόουχερστ. Ο Κ. είχε συμμετάσχει ως ερασιτέχνης στον θαλάσσιο γύρο του κόσμου το 1968 – στην ουσία είχε επιλεγεί ως ναυτικός υπερήρωας για να ενσαρκώσει την αντοχή της μεσαίας τάξης της αγγλικής επαρχίας. Εντελώς ανέτοιμος για κάτι τέτοιο, συνειδητοποίησε πως δεν θα τα κατάφερνε κι έτσι άρχισε να ψεύδεται πλαστογραφώντας την πορεία του, ενώ όταν συνειδητοποίησε πως ούτε κι αυτό μπορούσε να κάνει, τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Νωρίτερα είχε βρει βρήκε παρηγοριά στην σιωπηρή επικοινωνία με το χαρτί (η προϊούσα τρέλα του καταγράφεται στα ημερολόγιά του) αλλά τελικά ο ίδιος ο τρομερός ιδιωτικός του βίος, στα όρια του σκάφους του, τον ρούφηξε σαν δίνη.
Πώς θα ξεχαστεί απ’ όλα αυτά; Η ευκαιρία του δίνεται με τη συμμετοχή σε ένα πρότζεκτ ως ένας εκ τεσσάρων πωλητών – πλασιέ οικολογικής οδοντόβουρτσας, που θα κινηθούν προς τα πιο απομακρυσμένα σημεία του ορίζοντα του UK (οι σελίδες όπου περιγράφεται το σύντομο μπρίφινγκ με την εταιρεία, οι τεχνητές επαγγελματικές φιλίες και το ιλαρό κλίμα είναι απολαυστικές).
Αναλαμβάνει το βόρειο άκρο και ξεκινάει: Μ4 ανατολικά, Α404 (Μ) βόρεια, A461, Μ90 – αυτοκινητόδρομοι που σε κάνουν να θέλεις να οδηγείς πιο γρήγορα, σε υποχρεώνουν για να ξεφύγεις από την ανία τους. Ένα οδικό δίκτυο σχεδιασμένο με σκοπό να αποτρέπει ακριβώς την συνάντηση με τους άλλους, να εξασφαλίσουν ότι δεν θα βρεθείς ποτέ κοντά σε μέρη συνάθροισης ανθρώπων. Γύρω τους μια ολόκληρη επαρχία από εταιρείες που ειδικεύονται σε έπιπλα μπάνιου, εμπορικά καταστήματα, σταθμοί εστιατορίων. Αλλά ο φίλος μας αγαπάει τα απρόσωπα μέρη, χωρίς χαρακτήρα, που δεν σε υποχρεώνουν να επιλέξεις, δεν σου προσφέρουν το άγνωστο αλλά αυτό που έχεις κάνει εκατοντάδες φορές. Του αρέσει ακόμα και η προσδοκία των ανθρώπων την ώρα που παίρνουν τους δίσκους με το φαγητό. Είναι τα μόνα μέρη που νοιώθει άνετα. Σε μια τέτοια ουτοπική κοινότητα των αποκλειστικά απαραίτητων (φαγητό, ύπνο, ψώνια) ονειρεύεται να ζήσει: σε μια όαση αστικής κοινοτοπίας στη μέση μιας εντυπωσιακής υπαίθρου.
Αλλά όλοι τον κριτίκαραν γι’ αυτό, όπως και για τα πάντα. Υπάρχει κανείς που δεν το κάνει; Μα ναι: η όμορφη γυναικεία φωνή του πλοηγού του εταιρικού του αυτοκινήτου, η Miss GPS της οθόνης του. Μια φωνή χωρίς ίχνος αμφιταλάντευσης και αβεβαιότητας, του μεταδίδει την αίσθηση πως τα πάντα είναι μέλι γάλα και του εμπνέει εμπιστοσύνη. Και το κυριότερο: μπορεί να την ακούει οποτεδήποτε απλώς πατώντας ένα κουμπί. Οι χιλιομετρικές αναφορές και οι παύσεις της του μοιάζουν με ποιητική απαγγελία. Δεν έχει σημασία που εκείνη λέει τα δικά της (στρίψτε αριστερά, συνεχίστε ίσια) κι αυτός τα δικά του. Κουβέντα να γίνεται. Θα την λέει Έμα. Κάποιες φορές διασκεδάζει προσπαθώντας να την μπερδέψει, κάνοντας κύκλους. Εκείνη παραμένει ψύχραιμη, δεν υψώνει καμιά φωνή. Έρωτας προ των πυλών….
Ταξιδεύοντας ο Μάξουελ θα συναντηθεί με διάφορα πρόσωπα του ευρύτερου περιβάλλοντός του, πάντα στην γνωστή του loser ατμόσφαιρα: δεν είναι τόσο η αποτυχημένη συνάντηση με σύζυγο (η συγκαταβατική φιλικότητα της οποίας είναι ό,τι χειρότερο για εκείνον) όσο η τραγελαφική έξοδος με την έφηβη πλέον κόρη του (ένα μείγμα αμηχανίας, πλαστής ευθυμίας και αβυσσαλέας ασυμβατότητας που ο ίδιος αποδίδει σε ό,τι δεν έμαθε από τον πατέρα του). Αλλά κυρίως είναι τα τρία αναδυόμενα απ’ το παρελθόν κείμενα (γραμμένα από τη γυναίκα του, μια παιδική φίλη – ανεκδήλωτο έρωτα και από τον πατέρα του) που αναιρούν βασικά σημεία της ζωής του και αναποδογυρίζουν ακόμα και τον άθλιο του κόσμο. Εκεί που έλεγε πως η ζωή δεν μπορεί να γίνει πιο απογοητευτική, μαθαίνει πως κανονικά δε θα έπρεπε καν να έχει ζωή.
Ο δρόμος για τον Βορρά μετατρέπεται σε δρόμο για το Πουθενά. Άλλος ένας σταθμός εξυπηρέτησης, άλλο ένα σάντουιτς, άλλος ένας μονο-διάλογος με την Έμα, που τον βιάζει να εκστομίσει φράσεις που δεν τολμούσε ο ίδιος να πει στον εαυτό του και κυρίως να αποδεχτεί τις δικές του αναίσχυντες πράξεις. Μόνο που σε λίγο η βενζίνη θα σβήσει κι η Έμα θα σιωπήσει. Πανικός. Πανικός ή….;;;;
Θα διαφωνήσω με όσους βλέπουν στον συγγραφέα ειδικό χιούμορ ή ιδιαίτερο βρετανικό φλέγμα. Αυτό το χιούμορ μου φαίνεται πανανθρώπινο, πανεθνικό, διαβρωτικό, ευφυές και απλό, πάρα πολύ απλό. Το μόνο μη πειστικό σημείο του βιβλίο είναι η κάπως αισιόδοξη στροφή του χαρακτήρα προς το τέλος. Φοβάμαι πως στην πράξη μια συνειδητοποίηση σαν τη δική του (πως πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του σ’ ένα τούνελ) δεν αρκεί για να δεις τη ζωή αλλιώς. Ευτυχώς η τελευτική συνάντηση με την Κινέζα (που έχει πλέον εξελιχθεί σε «σύμβολο – τοτέμ για το πώς θα έπρεπε να είναι μια πραγματική σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, σε μια εποχή που οι άνθρωποι μοιάζουν να χάνουν την ικανότητα να επικοινωνούν») είναι περισσότερο ρεαλιστική και καταλήγει σε γλυκόπικρο φιασκάκι. Αλλά η αναζήτηση ενός ευρηματικού τέλους, που προφανώς απασχόλησε τον Κόου, καταλήγει σε μια πραγματικά απρόσμενη συνάντηση του ήρωα με τον συγγραφέα (του)!
Ένα έξοχο ανάγνωσμα. Βέβαια το κορυφαίο έργο του Κόου παραμένει, κατά προσωπική άποψη, το Τι ωραίο πλιάτσικο!. Το Σπίτι του Ύπνου βρίσκεται αμέσως μετά και δίπλα του παίρνει θέση κι ο Μάξουελ Σιμ. Πέρα από τις θεματολογικές του επιλογές, ο Κόου παραμένει ένας συγγραφέας που πραγματικά διηγείται ιστορίες. Και τις διηγείται εξαιρετικά, χωρίς να τον βαριέσαι ποτέ. Κι ας τις έχεις σκεφτεί ήδη, κι ας είσαι μέσα σ’ όλες. Αυτός σε προλαβαίνει.
Πάντα θεωρούμε πως οι καθοριστικές, οι πιο πολύτιμες εμπειρίες της ζωής μας χαράσσονται ανεξίτηλα στη μνήμη μας· κι όμως, για κάποιο λόγο, συχνά αυτές ακριβώς είναι που χάνονται και θαμπώνουν πρώτες (σ. 357).
Εκδ. Πόλις, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, 2010, με τετρασέλιδες σημειώσεις της μεταφράστριας, σ. 506 (Jonathan Coe, The Terrible Privacy of Maxwell Sim, 2010)
Και φυσικά, το πλέον ταιριαστό τραγούδι δεν είναι τόσο το Lonely, Mr Lonely του Bobby Vinton … όσο το: Lonely is a man without love – Engelbert Humberdinck.
Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: εδώ. Στις φωτογραφίες οι αυτοκινητόδρομοι M4, M1 SW Dodworth και M5 Somerset.
2 Σχόλια to “Τζόναθαν Κόου – Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ”