Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης – Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής

TELIKO ARXITEKTONIKH

Πώς μπορεί η μνήμη να ’ναι πηγή και βρύση αισιοδοξίας;

Θα μ’ άρεζε η ιδέα ενός Μηνολογίου συναισθηματικού, όπου στην κάθε ημερομηνία θα αναγράφονταν μία σύντομη αλλά περιεκτική βιογραφία της γυναικός π’ αγαπήσαμε, ανάλογα με το πότε γιορτάζει τα γενέθλιά της. Αντίθετα προς ό,τι ζητεί η θρησκεία, ο έρωτας ενδιαφέρεται, όπως και η στρατολογία, για την ημερομηνία γεννήσεως και όχι του θανάτου. [σ. 80]

Ανάμεσα σε πλείστες φράσεις του απόλυτα αισθητικού και παραισθητικού βιβλίου του Πεντζίκη, ιδανικές να τιτλοφορήσουν την παρούσα παρουσίαση, διαλέγω εκείνη της σελίδας 70, γιατί το πνεύμα της ξεχειλίζει τις σελίδες και δικαιώνει την γραφή τους. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην αισιοδοξία που σφύζει εντός και εκτός του συγγραφέα κατά την περίοδο της συγγραφής, κατά την οποία η φρενήρης συγγραφική και εικαστική του δραστηριότητα αναπτύσσεται μέσα σε καθεστώς οικονομικής ανέχειας, καθώς μένει με την σύζυγό του με ενοίκιο σ’ ένα δωμάτιο στο προικώο σπίτι της δευτερότοκης αδελφής του, με οικονομικά διόλου ανθηρά, με το πατρικό φαρμακείο να αποδεικνύεται ζημιογόνο παρά κερδοφόρο. Αντιλαμβάνεστε ότι μιλάω για μια άλλου είδους κατακλυσμική αισιοδοξία.

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης στο γραφείο του [Βασ. Όλγας 197]

Εδώ δεν υπάρχει αφηγηματική ραχοκοκαλιά· ο μύθος, όπως γράφει ο Γαβριήλ Πεντζίκης, πάντα πολύτιμος οδηγός μας με τα επίμετρα και τις σημειώσεις του, από μόνα τους αγλαά αναγνώσματα, καταργείται με έναν πρώιμα μινιμαλιστικό τρόπο και η αφήγηση μένει έρμαιο των κυμάτων μνήμης που προκαλεί η αναψηλάφηση του περιεχομένου ενός κουτιού. Καθώς ο συγγραφέας ανοίγει ένα χαρτονένιο κουτί γεμάτο λογής αναμνηστικά και κυρίως πολλές και διάφορες φωτογραφίες, σκέφτεται ότι με το υλικό αυτό θα μπορούσε να συνθέσει μια ενδιαφέρουσα πεζή αφήγηση – αυτά είναι ακριβώς τα λόγια του. Ας θυμηθούμε ότι στην αρχαιότητα το σύμπαν συχνά το αντιλαμβάνονταν και το απεικόνιζαν ως κιβωτιόσχημο, συνεπώς το άνοιγμα του κουτιού και η αναψηλάφηση του περιεχομένου του ισοδυναμούν με πράξη κοσμογονίας.

Πεντζίκης Χριστόψαρο, 1978

Πιστεύω ότι από τα δάκρυα των ανθρώπων είναι η θάλασσα αλμυρή.

Έχουν λοιπόν οι μνήμες υλική υπόσταση; αναρωτιέται στην πρώτη σελίδα του τέταρτου κεφαλαίου. Μπορούν να οικοδομούν σαν πλίνθοι, κεραμίδια και ξύλα; Η γραφή αρχινά ταυτόχρονα με την μνήμη· ο Πεντζίκης θυμάται και γράφει, γράφει και θυμάται. Θυμάται ένα φθινόπωρο, στο τέλος της Κατοχής, την επίσκεψη μαζί με φίλους στο στρατιωτικό νεκροταφείο του Ζεϊτενλίκ [όπου κείνται οι πεσόντες του Γαλλικού Στρατού στο μακεδονικό μέτωπο κατά τον Μεγάλο Πόλεμο]. Αργότερα ζωγράφισε μια άποψη της νεκρούπολης αλλά ήταν αδύνατο τα λαδιά χρώματα της βλάστησης να αποδώσουν εκείνο που είχε νοιώσει. «Οι ανεκτέλεστες επιθυμίες είναι ένα υλικό που η ψυχή αποθηκεύει». Θυμάται στο οστεοφυλάκιο της Αγίας Παρασκευής, στο Β΄ νεκροταφείο της πόλης, σε τάξη τα οστά των κεκοιμημένων σε ισομεγέθη μαβιά ή καφετιά ή μαύρα κασάκια με τα στοιχεία και την φωτογραφία του μεταστάντος. Και σε άλλα χωριά και πόλεις «απέκαμε» το μάτι του βλέποντας «ευτελισμένο τον θησαυρό, σκόρπια σε σωρούς, σα να’ ναι τίποτα τα κόκαλα όσων μας γέννησαν».

Άνθρωπος με τα χέρια στις τσέπες, 1958_

Σε εποχές που η ψυχή του παραμένει σκοτεινιασμένη, αναζητά την ηρεμία περιπλανώμενος στα απόσκια του Χορτιάτη. Πέρα απ’ όλα τα εμπόδια διακρίνει ένα γαλήνιο φως, ένα μυστικό καντήλι που φέγγει γλυκά σαν μέλι. Το ίδιο φως διέκρινε επιστρέφοντας το ίδιο βράδυ με το αυτοκίνητο από το Ασβεστοχώρι, σαν ανατολή μέσα από κουτί των αναμνηστικών. Αλλά δεν θα είναι διόλου εύκολη η εντρύφηση εντός του· πολλές φορές που ερευνούσε εκεί μέσα αισθανόταν πως περιπλανιόταν ανάμεσα σε ερείπια ή μέσα σε κοιμητήριο.

Κι εκεί αρχίζει το ξετύλιγμα των αναμνήσεων, από την ταινία Ζουντέξ που προβαλλόταν το 1917 στον κινηματογράφο Γκωμόν, το μετέπειτα Βασιλικό Θέατρο. Το βιβλίο αρχίζει και τελειώνει (σχεδόν, γιατί όλα έχουν αρχίσει πριν ανοίξουμε το βιβλίο και τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα) σε μια αίθουσα κινηματογράφου, στον χώρο που, μαζεύονται οι ζωντανοί και βλέπουν σκιές ανθρώπων να αναπαριστούν την ζωή, όπως κάποτε άφησε να εννοηθεί σε πρώιμη συνέντευξη ο συγγραφέας. Με τον ήρωά της, που είχε αναλάβει την υποστήριξη των δικαίων μιας αδικημένης αστικής οικογένειας, καυχιόταν ότι έμοιαζε ο εξάδελφός του Αλέκος. Τώρα η μια ενθύμηση οδηγεί στην άλλη και κάθε περιπλάνηση αποτελεί αφορμή ή καλύτερα αφετηρία για τις πιο βαθιές σκέψεις.

Α. ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ_

Σε μια ξενάγηση ξένων στην εκκλησία των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων βλέπει τον υψιπετή τρούλο κι από μέσα τους δέκα Προφήτες σάμπως αιωρούμενους στο κενό, καθώς γύρω τους όλοι η επιφάνεια έχει γυμνωθεί από την χρυσή της αίγλη. Με τα σφαιρικά τρίγωνα οι Βυζαντινοί συνδύαζαν τη σφαίρα με τον κύβο, και κατ’ ακολουθία το τετράγωνο με τον κύκλο κι εδώ η παράσταση και η ιδέα της οδηγούν σε πλείστες παρεκβάσεις. Τον ίδιο ναό, που χαρακτηρίζει ως την ωραιότερη ίσως εκκλησία της Θεσσαλονίκης [συμφωνώ μαζί του τόσο στον χαρακτηρισμό όσο και στο ίσως] ο συγγραφέας ζωγράφισε για το ημερολόγιο της ΑΓΕΤ Όλυμπος – Ηρακλής το 1966. Η τέχνη του Πεντζίκη ήταν καθολική, διαχεόταν παντού.

Είδα επίσης κάποιον εγκαταστημένο σε μια τρύπα των κάστρων, που ’χε σιάξει με παλιοσύρματα και σκουριασμένα φύλλα τενεκέ έναν ωραιότατο περίβολο τριγύρω στη διαμονή του, σωστό παιχνίδι φαντασίας παιδιάτικης. Ξαναπέρασα πέρυσι πάλι έξω από την τρωγλοδυτική εκείνη κατοικία, αλλά ο άνθρωπος είχε πεθάνει και η ομορφοφτιαγμένη μικρή αυλή ήταν έρημη. [σ. 59]

Κάρτα Άνω Πόλη_

Περιπλανιέται στην Τούμπα του Λεμπέτ – στην στερεμένη βρύση πιο κάτω όπου ένιωσε να τον καίει δίψα ακόρεστη, στο προικοδοτημένο από το σχέδιο Μάρσαλ εργοστάσιο αναγομώσεως ελαστικών παρά την οδό προς τον Λαγκαδά, στην ασυνήθιστη Εκκλησία στην Νέα Ευκαρπία, στα παραπήγματα του συνοικισμού Σταυρουπόλεως, στους σκουπιδότοπους γύρω από την Θεσσαλονίκη και καθώς κατακλύζεται από σκέψεις, μνήμες και ιδέες, ξεδιαλέγει τα δικά του απορρίματα, για να βρει το υλικό να φράξει τον δικό του περίβολο «όπου βγαίνει από την τρύπα της και παίζει η μοναχική του ψυχή».

Και ψάχνει να αποθέσει το βάρος της παντελούς ήττας. Μπορεί ο κάθε σωρός των αποτυχιών, των χαμένων, σκευών, των τσακισμένων, συντριμμένων ευθειών να ολοκληρώσει ένα ταξίδι; Είναι δυνατό η τεθλασμένη να γίνει ευθεία ταξιδιού γαλανή; Ποιο είναι λοιπόν το νόημα από τόσα νιάτα, τόση ένταση και ζωή; Από την άλλη χρειάζεται κάπως η μνήμη του να αλαφρώσει από τον υλικό φόρτο. Να γίνει ένα είδος εξάτμισης, και τα πράγματα να υψωθούν σαν καπνός θυμιάματος στον ουρανό. Ίσως «τελικά και συνολικά η ιδέα να μην είναι παρά η φυσική ακολουθία της καλλιέργειας του αντικειμενικού κόσμου μέσα στην υποκειμενική ψυχή».

Εκδρομή με τη σύζυγο του Νίκη, στο δάσος Κουρίτο 1949. Τη στάση του Ν. Γ. Πεντζίκη υπαγόρευσε η επιθυμία του να αποτυπωθεί στη φωτογραφία το σακκίδιό του

Πρέπει η ύπαρξη απαραιτήτως να είναι κίνηση;

Ο Πεντζίκης γράφει με ασκητική πειθαρχία σε αυτή την δουλειά – «άντληση και εξάντληση των ζείδωρων ναμάτων», καταρτίζει λίστες και αρχεία των φίλων και των εικονιζομένων στις φωτογραφίες, τους κατατάσσει με πλείστους ευρηματικούς τρόπους, συλλογίζεται πάνω στην αυτοχειρία του εξάδελφού του Κίμωνα, που «δεν μπορούσε ν’ ανθέξει την πραγματικότητα ύστερ’ από τα μεγάλα όνειρα που είχε κάνει», σκέφτεται τον μυθιστοριογράφο κύριο Στέφο, που δεν θέλει να φτάσει στο τέλος του βιβλίου του, γιατί φοβάται πως γράφοντας την τελευταία σελίδα θα υπόγραφε και τον θάνατό του.

Πόσα πράγματα παλιά χρησιμεύουν για κάτι καινούργιο που κάνουμε, γράφει με ενθουσιασμό. Καθώς ψάχνει υλικό για τις αφίσες της έκθεσης ζωγραφικής που ετοιμάζει, διαλέγει την ρεκλάμα ενός φάρμακου και μια έγχρωμη φωτογραφία από το Μπουένος Άιρες, Avenida de Mayo. «Παρορμούμενος» θυσιάζει κι άλλες ρεκλάμες κι έντυπα και στέκεται σε ένα δροσερό πρόσωπο χαμογελαστού κοριτσιού ή, αλλού, στο ξαπλωμένο της σώμα με το νυχτικό, πριν τον ύπνο. Χαμογελάω καθώς σκέφτομαι την ευφορία του συγγραφέα και όλων μας μπροστά στις αρχαίες εκείνες διαφημίσεις, σε σχέση με σήμερα.

«Θεσσαλονίκη, όπισθεν κατοικιών». Ακουαρέλλα, 1949. Συλλογή Γ. Ν. Πεντζίκη (φωτ. Φ. Σαρρή)

Όλα τα αισθάνομαι σαν μια τερπνή άσκηση, περίπου όπως νιώθουν τα παιδιά που παίζουν, εκφέροντας λέξεις εύηχες που έχασαν πια το συγκεκριμένο τους νόημα

Η Αρχιτεκτονική χτίστηκε ανάμεσα στο 1953 που σχεδιάστηκε, δηλαδή γράφτηκε, και στο 1963 που είδε το φως του τυπογραφείου, δηλαδή εκδόθηκε. Τότε ξεκίνησε και η σχετικά ευρύτερη αναγνώριση του συγγραφέα. Η συγγραφή της καλύπτει τους τελευταίους δυο μήνες της εγκυμοσύνης της συζύγου του και τους τέσσερις πρώτους μήνες της πατρότητας. Έχουν προηγηθεί τα μείζονα έργα Πραγματογνωσία (1950) και Το Μυθιστόρημα της Κυρίας Έρσης (1952) – η πρώτη αποτελεί κατάθεση της ανταπόκρισης του συγγραφέα τον γάμο και το δεύτερο στον έγγαμο βίο. Τώρα είναι σειρά της πατρότητας. Η επιμέλεια αυτής της τρίτης έκδοσης από τον άνθρωπο που υπήρξε ο καρπός εκείνης της πατρότητας αποτελεί πράγματι, όπως γράφει ο ίδιος, μια ένδειξη της δραστικότητας εκείνης της υπέρ υιού προσευχής.

Στρασβούργο, Σεπτέμβριος 1986. Ο Ν. Γ. Πεντζίκης μπροστά στην Πανσιόν Ελίζα, όπου έμενε ως φοιτητής κι όπου τοποθετείται το δωμάτιο του Αντρέα Δημακούδη

Η έκδοση περιλαμβάνει τα κεφάλαια της Αρχιτεκτονικής, το Ιστορικό της (Πρώτες δημοσιεύσεις, Σημείωμα του συγγραφέα, Χειρόγραφο / Εκδόσεις), την Ανάδραση (Επιστολές, Κριτικές / Παρουσιάσεις), Σχόλια, Επίμετρο του επιμελητή, συντομογραφίες και εργοβιογραφικό χρονολόγιο. Σε γυαλιστερό, έγχρωμο δεκαεξασέλιδο είκοσι μία φωτογραφίες εικονίζουν χειρόγραφα, σχέδια και εξώφυλλα εκδόσεων, οικογενειακές φωτογραφίες και έργα του συγγραφέα.

Σε μια από τις επιστολές του (πρωί Μεγάλης Παρασκευής του 1955) ο Τάκης Σινόπουλος του γράφει για την ανεξήγητη ψυχική ευφορία που την απέδωσε σε μερικές φράσεις του βιβλίου, οι οποίες επενεργούσαν μέσα του σαν την παλιά μουσική του 16ου – 17ου αιώνα, ενώ οι πρώτες σελίδες του θύμισαν «τον χρόνο που ξαναβρέθηκε» του Μαρσέλ Προυστ. Αλλά η γοητεία ορισμένων φράσεων χαρακτηρίζεται από τον Σινόπουλο μοναδική ή μυστική και απευθύνεται σε μια αποδεσμευμένη από το λογικό ενδοχώρα. Ο ίδιος ποιητής σε κριτικό του σημείωμα στο περιοδικό Εποχές το 1964, με τίτλο Ελληνική Αντιλογοτεχνία, τον χαρακτηρίζει χιμαιροκυνηγό της αισιοδοξίας.

Ο κήπος μας στην Θεσσαλονίκη

Αν στην συλλογή δοκιμίων Προς εκκλησιασμό, ο αναγνώστης οδηγείται στην επίγνωση ότι η μνήμη μπορεί σε κάποιο επίπεδο να ταυτίζεται με την λήθη, εδώ ο Πεντζίκης ακροβατεί πάνω στα δυο ύστατα ακραία, της ζωής και του θανάτου, σε μια προσπάθεια μνημικής ταύτισης ζώντων και νεκρών. Σε αυτή την ακροβασία πιστά ασκούμαι τόσα χρόνια, διαβάζοντας ξανά και ξανά τα γραπτά αυτού του Συναξαριστή του δικού μου βίου, μέχρι σήμερα που, ορφανός και εξόριστος από την Μητέρα Θεσσαλονίκη, συνεχίζω να ψάχνω στους έρημους δρόμους της τον Αντρέα Δημακούδη, προσπαθώ να συγκρατήσω Ομιλήματα που δεν πρέπει να χαθούν, έρχομαι Προς εκκλησιασμό στις δικές μου εμμονές, περιπλανιέμαι ασκούμενος σε αυτοσχέδια προσωπική Πραγματογνωσία, κρατώ για τα πάντα Σημειώσεις εκατό ημερών και πασχίζω να οργανώσω τον βίο μου σε Αρχείο, μήπως και σχηματιστεί έστω σαν σκαρίφημα κάτι που θα μπορούσε να είναι η Αρχιτεκτονική της δικής μου σκόρπιας ζωής.

Εκδ. Άγρα, 2008, Γ΄ έκδ., [Α΄ έκδ. Ίκαρος, 1963, Β΄ έκδ. Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, 1978] σελ. 323.

ΝΓΠ, 1946

Στις εικόνες: Στις εικόνες: Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης στο γραφείο του [Βασ. Όλγας 197]. Χριστόψαρο [1978], Άνθρωπος με τα χέρια στις τσέπες [1958], Ναός Δώδεκα Αποστόλων, Εκδρομή με τη σύζυγο του Νίκη στο δάσος Κουρίτο· την στάση του υπαγόρευσε η επιθυμία του να αποτυπωθεί στη φωτογραφία το σακίδιό του [1949], Θεσσαλονίκη, όπισθεν κατοικιών [1949, φωτ. Φ. Σαρρή], Στρασβούργο, μπροστά στην Πανσιόν Ελίζα, όπου έμενε ως φοιτητής κι όπου τοποθετείται το δωμάτιο του Αντρέα Δημακούδη [Σεπτέμβριος 1986], Ο κήπος μας στην Θεσσαλονίκη, ΝΓΠ [1946].

2 σκέψεις σχετικά με το “Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης – Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής

Σχολιάστε