10
Μάι.
12

Ελεωνόρα Σταθοπούλου – Καλό αίμα κακό αίμα

Καλλιγραφώντας ανείπωτα δράματα

Άλλες προσευχές πιάνουν κι άλλες μένουν ανεκπλήρωτες. Όμως όλες ο Θεός τις άκουσε. Δεν μπορεί να ισχυριστεί πως δεν τις άκουσε. Γι’ αυτό και όταν θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία και κριθεί ο Θεός, τότε θα δώσει λόγο για τις προσευχές που αγνόησε. Ακόμα δεν μπορεί να μιλήσει. Όμως τη μέρα της απολογίας Του θα απολογηθεί για όλα. [σ. 165]

Ο Νίκος Βαλσάμος προσπαθεί να ξεκινήσει μια νέα ζωή βγαίνοντας από το ορφανοτροφείο, πάντα βασανισμένος απ’ τις οικογενειακές μνήμες κι άυπνος από το φόβο μην επαναληφθούν οι τραγικές στιγμές της ζωής του. Αλλά και η νέα του ζωή δεν έχει παρά ένα καθυστερημένο παιδί που παίζει στο χώμα, ένα σκυλί που ψήνεται δεμένο στο βαρέλι, ένα καμένο δάσος με την ταμπέλα «Καλώς ήλθατε» και την Μαργαρίτα που κάποτε έπαιζε μπάσκετ, τώρα να κυλά σε καροτσάκι. Την βγάζει βόλτες, την παντρεύεται, αρχίζει να πείθεται πόσο άχρηστο είναι να υποφέρεις. Αν προσκολληθεί στις γλύκες της γυναίκας του, ίσως οι σκέψεις που κατοικούν στην άβυσσο παραμείνουν εκεί.

Όσο υπάρχει ο Ιούνιος, τα τριζόνια και οι αστρικές λάμψεις εκείνη έχει απτή χαρά για τη ζωή· όσο ζει στην εξοχή, αισθάνεται πως ολόκληρο το σύμπαν κινείται αργά και δεν την προσπερνά, γιατί «είναι δέντρο πια, κι ανθίζει σαν δέντρο». Αντίθετα, για εκείνον ήταν πάντα αδύνατον να παραδοθεί στην ευτυχία, που εμπεριέχει μια κατάσταση ξενοιασιάς, καθώς από παιδί είχε μάθει να είναι σε εγρήγορση, κυκλοφορούσε μεγάλος κίνδυνος στο σπίτι, ο πατέρας απειλούσε να τους κάψει. Ο Βαλσάμος αποτάσσεται την ευτυχία: το μόνο που αξίζει είναι να πολεμάς με όλη σου τη δύναμη καρδιάς, ψυχής και διάνοιας. Γιατί γνωρίζει πως όλα μπορούν να συμβούν από τη μια στιγμή στην άλλη, όπως στη Μαργαρίτα με το γαλάζιο φόρεμα που πήγαινε προς το ζαχαροπλαστείο αλλά σταμάτησε στην άσφαλτο, όπως στην αδελφή του και τα καμένα της μαλλιά.

Εκείνος περιμένει την ημέρα που η Μαργαρίτα θα περπατήσει, εκείνη του λέει πως δεν υπάρχει τέτοια μέρα αλλά τριακόσιες εξήντα πέντε άλλες, που έχουν τη λάμψη τους και τη λύπη τους αλλά είναι ζωή και αυτό φτάνει. Στην πολλαπλώς τραγική κορύφωση της ιστορίας ο Βαλσάμος εκβιάζει τον ερχομό της σωτήριας ημέρας με ένα εμπύρετο κήρυγμα στην εκκλησία, συγκλονισμένος από την πίστη πετάει το καροτσάκι της και φτάνει στο σημείο να θυσιάσει και τα δικά του πόδια, ώστε να μοιράζονται την ίδια κατάσταση, προτού εκείνη ξαναβάλει το γαλάζιο φουστάνι να ισορροπήσει πάλι στα πόδια της, αλλά τώρα μπροστά στο κενό («Απόγνωση»).

Η Ευγενία του διηγήματος «Σύμπτωση» ζει μ’ έναν άντρα δυνάστη «εισπνέοντας κάθε μέρα δίπλα του αναθυμιάσεις δηλητηριώδεις». Κάθε φορά που ξαπλώνει δίπλα του γυρνά το κεφάλι προς την φωτισμένη πινακίδα του φαρμακείου, με γράμματα «σαν αστεράκια στον ουρανό μιας ζωής χαμένης». Για τον φαρμακοποιό είναι όμορφη, ηττημένη και κουτή, πράγμα που καμιά φορά δημιουργεί στους άντρες μια εντύπωση κυριαρχίας που μοιάζει με τον έρωτα, ενώ απεχθάνεται τους πελάτες του, καθώς ελάχιστοι αξίζουν την θεραπεία των φαρμάκων, για να συνεχίσουν μετά να διεκδικούν και να τσακώνονται, αποτελώντας ο καθένας ενόχληση για τον άλλον.

Όταν εκείνη μπαίνει βιαστική στο φαρμακείο για να ζητήσει τις απολύτως απαραίτητες σταγόνες του άντρα της, ακόμα και μετά την κακομεταχείρισή της, ο φαρμακοποιός ενισχύει την μισανθρωπία του: Το κλάμα είναι μύξες, αλάτι και νερό. Εγώ θέλω να συνεννοηθώ με το Λόγο. Μη με γυρίζεις πίσω. στη φυλακή των δακρύων, γιατί θα σου απαντήσω με το αίμα που ανεβαίνει στο κεφάλι μου και τότε δεν θα συνεννοηθούμε ποτέ. Θα πρέπει να τον βγάλει απ’ τη ζωή της, απ’ την ίδια τη ζωή, αλλιώς θα χαθεί μαζί του. Η διπλά συντετριμμένη γυναίκα δίνει τις σταγόνες στον άντρα της αλλά σε υπερβολική δόση. Ο φαρμακοποιός την περιμένει να χαρεί την ελευθερία της αλλά εκείνη τον ενημερώνει πως άφησε ένα γράμμα – ομολογία της ενοχής της στις αρχές. Κι αντιδρά ξανά: αυτό σου μαθαίνουν από την ημέρα που γεννήθηκες. Πώς είσαι ένα σκουπίδι σου μαθαίνουν. Πως δεν υπάρχει χαρά σου μαθαίνουν. Ούτε μια τόση δα χαρούλα για τα σκουπίδια…

Όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι του φαίνονται οριστικά ασύντακτοι, ασυνάρτητοι – και η ομολογία της Ευγενίας μια ανεπίτρεπτη επιλογή που του πρόσφερε βαθύτατη απογοήτευση και τον ωθεί να παντρευτεί μια νέα γυναίκα. Αλλά το σκουλήκι της πλήξης αρχίζει πάλι να τον κατατρώει κι αρχίζει ν’ αναπολεί την Ευγενία, εκείνο το παλιό είδος γυναίκας που είναι πιο πολύ μητέρες παρά ερωμένες. Και ύστερα από δέκα χρόνια εγκλεισμού της, σε μια ακαριαία επιφοίτηση, παραδέχεται γραπτώς και επιστολικώς πως εκείνος θα έπρεπε να βρίσκεται στη φυλακή, στη θέση της. Αλλά προτού τις στείλει μαθαίνει για τον θάνατό της και τελικά η απροστάτευτη γυναίκα τον προστάτευσε από την δική του καταστροφή. Τουλάχιστο το επισκεπτήριο που περίμενε μάταια στην φυλακή, τώρα θα της το προσφέρει στην τελευταία της κατοικία.

Όταν η Ιουλία έχασε τους γονείς της στην ηλικία των πέντε, η θεία της, βλέποντάς την να σηκώνει το φουστάνι της κάτω από μια μηλιά, της είπε: ή πουτάνα ή καλόγρια. Η μικρή πέρασε να δει τις καλόγριες και δεν της άρεσαν, άρα στα δεκάξι βγήκε στο πεζοδρόμιο. Στα κυριακάτικα ρεπό της σκεφτόταν πως είχε σηκώσει το φουστάνι της να δείξει πόσο είχε φουσκώσει η κοιλίτσα της απ’ τα ρεβύθια. Τώρα ολόκληρη η οικογένειά της είναι η τραβεστί Τερέζα, που μυρίζει γιασεμί. Γι’ αυτό την αγαπάνε οι άντρες την Τερέζα. Γι’ αυτό την θέλουν. Ρίχνονται πάνω της κι είναι σα να ’χωσαν τα μούτρα τους σε μια ανθοδέσμη. Και δεν τους λέει όχι σε τίποτα. Τη γδέρνουν, τη ματώνουν, μπήγουν τα δόντια στο σώμα της και τη νύχτα αποκοιμιόνται μες στα γιασεμιά. Κάτι παλιά γιασεμιά που ξεφυτρώνουν απ’ το δέρμα της με ωραία σκιούλα δροσερή και νανουρίσματα. [σ. 259]

Στα δεκαοχτώ της πηγαίνει στην εκκλησία την Μεγάλη Παρασκευή, όπου μυρίζει τα λουλούδια πάνω απ’ το νεκρό Χριστό και την κολόνια που ραντίζουν τους πιστούς, μια μυρωδιά από λεμόνι γλυκό και ξυνισμένο. Και σκέφτεται να φέρει στην εκκλησία το άρωμα της Τερέζας, να ευωδιάσουν οι ψυχές. Στην επόμενη Μεγάλη Παρασκευή πηγαίνει με τα κόκκινα λουστρίνια που της χάρισε η Τερέζα, σαν δυο πέταλα από παπαρούνες, να δουν οι επίτροποι πώς μυρίζει η αγάπη, να δουν πως μόνο η Τερέζα είναι καλή. Το ίδιο βράδυ περιμένει να τιναχτεί το άρωμα απ’ το μπουκάλι, να ευχαριστηθούν απ’ τον Κάτω Κόσμο εκείνοι που θα καταλάβουν ότι τους σκέφτεται. Αλλά η εκκλησία είναι μαύρη απ’ την μουτζούρα, απ’ τα πολλά κεριά που ανάψαν  χωρίς όφελος («Τερέζα»).

Και τα 18 διηγήματα της συλλογής ξεχειλίζουν από ανείπωτα σκληρές κι όμως περίτεχνα ειπωμένες ιστορίες, που καλλιγραφούν την απόλυτη σκληρότητα της ζωής όπως ακριβώς είναι, συμπληρώνοντας ένα άτυπο σύνολο εξαίρετης δραματικής, διηγηματογραφίας μαζί με το Γλυκό του Κουταλιού της Ελένης Ζαχαριάδου και τις δυο συλλογές διηγημάτων της Μαρίας Κουγιουμτζή, ως πρώτα που μου έρχονται στο μυαλό. Και εδώ όμως τα βαθύτατα ταχυδράματα δεν μας μαυρίζουν την ψυχή, ούτε μας σκοτεινιάζουν τους ορίζοντες, αλλά αντίθετα μας παρηγορούν με ένα αδιόρατο αλλά παχύ στρώμα της γλυκόπικρης αίσθησης πως τελικά ακόμα και η πιο τραχιά όψη της ζωής μπορεί τελικά να αποδοθεί με τις λέξεις και να προσφερθεί ως βάλσαμο τόσο σ’ όσους γνωρίζουν καλά τέτοιες οριακές καταστάσεις, όσο και σ’ εκείνους που θωρακίζονται για να τις αντιμετωπίσουν στο μέλλον τους.

Όταν η μητέρα πηγαίνει στο κομμωτήριο, γίνεται τόσο ψηλή που δεν αγαπάει κανέναν. Κι όταν έχει λεφτά, γίνεται τόσο αγέρωχη που δεν λογαριάζει κανέναν. Κι όταν ντύνεται, γίνεται τόσο εντυπωσιακή που δεν συγχωρεί κανέναν. Έτσι η Μόνικα τρυπάει στα κενά που η μητέρα δεν κάνει τίποτα απ’ τα τρία και να εκτιμά όποια μορφή αγάπης ανθίζει στο μεσοδιάστημα.«Μητέρα έχεις δυο πρόσωπα», είπε μια φορά στη Στέλλα η Μόνικα. «Το ένα με παγώνει και το άλλο με καίει. Δεν θα μπορούσες να ’σαι δροσερή;»…«Είναι μια απέραντη θάλασσα η καρδιά σου, μαμά, μα εγώ δεν ξέρω μπάνιο». [σ. 26-27]

Η συλλογή ξεκινάει με ένα εμβληματικό διήγημα (στην έκταση της νουβέλας) για την ολοκληρωτική συντριβή μιας κόρης από την μητέρα της (H μαμά μου κι εγώ), που συμπληρώνει με τη σειρά του σημαντικά κείμενα ανάλογης θεματολογίας, από την Η Κασσάνδρα και τον Λύκο ή την Μαμά της Μαργαρίτας Καραπάνου ως τη Σκύλλα και το Κουτάβι του Μιχάλη Μιχαηλίδη. Η δωδεκάχρονη Μόνικα ζει για να είναι ευχαριστημένη η μητέρα της. Τσαλακωμένη σαν το φουστάνι της, με την απορία αν η μητέρα απολαμβάνει την ντροπή της, με μια μόνιμη αίσθηση πως η  «αγέρωχη» και «μορφωμένη» μαμά την αφήνει μετεξεταστέα, όπως όταν κάποτε μικρή τόλμησε να προτιμήσει ένα παγωτό από το να εισέλθει στη σκοτεινή αξιοθέατη εκκλησία και για τρεις μέρες δεν της απηύθυνε τον λόγο. Πώς να έκανε κάτι τόσο εντυπωσιακό ώστε να της μιλήσει πάλι; Κι όμως δεν είμαι ένα παιδί για πέταμα…Θα διορθωθώ, σ’ το υπόσχομαι, και θα καμαρώνεις για μένα. Θα γίνω σπουδαία και θα σε πάρω να φύγουμε και τότε θα με πιστέψεις. Ό,τι δεν έκανε ο μπαμπάς θα το κάνω εγώ.

Η μητέρα τρελαίνεται και χάνει συχνά το κέφι της αλλά δικαιολογείται γιατί είναι ανώτερη, είναι θεά. Αρκεί όμως να μην δείχνει μπροστά της ευτυχισμένη, γιατί σύμφωνα μ’ εκείνη, η ευτυχία είναι για να τα ζώα. Όταν ένα μεγάλο αγόρι σ’ ένα παζάρι της πρόσφερε μια φλογέρα, η μικρή την έκρυψε στο εικονοστάσι της γιαγιάς, ψηλά στον τοίχο, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα. «Τι θες να κάνω για σένα μαμά;», την ρωτάει κάθε φορά με αγωνία. Αλλά υπάρχουν και οι σιωπηλές ερωτήσεις: Γιατί όταν οι άντρες χτυπάνε τα παιδιά τους οι γυναίκες προτιμάν τους άντρες; Όταν ο πατέρας ζούσε μαζί τους, μόνο το μέρος του έπαιρνε.

Οι επιμέρους ενότητες διατρέχουν γρήγορα τα χρόνια μιας ζωής: η Μόνικα μεγαλώνει και συνεχίζει να ζει δίπλα στη μητέρα της, που πάντα «μιλάει άπταιστα όλες τις γλώσσες των ανθρώπων εκτός απ’ τη δική της». Η ζωή δίπλα της στερείται χαρά, η αγάπη που περίμενε δεν έφτασε ποτέ κι όλα όσα ονειρεύεται δεν γίνονται χωρίς αγάπη. Ακόμα κι όταν η μητέρα της σωριάζεται απ’ την αρρώστια, εκείνη βρίσκεται ακόμα πιο χαμηλά. Μήπως ο σύζυγος και πατέρας εξακολουθεί παρά την φυγή του να μολύνει τη ζωή τους; Μήπως για σένα είμαι αυτός και γι’ αυτόν είμαι εσύ, γι’ αυτό δεν είμαι απολύτως τίποτα;

Ανάμεσα στην σιωπηλή συμπαράσταση της εξίσου ανυπεράσπιστης θείας και στον πειρασμό της δολοφονίας, η Μόνικα αποδέχεται πως οι ανάγκες της δεν πρόκειται να τελειώσουν πριν την δική της ζωή. Την κοιτάζει κι αναρωτιέται γιατί δεν την μισεί αρκετά ώστε να ξεπεράσει τον φόβο της. Ακόμα κι όταν ο λόγος της πλέον ξεχύνεται χείμαρρος, η μητέρα ανοίγει στη διαπασών την τηλεόραση. Θα’ θελε να της φωνάξει: Εσύ κι όλοι οι καλοί άνθρωποι λυπηθείτε κάποτε τους φονιάδες σας.

Συνέχισε να υπάρχεις, μαμά, μαζί με τη βρύση που στάζει και μαζί με το χρόνο στο κομοδίνο σου…Γιατί αν πεθάνεις δεν θα’ μαι πια το παιδάκι κανενός και τα μαλλιά μου θ’ ασπρίσουν σε μια νύχτα. [σ. 60]

Εκδ. Εστία, 2010, σελ. 266.

Advertisement

0 Σχόλια to “Ελεωνόρα Σταθοπούλου – Καλό αίμα κακό αίμα”



  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Μαΐου 2012
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123456
78910111213
14151617181920
21222324252627
28293031  

Blog Stats

  • 1.138.710 hits

Αρχείο


Αρέσει σε %d bloggers: