Οι θεματικές ανθολογίες αλλά και οι παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα αποτελούν δυο από τις όψεις του πολυπρόσωπου νομίσματος μιας αφήγησης που επιχειρεί να εστιάσει στο ειδικό και επίκαιρο για να καταγράψει το γενικό και διαχρονικό. Κάθε λέξη, όρος, έννοια, ψηφίο κ.λπ. μπορεί να αποτελέσει το κεντρικό θέμα μιας τέτοιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας συλλογής, η οποία θα αποκαλύπτει όχι μόνο τις πλείστες χρήσεις του αλλά και θα προσφέρει την ευκαιρία για πειραματισμό πάνω σε ισάριθμα είδη γραφής.
Ο συγγραφέας εδώ εμπνέεται από το επετειακό εκατοστό τεύχος του περιοδικού Εντευκτήριο, που προσκάλεσε τους συνεργάτες του σε συγγραφή κειμένου με τον όρο της μνημόνευσης του αριθμού εκατό και των παράγωγών του. Ποιο είναι άραγε η πρώτη περίσταση – περίφραση που μας έρχεται στο νου; Σε τούτο τον αριθμό δεν ενοικεί το παραδεδεγμένο όριο του βίου (συνεπώς «στα πενήντα ένα αποκτάς την απόλυτη πλειοψηφία της ζωής σου»), το εναρκτήριο ποσό κατά το παζάρι των αργυρίων, ο απόλυτος βαθμός οινοπνευματώδους και ντεσιμπέλ και βέβαια η διαχρονική γενέθλια ευχή; Ανάλογη θέση στα «μικρά διηγήματα» του Ευσταθιάδη έχουν ρόδα εκατόφυλλα και πόλεμοι εκατονταετείς, αφορμές επετειακές και σημεία βρασμού, άρθρα νομικά και συμφωνίες μουσικές, λαμπτήρες εκατό κηρίων και σημεία εθνικών οδών, μιλιγκράμ φαρμακευτικά και αντίτυπα ευπώλητα, μαζί με τα σημαίνοντα της εκατόμβης και της εκατονταπυλιανής.
Εκατό λοιπόν … αριθμός δεσποτικός, συντριπτικός, απόλυτος και υπεροπτικός τουλάχιστον όσον αφορά την ψυχολογία των καταναλωτών, αδιαπραγμάτευτος ως τελεσίδικος, σε αντίθεση με το ελαστικό, καμπύλο και χαριτόβρυτο 99, 99 με το οποίο το χωρίζει διαφορά γελοία αλλά ψυχολογική επίπτωση μέγιστη. Μόνο που ο τριψήφιος αριθμός πολλές φορές δεν αποτελεί παρά την αφορμή για μια διαφορετική ανάγνωση βεβαιοτήτων ακλόνητων και συμβάντων αποδεκτών. Ο περίφημος εκατόμετρος αγώνας ταχύτητας στον στίβο μετατρέπεται σε θρησκευτική τελετουργία με θεούς και προσευχόμενους και ο διάλογος ανάμεσα στην εξουσία και στον πολέμιό της (εδώ μεταξύ εκατόνταρχου και επαναστάτη) μετατρέπεται σε διαλεκτική αντιπαράθεση μπορχεσιανής έμπνευσης. Ο αυτόματος τηλεφωνητής ενός αριθμού που τελειώνει σε εκατό αποτελεί δοκιμή επιστροφής στο παρελθόν κι ένας κωδικός αυτόματης ανάληψης οριακών ποιητικών στίχων σε χρήσιμη τεχνολογική ευκολία.
Στην «μικρή αγγελία» το σύνηθες περιεχόμενο του λιλιπούτειου ενημερωτικού κειμένου περί του ενοικιαζόμενου διαμερίσματος μεταλλάσσεται σε ποιητικό πεζό κομψοτέχνημα. Εδώ η προσφερόμενη επιλογή έχει επενδυθεί με πατώματα από ξυλεία κιβωτού που διασώζει τη μνήμη, μεγάλους καθρέφτες για αξιοσημείωτο αντικατοπτρισμό του εγώ, στάζουσες βρύσες για μουσικό ηχητικό υπόστρωμα, αχρησιμοποίητη γραφομηχανή για επίδοξους συγγραφείς ή αυτόχειρες, και κουνουπιέρες που προφυλάσσουν από δυσάρεστες αναμνήσεις ή ανεπιθύμητα ενύπνια. Σ’ ένα τέτοιο κείμενο οι εκατοστιαίες διαστάσεις του χώρου σαφώς περνούν σε ύστατη μοίρα.
Απαραίτητο στοιχείο του μινιμαλιστικής μουσικής, τουλάχιστον όπως την ορίζει ο Φίλιπ Γκλας, που επιλέγει τρεις νότες και τις επαναλαμβάνει εκατό φορές, βολικό εργαλείο στην τέχνη του Μοντριάν, που ζωγράφισε είκοσι πέντε παραλληλόγραμμα με εκατό γραμμές, ανοιχτό ερώτημα ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα της ακρόασης των δίσκων στις εκατό στροφές, το τριψήφιο νούμερο εμπνέει θαυμαστά κειμενικά αποκόμματα όπου η κάθε ιστορία, είτε δυο γραμμών είτε τριών σελίδων είναι αυτάρκης και αρκεί για να ευφράνει ή να κινητοποιήσει επιθυμητούς μηχανισμούς.
Στο τέλος ο αριθμός δεν αποτελεί παρά μια δικαιολογία εκκίνησης· ίσως πάλι εξαρχής αποτελούσε μια τέτοια αφορμή. Κατά τα άλλα προσκαλούνται και γίνονται δεκτές όλες οι εποχές και όλες οι διαθέσεις, όλα τα λογοτεχνικά είδη και όλες οι γραφές, με κυρίαρχη μια διακειμενική ποιητική, πάντα με απολύτως ακριβή και διασταυρωμένα τα ιστορικά πρόσωπα, τα γεγονότα και τις χρονολογίες και απολύτως φανταστικά όλα τα υπόλοιπα, όπως εξηγείται στο δισέλιδο επίμετρο και ενίοτε επεξηγείται στις εξασέλιδες σημειώσεις.
Μετά την ανάγνωση σκεφτόμουν να καταλύσω σ’ ένα δωμάτιο με τον αριθμό 100, διαθέσιμο σε ξενοδοχεία και νοσοκομείο. Κι εκεί που ετοιμαζόμουν να επιλέξω το ξενοδοχείο, διαβάζω πως ο αισιόδοξος του σχετικού κειμένου «συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι η απαισιοδοξία του ήταν άστοχη, αφού στο νοσοκομείο δεν εισάγεται κανείς για να πεθάνει, αλλά για να ιαθεί. […] Ενώ ήξερε πως η θαλπωρή της επιγραφής «Μην ενοχλείτε» είναι αποτρεπτική για τις καθαρίστριες, αλλά όχι το ίδιο αποτρεπτική όταν πλησιάζει ο θάνατος, συμπέρανε πως η μελαγχολία της αναχώρησης είναι κοινή, είτε πρόκειται για αλλαγή χώρου, είτε για αλλαγή χρόνου σε μη χρόνο. […] Κατέληξε πως φόβος των δυο δωματίων είναι ίσως διαφορετικός, αλλά η μοναξιά των ανθρώπων μέσα σ’ αυτά, ίδια, και πως οι αριθμοί είναι πιο ασφαλείς απ’ ό,τι τα συναισθήματα. Έγραψε, λοιπόν, για ένα δωμάτιο με τον αριθμό 100, αφήνοντας τον προσδιορισμό του χώρου στο τυχαίο, μια και γνώριζε καλά πως για τον αναγνώστη μετράνε περισσότερο – όπως θα ’λεγε ο Αλεξανδρινός – οι «στοχαστικές προσαρμογές». [σ. 104 – 105]
Σε μια συλλογή μεταξύ ίσων, ποιο θα είναι άραγε το προνομιούχο καταληκτήριο κείμενο; Μα δεν υπάρχει! Όπως και στις Οδηγίες χρήσεως της Ζωής του Ζορζ Περέκ και τις Ασκήσεις Ύφους του Ραιημόν Κενώ, η αρίθμηση σταματάει στο 99, αλλά με μια διαφορά: εδώ το τελευταίο, ενενηκοστό ένατο κείμενο λειτουργεί ως «τέλειον – ατελές», μια πόρτα ανοιχτή προς τους αναγνώστες, που δεν θα γράψουν μόνο το δικό τους εκατοστό κείμενο – αυτό που αναμφίβολα θα τριγύρισε στο μυαλό τους κατά την ανάγνωση – αλλά και θα εξακτινώσουν τον τιμώμενο αριθμό στο άπειρο.
Εκδ. Μελάνι, 2013, σελ. 190.
Στις εικόνες: Lucio Dalla, Dmitri Dmitriyevich Shostakovich και Fernando de Lucia σε εξώφυλλο, Piet Mondrian – όλοι με διακριτική θέση σε κάποια εκατοστιαία ιστορία.
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 37 [άνοιξη 2014].
0 Σχόλια to “Γιάννης Ευσταθιάδης – Εκατό”