Μαργκαρέτε Μπούμπερ – Νόυμαν – «Μίλενα από την Πράγα»

Μίλενα, τώρα γνωρίζουμε ποια ήσουν

Όταν χάνεις την ελευθερία, δεν χάνεις βέβαια και την ανάγκη ν’ αγαπηθείς. Μάλιστα, σε συνθήκες αιχμαλωσίας, η επιθυμία για τρυφερότητα και παρηγορητική εγγύτητα με τον άνθρωπο που αγαπάς γίνεται σφοδρότερη. Στο Ράβενσμπρουκ άλλες κατέφευγαν στη φιλία γυναίκας με γυναίκα, άλλες μιλούσαν πολύ για αγάπη κι άλλες επέτειναν τον πολιτικό, ακόμη και τον θρησκευτικό φανατισμό τους ως υποκατάστατο του έρωτα… [σ. 71]

… γράφει η συγγραφέας σε μια από τις αναρίθμητες πυκνές παραγράφους της συγκλονιστικής της μαρτυρίας από την ζωή της στο ναζιστικό στρατόπεδο του Ράβενσμπουργκ από το 1940 ως το 1945. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη έκδοση που συμπληρώνει όχι μόνο την λογοτεχνία και την ευρύτερη γραμματεία των στρατοπέδων συγκέντρωσης αλλά και το βιογραφικό κενό για την ζωή της γυναίκας που γοήτευσε τον Κάφκα και ενέπνευσε την γνωστή αλληλογραφία. Είναι αξιοσημείωτο ότι η συγγραφέας ήταν η πρώτη, μαζί με τον Βικτόρ Σερζ  (για τα δυο συγκλονιστικά βιβλία του βλ. δεξιά πλευρική στήλη), που έγραψε εκτενώς για τα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εδώ βρίσκεται η μέγιστη τραγικότητα της ιστορίας της, καθώς γνώρισε τον φρικιαστικό εγκλεισμό και στις δυο μορφές του ολοκληρωτισμού που κυριάρχησε στον εικοστό αιώνα. Άλλωστε ήταν το ίδιο το σταλινικό στρατόπεδο που την παρέδωσε στους Γερμανούς και την οδήγησε στο Ράβενσμπουργκ.

Επιστρέφοντας στο παραπάνω απόσπασμα, πράγματι, οι παθιασμένες φιλίες των πολιτικών κρατουμένων ήταν εξίσου συχνές όσο και μεταξύ των «αντικοινωνικών» και των ποινικών. Η στενή συμβίωση χιλιάδων νεαρών γυναικών και κοριτσιών, παρά τον τρόμο που επικρατούσε στο στρατόπεδο, δημιουργούσε ατμόσφαιρα ερωτισμού. Η συγγραφέας θυμάμαι κατά την βραδινή βάρδια στο ραφείο των Ες Ες νεαρές Τσιγγάνες καθισμένες στις ραπτομηχανές τους να τραγουδούν λιγωμένα ερωτικά τραγούδια παρά το αδιάκοπο γάζωμα, την αφόρητη ζέστη, την σκονισμένη ατμόσφαιρα και την εξόντωση της δουλειάς. Ορισμένες εκτόνωναν τις ερωτικές τους επιθυμίες με τον χορό. Στροβιλίζονταν «στο βάθος του βρομερού καμπινέ» ενώ οι φίλες τους κρατούσαν τσίλιες στην είσοδο για τυχόν έλεγχο από τις Ες Ες. Άλλες αντάλλαζαν απλώς ερωτικές επιστολές.

Αλλά η αφηγήτρια συγκράτησε μια άλλη ιδιαίτερη σκηνή που αποδίδει ανάγλυφα την μανιασμένη ανάγκη να υπάρξει το ερωτικό και το ωραίο ακόμα και σε τόσο τραγικές συνθήκες: το κεφάλι ενός άντρα να ξεπροβάλει από ένα φρεάτιο και να κοιτάζει προς την μεριά των γυναικείων παραπηγμάτων, όπου πηγαινοερχόταν λικνιζόμενη μια αντικοινωνική, η οποία είχε σφίξει το άχαρο ριγέ ρούχο της φυλακής και το είχε σηκώσει ψηλά ώστε να φαίνονται οι γάμπες της μέχρι τα γόνατα. Μπορεί να ήταν «ισχνές σαν λιανοκλάδια και γεμάτες εξανθήματα», όμως εκείνη το είχε ξεχάσει και το χαμόγελό της έλαμπε από γυναικεία αυτοπεποίθηση. Και άλλωστε ο θαυμαστής με το στρογγυλό κρανίο την έβρισκε ωραία και αξιέραστη.

«Ο έρωτας δεν σκοτώνεται…είναι δυνατότερος από κάθε βαρβαρότητα» είπε η Μίλενα Γιέσενσκα στην συγγραφέα που της διηγήθηκε την σκηνή. Οι δυο γυναίκες γνωρίστηκαν στο στρατόπεδο και συνδέθηκαν με ιδιαίτερη φιλία. Ακριβώς αυτή η βαθειά σχέση που ξεπερνά τις καθιερωμένες λέξεις είναι το αντίπαλο δέος μπροστά στην φρίκη της ζωής στα στρατόπεδα εξόντωσης· και είναι ακριβώς εκείνη που διαφοροποιεί αυτή την κατ’ ουσίαν βιογραφία από την σχετική λογοτεχνία εφόσον θέτει ακριβώς αυτή τη σχέση στο επίκεντρο του βίου που βρισκόταν για πέντε χρόνια στα όρια, κάτω από την άβυσσο της βίας, του εξευτελισμού και του πανταχού παρόντος θανάτου. Άλλωστε το όνομα Μίλενα σημαίνει στα τσεχικά ερώσα αλλά και ερωμένη, και σα να ήταν γραφτό της, έρωτας και φιλία έμελλα να κυριαρχήσουν σ’ ολόκληρη τη ζωή της, μας βεβαιώνει η συγγραφέας

Η Μίλενα έζησε εκτός των άλλων την τραγική ειρωνεία να ακροβατεί σ’ ένα ακόμα μεταίχμιο: ήταν απόλυτα ξένη και συχνά αντιπαθής ανάμεσα στις διάφορες «ταυτότητες» των έγκλειστων γυναικών, ακριβώς όπως και ο κυνηγημένος Σερζ, υπό άλλες βέβαια περιστάσεις. Ήταν αντικομμουνίστρια για τις κομμουνίστριες (γι’ αυτό άλλωστε και η ζωή της παρέμεινε απαγορευμένο θέμα στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού) και πρώην κομμουνίστρια για τις αντικομμουνίστριες, ήταν Τσέχα για τις Γερμανίδες και Γερμανίδα για τις Τσέχες, ήταν αμφιβόλου πίστεως για τις Καθολικές.

Είναι γεγονός ότι καταπώς φαίνεται όλοι είμαστε ικανοί να ζούμε, γιατί όλοι μας δραπετεύσαμε κάποτε στο ψέμα, στην τυφλότητα, στον ενθουσιασμό, στην αισιοδοξία, σε κάποια πεποίθηση, στον πεσιμισμό ή σε κάτι άλλο. Εκείνος όμως δεν ζήτησε ποτέ προστασία σε κανέναν άσυλο. Είναι απολύτως ανίκανος να πει ψέμα, όπως είναι ανίκανος και να μεθύσει. Δεν έχει απολύτως κανέναν καταφύγιο, καμία στέγη. Γι’ αυτό είναι εκτεθειμένος σ’ όλα αυτά από τα οποία εμείς προστατευόμαστε. Είναι σαν γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους. Και ό, τι λέει, ό, τι είναι και ό, τι ζει δεν είναι καν η αλήθεια. Είναι ένα ον απόλυτο, αφ’ εαυτού και δι’ εαυτό, απαλλαγμένο από κάθε είδους συστατικό που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να παραποιήσει την εικόνα της ζωής, την ομορφιά ή την αθλιότητά της, αδιάφορο… [σ. 108]

… γράφει η Μίλενα για τον Κάφκα, έναν άλλο και αλλιώς ανένταχτο και μοναδικό, και τα σχετικά γραπτά της αποτελούν έναν ακόμα πόλο ενδιαφέροντος εφόσον το βιβλίο ρίχνει τους πλάγιους φωτισμούς του και στην ερωτική και επιστολογραφική σχέση τους. Για την Μίλενα, την ερώσα, όπως την περιγράφει ο Κάφκα, ο έρωτας ήταν η μόνη μεγάλη ζωή. Δεν είχε καμία αναστολή και δεν θεωρούσε ντροπή το να αισθάνεται έντονα. Δεν κατέφευγε ποτέ σε κανενός είδους γυναικεία τεχνάσματα, θεατρινισμούς ή κοκεταρίες. Με τον Κάφκα δεν συνδεόταν μόνο με τον σαρκικό έρωτα αλλά και μια βαθιά συγγένεια άλλου είδους κι αυτά ακριβώς τα βάθη ανασκάπτονται σ’ αυτό το ούτως ή άλλως απόλυτα ψυχογραφικό έργο.

Το βιβλίο καλύπτει τις 303 σελίδες της έκδοσης. Ακολουθεί ένα εκτενές επίμετρο 75 σελίδων από την επιμελήτρια, η οποία διανθίζει το πλούσιο κείμενό της με ιδιαίτερα προσωπικό τόνο. Ακολουθούν άλλες 85 σελίδες βιογραφικών σημειωμάτων, το απαραίτητο εργοβιογραφικό σημείωμα για την συγγραφέα, πίνακας κυριωνύμων, ευρετήριο προσώπων κι ένα δεκαεξασέλιδο με εικόνες και σχετικά κείμενα από την εκδότρια Γιώτα Κρισέλη. Σε κάποιο σημείο του επιμέτρου αναφέρεται το βιβλίο της Ρουτ Κλύγκερ Η ζωή συνεχίζεται [γαλλ. και ελλ. τίτλος Άρνηση μαρτυρίας], άλλη μια μεταξύ δοκιμίου και αυτοβιογραφίας κατάθεση στην στρατοπεδική γραμματεία, όπου η συγγραφέας διαλέγεται και με το παρόν της. Εκεί, μεταξύ άλλων, η Κλύγκερ θυμάται μια χειρονομία της μητέρας της προς την ορφανή Ντίτα, που βρέθηκε μόνη και ορφανή στο Μπίρκεναου: της είπε απλά «Έλα από δω»· κι έκτοτε οι τρεις τους έμειναν αχώριστη, χάρη στην πιο ασυνήθιστη χειρονομία, την υιοθεσία ενός παιδιού στο Άουσβιτς.

Η ανθρωπογεωγραφία του στρατοπέδου και η διαρκής αίσθηση της ζοφερότερης απειλής, ο χρόνος που δεν υπολογίζεται πια σε μήνες ή μέρες αλλά σε στιγμές, η μνήμη που πασχίζει να φωτίσει ό,τι δεν μαυρίζει, ο καταλυτικός έρωτας που πηγάζει από την φιλία, όλα διασώζονται σε ελάχιστα υλικά απομεινάρια της, στα γραπτά της και σε τούτη την ιδιωτική βιογραφία που την ίδια στιγμή, γυρισμένη από την άλλη πλευρά είναι η μαρτυρία για μια συλλογική ιστορία, για το πριν και το μετά του Κακού, για την ομορφιά ενός ανθρώπου που χάθηκε στο σκοτάδι, για τις δυο κορυφώσεις της ζωής, την φιλία και τον έρωτα. 

Αναζητώ το όνομα της Μπούμπερ – Νόυμαν στο περίφημο βιβλίο του Τσβέταν Τοντόροφ Απέναντι στο ακραίο [εκδ. Νησίδες, 2002, μτφ. Βασίλης Τομανάς, σ. 248], που άρχισα να διαβάζω παράλληλα με ετούτο το βιβλίο και το οποίο θα παρουσιάσω εδώ σύντομα κι εντοπίζω ένα τραγικό της ερώτημα: «Αναρωτιέμαι ποιο είναι κατά βάθος το χειρότερο: η καλύβα με άχυρο και λάσπη και τις ψείρες στην Μπούρμα [του Καζακστάν] ή αυτή η εφιαλτική τάξη [Ράβενσμπρουκ]». Τελικά επιβίωσε και από τα δυο· η Μίλενα πέθανε από μη αναστρέψιμη, στις συνθήκες του στρατοπέδου, νεφρική νόσο το 1944. Ο βίος της ήταν έτοιμος να γραφτεί από την φίλη της, στην οποία άλλωστε ζητούσε να πει στον κόσμο ποια ήταν. Τώρα μπορούμε το να γνωρίζουμε κι εμείς.

Εκδ. Κίχλη και Τα πράγματα, 2015, σελ. 516, μτφ. Τούλα Σιετή, επιμέλεια – επίμετρο Αδριανή Δημακοπούλου, θεώρηση κειμένων Μήνα Πατεράκη – Γαρέφη [Margarete Buber – Neumann, Milena, Kafkas Freundin, 1963].

Στις εικόνες: η συγγραφέας [1968], μια γυναίκα – θύμα ιατρικών πειραμάτων στο Ravensbrück, η Milena Jesenska, εικόνες από το στρατόπεδο, σχέδιο από την κρατούμενη του στρατοπέδου Nina Jirsikova, μνημείο του Will_Lammert [Ravensbrück Tragende, 1959].

Στο αίθριο του Πανδοχείου, 180. Ροζίτα Σπινάσα

Περί γραφής

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του βιβλίου σας;

Πρόκειται για δέκα ιστορίες που τις χαρακτηρίζει το στοιχείο της ανατροπής. Πραγματεύονται τη σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων χωρίς να χάνουν την ανθρωπιά τους, αυτό είναι κάτι που μου έχουν πει οι αναγνώστες και που μου άρεσε πολύ.

Πότε, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους το γράψατε;

Ξεκίνησα να γράφω τα διηγήματα όταν παρακολουθούσα το σεμινάριο γραφής του Κων/νου Τζαμιώτη, το φθινόπωρο του 2015, κι ολοκλήρωσα την πρώτη τους γραφή πέντε μήνες αργότερα. Έγραφα τα διηγήματα έχοντας ήδη σκεφτεί την πλοκή για τα ένα – δύο επόμενα. Η συγγραφή μιας ολοκληρωμένης συλλογής και η έκδοσή της ήταν ο ξεκάθαρος στόχος μου, γι’ αυτό ήμουν ακάθεκτη. Για καλή μου τύχη, το όνειρό μου έγινε γρήγορα πραγματικότητα.

  

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Μετά την πρώτη γραφή, διαβάζω τα κείμενα στο κινητό μου όπου προκύψει κενός χρόνος (σε αίθουσες δικαστηρίων, παιδικές χαρές, καφέ–μπαρ). Ο τρόπος που εμφανίζονται στην οθόνη του κινητού -παραγραφοποιημένα σαν σε σελίδες βιβλίου- με βοηθούν να εντοπίζω τα σημεία που θέλουν στρώσιμο.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Η καλύτερή μου στιγμή είναι όταν ξυπνάω μέσα στη νύχτα. Τότε, στην απόλυτη ησυχία και με ελαφρώς «πειραγμένη» τη νοητική λειτουργία μου, συλλογίζομαι την εξέλιξη της πλοκής. Όταν μου έρχεται η σωστή ιδέα, νοιώθω αυτή την ιδιαίτερη αίσθηση, ότι το πέτυχα.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Η οικογενειακή ζωή καθιστά ως βασικό χώρο συγγραφής το δικηγορικό μου γραφείο. Εκεί τα πράγματα είναι αρκετά πεζά κι επίσημα, όμως νοιώθω τυχερή που έχω αυτή τη δυνατότητα. Η επιθυμία από μόνη της δεν αρκεί, πρέπει να υπάρχει και ο απαραίτητος χρόνος. Αυτό είναι από τα καλά της συγγραφής ως μοναχικής ενασχόλησης – μπορείς να αδράξεις τον ελεύθερο χρόνο σε κάθε δυνατή ευκαιρία.

Ποιες είναι οι σπουδές σας και πώς βιοπορίζεστε; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφηση των σπουδών και της εργασίας σας στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);

Έχω σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και της Κολωνίας κι εργάζομαι ως δικηγόρος. Η δουλειά μου με έχει εξασκήσει σε άπειρες κι άοκνες ώρες γραψίματος κι επεξεργασίας των κειμένων – δουλεύω τα δικόγραφα μέχρι τελικής πτώσεως. Η επιμονή μου αυτή μεταλαμπαδεύτηκε και στη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων – τα έστρωνα για μήνες μέχρι να φτάσω στην τελική τους μορφή.

Τι γράφετε τώρα; 

Τα επόμενα διηγήματα, αυτό είναι το είδος μου προς το παρόν. Συνεχίζω στο μοτίβο των διηγημάτων, σε μεγαλύτερη αυτή τη φορά έκταση. Επίσης θα ήθελα, πέρα από το στοιχείο της ανατροπής, να εστιάσω σε γεγονότα χαμηλότερης μεν έντασης, υψηλής όμως δραματικότητας.

Περί ανάγνωσης

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Μίλαν Κούντερα, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Τομ Ρόμπινς (μου θυμίζουν τις νεανικές, μεταμεσονύχτιες αναγνώσεις μου), Γιόκο Ογκάουα, Χαρούκι Μουρακάμι, Τζόναθαν Κόου, Τζέφρι Ευγενίδης, Μ. Καραγάτσης, Γιώργος Ιωάννου, Γιάννης Ξανθούλης.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Όσα παίρνει ο άνεμος, Μικρές κυρίες, Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης, Το ροζ που δεν ξέχασα, η Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, Τί ωραίο πλιάτσικο.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Μια μικρή παρηγοριά (Ρ. Κάρβερ), Ημερολόγιο Εγκυμοσύνης (Γιόκο Ογκάουα), Να φτάσει στην Ιαπωνία (Άλις Μονρό), Ο κολυμβητής (Τζον Τσίβερ).

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Ο Κωστάκης Ανάν, ο Δημοσθένης Παπαμάρκου και η Κάλια Παπαδάκη.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ξεχωρίζω την Σκάρλετ ο Χάρα, της Μάργκαρετ Μίτσελ: Διαχρονικό ψυχογράφημα της δυναμικής, ανικανοποίητης γυναίκας.

 Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Τελείωσα πρόσφατα τα διηγήματα του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου, τα Δεδουλευμένα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, τον «Μωβ Άνθρωπο» – τη δεύτερη ποιητική συλλογή της ξαδέρφης μου Νίκης Ανδρικοπούλου, το Γκαγκάριν του Πέτρου Τατσόπουλου, τους Πειραιώτες του Διονύση Χαριτόπουλου, τη συλλογή διηγημάτων «Η χαρά του πολεμιστή» του Τόμπιας Γουόλφ, κι ετοιμάζομαι να ξεκινήσω τη «Συλλογή των 59 στο σφυρί» του Τόμας Πίντσον. 

Περί αδιακρισίας

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Κυρίως θετικές. Μου έδωσε τη δυνατότητα να επικοινωνώ με φίλους όταν ο γιος μου ήταν ακόμα μωρό και οι έξοδοι με ενήλικες μετρημένες στα δάχτυλα. Ακόμα και η ανταλλαγή μιας έξυπνης ατάκας μπορεί να αποτελέσει μια απολαυστική μορφή επικοινωνίας. Μου αρέσει να συμμετέχω και σε ομαδικές κουβεντούλες με λογοπαίγνια και λοιπούς αστεϊσμούς, πάντα με προσοχή γιατί οι διαδικτυακοί καβγάδες καραδοκούν και μπορούν να γίνουν πολύ σκληροί. Επίσης τώρα με το βιβλίο, το διαδίκτυο βοήθησε να το μάθουν γρήγορα παλιοί και νέοι φίλοι, κάτι που διαφορετικά θα γινόταν μετά από μήνες, κι αν.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Η συγγραφή στη δική μου περίπτωση είναι αποτέλεσμα (και) ωριμότητας. Θα προτιμήσω λοιπόν να απολαύσω τα καλά που φέρνει η ηλικία μου, ως συνέχεια μιας γεμάτης νεότητας, παρά να προσκολληθώ για πάντα σε αυτή την πράγματι συναρπαστική, όμως ατελή και μεταβατική φάση. Τα νιάτα είναι ωραία γιατί κουβαλούν προσδοκίες που εκπληρώνονται σε ένα επόμενο στάδιο, σαν αέναη λούπα μού φαίνονται κουραστικά κι ανούσια.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Πώς άλλαξε η συγγραφή την καθημερινότητά μου: Ένα από τα καλά του να γράφεις είναι ότι αποκτούν αξία και οι πιο βαρετές ενασχολήσεις. Για παράδειγμα, μια επίσκεψη στην εφορία -μια τυπικά δυσάρεστη κι αγχωτική διαδικασία- μπορεί να μετατραπεί σε έδαφος για τη γέννηση μιας νέας ωραίας ιδέας. Έτσι τίποτα δεν είναι από μόνο του χάσιμο χρόνου, καθώς παντού μπορεί να καραδοκεί κάτι απρόοπτο, ως υλικό για μια καινούργια ιστορία.

Στις εικόνες: Margaret Mitchell, Charles Bukowski, Jeffrey Eugenides, John Cheever, Haruki Murakami.