Μια αειθαλής διακλάδωση ιδεών και κειμένων
«Τι αιώνα κάνει εκεί έξω;» αναρωτιέται σε ένα ποίημά του ο Μπορίς Παστερνάκ · «Αιώνα μου θεριό μου, ποιος θα τολμήσει / στις κόρες των ματιών να σ’ αντικρίσει;» αναρωτιέται ο Οσίπ Μαντελστάμ σ’ ένα δικό του, καθώς αμφότεροι είδαν την ρήξη που σημαδεύει την είσοδο στη νέα Εποχή, που έκανε τον Αιώνα ένα θηρίο με σπασμένη ράχη· είναι η ίδια ράχη που στον καιρό της ξέφρενης νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης χάθηκε κάτω από το κολοσσιαίο πλασματικό κεφάλαιο, το μέγιστο και έσχατο όλων των φετίχ, όπως προείδε ο Μαρξ. Εάν καταρρεέουν όλες οι βεβαιότητες που λειτουργούσαν ως «καθεστώς αλήθειας», τότε ο υπαρκτός καπιταλισμός στον οποίον κυρήσσεται πλέον κατά κανόνα κι όχι κατ’ εξαίρεση η κατάσταση εξαίρεσης ή έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβάνει σ’ αυτήν ακριβώς την διάσωση του καθεστώτος αλήθειας που την στηρίζει.
Το καθεστώς αλήθειας είναι ένας από τους όρους διαμόρφωσης και ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ο Μισέλ Φουκώ το ονομάζει πολιτική οικονομία της αλήθειας και διακρίνει σ’ αυτήν, μεταξύ άλλων, την υποταγή της σε μια συνεχή οικονομική και πολιτική υποκίνηση, την μετατροπή της σε αντικείμενο τεράστιας διάδοσης, την παραγωγή και μετάδοσή της κάτω από τον κυρίαρχο έλεγχο μεγάλων πολιτικοοικονομικών μηχανισμών. Το πρόβλημα, υποστήριζε ο Φουκώ, δεν είναι να αλλάξουμε την συνείδηση των ανθρώπων ή το τι έχουν μέσα στα κεφάλια τους, αλλά να αλλάξουμε το πολιτικό, οικονομικό, θεσμικό καθεστώς παραγωγής της αλήθειας. Αλλιώς, ποια εξουσία θα ενδιαφερθεί να βρει εάν υπάρχει άλλη αλήθεια έξω από το δικό της καθεστώς αλήθειας, γεγονός που θα ισοδυναμούσε με το τέλος της; Η συμβουλή του Μαντελστάμ παραμένει επιτακτική: να αντικρίζουμε την Εποχή πάντα στις κόρες των ματιών της.
Το κείμενο Heimat – Η ανέστια Εστία ή Ένας περίπατος στο Gezi Park μαζί με τους Ernst Bloch, Walter Benjamin και Alain Badiou εκκινεί με τις φράσεις του Νίτσε από το Also spracht Zarathoustra (Πού βρίσκεται τα δικό μου σπίτι; Αυτό είναι που ζητώ και ψάχνω κι αυτό είναι που πάντα έψαχνα και ποτέ δεν βρήκα), την ζοφερή πρόγνωση του Charles Fourier – Ολοένα περισσότερο είναι στα γραφεία και στα κέντρα των εμπορικών – οικονομικών επιχειρήσεων που πρέπει να ψάξουμε να βρούμε το πραγματικό πλαίσιο της ζωής του πολίτη – και την παρομοίωση του Μπένγιαμιν του διαμερίσματος – κουτιού με ανθρώπους με τα κουτιά για παπούτσια ή καπέλα. Δεν είναι λοιπόν αυτονόητο ότι η κατοικία είναι οικεία. Το σπίτι δεν είναι αυτόματα η γεμάτη θαλπωρή εστία του ανθρώπου. Η μέχρι τώρα Ιστορία είναι Ιστορία της αποξένωσης του ανθρώπου και ο τόπος διαμονής του δεν μπορεί παρά να συμπυκνώνει την αλλοτρίωσή του.
Ο σπουδαίος μαρξιστής φιλόσοφος Ernst Bloch έβαλε στο κέντρο της φιλοσοφικής του αναζήτησης όχι το όν ή την Ιδέα αλλά την Εστία [die Heimat]. Και στο λαμπρό πανόραμα των ανθρωπίνων προσδοκιών που μας χαρίζει το μπλοχιανό έργο Η Αρχή της Ελπίδας, ιδιαίτερη και αξιοπρόσεκτη θέση καταλαμβάνουν οι αρχιτεκτονικές ουτοπίες. Από την αρχαιότητα η αρχιτεκτονική και η ουτοπία συνδέονται με την άριστη Πολιτεία του ευ ζην. Η ουτοπία, έγραψε, έχει δυο τάσεις, την μορφή της άκαμπτης πέτρα, του κλειστού και αμετάβλητου κόσμου, και την μορφή του εδεμικού Δέντρου της Ζωής. Ίσως με αυτή την σκέψη μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η τύχη είκοσι δένδρων στο πάρκο Γκεζί της Πλατείας Ταξίμ που απειλούνταν με κόψιμο πυροδότησε μια εντελώς αναπάντεχη λαϊκή εξέγερση κατά της νέο-οθωμανικής τάξης, ένα Συμβάν-Τομή. Η αναδόμηση – καταστροφή της ιστορικότερης Πλατείας και τόπου ιστορικής μνήμης, ακολούθησε άλλα έργα της νέο-οθωμανικής μεγαλομανίας και νεοφιλελεύθερης κερδοσκοπίας της τουρκικής κυβέρνησης, και ήταν η πιο προκλητική και αντιδραστική «αλλαγή κόσμου» για τον λαό της πόλης. Δεν του έκοβαν απλώς είκοσι δέντρα, αλλά το ίδιο το Δέντρο της Ζωής.
Η αθέατη πλευρά της τέφρας αφορά το βιβλίο Αντιμέτωπη με το Ολοκαύτωμα – Η Λίζα Πίνχας διηγείται [έκδοση του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδας, 2014], όπου η Πίνχας αφηγείται την ζωή μέσα στον θάνατο, στο στρατόπεδο Άουσβιτς – Μπίρκενάου, όπου μπήκε στο στρατόπεδο το 1943, είκοσι επτά χρονών κορίτσι, και βγήκε ζωντανή δυο χρόνια μετά αφήνοντας εκατόν δώδεκα συγγενείς νεκρούς μαζί με τα έξι εκατομμύρια των εξοντωμένων Εβραίων. Η τέφρα ενάντια στην οποία γράφει είναι εκείνη που εκμηδενίζει ή απειλεί να εκμηδενίσει ακόμα και την δυνατότητα να μαρτυρήσει κανείς για την ίδια την εκμηδένιση. Υπάρχουν πάνω από εκατό χιλιάδες ατομικές μαρτυρίες επιζώντων, καθεμιά μοναδική, όπως η κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, καθεμιά ανεπανάληπτη, ενική, μη αφομοιώσιμη σε κάποιο γενικό στατιστικό σύνολο. Η μαρτυρία της συνεχίζεται στο διπλό αυτό ενάντια: αντιμέτωπη με την Καταστροφή, την Σοά, μένει ακλόνητη στον αγώνα ενάντια στην εκμηδένιση όχι μόνο του θανάτου αλλά και της ίδιας της μνήμης.
Η δικαιοκρισία της Λίζας Πίνχας είναι αμείλικτη. Μέσα από την μαρτυρία της περνάει μπροστά στα μάτια μας μια ατέλειωτη σειρά εξευτελισμών και βασάνων, μέχρι την εξόντωση και την αποτέφρωση. Όλα όσα το σύγχρονο σύστημα θέλει να ξεχαστούν και να σβήσουν ή να μετατραπούν σε ακίνδυνα εικονίσματα· να μη φανεί προπαντός η ίδια η αδυσώπητη λογική του Ναζισμού και κάθε φασισμού που αρχίζει με το ποδοπάτημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και καταλήγει στα στρατόπεδα εκμηδένισης. Αυτόν ακριβώς τον κεντρικό άξονα της δράσης του φασισμού, την συστηματική καταστροφή του ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο, ξεσκεπάζει χωρίς φτιασιδώματα η μαρτυρία αυτής της απλής αλλά αλύγιστης Θεσσαλονικιάς Εβραίας. Η αντίσταση σε αυτή την καταστροφή του ανθρώπινου ήταν η δημιουργία δικτύων αλληλεγγύης ανάμεσα στους κρατούμενους. Με την απελευθέρωσή της η Πίνχας γνώριζε καλά ότι το πένθος της δεν τελείωσε, ότι το ζήτημα της απόδοσης Δικαιοσύνης ως αίτημα Ζωής εκκρεμεί. Γι’ αυτό και δεν εξαφάνισε την πικρή της ελευθερίας μέσα στο πένθος αλλά μετέτρεψε την εργασία του πένθους σε δράση για τα δίκαια των επιζώντων, σε μαρτυρία.
Στο κείμενο Ελευθερία – …non ut Legem, sed ex amore ο συγγραφέας αναρωτιέται ποιο ευαίσθητο νεύρο άγγιξε ο Εβραίος σοφός του Άμστερνταμ Μπαρούχ Σπινόζα για να έχει προκαλέσει και να συνεχίζει να προκαλεί τόσα πάθη και να εξαπολύονται εναντίον του, από τον 17ο ως τον 21ο αιώνα τόσες βίαιες επιθέσεις. Τόσο η Ηθική του όσο και η Θεολογικοπολιτική πραγματεία στα υπό έρευνα κεφάλαια έχουν ως κοινή κατάληξη την Ελευθερία [Libertas] και σ’ αυτούς τους δρόμους συναντιέται με έναν άλλο πρώιμο εξάγγελο της καθολικής ανθρώπινης χειραφέτησης, τον Giovanni Pico della Mirandola, ο οποίος στον λόγο του περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου επέστρεψε στην Ελευθερία το αληθινό της όνομα: Αξιοπρέπεια [Dignitas].
O Σπινόζα συγκρούστηκε με τις συντηρητικές πολιτικές και θρησκευτικές εξουσίες, με όλες τις σύγχρονές του μορφές υποδούλωσης, μαζί και με την εθελούσια δουλεία του πλήθους, την οποία διατηρούσαν κι εκμεταλλεύονται οι εξουσίες για να κάνουν τις λαϊκές μάζες «να μάχονται για την δουλεία τους σαν να επρόκειτο για την σωτηρία τους». Στον πρόλογο της Πραγματείας του ο Σπινόζα είχε ήδη δείξει πως σε καιρούς κρίσεις η fluctuation animi, ο κλυδωνισμός της ψυχής μεταξύ φόβου και ελπίδας γίνεται το πρόσφορο έδαφος για κάθε είδους σαπρόφυτα και προκαταλήψεις. Κι αυτός ήταν ο στόχος του έργου του, η δεισιδαιμονία ως εξουσιαστικός μηχανισμός υποδούλωσης και ελέγχου των πληθυσμών στην νεωτερική αστική κοινωνία. Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, κατά τον Πίκο ντέλλα Μιράντολα, έγκειται στην καθολικότητα στην οποία μπορεί να ανοιχτεί κάθε άνθρωπος· στο ίδιο μοίρασμα ανοίγεται και ο Σπινόζα, που, παρόλο που δεν έχασε τις εβραϊκές ρίζες της σκέψης του, θα συμφωνούσε με την δαιμόνια ξεριζωμένη Εβραία, την Γερτρούδη Στάιν, η οποία, σαρκάζοντας την μυθολογία των Ναζί για «ρίζες», «αίμα και γη», θα πει: Είναι σπουδαίο να έχεις ρίζες, αρκεί να μπορείς να τις πάρεις μαζί σου!
Ο Jean Genet στον κόσμο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή έχει ως αφορμή το βιβλίο του Το παιδί εγκληματίας [Άγρα, 2015]. Ο Ζενέ δεν έπαψε ποτέ να επανέρχεται και να μιλά σαν Νέμεση, πόσο μάλλον όταν επιχείρησε την απαγορευμένη τελικά ραδιοφωνική εκπομπή Το παιδί εγκληματίας. Το ίδιο απαγορευμένα ήταν και τα λόγια του πέντε χρόνια μετά το τέλος του Άουσβιτς: Οι εφημερίδες εξακολουθούν να δημοσιεύουν φωτογραφίες των πτωμάτων […] … αυτά είναι τα εγκλήματα του Χίτλερ. Κανείς όμως δεν διανοήθηκε ότι ανέκαθεν στις φυλακές ανηλίκων, στις γαλλικές φυλακές, βασανιστές βασανίζουν παιδιά και άνδρες… Εμάς μας κακοποίησαν τόσο στη φυλακή και τόσο άνανδρα που ζηλεύω τα δικά σας βασανιστήρια. […] εμείς όμως θα εξακολουθούμε να ενσαρκώνουμε τις τύψεις σας.
Ο Ζενέ μιλάει ως εχθρός του κόσμου, ως νομικός εκπρόσωπος του Κακού. Δηλώνει απερίφραστα ότι πρόθεσή του είναι «να ακουστεί η φωνή του εγκληματία». Χρειάζεται, γράφει, θάρρος να έρθεις σε ρήξη με την παντοδυναμία του κόσμου, και ακόμα να αρνηθείς οποιοδήποτε «σωφρονισμό» ή «ανασυγκρότηση» ή «επανένταξη». Όπως ο Ιβάν Καραμάζοφ του Ντοστογέφσκυ στην αφήγηση του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, έτσι και αυτός εναντιώνεται σε κάθε κανόνα γιατί είναι κανόνας υποδούλωσης στην υπάρχουσα τάξη των πραγμάτων. Αν η ανθρωπότητα, το ανθρώπινο που την καθιστά «ανθρωπότητα» δεν είναι μια αφηρημένη ταυτότητα κοινών χαρακτηριστικών αλλά η αναγνώριση του Μοναδικού ως του κοινού στους ανθρώπου, στοιχείο που διαπερνά και την συζήτηση με τον Αλμπέρτο Τζιακομέττι στο Εργαστήριό του, τότε δεν μας κάνει εντύπωση που ο μεγάλος ζωγράφος ερωτεύτηκε μια γοητευτική γριά κλοσάρ κι ο Ζενέ έναν εξίσου ρακένδυτο ζητιάνο.
Ένας άλλος έρωτας ενέπνευσε τον σπουδαίο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο έργο του Μονόδρομος: η αναφερόμενη Οδός Άσια Λάτσις στην αφιέρωση στην αρχή του βιβλίου δεν είναι παρά η Λεττονή μπολσεβίκα από την Ρίγα, πρωτοποριακή σκηνοθέτρια του προλεταριακού παιδικού θεάτρου στην Σοβιετική Ρωσία και παιδαγωγός αφοσιωμένη στα ορφανά και εγκαταλελειμμένα παιδιά. Η Άσια Λάτσις δεν ήταν κάποια εφήμερη ερωτική περιπέτεια αλλά μια συνάντηση με το πνεύμα της μοντέρνας τέχνης και την ψυχή της επανάστασης, ένας μονόδρομος. Σύντομα καταλήγουν σ’ έναν άλλου είδους μονόδρομο, την σταδιακή απογοήτευση από το έλλειμμα και την γραφειοκρατικοποίηση της επανάστασης από τον σταλινισμό. Όμως η περίπτωση του Μπένγιαμιν (στον οποίο αφιερώνονται και άλλα κεφάλαια) έχει ένα παράδοξο: ενώ στον Μάη του ’68 ήρθε στην επικαιρότητα ως ο στοχαστής της επανάστασης, όπως όντως είναι, στα τέλη του 20ού αιώνα μετατράπηκε σε θλιβερό εστέτ και σε εκπρόσωπο όλων των παραιτημένων. Ποιος φοβάται άραγε την επαναστατική του ιδιότητα και τον Μονόδρομο του, έναν δρόμο που τον χαράσσεις όσο τον περπατείς ενώ τα ερείπιά του που σωριάζονται μπροστά σου δεν φράζουν αλλά ανοίγουν τον δρόμο;
Ο Angelus Novus στον καιρό της Μεγάλης Ύφεσης, Ο William Blake στην Πλατεία Συντάγματος, Ο αντισημιτισμός ως κρίση του πολιτισμού, Η Άκρα Ταπείνωση της Ρέας Γαλανάκη, Οι Κώδικες του Γιώργου Λαζόγκα, Το Άουσβιτς sub specie future, Η τέχνη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, Ο Ρωμαίος, η Ιουλιέττα και τα φαντάσματα των ταυτοτήτων, Ο Ζντάνωφ και οι γάτες της Αχμάτοβα, Η αλληλογραφία Γιάννη Ρίτσου – Άρη Αλεξάνδρου – Καίτης Δρόσου, Σκέψεις για τον Βύρωνα Λεοντάρη, Ο Μίλτος Μακρίδης και η απόγνωση ως ευγένεια, Ο βιβλικός ποιητής Α. Εμπειρίκος, Η επανάσταση στους Deleuze και Guattari είναι μόνο ορισμένα θέματα που αναταράσσει η γραφή του συγγραφέα με το γνωστό της ύφος: με πλήρη επιστημονικό εμπλουτισμό (πάντα με πλούσιες σημειώσεις), απρόσμενους συνειρμούς, ενθουσιώδη γραφή και απολαυστικό λόγο, όπου το κάθε κείμενο ανοίγει και παραπέμπει σε πολλαπλά άλλα κείμενα, σ’ ένα καταιγισμό ιδεών και προβληματισμών. Έχουμε, άλλωστε, ήδη παρουσιάσει στο Πανδοχείο τις γραφές του για την Περιπλάνηση, το Μεσσιανικό και την Musica ex nihilo.
Στις εικόνες: Michel Foucault, Ernst Bloch, Εξεγερτές της Κωνσταντινούπολης, Holocaust Survivor [Hanka Kornfeld-Marder], Baruch Spinoza [Alexey Leonov], Anna Lācis.