Φρέαρ τεύχος 22-23 (Ιούλιος 2018). Αφιέρωμα στον Τ.Κ Παπατσώνη

Ο Καρίλ Φερέ [Caryl Férey] είναι ένας ιδιαίτερος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων με βαθύ κοινωνιολογικό, πολιτικό και υπαρξιακό προβληματισμό. Θέμα των έργων του είναι συχνά οι αυτόχθονες και οι παρενέργειες που έχουν προκύψει από έναν ημιτελή εξαστισμό τους. Εντασσόμενος σε μια σειρά από Γάλλους ταξιδιώτες συγγραφείς που εμπνέονται από την πλούσια ταξιδιωτική τους ζωή, είναι ένας συγγραφέας της εξωτερικότητας, της αφήγησης και της πλοκής μέσα από τις οποίες γίνεται η ψυχογράφηση και η ενδοσκόπηση, όπως γράφει ο Διονύσης Σκλήρης στην εισαγωγή της συνέντευξής του.

Πρόκειται για ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνομιλία, όπου ο συγγραφέας εστιάζει, μεταξύ άλλων, στην εφηβεία του κατά την δεκαετία του 1980, οπότε και σφραγίστηκε από την παγκοσμιοποίηση που ήταν μεν πολιτική, αλλά είχε και μια πρακτική διάσταση, καθώς ταξίδευε και συνειδητοποιούσε ότι «όλοι ήμασταν δεμένοι μεταξύ μας, καθώς είχαμε το ίδιο οικονομικό σύστημα». Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι όταν έγραψε τα βιβλία του για την Νέα Ζηλανδία (ιδίως το πρώτο, το Χάκα, το 1998) ο κόσμος απορούσε γιατί δεν έγραφε για τόσο μακρινά μέρη κι όχι για την Γαλλία· έπρεπε να φτάσουμε στην δεκαετία του 2000 για να γίνει αντιληπτό ότι ζούμε σε ενιαίο κόσμο.

Ο Φερέ είναι ένας διεθνιστής που πιστεύει πως δεν πρέπει να υπάρχουν σύνορα αλλά οι άνθρωποι να μπορούν να ζήσουν όπου θέλουν. Η παγκοσμιοποίηση όμως που έχουμε σήμερα, επισημαίνει, είναι η απεριόριστη κυκλοφορία των κεφαλαίων και όχι των ανθρώπων. Ίσως δεν είναι άσχετη με όλα αυτά η άλλη «κλήση» που αισθάνθηκε ο συγγραφέας να περιγράψει τους αυτόχθονες λαούς από τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες, όπως π.χ. με την εθνότητα των Μαπούτσε, οι οποίοι έχουν μια σκέψη που σηματοδοτεί μια εντελώς διαφορετική εννόηση του κόσμου.

Το κεντρικό αφιέρωμα του περιοδικού που επιμελούνται η Αθηνά Βογιατζόγλου και ο Βασίλης Μακρυδήμας τιμά τον ποιητή, κριτικό, δοκιμιογράφο και μεταφραστή Τάκη Παπατσώνη (1895-1976) και αποτελεί καρπό της διήμερης Επιστημονικής Συνάντησης Εργασίας που διοργανώθηκε από το Εργαστήριο Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στις 8 και 9 Μαΐου 2017. Εδώ τι να πρωτοδιαβάσουμε! Ο Ευριπίδης Γαραντούδης, με άξονα το πολιτογραφημένο ως εναρκτήριο ποίημα του ελληνικού μοντερνισμού «Beata Beatrix» (1920), ιχνηλατεί τον τρόπο αφομοίωσης της δαντικής ποίησης από τον Παπατσώνη και την προσαρμογή της τελευταίας στο μοντερνιστικό διάβημά του. Η Σοφία Ιακωβίδου μελετά τον αυτοβιογραφικό πυρήνα ενός από τα τελευταία ποιήματα του Παπατσώνη («Guide bleu», 1973), ανιχνεύοντας τις διακειμενικές και διακαλλιτεχνικές αναφορές του σε μοντερνίζοντες ή μοντερνιστές δημιουργούς της Ελλάδας και της Ευρώπης.

Η Γεωργία Λαδογιάννη τοποθετεί την εμφάνιση της ανατρεπτικής ποίησης του Παπατσώνη στα δεδομένα της εποχής της, σχολιάζοντας τη σχέση της με την προηγούμενη παράδοση και τον βαθμό της γλωσσικής και αισθητικής τόλμης της. Η μεγάλη σε όγκο και ποικιλία μεταφραστική του ιδιότητα αναδεικνύεται από τον Βασίλη Λέτσιο, ενώ το κριτικό του έργο εξετάζουν οι Γιάννης Δημητρακάκης, Αθηνά Βογιατζόγλου και Βασίλης Βασιλειάδης. Ανάμεσα στις υπόλοιπες μελέτες απόλαυσα το κείμενο του Κώστα Καραβίδα που επιδίδεται σε μια συγκριτολογική εξέταση του οδοιπορικού του ποιητή στο Άγιο Όρος (Άσκηση στον Άθω, που γράφτηκε το 1927 και εκδόθηκε το 1963) με άλλα ανάλογα ταξιδιωτικά κείμενα του Μεσοπολέμου (από τους Φώτη Κόντογλου, Άγγελο Σικελιανό, Νίκο Καζαντζάκη, Ζαχαρία Παπαντωνίου, Θέμο Κορνάρο κ.ά.).

Καθώς συγκρίνουμε την Άσκηση στον Άθω με την πλούσια εκδοτική συγκομιδή των ταξιδογραφιών στον Μεσοπόλεμο, φαίνεται ότι το ιδιότυπο ταξιδιωτικό αφήγημα του Παπατσώνη είναι ένα κείμενο εξόχως προσωπικό, μοναχικό και ανεπανάληπτο, εντελώς διαφορετικό από όσα προηγήθηκαν και από όσα ακολούθησαν πάνω στο ίδιο θέμα. Οι χειμαρρώδεις ημερολογιακές καταγραφές από την διαμονή του στο Άγιο Όρος, το 1927, σε κατάσταση ασταμάτητης έκστασης στοιχειοθετούν μια αληθινή άσκηση ψυχής, όπως γράφει ο μελετητής. Το Άγιο Όρος για τον συγγραφέα ήταν μια δοκιμασία πίστης πέρα από δόγματα και θεολογίες. Ο έρωτας και ο ασκητισμός συνδέονται στο κείμενο σε έναν αξεδιάλυτο, γοητευτικό συνδυασμό. Σε αυτό το υποβλητικό και ονειρικό συνάμα κείμενο, υψηλής θερμοκρασίας και θερμής ποιητικής ιδιοσυστασίας, παρουσιάζονται όλες οι εσωτερικές αγωνίες της πίστης ενός συγγραφέα – ασκητή.

Ποίηση και επιστολή από τον Βισέντε Ουιδόμπρο, ποιήματα του Μπλάζε Κόνεσκι, πεζά των Λάκη Παπαστάθη και Ευρυπίδη Νεγρεπόντη, συνέντευξη του Βρασίδα Καραλή στον Αχιλλέα Ντελή και άλλα συμπληρώνουν την ύλη του τεύχους, μαζί με τους Καιρούς που έτσι Αβυθομέτρητοι όπως είναι (και όπως τιτλοφορείται η πλούσια «γαλαρία» του περιοδικού), απαιτούν πολλές μέρες για την χορταστική τους ανάγνωση. Σχέδια τεύχους: Ειρήνη Ηλιοπούλου.

[σελ. 270]

Τo έρμα, τεύχος 03 (Απρίλιος 2018)

Ίσως δεν είναι ο κινηματογράφος που τελείωσε αλλά μόνο η σινεφιλία (cinephilia) – το όνομα αυτού του ξεχωριστού είδους έρωτα που ενέπνευσε το σινεμά. Κάθε τέχνη αναθρέφει τους φανατικούς της. Ο έρωτας που προξενούσαν οι ταινίες ήταν μεγαλοπρεπής. Γεννήθηκε από την πεποίθηση ότι ο κινηματογράφος ήταν μια τέχνη διαφορετική απ’ όλες τις άλλες: ουσιωδώς μοντέρνα, διακριτικά προσιτή, ποιητική και μυστηριώδης και ερωτική και ηθική – όλα αυτά μαζί. Ο κινηματογράφος είχε αποστόλους˙ο κινηματογράφος ήταν μια κοσμοθέαση. Οι εραστές της ποίησης ή της όπερας ή του χορού δεν σκέφτονται ότι υπάρχει μόνο η ποίηση ή η όπερα ή ο χορός. Όμως οι εραστές του κινηματογράφου μπορούσαν να σκεφτούν ότι υπήρχε μόνο το σινεμά. Ότι οι ταινίες περιέκλειαν τα πάντα – και το έκαναν. Ήταν ταυτόχρονα το βιβλίο της τέχνης και το βιβλίο της ζωής

… γράφει η Σούζαν Σόνταγκ στο κείμενό της «Ένας αιώνας κινηματογράφου», που δημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος του περιοδικού και είναι γεμάτο ερεθιστικές σκέψεις. Η κορυφαία δοκιμιογράφος και φωτογράφος εστιάζει, μεταξύ άλλων, στην επιθυμία του θεατή να απαχθεί από την ταινία, ως ένα μέρος της πλατύτερης εμπειρίας της απώλειας του εαυτού σου σε πρόσωπα και ζωές που δεν ήταν η δική σου. Το προαπαιτούμενο για να απαχθείς ήταν να κατακλυστείς από την φυσική παρουσία της εικόνας, άρα να βρίσκεσαι την κινηματογραφική αίθουσα, καθισμένος στο σκοτάδι ανάμεσα σε αγνώστους. Κι επειδή κάθε κείμενο όχι μόνο επιδέχεται αλλά και πρέπει να προσκαλεί τον αντίλογό του, η Ειρήνη Σταματοπούλου διατυπώνει τις ενστάσεις της, όσον αφορά την αναφορά στον θάνατο του κινηματογράφου που αναφέρει η Σόνταγκ, και οι οποίες ακριβώς τον αρνούνται με βάση από τα εμπειρικά δεδομένα όσο και τα εγγενώς θεμελιώδη συστατικά που «θεσπίζουν» την κινηματογραφική απόλαυση.

Η λογοτεχνία, ακόμα και στη νατουραλιστική εκδοχή της, είναι διαρκώς μια υπέρβαση του αυτονόητου, μια επιθυμία οι συνηθισμένες λέξεις, οι λέξεις με τις οποίες αγοράζουμε ψωμί ή υπακούμε εντολές, να λένε τις αλήθειες τους με τρόπο διαφορετικό, γράφει ο Χουάν Βιγιόρο στο εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενό του Ο μεταφραστής. Στην λογοτεχνική επικράτεια τίποτε δεν είναι μονοσήμαντο. Σε αντίθεση με τα έντυπα οδηγιών των ηλεκτρικών συσκευών και τις προαπαγανδιστικές ομιλίες, τα μυθιστορήματα και τα ποιήματα προσφέρονται για πολλαπλές ερμηνείες και η παραμονή τους στο πολιτισμικό ρεπερτόριο εξαρτάται από την ικανότητά τους να οδηγούν σε καινούργιες κάθε φορά αναγνώσεις.«Κλασικό είναι ένα βιβλίο που ποτέ δεν παύει να λέει αυτό που θέλει να πει», σημειώνει ο Ίταλο Καλβίνο. Η λογοτεχνία που αντέχει στον χρόνο είναι ένα πορώδες υλικό: οι λειτουργικές οπές της αφήνουν να περνάει ο αέρας, η ατμόσφαιρα, οι αναζητήσεις κάθε εποχής. Αν η λογοτεχνία, λοιπόν, εξαρτάται από τις πολλαπλές δυνατότητες του κειμένου, από τη ζώνη εκείνη όπου οι λέξεις εξαντλούν την τρέχουσα σημασία τους, είναι δυνατό το λογοτεχνικό ιδίωμα να περνάει δίχως απώλειες σε μια άλλη γλώσσα; αναρωτιέται ο συγγραφέας στο απολαυστικό του κείμενο.

Οι Σκέψεις πάνω στη φτώχεια, τη δυστυχία και τις μεγάλες επαναστάσεις της Ιστορίας είναι ένα πολύτιμο κείμενο της Χάνα Άρεντ προερχόμενο από αδημοσίευτο μέχρι σήμερα χειρόγραφο από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, ένα εκτενές γραπτό που υποτίθεται θα εκφωνούνταν σε μια διάλεξη ο χρόνος και ο τόπος της οποίας δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Ένα εξίσου μεγάλο κείμενο αφορά τις Μεταμορφώσεις της πόλεως, το έξοχο βιβλίο του Πιερ Μανάν [Pierre Manent] που θα παρουσιάσουμε εν καιρώ (εκδ. Πόλις). Εδώ ο μεταφραστής του Χρήστος Μαρσέλλος αναφέρεται στο μείζον αυτό έργο με άξονα κάποιες Σκέψεις για τον Λέο Στράους.

Όπως πάντα τα κείμενα του περιοδικού διατρέχουν πλείστα κοινωνικά και πολιτικά πεδία. Οι τίτλοι είναι ενδεικτικοί: Οι εθνικισμοί στη συνάφεια της γεωπολιτικής. Μια υποσημείωση για το «μακεδονικό» ζήτημα (Νίκος Κατσιαούνης), Η συνολική αλλαγή παραδείγματος και η ανάγκη αντίστασης (Φιλήμονας Πατσάκης), Το αίνιγμα των δικαιωμάτων (Αποστόλης Στασινόπουλος), Quo vadis? (Γιώργος Μερτίκας), Η ρευστότητα του παρελθόντος. Σκέψεις για τον Angelus Novus (Αλέξανδρος Σχισμένος), Μετανεωτερική συνθήκη και υποκειμενικότητα (Στέφανος Ροζάνης), Η εφήμερη τέχνη (Ορέστης Τάτσης). Παρουσιάζεται ακόμα η κινητική έρευνα «απόγειος» της χορογράφου Πωλίνας Κρεμαστά και μεταφράζονται το διήγημα του Σέργουντ Άντερσον Θάνατος στο δάσος και το ποίημα East Coker του Τ.Σ. Έλιοτ (μτφ. Σπύρου Γιανναρά και Στέφανου Ροζάνη αντίστοιχα).

[σελ. 204]

Στις εικόνες: Susan Sontag, Juan Villoro [Paola Gastelo], Hannah Arendt, Sherwood Anderson [Ben Kirchner].