Αρχείο για Σεπτεμβρίου 2019

28
Σεπτ.
19

Fernando Pessoa – Βιβλίο της ανησυχίας

«Η ζωή είναι ό,τι την κάνουμε»

Είμαι σ’ ένα τραμ και παρατηρώ αργά, κατά τη συνήθειά μου, όλες τις λεπτομέρειες των ατόμων που βρίσκονται μπροστά μου. Για μένα οι λεπτομέρειες είναι πράγματα, φωνές, γράμματα. Στο φόρεμα του κοριτσιού που βρίσκεται μπροστά μου αποσυνθέτω το φόρεμα στο ύφασμα από το οποίο αποτελείται, στην εργασία που χρειάστηκε για να φτιαχτεί … βλέπω τα διάφορα τμήματα των βιοτεχνιών, τα μηχανήματα, τους εργάτες, τις μοδίστρες, τα μάτια μου στραμμένα προς τα μέσα διεισδύουν στα γραφεία, βλέπω τους διευθυντές να αναζητούν λίγη ηρεμία, παρακολουθώ, στα βιβλία, την λογιστική των πάντων· αλλά δεν είναι μόνο αυτό: βλέπω, πιο πέρα, τις οικιακές ζωές αυτών που ζουν την κοινωνική τους ζωή σ’ αυτές τις φάμπρικες και σ’ αυτά τα γραφεία… Όλος ο κόσμος κείται μπρος στα μάτια μου, μόνο και μόνο γιατί έχω μπροστά μου κάτω από έναν μελαχρινό λαιμό…ένα στρίφωμα ακανόνιστα κανονικό σε χρώμα σκούρο πράσινο πάνω σε ένα πιο ανοιχτό πράσινο του φορέματος (Β΄, αρ. 298, σ. 50-51).

Με τέτοιες αλλεπάλληλες σκέψεις, φαντασιακές προβολές, ατέλειωτες συλλογιστικές και εσωτερικές διαδρομές πώς θα μπορούσε κανείς να μην ζει την πεζή καθημερινότητα ως ένα διαρκές, συναρπαστικό ταξίδι; Στο Βιβλίο της ανησυχίας ο Φερνάντο Πεσσόα παραθέτει ακριβώς την τόσο πλούσια εσωτερική του ζωή, δίνοντας τον λόγο και την υπόσταση ενός μυθιστορηματικού προσώπου στον αποκαλούμενο ημιετερώνυμό του Μπερνάρντο Σοάρες. Πρόκειται για έναν βοηθό λογιστή σ’ έναν εμπορικό οίκο στη Ρούα ντος Ντοραδόρες, στο ιστορικό και εμπορικό κέντρο της πορτογαλικής πρωτεύουσας, την Μπάισα,που όταν δεν εκτελεί τις λογιστικές του πράξεις γράφει το ημερολόγιό του, την έκδοση του οποίου θα εμπιστευτεί στον Φερνάντο Πεσσόα.

Πρόκειται πράγματι για ημερολόγιο; Εδώ καταγράφονται στοχασμοί, φιλοσοφικές αποστροφές, καθημερινές σκέψεις και εμπειρίες, εσωτερικά ταξίδια, εκ βαθέων εξομολογήσεις, αφορισμοί, απροκάλυπτες διαπιστώσεις για τους ανθρώπους, ψυχολογικές και ψυχογραφικές αναλύσεις και όνειρα. Και ο ημερολογιογράφος συνομιλεί με τον Ρεμπώ, τον Ρίλκε και τον Μισώ και αναφέρεται στον Όμηρο, στον Βιργίλιο, στον Χάινε, στον Ρουσσώ, στον Σατωβριάνδο, στον Ελβετό συγγραφέα και φιλόσοφο Αμιέλ, γνωστό για το περίφημο ημερολόγιό το οποίο περιλαμβάνει 17.000 σελίδες, και σε πλείστους άλλους. Μήπως πρόκειται για μια αυτοβιογραφία χωρίς γεγονότα, κατά παραδοχή του ίδιου του συγγραφέα (Αφηγούμαι την αυτοβιογραφία μου χωρίς γεγονότα, την ιστορία μου χωρίς ζωή, τ. Α΄, αρ. 12, σελ. 62) ή για ένα βιβλίο εν δυνάμει ή για ένα αντι-βιβλίο, όπως γράφει ο μελετητής του Ρίτσαρντ Ζένιθ, τον οποίο παραθέτει η μεταφράστρια στην εισαγωγή της;

Γραμμένο μεταξύ 1913 και 1935, αδημοσίευτο στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του, το έργο εκδίδεται σε δύο τόμους με 481 αριθμημένα αποσπάσματα, με ένα χωριστό κεφάλαιο για τα μεγαλύτερα κείμενα και ένα παράρτημα. Τι περιλαμβάνει ειδικότερα το Βιβλίο της ανησυχίας; Διαβάζουμε συνεχώς γι’ αυτό αλλά όχι για το ακριβές περιεχόμενό του. Πιστοί στην ενδελεχή ανάγνωση των βιβλίων που παρουσιάζουμε, ας απολαύσουμε ένα μικρό μέρος από τις εξαίσιες αποστροφές του μείζονος αυτού έργου της σύγχρονης λογοτεχνίας.

Πρώτα απ’ όλα, ολόκληρο το κείμενο διαπνέεται από μια πλήρη και αποκλειστική κατάφαση των αισθήσεων: … εκτιμώντας ότι δεν μας δόθηκε, ως βέβαιη, καμιά άλλη πραγματικότητα πέραν αυτής των αισθήσεών μας, σ’ αυτές ζητήσαμε καταφύγιο, εξερευνώντας τες σαν να επρόκειτο για αχανείς άγνωστες χώρες. Και αν αφοσιωθήκαμε με συνέπεια, όχι μόνο στον αισθητικό στοχασμό αλλά και στην έκφραση των τρόπων και των αποτελεσμάτων του, είναι γιατί η πρόζα ή η ποίηση που γράφουμε, απαλλαγμένες από την επιθυμία να πείσουν το πνεύμα ενός τρίτου ή να επηρεάσουν τη βούλησή του, είναι απλώς σαν κάποιος που διαβάζει δυνατά για να δώσει πλήρη αντικειμενικότητα στην υποκειμενική απόλαυση της ανάγνωσης (Α΄, αρ. 1, σ. 47).

Καθώς η υποκειμενικότητα κυριαρχεί, η εξωτερική «πραγματικότητα» διαστέλλεται: Χαμηλώνω καινούργια μάτια πάνω στις δυο λευκές σελίδες, στις οποίες οι επιμελείς μου αριθμοί κατέγραψαν τον ισολογισμό της εταιρείας. Και μ’ ένα χαμόγελο που το κρατάω για μένα, θυμάμαι ότι η ζωή που περιέχει αυτές τις σελίδες με ονόματα υφασμάτων και λεφτά, με τα άγραφα διαστήματα και τις γραμμές τις τραβηγμένες με τον χάρακα και την καλλιγραφία, περιλαμβάνει επίσης του μεγάλους θαλασσοπόρους, τους μεγάλους αγίους, τους ποιητές όλων των εποχών, όλους αυτούς τους χωρίς λογιστική, το απέραντο πλήθος που δεν ανήκει σ’ αυτούς που κάνουν την αξία του κόσμου (Α΄, αρ. 5, σελ. 53)

Εδώ η περίφημη αντιπαραβολή σκέψης και της δράσης βρίσκει την έκφρασή της· σταχυολογώ από το σχετικό υπ’ αρ. 303 εκτενές κομμάτι: Ο κόσμος ανήκει σε όσους δεν αισθάνονται. Η βασική προϋπόθεση για να είναι κανείς πρακτικός άνθρωπος είναι η απουσία ευαισθησίας. Υπάρχουν δυο πράγματα που εμποδίζουν την δράση – η ευαισθησία και η αναλυτική σκέψη. Όποιος νοιώθει συμπάθεια σταματά. Τι θα γινόταν ο στρατηλάτης αν σκεφτόταν ότι κάθε κίνηση του παιχνιδιού κάνει να σκοτεινιάσουν χίλια σπιτικά και να υποφέρουν τρεις χιλιάδες καρδιές; Τι θα γινόταν ο κόσμος αν ήμασταν ανθρώπινοι; Αν ο άνθρωπος αισθανόταν πραγματικά, δεν θα υπήρχε πολιτισμός. Η τέχνη χρησιμοποιεί ως διαφυγή για την ευαισθησία που η δράση αναγκάστηκε να ξεχάσει.

Ο Πεσσόα γράφει με έναν απροκάλυπτο πραγματισμό· ενδεικτικά: Θεωρώντας ότι κερδίζω πολύ λίγα, ένας φίλος μέτοχος μου είπε μια μέρα: «Σοάρες, σας εκμεταλλεύονται». Η φράση αυτή μου θύμισε πράγματι αυτό που είμαι, αλλά καθώς στη ζωή όλους μας μάς εκμεταλλεύεται κάποιος, αναρωτιέμαι αν δεν είναι καλύτερα να σε εκμεταλλεύεται ο υφασματέμπορος Βάσκες παρά η ματαιοδοξία, η δόξα, ο θυμός, η ζήλια ή το ανέφικτο. Υπάρχουν αυτοί που εκμεταλλεύεται ο ίδιος ο Θεός, κι είναι οι προφήτες και οι άγιοι στην κενότητα του κόσμου αυτού (Α΄, αρ. 7, σελ. 57).

Η ωμή, ξεκάθαρη ματιά στις αυταπάτες των ανθρώπων συχνά πικρίζει με έναν ιδιαίτερο κυνισμό. Δεν πραγματοποιούμε τίποτα. Η ζωή μας πετάει σαν μια πέτρα, κι εμείς, όντας στον αέρα, λέμε: «Κοιτάτε πως κινούμαι» / Η ανθρωπότητα είναι πάντα η ίδια – ποικίλη, αλλά που δεν επιδέχεται καμιά τελειοποίηση, που ταλαντεύεται αλλά δεν προχωράει. Στον αυτοσαρκασμό του συμπαρασύρει τον καθένα, οποιονδήποτε που πιθανώς θα καταλήξει σε κάποιο πτωχοκομείο, «ανακατεμένος με το κατακάθι αυτών που πίστεψαν ότι ήταν μεγαλοφυΐες και δεν υπήρξαν τίποτα περισσότερο από ζητιάνοι με όνειρα». Αντίθετος με κάθε είδους θρησκεία είναι βέβαιος πως, είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν θεοί, είμαστε σκλάβοι τους.

Την ίδια στιγμή μεταθέτει το φορτίο και πιστώνει στον καθένα αποκλειστικά την ευθύνη της ύπαρξής του: Η μονοτονία των συνηθισμένων ζωών είναι εξ όψεως τρομακτική. Την ώρα αυτή γευματίζω σ’ ένα συνηθισμένο εστιατόριο και κοιτάζω, πέρα από τον πάγκο….Τι ζωές έχουν αυτοί οι άνθρωποι; (…) Ξαναβλέπω με τρομερή κατάπληξη το πανόραμα αυτών των ζωών και ανακαλύπτω, τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να νιώσω φρίκη, θλίψη, εξέγερση γι’ αυτές τις ζωές, ότι όσοι δεν νοιώθουν μήτε φρίκη μήτε θλίψη μήτε εξέγερση είναι ακριβώς αυτοί που θα είχαν κάθε δικαίωμα να νιώσουν έτσι, αυτοί που ζουν αυτές τις ζωές. Πρόκειται για το κύριο λάθος της λογοτεχνικής φαντασίας: να υποθέτουμε πως οι άλλοι είμαστε εμείς και πως πρέπει να αισθάνονται όπως εμείς (Α΄, αρ. 171, σελ. 289).

Ο Μπερνάρντο Σοάρες επανέρχεται συχνά στις πλάνες και τις ψευδαισθήσεις των ανθρώπων, από το πεδίο της καθημερινότητας μέχρι την ίδια την Ιστορία: Η ιστορία αρνείται τις βεβαιότητες. Για μένα είναι το ίδιο, θεοί ή άνθρωποι, στην άπειρη σύγχυση του αβέβαιου πεπρωμένου. Παρελαύνουν μπροστά μου, σ’ αυτόν τον ανώνυμο τέταρτο όροφο, σε μια διαδοχή από όνειρα, και δεν είναι για μένα τίποτα περισσότερο από αυτό που ήταν για όσους πίστεψαν σ’ αυτούς. Φυλαχτά των νέγρων με απλανή και τρομαγμένα μάτια, ζώα-θεοί των άγριων από τις βατώδεις ερημιές, συμβολικές μορφές των Αιγυπτίων, καθαρές ελληνικές θεότητες, βλοσυροί ρωμαϊκοί θεοί, ο Μίθρας κύριος του Ήλιου και της συγκίνησης, ο Ιησούς κύριος της συνέπειας και της φιλευσπλαχνίας, ποικίλες εκδοχές του ίδιου Χριστού, νέοι άγιοι, θεοί καινούριων κωμοπόλεων, όλοι τους παρελαύνουν ο ένας μετά τον άλλον στην πένθιμη πομπή (πανηγύρι ή κηδεία) της πλάνης και της ψευδαίσθησης (Β΄, αρ. 273, σ. 21-22).

Επιλέγει την μοναξιά του παρά την οποιαδήποτε ανθρώπινη επαφή – το να πρέπει να μιλάει με τους ανθρώπους του φέρνει νύστα και «μόνο οι φασματικοί και φανταστικοί φίλοι έχουν αληθινή υπόσταση». Στην ουσία συνδέει την δυνατότητα απομόνωσης με την αληθινή ελευθερία: Ελευθερία είναι η δυνατότητα της απομόνωσης. Είσαι ελεύθερος αν μπορείς να απομακρύνεσαι από τους ανθρώπους, χωρίς να σε υποχρεώνει να τους αναζητάς η ανάγκη του χρήματος, ή η ανάγκη της αγέλης, ή ο έρωτας, ή η δόξα, ή η περιέργεια, που στη σιωπή και τη μοναξιά δεν βρίσκουν τροφή. Αν σου είναι αδύνατο να ζεις μόνος, γεννήθηκες σκλάβος (Β΄, αρ. 283, σ. 33). Φυσικά αποδέχεται την ερωτική μοναξιά μοιράζοντας τις ευθύνες και στις δυο πλευρές (Είμαι από τις ψυχές που οι γυναίκες λένε πως τις αγαπούν, αλλά ποτέ δεν τις αναγνωρίζουν όταν τις συναντούν).

Αυτός ο άνθρωπος καταφεύγει πίσω απ’ το γραφείο του «σαν πίσω από ένα οχυρό ενάντια στη ζωή», έχοντας διαχωρίσει τους τόπους και την λειτουργία τους: αν το γραφείο της Ρούα ντος Ντοραδόρες αντιπροσωπεύει την ζωή, ο δεύτερος όροφος όπου κατοικεί, στον ίδιο δρόμο, αντιπροσωπεύει την τέχνη, που μας παρηγορεί για την ζωή χωρίς να μας παρηγορεί για το ότι ζούμε. Έχει επίγνωση της λειτουργίας της γραφής στην ζωή του: γράφει για να ξεχνάει ότι ζει και δημοσιεύει τον εαυτό του γιατί αυτός είναι ο κανόνας του παιχνιδιού.

Υπάρχει λοιπόν, τουλάχιστον, η Τέχνη και σ’ αυτήν χαρίζει κομμάτια εξαίσιας πρόζας: Η τέχνη μας απελευθερώνει με τις ψευδαισθήσεις της από την αθλιότητα του είναι. Όσο αισθανόμαστε τα δεινά και τις συμφορές του Άμλετ, δεν αισθανόμαστε τις δικές μας… Ο έρωτας, ο ύπνος, τα ναρκωτικά και οι τοξικές ουσίες είναι στοιχειώδεις μορφές της τέχνης, ίσως επειδή παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα με αυτήν. Αλλά έρωτας ύπνος και  ναρκωτικά φέρουν το καθένα τη δική του διάψευση. … Αλλά στην τέχνη δεν υπάρχει διάψευση, γιατί η ψευδαίσθηση έγινε αποδεκτή ευθύς εξαρχής (Β΄, αρ. 270, σ. 19).

Ο Σοάρες δια χειρός Πεσσόα και ο Πεσσόα δια χειρός Σοάρες δεν ξεχνούν το παιδί που υπήρξαν, τα παιδιά που υπήρξαν όλοι οι ενήλικες: … διαπιστώνοντας τη φρικαλέα διαφορά μεταξύ της ευφυΐας των παιδιών και της βλακείας των ενηλίκων, πιστεύω ότι στα παιδικά μας χρόνια μας συντροφεύει ένας φύλακας άγγελος, που μας δανείζει την αστρική του ευφυΐα και στη συνέχεια, ίσως με πόνο, αλλά υπακούοντας σε κάποιον ανώτερο νόμο, μας εγκαταλείπει, όπως η μητέρες των ζώων εγκαταλείπουν τα μικρά τους που μεγάλωσαν, στο κτήνος που είναι το πεπρωμένο μας (Β΄, αρ. 452, σ. 249).

Είναι, άλλωστε, η ίδια η παιδική ηλικία κατά την οποία αρνηθήκαμε την πραγματική ζωή: Το παιδί ξέρει ότι η κούκλα δεν είναι αληθινή, αλλά την μεταχειρίζεται σαν αληθινή, σε σημεία που να κλαίει και να λυπάται όταν σπάει. Η τέχνη του παιδιού είναι να αποπραγματοποιεί. Ευλογημένη αυτή η ουτοπική περίοδος της ζωής, όπου αρνούμαστε τη ζωή μην έχοντας φύλο, όπου αρνούμαστε την πραγματικότητα παίζοντας, εκλαμβάνοντας ως αληθινά τα πράγματα που δεν είναι (Β΄, Αναπαράσταση, σ. 286).

Στο τέρμα της απογοήτευσης από την ίδια την φύση της ζωής, το Βιβλίο της ανησυχίας συντάσσει την ίδια την «αισθητική της απογοήτευσης»: Εφόσον δεν μπορούμε να εξαγάγουμε ομορφιά από την ζωή, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να εξαγάγουμε ομορφιά από το ότι δεν μπορούμε να εξαγάγουμε ομορφιά από την ζωή. Ας κάνουμε την αποτυχία μας νίκη, κάτι το θετικό και υψηλό… Αν η ζωή δεν μας έδωσε τίποτα περισσότερο από ένα κελί κατάδικου, ας προσπαθήσουμε να το διακοσμήσουμε, ακόμα και με τις σκιές των ονείρων μας… (Β΄, αρ. 306, σ. 61).

Η ζωή των δυο αντρών, απόλυτα εσωτερική και χωρίς γεγονότα, μπορεί να είναι εξίσου συναρπαστική με τον πλέον περιπετειώδη βίο. Άλλωστε, Η ζωή είναι ό,τι την κάνουμε. Τα ταξίδια είναι οι ταξιδιώτες. Αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε, αλλά αυτό που είμαστε (Β΄, αρ. 451, σ. 247).

Πλήρης τίτλος: Βιβλίο της ανησυχίας. Σύνθεση του Μπερνάρντο Σοάρες, βοηθού λογιστή στην πόλη της Λισαβόνας. Εκδ. Gutenberg 2018, τόμος Α΄, σελ. 421, τόμος Β΄, σελ. 423. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις: Μαρία Παπαδήμα. [Αναθεωρημένη έκδοση] Περιλαμβάνεται παράρτημα με γραπτά του συγγραφέα σχετικά με το Βιβλίο της ανησυχίας. [Fernando Pessoa, Livro do desassossego. Composto por Bernardo Soares, ajudante de guarda-libros na cidade de Lisboa]

Tα ένθετα έργα τέχνης: Jakob Steinhardt, The City, 1913 και Cyril E. Power, The Tube Train, 1934.

10
Σεπτ.
19

Οι ξυπόλητες των δίσκων, 3

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 9 (Σεπτέμβριος 2019), εδώ

VIΙΙ. Οι ξυπόλητες των δίσκων, 3

Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών συνεχίζει την μαθητεία του στις γυναίκες, αναζητώντας τις ξυπόλητες στα εξώφυλλα τον δίσκων.

Ένα βράδυ κάτι με σταμάτησε στη βιτρίνα του γειτονικού δισκάδικου. Από μέσα με κοιτούσε με ηδυπάθεια μια ψηλή μπρούντζινη τραγουδίστρια. Καθισμένη σ’ ένα παγκάκι, είχε βγάλει τις γόβες της και ακουμπούσε το ένα πόδι της πάνω του και το άλλο πάνω σε μια βαλίτσα. Χάρη σα ελαφρά σηκωμένα της δάχτυλα αποκαλύπτονταν τρία λεπτά κοκαλάκια κι ένα απειροελάχιστο ποσοστό από το πέλμα της. Ήταν λες κι ο φωτογράφος αιχμαλώτισε μια αγαπημένη μου κίνηση. Πίσω της ένα μωβ φόντο αντανακλούσε μια αστραφτερή νυχτερινή ζωή.

Την άλλη μέρα μπήκα να την αγγίξω. Στο οπισθόφυλλο συνέχιζε να είναι επιδεικτικά ξυπόλητη, παρά τα πολλά της ρούχα – γκέτες, κασκόλ, μαντίλι, τραγιάσκα – και κρατούσε τις βαλίτσες στο χέρι, έτοιμη να επαληθεύσει τον τίτλο του δίσκου της: The wanderer (1980). Λεγόταν Ντόνα Σάμερ και προφανώς ερχόταν από τις πιο χορευτικές βραδιές της μουσικής. Τώρα μισάνοιγε η πύλη μιας σωματικής ρυθμικής μουσικής, που καταμαρτυρούσε μια ευδαιμονικότερη πλευρά της ενήλικης ζωής – σε πολλά «αλλού» τώρα κάποια κορμιά μονολογούσαν ή συνομιλούσαν μέσα απ’ τον χορό. Δοκίμασα να μπω, δύσπιστος για την ντίσκο της εποχής, αλλά παραμέσα κατέβαινα τα παλαιότερα σκαλοπάτια προς τις μαύρες ραψωδίες της σόουλ, της φανκ, της τζαζ. Αν όλη αυτή η μουσική γνώριζε να εκφράζει την χαρά των σωμάτων, τότε τα πόδια θα είχαν την δική τους θέση εντός της.

Σε υπόγειες ανά τον κόσμο «ντισκοτέκ» και «νάιτ κλάμπ», λυμένες και ορχούμενες οι γυναίκες κινούσαν τα πόδια τους σε αναρίθμητους χορούς. Αλλά είχα κι εγώ ένα ζεστό υπόγειο, στα έγκατα της πολυκατοικίας μας. Εκεί νοίκιαζε ένα μικρό διαμέρισμα ο πατέρας μου, για να το χρησιμοποιεί ως φωτογραφικό στούντιο. Τα χημικά υγρά, τα λευκά ατύπωτα χαρτιά, τα σελιλόιντ αρνητικά, όλα δημιουργούσαν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα με οσμή φαρμακευτική και διαπεραστική. Ίσως αυτή να ήταν η μυρωδιά των θαυμάτων, αφού τα σώματα εμφανίζονταν από το πουθενά μέσα στις φωτογραφίες που έπλεαν άγραφες στην πρώτη λεκάνη, στα υγρά του εμφανιστή, προτού βαπτιστούν στις άλλες δυο, στο στοπ μπαθ και στο φίξερ, για να διαλέξουν την απόχρωσή τους και να μείνουν σταθερά κι αμετακίνητα για πάντα.

Εκεί μέσα είδα να αναδύονται τα πόδια μιας ξαδέλφης μου, όπως στεκόταν ξυπόλητη στο μπαλκόνι του εξοχικού της, βουτηγμένη μέσα στο κίτρινο των διακοπών. Ερχόταν κατακαλόκαιρη μέσα από μια υπόγεια κουζίνα με σβηστά φώτα, από έναν θάλαμο σκοτεινό που έσβηνε τα χιλιόμετρα και τα χιλιόλεπτα που χώριζαν το τότε και το εκεί από το τώρα και το εδώ. Μόλις ανακάλυπτα μια τέχνη όπου ζουν και βασιλεύουν τα ωραιότερα του κόσμου. Η Φωτογραφία φάνταζε ως ο απόλυτος τρόπος κατακράτησης μιας επιθυμητής εικόνας: μέσα της θα αιχμαλώτιζα όλα τα πόδια που επιθυμούσα για να τα βλέπω μπροστά μου σε πρώτη ζήτηση, βέβαιος ότι δεν θα είναι πλέον φευγαλέα.

Κατέβαινα συχνά στο υπόγειο ακριβώς για να ξεφεύγω από τον τόπο και τον χρόνο. Ένα βράδι που φυλλομετρούσα για άλλη μια φορά τις δεκάδες φωτογραφίες άκουσα ζωντανούς θορύβους από το διπλανό διαμέρισμα. Κοίταξα στα κλεφτά μέσα απ’ την μισάνοιχτη πόρτα: μια μεγάλη συντροφιά από μαύρους, γυναίκες και άντρες, κάθονταν στο πάτωμα ή πηγαινοέρχονταν στα δωμάτια. Ήταν οι πρώτοι μαύροι που έβλεπα με σάρκα και οστά. Σύντομα θα διαπίστωνα ότι η Κυψέλη στα χρόνια του ’70 και του ’80 ήταν γεμάτη μετανάστες από την Αφρική που συνήθως νοίκιαζαν από τα ισόγεια και κάτω, χαμογελούσαν σπαστές καλημέρες κι ανέβαζαν από τους φωταγωγούς μπαχαρικές οσμές. Τα μέρη μας τους καλοδέχτηκαν όπως κι εκείνοι ζέσταναν με κάθε τρόπο τις γειτονιές. Μπορεί να ήταν, σκεφτόμουν τότε, κι η ίδια η ζέστη που γνώριζαν στην κατηφορική πλευρά της υδρογείου.

Μέσα συνυπήρχαν φωτεινά χρώματα και χαμηλοί φωτισμοί. Ήταν ένα σπίτι τόσο διαφορετικό απ’ όσα γνώριζα, είχε μια άλλη θέρμη. Ύστερα ήταν η άναρχη μουσική που αντιλαλούσε στα ενδότερα, μια πολυφωνία που εναλλασσόταν με υπόκωφα ταμ ταμ, χωρίς να καταλαβαίνω αν έπαιζαν δίσκοι ή μουσικοί. Με συνεπήρε κι εκείνη η αίσθηση της συντροφιάς, μιας κοινότητας που τους αρκούσε κάτι κοινό για να συνυπάρξει παρά τις διαφορές της. Έτσι λοιπόν βραδιάζονταν τα νέγρικα σπίτια – μου άρεσε η λέξη νέγροι, δεν γνώριζα ότι θεωρούνταν υποτιμητική· το αντίθετο, στο εύηχό της μου φαινόταν πως έλαμπε μια πολύχρωμη ήπειρος κι ένας κόσμος άγνωστος και συναρπαστικός. Ίσως την πρωτοδιάβασα σ’ ένα βιβλίο τέχνης, που εικόνιζε σώματα κυκλικά και σαρκώδη. Ακόμα πιο ωραίες μου ακούγονταν και κυρίως μου φαίνονταν οι νέγρες: γλυπτές σαν τα μπιμπελό του καθιστικού μας ή τα αγαλματίδια στις εγκυκλοπαίδειες, με πρόσωπα γωνιώδη και χείλη πάμπλουτα.

Ζήλεψα με μια ζήλεια διαβρωτική. Ήθελα κι εγώ μια τέτοια μεγάλη κυκλική συντροφιά σ’ ένα καθιστικό που σήμαινε το κάθισμα όλων μας στο πάτωμα, ενώ ξυπόλητες οι γυναίκες θα πηγαινοέρχονται φροντίζοντας την ζέση της εστίας. Η πόρτα που παρέμενε μισάνοιχτη (περίμεναν κι άλλους; είχαν ανοιχτά για να αεριστεί ο χώρος από τους αχνούς της κουζίνας;) με βόλευε για να κάνω πώς περνάω δυο τρεις ακόμα φορές, πράγμα που αντιλήφθηκαν δυο γυναίκες αν κρίνω από τα λευκότατα δόντια που άστραψαν γελαστά στο μισοσκόταδο.

Ένα βράδυ που είχα κατέβει για να ταξινομήσω διαφάνειες και φωτογραφίες μού χτύπησαν την πόρτα. Ανοίγοντας είδα ένα γεμάτο πιάτο, ένα φόρεμα γεμάτο ρόμβους και δυο ξυπόλητα πόδια, μελαμψά μα με νύχια λευκά πάνω στο μωσαϊκό του κοινόχρηστου διαδρόμου, σαν ζωντανό έργο τέχνης. Προφανώς η ομήγυρη θεωρούσε περιφερειακό μέλος της τον μικρό περίεργο υπογείτονα και προέβαινε σε κίνηση καλωσορίσματος. Με σπαστά ελληνικά μου πρότεινε να έρθω μέσα. Δεν το σκέφτηκα στιγμή. Η Ντόνα Σάμερ μου είχε ήδη υποδείξει έναν νέο δρόμο και σίγουρα θα με ενθάρρυνε να μπω. Καταπατούσα τον οικογενειακό κανόνα να μην μπαίνω σε ξένα σπίτια· αυτοί όμως ζούσαν μέσα στην πολυκατοικία μας, έστω στο κατώτερο κοκαλάκι της σπονδυλικής της στήλης· ήταν και μεσότοιχοι γείτονες του εργαστηρίου μας. Θεώρησα ότι έχω νομικό έρεισμα· άλλωστε η πόρτα παρέμενε μισάνοιχτη. Μ’ έβαλαν να καθίσω δίπλα σ’ ένα κορίτσι κοντά στην ηλικία μου. Ανταλλάξαμε χαμόγελα, τις γνωστές ερωταποκρίσεις για το σχολείο, μου είπαν πως οι γονείς μου ήταν ευπρόσδεκτοι όποτε θελήσουν. Δεν τους το μετέφερα ποτέ, αυτός ήταν ο δικός μου κόσμος και δεν είχαν καμία δουλειά.

Σύντομα τρεις γυναίκες σηκώθηκαν και χόρεψαν σ’ έναν οργιαστικό ρυθμό. Έξω άκουγα τα βήματα των αραιών περαστικών, ενώ μέσα τα γυμνά πέλματα των γυναικών αθόρυβα ανεβοκατέβαιναν μπροστά μου, σε απόσταση αναπνοής. Θυμήθηκα αρχαίους τελετουργικούς χορούς που δεν είχα δει ποτέ ζωντανά, μόνο σε ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. Ήταν τόσο περίεργη η αίσθηση, να βρίσκεται λίγα κάτω από το δωμάτιό μου μια άλλη ήπειρος και οι ένοικοί της να γιγαντώνουν τον ερωτισμό μου. Εκείνες οι γυναίκες μου άνοιξαν την βεντάλια της επιθυμίας για τα πόδια των γυναικών πάντων των χρωμάτων και πασών των φυλών.

Το κορίτσι λεγόταν Μόκα και ήταν κόρη της οικοδέσποινας εκείνου του σπιτιού. Είχε ομορφιά σοκολατένια, με φλούδες αμυγδάλου στα λευκά μάτια, τα νύχια και τα χαμογελαστά δόντια. Με το ίδιο χαμόγελο με καλοδέχονταν οι γονείς της, όταν δεν έλειπαν ως το βράδυ στην δουλειά τους. Μπορεί να μην ήταν θέμα εμπιστοσύνης αλλά ο δικός τους τρόπος για ένα σπίτι μόνιμα ανοιχτό στον κόσμο, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Γίναμε φίλοι και με προσκαλούσε συχνά στο υπόγειό τους, όπου σαφώς την ερωτεύτηκα.

Εκεί είδα για πρώτη φορά δίσκους μαύρης μουσικής, αφρικανικά ονόματα που δεν γνώριζα καν. Ριγμένο σε μια γωνία ήταν το Open & Close του Fela Kuti (1971): μέσα σ’ ένα τετράγωνο που απάρτιζαν δυο κόκκινα και δυο κίτρινα τρίγωνα εννιά ξυπόλητες γυναίκες με κοντά αφρικανικά φορέματα χορογραφούσαν χαμογελαστές την έξαλλη μουσική που κόχλαζε στα ενδότερα. Ήταν η πρώτη αποκάλυψη μιας τόσο διαφορετικής μουσικής, με τραγούδια που όχι μόνο δεν βιάζονταν να τελειώσουν στο τρίλεπτο, αλλά με προκαλούσαν σε μια άλλου είδους συμμετοχή: όταν δεν με υπνώτιζαν με μια μακρόσυρτη επαναληπτικότητα, με ξεσήκωναν σε σχεδόν ανεξέλεγκτο κίνημα όλου του σώματος, που αφηνόταν αβίαστα στον ρυθμό τους.

Ο Fela Kuti ήταν ένας ακτιβιστής που κατέκρινε απροκάλυπτα τις διεφθαρμένες νιγηριανές κυβερνήσεις. Μιλούσε για την αποικιοκρατία ως απαρχή όλων των προβλημάτων που βασάνιζαν τους αφρικανικούς λαούς. Η δεκαετία του ’70 για την Αφρική ήταν ένας εφιαλτικός κόσμος γεμάτος πραξικοπήματα, φτώχεια, βιαιότητες, κακομεταχείριση των πολιτών· κι η Νιγηρία ένας πλήρης καθρέφτης του. Η οργιαστική μουσική του ήταν ταυτόχρονα ένα πολλαπλό τραγούδι διαμαρτυρίας που διαχέονταν σ’ όλο τον κόσμο, μαζί με τις πολιτικές του δηλώσεις. Φυλακίστηκε και κακοποιήθηκε δεκάδες φορές, ενώ τα μουσικά του όργανα, οι δίσκοι του κι όλες οι δημιουργίες του καταστρέφονταν. Δεν παραιτήθηκε και συνέχισε να χτυπά τις στρατιωτικές κυβερνήσεις της Νιγηρίας και την επόμενη δεκαετία, ενώ παρέμεινε ένας φανατικός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως το τέλος της ζωής του. Παρέμενε πολυερωτικός και δεσμευμένος με δεκάδες γυναίκες που συμμετείχαν στην μπάντα του ως μουσικοί ή χορεύτριες.

Η οικογένειά της είχε δραπετεύσει από εκείνη την χώρα. Πήραν ελάχιστα από τα πράγματά τους αλλά δεκάδες δίσκους, βιβλία, υφαντά, αγαλματάκια. Η Μόκα μού γνώριζε τον κόσμο της που έβραζε κάτω απ’ την γραμμή του Ισημερινού και δεν είχε καμιά σχέση με τις ειδυλλιακές εικόνες των εγκυκλοπαιδειών και των καρτ ποστάλ. Οι διηγήσεις της ήταν στην παιδική της γλώσσα αλλά αρκετές για να αντιληφθώ ότι δεν γνωρίζαμε τίποτα πέρα από το μικρό μας τετράγωνο· ούτε καν τι συμβαίνει στον πάτο του φωταγωγού μας. Στον δικό της προσγειώνονταν σακούλες σκουπιδιών από τα άνω παράθυρα γιατί πάντα υπήρχε κάποιος που φοβόταν τα μαύρα θηρία ή απλώς αυτά ήταν οι βολικότεροι δυνατοί εχθροί.

Η Μόκα ήταν πάντα ξυπόλητη  στο σπίτι· το ίδιο κι η μητέρα της. Κι οι δυο τους φορούσαν εκθαμβωτικά χρώματα σε αρμονικούς συνδυασμούς, σα να προσκαλούσαν τις αποχρώσεις της φύσης στα τοπία που άφησαν πίσω. Μου άρεσε κι ο τρόπος που τύλιγαν τα μαλλιά τους σε ανάλογα μαντήλια, τονίζοντας ακόμα περισσότερο τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Γιατί εμείς εδώ δεν ντυνόμασταν έτσι; Καθόμασταν στο ξύλινο πάτωμα και φυλλομετρούσαμε τους δίσκους. Τότε γνώρισα την Billie Holiday. Στο εξώφυλλο του Billie Holiday sings (1952) μια σχεδιασμένη γυμνή γυναίκα μοιάζει συντετριμμένη, έτσι όπως κάθεται σκυφτή, κρύβοντας το πρόσωπό της· τα δάχτυλα των ποδιών της γυμνά, αδρά σχεδιασμένα. Στο Billie Holiday At Jazz at the Philharmonic (1955) μια παρόμοια σκιτσαρισμένη γυναίκα βρίσκεται ριγμένη στο πάτωμα, μόνο με την πλάτη και τα πέλματα να εκφράζουν την συντριβή της, δίπλα σ’ ένα μαύρο μπουκάλι κι ένα κατεβασμένο ακουστικό τηλεφώνου. Αλλά εκείνη η φωνή δεν κουβαλούσε μόνο τις ιδιωτικές της τραγωδίες. Είχα την αίσθηση ότι ένας ολόκληρος συλλογικός πόνος έβγαινε σε κάθε της τραγούδι.

Μου δάνεισε την αυτοβιογραφία της σ’ ένα φθαρμένο αγγλικό βιβλίο με τίτλο Lady sings the blues. Ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα στα αγγλικά, με την βοήθεια του μικρού Divry’s αγγλοελληνικού λεξικού. Περισσότερο απ’ όλα θυμάμαι όσα έζησε κοντά στην ηλικία της. Στα έξι ο κόσμος της ήταν η κακομεταχείριση από τους συγγενείς, το σφουγγάρισμα των «παναθεματισμένων άσπρων σκαλιών της Βαλτιμόρης» και τα θελήματα σε σπίτια και στο πορνείο της γωνίας. Στα δέκα τής έλαχε «το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μια γυναίκα», ο βιασμός· στα δώδεκα την κακοποίησε ένας τρομπετίστας, κι αργότερα η πορνεία έγινε μονόδρομος επιβίωσης. Ο φυλετικός διαχωρισμός βρισκόταν πάντα μπροστά της και τα μόνα λευκά στην ζωή της ήταν οι γόβες, οι γαρδένιες και η πρέζα. Παρά την επιτυχία της, η Lady Day των Υπογείων είχε ζωή σε μεγάλο βαθμό προδιαγεγραμμένη: για την κοινωνία δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια «μαυριδερή», μια «βρωμονέγρα», το παράξενο φρούτο, όπως τραγουδούσε στο σπαρακτικό της τραγούδι.

Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, το 1972, στο What color is love του Terry Callier μια όμορφη μαύρη γυναίκα κουλουριασμένη σε μια πολυθρόνα κρύβει την γύμνια της αλλά όχι τα ωραία δάχτυλα των ποδιών της και ρίχνει το λυπημένο της βλέμμα προς τα κάτω, εκεί όπου σύντομα θα πέσει η στάχτη του τσιγάρου της. Οι μπλε αποχρώσεις και το μπλε ρούχο στην ράχη σχεδόν βιάζονται ν’ απαντήσουν στην ερώτηση του τίτλου. Φαίνεται πως οι μαύρες νεράιδες δεν ντρέπονταν να δείξουν την συντριβή τους. Έβλεπα πλέον μια άλλη εικόνα των ποδιών, που φώναζαν κάτι με ιδιαίτερο πόνο. Το σχήμα της Αφρικής έμοιαζε μ’ ένα αριστερό μαύρο πέλμα, με την καμάρα του στο άνοιγμα του Ατλαντικού. Τα γυμνά πόδια των Αφρικανών γυναικών δεν ήταν έτσι μόνο από τους αιώνες του ήλιου και της φύσης τους, αλλά τώρα χρωμάτιζαν μια μαύρη μοίρα. Την ίδια μοίρα σα να κληρονομούσε όλη η μαύρη φυλή και στην απέναντι πλευρά της Αμερικής. Σταδιακά θα μάθαινα για τα ξυπόλητα κορίτσια των καταυλισμών και των φυτειών, τις μαστιγούμενες σκλάβες, την Γουόρις Ντίρι που δραπέτευσε ξυπόλητη στην έρημο και δείχνει μέχρι σήμερα τα σημάδια στις καμένες της πατούσες. Και η Μόκα έγινε η πρώτη από τις «γυναίκες» που μου γνώρισαν τον κόσμο. [Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται]

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.




Σεπτεμβρίου 2019
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1
2345678
9101112131415
16171819202122
23242526272829
30  

Blog Stats

  • 1.133.063 hits

Αρχείο