Αρχείο για Οκτώβριος 2022

20
Οκτ.
22

Δημήτρης Καλοκύρης (απόδοση) – [Τρεις εκδοχές της Ηλέκτρας]

Πλήρης τίτλος: [Τρεις εκδοχές της Ηλέκτρας] Αισχύλος Χοηφόρες, Σοφοκλής Ηλέκτρα, Ευριπίδης, Ηλέκτρα

O Henry Miller είχε δίκιο: οι αρχαιολόγοι με τις σκαπάνες και τα φτυάρια τους δεν θα μπορέσουν ποτέ να ανασύρουν από την γη το μυστικό των Μυκηνών. Το πήραν μαζί τους οι θεοί των Ελλήνων, όταν εξαφανίστηκαν από τούτη τη γη. Και «δεν είναι άλλο από το αίνιγμα που κρατάει σφαλισμένο μέσα του το αποτρόπαιο έγκλημα, που σκόρπισε την ανθρώπινη ελπίδα» [1]. Είναι το μυστήριο του κακού και της βίας, προσθέτει ο Pierre Brunel στην διεισδυτική μελέτη του για τον μύθο της Ηλέκτρας και με την σειρά του μας θυμίζει την έξοχη φράση ενός άλλου Ηλεκτρολόγου: «Η τραγική στιγμή ταυτίζεται με την ημέρα της Ηλέκτρας: πριγκίπισσα δούλη, μεγαλώνει μέσα στην εξέγερση και φτάνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά κολασμένης ηρωίδας» [3].

Όσο κι αν μέχρι σήμερα την συναντούμε σε θεατρικές και κινηματογραφικές διασκευές, λογοτεχνικές μετεγγραφές, δισκογραφικές αναφορές και εικαστικές εκδοχές, ο αρχαίος της λόγος παραμένει μακρινός, ένας απόηχος κλεισμένος στις δεκάδες μεταφράσεις που σκονίζονται στα πανεπιστημιακά συγγράμματα ή στις απρόσιτες, υπερ-φιλολογικές δοκιμές. Όμως αυτή τη φορά η αρχική Ηλέκτρα επανέρχεται αυτοπροσώπως και με τις τρεις μορφές που της επεφύλαξαν οι τρεις τραγικοί, χάρη στη απόδοση του Δημήτρη Καλοκύρη, που την αναπλάθει εφοδιασμένος με την πλουσιότατη λογοτεχνική, πεζογραφική, ποιητική και πολλαπλώς εικαστική σκευή του και την πλαισιώνει με μερικές επιλεγμένες εκδοχές σύγχρονων ποιητών, ανοίγοντας έτσι τρεις πύλες προς τους σκοτεινούς τόπους όπου εκείνη παρέμενε και μας περίμενε αιώνες τώρα. Πώς μας μιλάει σήμερα, ποιες λέξεις θα διάλεγε να προφέρει, τι θα είχε  να μας πει;

Και πώς θα μπορούσα να την πλησιάσω κι εγώ; Πρώτα διάβασα λέξη προς λέξη τα τρία κείμενα, υπογραμμίζοντας φράσεις, κυκλώνοντας λέξεις, σχεδιάζοντας βέλη και αγκύλες, προσθέτοντας ερωτηματικά και θαυμαστικά. Η σωρευτική ανάγνωση των τριών Ηλεκτρών δεν μπορεί παρά να συγκλονίζει αλλά και να προκαλεί μέγιστη δίψα για εμβάθυνση. Αυτό καταφέρνει πάντα ο Καλοκύρης, με κάθε έργο που θα συγγράψει, μεταφράσει ή αποδώσει: την κατεύθυνση του αναγνώστη προς την βιβλιοθήκη. Έσπευσα λοιπόν, πρώτα, στο προαναφερθέν βιβλίο του Pierre Brunel Ο μύθος της Ηλέκτρας (μτφ. Κλαίρη Μιτσοτάκη, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1992 [Le Mythe d’ Electre, 1971]) και, κατόπιν, στο ωραίο βιβλίο της Ασπασίας Παπαθανασίου, της ηθοποιού που αναμετρήθηκε με την Ηλέκτρα και με άλλες ηρωίδες της αρχαίας γραφής, Γυναικείες μορφές της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας (εκδ. Νέδα, 2010). Στη συνέχεια ξανακοίταξα μερικές σελίδες από την πλούσια μελέτη της Ελένης Παπάζογλου Το πρόσωπο του πένθους. Η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή ανάμεσα στο κείμενο και την παράσταση (εκδ. Πόλις, 2014), που παρουσίασα παλαιότερα στο Πανδοχείο, εδώ. Δεν μπόρεσα να αποφύγω και τον πειρασμό να διαβάσω την πληθώρα των κειμένων που βρίσκονται στο Πρόγραμμα της Παράστασης από το Αμφιθέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου (1994-1995), του έργου του Ευγένιου Ο’ Νηλ, Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα (τριλογία: Ο Γυρισμός, Οι Κυνηγημένοι, Οι Στοιχειωμένοι). Στο τέλος η εκ νέου ανάγνωση της Καλοκύρειας Απόδοσης φώτισε τα σκότη και αποκάλυψε την εξαίσια Ηλέκτρα γυμνή και αληθινή μπροστά μου.

Του Κάτω Κόσμου αρχάγγελε, /του Πάνω Κόσμου Ερμή, αγγελιαφόρε, / βοήθησέ με ν’ ακουστούν στον Άδη οι ευχές μου, /να τις ακούσουν οι θεοί που φυλάνε το σπίτι μας, /ν’ ακούσει κι η Γη, / αφού όλα στην αγκαλιά της γεννιούνται και βλασταίνουν / κι ύστερα πάλι καταπίνει τα πάντα. / Κι εγώ, χύνοντας τις χοές αυτές για τους νεκρούς, / καλώ τον πατέρα μου και του φωνάζω:/ Λυπήσου μας, εμένα και τον αγαπημένο σου Ορέστη / να φωτιστεί ξανά το σπίτι μας. [Ηλ. Αισχ., σελ. 24-25]

Κάνε να γίνω από τη μάνα μου καλύτερη, / τα χέρια μου να μείνουν καθαρά. [Ηλ. Αισχ., σελ. 25].

Στις Χοηφόρους η Ηλέκτρα, άπειρη, διστακτική, αφελή, ανίσχυρη να εναντιωθεί στις διαταγές της μάνας της, στέκεται με τις χοές στα χέρια και ικετεύει τις γυναίκες του χορού να της πούνε τι πρέπει να εύχεται όταν θα τις χύνει στο μνήμα του πατέρα της. Όταν εμφανίζεται ο Ορέστης και γίνεται η αναγνώριση των δυο αδερφιών, αρχίζει ένας υπέροχος τελετουργικός θρήνος όπου ψάλλουν εναλλάξ η Ηλέκτρα, ο Ορέστης και ο Χορός. Δημιουργείται η αίσθηση ότι ερεθίζουν τους εαυτούς τους για να μην στομώσει η απόφασή τους για εκδίκηση. Είναι πραγματικά ενδιαφέρον: εδώ οι γυναίκες του Χορού παίρνουν ενεργά μέρος στην δράση· συμβουλεύουν, πληροφορούν, παραπλανούν, προτρέπουν σε εκδίκηση και πάνω απ’ όλα φέρουν το πνεύμα της Αρχαίας Δίκης, γι’ αυτό και δίνουν τα όνομά τους στην τραγωδία.

Φως λαμπερό, / που μοιράζεσαι σταλιά σταλιά τη γη με τον αέρα / πόσες φορές δε μ’ άκουσες/ την ώρα που αργοσβήνουν τα σκοτάδια / να πλαντάζω στο κλάμα και να χτυπιέμαι / ώσπου να τρέξει στο στήθος μου αίμα. / Μέσα σ’ αυτά τα αφόρητα δωμάτια / τα θλιβερά ξενύχτια μου ξέρουν πολύ καλά / τι θα πει σκοτεινό κρεβάτι… [Ηλ. Σοφ., σελ. 80]

Υπάρχει κανένας από τα μέρη μας ή από άλλους τόπους / που θα μας βλέπει και δε θα μας χαιρετά / με επαίνους: «Για δέστε», θα λένε, «δυο αδελφές» / που υπερασπίστηκαν το πατρικό τους σπίτι, / και δε φοβήθηκαν να εξοντώσουν τους εχθρούς τους… [Ηλ. Σοφ., σελ. 124]

Η Ηλέκτρα του Σοφοκλή είναι «κόρη της ανατροπής»· δογματική, ασυμβίβαστη, βρίσκεται σε καθημερινή μάχη μ’ αυτούς που διέπραξαν τον «άδικο» φόνο του πατέρα της. Περιφρονεί τα αγαθά που της προσφέρονται και είναι προσωπική της επιλογή να ζει σε θέση δούλας, να θρηνεί καθημερινά για τον σκοτωμένο πατέρα της, να κράζει καθημερινά τους δολοφόνους του και να μην υποκύπτει στις διαταγές τους. Το μίσος για την μάνα της δεν έχει προσωπικό χαρακτήρα· είναι μίσος για την πράξη της. Ξέρει ότι η συμπεριφορά της είναι ακραία αλλά είναι δύσκολο όταν ζεις μέσα σε δυστυχία να έχεις γνώση και ευσέβεια. Θρηνεί σπαρακτικά γιατί χάθηκε και η τελευταία της ελπίδα να δει τον αγαπημένο της αδερφό να επιστρέφει ζωντανός και εκδικητής. Μόνη σαν χαμένη, αποζητάει τον θάνατο. Ο θρήνος της με την υδρία στην αγκαλιά της αποκτάει καθολική σημασία θρήνου για τον χαμό αγαπημένων προσώπων. Αλλά η πτώση δεν ταιριάζει στο δυναμικό αυτό πλάσμα. Γίνεται το «όργανο» της απόφασης του Ορέστη να αναλάβει μόνος του την εκτέλεση της τιμωρίας. Η ίδια δεν παίρνει μέρος στην εκτέλεση, μόνο μένει έξω από το παλάτι και περιμένει να έρθει ο Αίγισθος για να τον παρασύρει μέσα σε αυτό. Λειτουργεί ως τιμωρός για την απόδοση δικαιοσύνης και όχι από προσωπική μνησικακία και ατομική οργή για την μάνα της. Είναι ένα τραγικό «ιερό καθήκον» η εκτέλεση δολοφόνων-τυράννων για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Πρόκειται για τυραννοκτονία και όχι μητροκτονία [4].

Χτύπα την πάλι, αν μπορείς! [Ηλ. Σοφ., σελ. 153]

Μην τον αφήνεις να μιλάει άλλο / και χάνουμε την ώρα μας, σε ξορκίζω, αδερφέ μου. / Κάποιος που είναι βουτηγμένος στην κακία / ως τον λαιμό, / τι νόημα έχει να του παρατείνεται η ζωή / αφού έτσι κι αλλιώς θα πεθάνει; [Ηλ. Σοφ., σελ. 159]

«Η Ηλέκτρα είναι ένα τραγικό υποκείμενο στερημένο οποιουδήποτε προσώπου – μια αποστέρηση που την καθιστά βαθύτατα μεταιχμιακή: είναι αποξενωμένη από την κοινότητα και την οικογένειά της· είναι μια γυναίκα ανύπαντρη, αν και σε ηλικία γάμου· είναι πριγκίπισσα και όμως δούλα· είναι στην πόλη της αλλά ζει ως εξόριστη· είναι μια κληρονόμος χωρίς περιουσία, μια καλλονή που έχει καταρρακωθεί, μια αδερφή χωρίς αδερφό, παιδί της μάνας της και όμως ορφανή. Η απώλεια αυτών των ταυτοτήτων εγγράφεται στο ίδιο της το σώμα», γράφει  στην προαναφερθείσα μελέτη της η Ελένη Παπάζογλου. Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου (και της ζωής της), οι άλλοι απαιτούν από την Ηλέκτρα να σωπάσει – αλλά αυτή αρνείται να τα κάνει και στην έξοδο του έργου έρχεται η σειρά της να απαιτήσει μια σιωπή: αυτήν του Αιγίσθου. Αυτή η ηρωίδα στο τέλος επιζεί και σε αντίθεση με την ευριπίδεια δεν μετανιώνει ποτέ. Σε όλα τα έργα του Σοφοκλή, εκτός από τον Φιλοκτήτη και τον Οιδίποδα στον Κολωνό, ο πρωταγωνιστής καταλήγει σε έναν οδυνηρό θάνατο ή σε ένα φρικιαστικό τραυματισμό. Η Ηλέκτρα όμως επιζεί και, κατά τα φαινόμενα, θριαμβεύει. [5]

Εμένα η πικραμένη μου ψυχή / δε θέλει ούτε γιορτές ούτε χρυσά στολίδια, / ούτε θα σύρω τον συρτό / χτυπώντας το πόδι μου / όπως τ’ άλλα κορίτσια /…/ Κοίτα τα βρώμικα μαλλιά μου, / κοίταξε τα κουρέλια μου,  / και πες μου αν σου φαίνεται να ταιριάζουν / σε κόρη βασιλιά, /… /Δε βλέπεις πώς έχει ρέψει το κορμί μου;/…/ Και τα μαλλιά μου προχειροκομμένα με ξυράφι; [Ηλ. Ευρ., σελ. 176, 180]

Αν δεν υφάνω μόνη μου το φουστάνι μου / δεν θα χα τι να βάλω και θα κυκλοφορούσα δίχως ρούχα. / Φέρνω μονάχη μου νερό απ’ το ποτάμι. / Σε πανηγύρια και γιορτές δεν πατάω, / και ντρέπομαι να’ μια παντρεμένη και ταυτόχρονα / παρθένα, /…[Ηλ. Ευρ., σελ. 185-186]

Η Ηλέκτρα του Ευριπίδη έχει παντρευτεί έναν φτωχό γεωργό και ζει μαζί του σ’ ένα αγροτόσπιτο έξω από το Άργος. Εμφανίζεται χαράματα, με κομμένα μαλλιά, φτωχικά ντυμένη, κρατώντας μια στάμνα για νερό. Το μίσος για τους φονιάδες φωλιάζει μέσα της αλλά δεν το εκδηλώνει. Η συμπεριφορά της Κλυταιμνήστρας και ο γάμος που την ανάγκασαν να κάνει συσσώρευσαν μέσα της μίσος γυναίκας προς γυναίκα, μια ασίγαστη οργή και ένα πάθος για την μητροκτονία. Αναθεματίζει την μάνα της και τον Αίγισθο που την εξορίσανε απ’ την πατρική της εστία και κατοικεί σε απόκρημνα φαράγγια, ενώ η μάνα της κοιμάται στην αιματοβαμμένη κλίνη του πατέρα με άλλον άντρα. Όταν γίνεται η αναγνώριση των δυο αδερφιών είναι η Ηλέκτρα που καταστρώνει τα σχέδια για την εξόντωση των δολοφόνων και εκείνη που σχεδιάζει τον τρόπο παραπλάνησης της μάνας της. Καθώς προχωράει ψυχρά στην εκτέλεση του σχεδίου ξέρει ότι έχει μπροστά της μια μελλοθάνατη και αυτή την μεθάει. Πριν την παρασύρει μέσα στο καλύβι της, ο λόγος της γίνεται υποκριτικός αλλά και σφοδρά επιθετικός, πολύ πιο έντονος από την καθημερινή της πρακτική. Όταν η Κλυταιμνήστρα μπει στο καλύβι η Ηλέκτρα μένει μόνη στη σκηνή, την φαντάζεται νεκρή και με μια ξέφρενη μανία και ηδονή, σαν άλλη μεθυσμένη Βάκχη, χορεύει και τραγουδάει. Το πάθος ικανοποιείται. Και τώρα τι; Νοιώθει σαν χαμένη, ακολουθεί η ψυχική κατάρρευση [6].

Στα τσακίδια, λοιπόν, που δεν σου πέρασε απ’ τον νου / πως θα ’δινες μια μέρα λόγο για τις πράξεις σου. / Κανείς κακούργος, από εδώ κι εμπρός / όσο καλά κι αν πάει στην αρχή,  / μέχρι να κόψει το νήμα στης ζωής του το τέρμα / να μη νομίζει ότι ξέφυγε την τιμωρία. [Ηλ. Ευρ., σελ. 221]

Κοντά του θα πέσεις κι εσύ χτυπημένη· / Στον Οίκο του Θανάτου θα πλαγιάζει / για πάντα πλάι σου, όπως όταν ζούσες. / Αυτό θα’ ναι το δώρο μου κι εσύ, / τον θάνατο του πατέρα θα μου ξεπληρώσεις. [Ηλ. Ευρ., σελ. 233]

Τι έπαθα! Τι θ’ απογίνω;/Σε τι γιορτές να πάω, σε τι γάμους να βρεθώ;/Ποιος άντρας θα πλαγιάσει πλάι μου σε νυφικό κρεβάτι; [[Ηλ. Ευρ., σελ. 236]

Συγκρίνοντας τα βλέμματα των τριών τραγικών ο Brunel προβαίνει σε μερικές ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες επισημάνσεις. Όσον αφορά την ελευθερία της ηρωίδας, η Ηλέκτρα του Αισχύλου είναι σχεδόν πιο δούλη από τις δούλες και μετά δυσκολίας βρίσκει τη δύναμη να παραπονεθεί για την μοίρα της, ενώ η Ηλέκτρα του Σοφοκλή κλείνεται σε οικειοθελή δουλεία· θα μπορούσε να ζει ειρηνικά στο παλάτι αλλά γογγύζοντας για την μοίρα της και την εξαθλίωση της, ξεπερνά την κατάπτωση και φτάνει στην διαμαρτυρία. Η Ηλέκτρα του Ευριπίδη, εξαναγκασμένη σε έναν φτωχό γάμο, τον κάνει κοινό θέαμα και τον εμφανίζει σαν κατάσταση δουλείας. Με αυτό τον τρόπο δείχνει την ντροπή της ονειδίζοντας έτσι την μητέρα της. Η θεαματική σκλαβιά της είναι ήδη μια μορφή εξέγερσης.

Ως προς το πένθος της, η μοιρολογούσα Ηλέκτρα είναι μια επαναστατημένη ύπαρξη, γιατί ζει ένα απαγορευμένο πένθος. Ανίκανη να συγκρατήσει τα δάκρυά της στον Αισχύλο, κρύβεται για να μπορεί να κλαίει ατελείωτα. Αντίθετα, η έκδηλη λύπη της ηλέκτρας του Σοφοκλή έχει την αξία μιας πρόκλησης και πρέπει να θεωρηθεί πράξη. Η Ηλέκτρα του Ευριπίδη προσφέρει επίσης το πένθος της σε κοινή θέα αλλά είναι η ίδια ο πρώτος θεατής που γεύεται την ηδονή των δακρύων. Ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο παρουσιάζουν οι τρεις τραγικοί την Ηλέκτρα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από την λύση που δίνουν στο δράμα της. Ο Αισχύλος αποσπά την Ηλέκτρα από την δράση, για να την απαλλάξει από ένα ακόμη οδυνηρό συνειδησιακό πρόβλημα. Ο Σοφοκλής παρουσιάζει μια ηρωίδα σίγουρη για τον εαυτό της, στην οποία όλα τα μέσα φαίνονται καλά, αφού ο σκοπός είναι αγαθός. Ο Ευριπίδης την εμφανίζει σαν μια γυναίκα που έχει χαθεί, μια άλλη Κλυταιμνήστρα.

Υπάρχει ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο που αναδύεται ξανά από την ολική μορφή της Ηλέκτρας και το οποίο ο Brunel είχε αναφέρει ως «υποτίμηση». Υπήρχε πάντα η τάση να καταστεί η Ηλέκτρα υπόδειγμα αρετής κι όταν συνέβαινε κάποιος σύγχρονος δραματουργός να την σκιαγραφεί με κριτική ματιά (το παραλήρημά της στον Hofmannsthal, την κακή της πίστη στον O’ Neill, την τελική της δειλία στον Sartre),  εξεγείρονταν για το σκάνδαλο και την «υποτίμηση» του μύθου. Πρόκειται για μια υποτίμηση ήδη αισθητή στην εξέλιξη του δράματος, από τον Αισχύλο ως τον Ευριπίδη, γράφει ο Brunel, ενώ αναρωτιέται αν η εισαγωγή της Ηλέκτρας στον μύθο δεν είναι ένα πρώτο δείγμα υποτίμησης. Στις Χοηφόρους, πιο άχρωμη, στερημένη από το θείο ως, καλείται να παίξει μέσα στην περιπέτεια του Ορέστη έναν δύσκολο και διφορούμενο ρόλο: ρόλο πολύ ανθρώπινο σε μια υπόθεση θεών, ρόλο ανδρικό που της απαγορεύεται από την κοινωνική της θέση, ρόλο προώθησης που πολύ συχνά αποβαίνει απωθητικός, ενώ η συνέχεια είναι εντελώς διαφορετική [7].

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το Ημερολόγιο Εργασίας του Ευγένιου Ο’ Νηλ για την δική του Ηλέκτρα και ιδίως δυο εγγραφές. Στην πρώτη, αναρωτιέται ο συγγραφέας: Είναι τάχα πραγματοποιήσιμη σ’ ένα τέτοιο έργο η προσέγγιση απ’ την σύγχρονη ψυχολογική σκοπιά, της ελληνικής έννοιας του μοιραίου έτσι που να μπορέσει το σημερινό ανεπτυγμένο θεατρικό κοινό που δεν πιστεύει σε θεούς ή υπερφυσικές τιμωρίες, να την παραδεχτεί και να συγκινηθεί; (εγγραφή αρ. 1, άνοιξη 1926), ενώ στην δεύτερη γράφει: Ιδέα της πλοκής ελληνική – να δώσω στη σύγχρονη Ηλέκτρα ένα τέλος τραγικό, αντάξιο του χαρακτήρα της. Στην ελληνική υπόθεση τελειώνει ο ρόλος της εντελώς αντιδραματικά …Ένας τέτοιος χαρακτήρας κλείνει μέσα του τις δραματικές δυνατότητες μιας πολύ τραγικότερης μοίρας – πώς οι Ερινύες επέτρεψαν στην Ηλέκτρα να τους ξεφύγει ατιμώρητη;… Είναι μια έλλειψη της ελληνικής τραγωδίας – όπως διασώθηκε ίσαμε την εποχή μας – το ότι δεν φαίνεται να υπάρχει κι’ ένα έργο που ν’ αναφέρεται στη ζωή της Ηλέκτρας ύστερ’ απ’ το φόνο της Κλυταιμνήστρας (εγγραφή αρ. 2, Νοέμβρης 1928) [8].

Ο Καλοκύρης άσκησε βαθιά ανασκαφική έρευνα στο χώμα όπου βρίσκεται το σώμα του νεοελληνικού λόγου για να θέσει σε πλευρικές προθήκες των τριών έργων αντίστοιχα, την Τοιχογραφία της Ελένης Βακαλό (1956), τον Ορέστη του Γιάννη Ρίτσου (1960) και τον Ορέστη του Νικόλαου Κάλας (1934), έργα που συνομιλούν με την αρχαία γραφή και, επιβεβαιώνουν πως οι πηγές της Ηλέκτρας ρέουν αστείρευτες.

Στο Μουσείο του Βερολίνου είδα ένα αττικό ερυθρόμορφο αγγείο των αρχών του 5ου π.Χ. αιώνα, που βρέθηκε στην Ετρουρία: ο Ορέστης έχει καταφέρει ένα θανάσιμο χτύπημα στον Αίγισθο, ενώ η Κλυταιμνήστρα βρίσκεται ακριβώς πίσω από τον Ορέστη και κραδαίνει έναν πέλεκυ, έτοιμη να χτυπήσει. Η Ηλέκτρα, το όνομα της οποίας αναγράφεται στο αγγείο, στέκεται πίσω από τον Αίγισθο και βγάζει μια κραυγή για να ειδοποιήσει τον αδελφό της και με το δεξί της χέρι δείχνει εκείνη που βρίσκεται πίσω του. Σε μια σαφώς απατηλή αναλαμπή, διαβάσματα χρόνων άστραψαν μπροστά στην ύστατη δραματικότητα της παράστασης, που ζωντάνευε την τραγική συνύπαρξη τραγικών προσώπων. Νόμιζα ότι αυτή ήταν η ζωντανότερη Ηλέκτρα που μπορούσα να «δω». Τώρα με την τριπλή, παράλληλη απόδοση του Δημήτρη Καλοκύρη, η Ηλέκτρα των Τραγικών, ζωντανεύει ως μια τρισυπόστατη, μοναδική ηρωίδα και κάθε λέξη από τον λόγο της μοιάζει να έχει βάθος διαχρονικό και απροσμέτρητο.

Εκδ. Πατάκη, 2022, 245 σελ.

Παραπομπές:

[1] Henry Miller, Ο Κολοσσός του Μαρουσιού, μτφ. Ανδρέα Καραντώνη, εκδ. Γαλαξίας, χ.χ., σελ. 91.

[2] Pierre Brunel Ο μύθος της Ηλέκτρας, μτφ. Κλαίρη Μιτσοτάκη, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1992 [Le Mythe d’ Electre, 1971], σελ. 13.

[3] Ivan Mortimer Linford, Electra’s day in the tragedy of Sophocles, 1963, κατά παραπομπή του Pierre Brunel, σ. 156 (βλ. σημ. 2).

[4] Ασπασία Παπαθανασίου, Γυναικείες μορφές της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, Εκδ  Νέδα, 2010, σελ. 99-104, 111-116.

[5] Ελένη Παπάζογλου – Το πρόσωπο του πένθους. Η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή ανάμεσα στο κείμενο και την παράσταση, Εκδ. Πόλις, 2014, σελ. 192.

[6] Ασπασία Παπαθανασίου, ό.π., σελ 118-123.

[7] Pierre Brunel, ό.π., σελ. 156-170

[8] Πρόγραμμα της Παράστασης από το Αμφιθέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου (1994-1995), του έργου του Ευγένιου Ο’ Νηλ, Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα (τριλογία: Ο Γυρισμός, Οι Κυνηγημένοι, Οι Στοιχειωμένοι), χωρίς αρίθμηση σελίδων. Σύμφωνα με τα εκεί γραφόμενα, το εν λόγω Ημερολόγιο έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο του Μπάρετ Κλάρ, Ο’ Νηλ, μτφ. Β. Νικολόπουλου, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα χ.χ. = π. 1950[;].

Στις εικόνες: Ηλέκτρες από τα θέατρα του κόσμου. Υποκρίτριες, παραστάσεις, θέατρα και τόποι: αρ. 1-3: εδώ, αρ. 4: εδώ, αρ. 5: εδώ, αρ. 6: εδώ, αρ. 7: εδώ, αρ. 8: εδώ, αρ. 9: εδώ, αρ. 10: εδώ.

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.

01
Οκτ.
22

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 28: Οι αμμώδεις

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 46 (Οκτώβριος 2022), εδώ

XXΧVΙΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 28: Οι αμμώδεις

Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους

Κάθε γυναίκα που περιέχεται σε έναν τίτλο οιουδήποτε καλλιτεχνήματος μοιάζει εξαρχής αινιγματική. Ειδικά μια γυναίκα της άμμου δεν μπορεί παρά να δημιουργεί ιδιαίτερες αναρωτήσεις, προσδοκίες και αναμφίβολα την εικόνα της μείξης της με την ρευστή, ξηρή θάλασσα των άπειρων κόκκων και της βέβαιης γυμνότητας των ποδιών της. Τι παραπάνω χρειαζόμουν για να κλέψω την θέση του πρωταγωνιστή και να της αφιερώσω μια από τις ζωές μου; Δεν γνώριζα ότι θα έμπλεκα στον αδιανόητο κόσμο της, όπου θα έμενα παγιδευμένος για πάντα.

Ήμουν ένας δάσκαλος στην πρώτη ημέρα των διακοπών μου και πήρα ένα λεωφορείο ως το τέρμα ενός μακρινού παραθαλάσσιου χωριού. Εκεί σκόπευα να επιδοθώ στην συλλογή εντόμων που ζουν σε αμμώδεις περιοχές. Το ενδιαφέρον μου για την άμμο ήταν έντονο. Η άμμος είναι σαν ζωντανός οργανισμός, που εισχωρεί παντού και δεν ησυχάζει ποτέ· κάτι που απλώνεται αθόρυβα αλλά σταθερά, μεταβάλλοντας την επιφάνεια του εδάφους. Τι διαφορά σε σύγκριση με την μελαγχολία της καθημερινότητας, που εξαναγκάζει σε συνεχή και ακίνητη προσκόλληση σε όλη τη διάρκεια του χρόνου! Συλλογιζόμουν πάνω στη φύση της άμμου που αρνείται όλες τις μορφές, που εκτός από τον μέσο όρο του 1/8 χιλιοστού, δεν έχει καν δικό της σχήμα… Κι όμως, κανένα πράγμα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί σ’ αυτή την άμορφη, καταστροφική δύναμη… Ή ακριβώς το ότι δεν έχει μορφή, είναι ίσως η ύψιστη έκφραση δύναμης…

Η αναζήτηση των εντόμων ήταν μάταιη: δεν φαινόταν να υπάρχει ζωή παρά ελάχιστα αγριόχορτα, καλαμένια απομεινάρια φραχτών και σπασμένα όστρακα. Όταν ο ήλιος άρχιζε να δύει ένας χωρικός προθυμοποιήθηκε να μου βρει κατάλυμα και με πήγε στα γραφεία του τοπικού συνεταιρισμού. Με οδήγησαν σε μια πολύ βαθιά σκαμμένη τρύπα, στον πυθμένα της οποίας ήταν βυθισμένο ένα μικρό σπίτι. Κατέβηκα με μια ανεμόσκαλα κάθετα στο γκρεμό και μια νεαρή αδύνατη γυναίκα ήρθε να με υποδεχτεί εγκάρδια. Το σπίτι αντί για πόρτες είχε ψάθες, οι ξύλινες κολώνες είχαν στραβώσει και στην θέση των παραθύρων υπήρχαν καρφωμένες σανίδες. Το πάτωμα ήταν σάπιο, σαν να πατάει κανείς σε βρεγμένο σφουγγάρι.

Από εκείνη τη στιγμή δεν έπαυα να εκπλήσσομαι διαρκώς. Την ώρα του φαγητού η γυναίκα κρέμασε μια χάρτινη ομπρέλα από πάνω μου γιατί «η άμμος πέφτει από παντού». Μου τα έλεγε ένα ένα: αν μια μέρα δεν τη σκουπίσει από το πάτωμα μαζεύεται μισός πόντος· αν την αφήσει στη στέγη, οι σανίδες κινδυνεύουν να καταρρεύσουν· αν στους βόρειους ανέμους ή στις αμμοθύελλες σταματήσει το μάζεμα, μπορεί μέσα σ’ ένα βράδυ να φτάσει τα τρία μέτρα ύψος. Κάπως έτσι θάφτηκε ο άντρας της με την κόρη τους. Το σπίτι είχε μόνο μια λάμπα, που συχνά τρεμόσβηνε– απ’ την άμμο φυσικά. Είδα πως το μόνο διαθέσιμο νερό βρισκόταν σε μια στάμνα και ο πάτος της είχε μια κοκκινωπή απόχρωση. Κάποιος από ψηλά φώναξε πως ήρθαν οι τενεκέδες και το φτυάρι «για τον άλλο». Ο άλλος ήμουν εγώ! Αργότερα το βράδυ ακούστηκε ο ήχος της μηχανής από ένα τρίκυκλο φορτηγάκι. Η γυναίκα μάζευε την άμμο και την άδειαζε στους τενεκέδες και μετά τους ανέβαζαν πάνω με μια τροχαλία. Πήγα να την βοηθήσω και μου απάντησε «δεν χρειάζεται από την πρώτη μέρα…». Η δουλειά γινόταν τη νύχτα που η άμμος είναι υγρή και το μάζεμά της ευκολότερο. «Η άμμος δεν μας κάνει τη χάρη να ξεκουραστεί», μου είπε. Τότε έμαθα πως το χωριό υπάρχει ακριβώς χάρη στο φτυάρισμα της άμμου· αν σταματήσει, το ένα σπίτι μετά το άλλο θα θαφτούν ολότελα. Ο ύπνος μας ήταν δύσκολος, τυλίγαμε τα πρόσωπά μας με πετσέτες.

Το πρωί η ανεμόσκαλα είχε εξαφανιστεί. Σε όποια κατεύθυνση κι αν κινιόμουν, τα πόδια μου βυθίζονταν στην αναμμένη άμμο και ο καυτός ήλιος καψάλιζε το σώμα του. Ο ιδρώτας μου ανάβλυζε από παντού. Ζούσα πια σ’ έναν κόσμο όπου η άμμος είχε διαβρώσει όλες τις καθημερινές συμβάσεις. Έντρομος αντιλήφθηκα πως οι υπαινιγμοί της για την μακρόχρονη παραμονή μου μπορεί να μην ήταν μόνο παραδρομές της γλώσσας· πως με παγίδευσαν και με πρόσφεραν στη χήρα σαν είδος ελεημοσύνης. Δεν υπήρχε κανείς να με αναζητήσει – μόνο η υπηρεσία μου, που κι αυτή θα αδιαφορούσε, καθώς πάντα με θεωρούσαν «ιδιαίτερο». Ακόμα χειρότερα, προτού φύγω έγραψα ένα γράμμα στην σύντροφό μου για την επιθυμία μου να κάνω μοναχικές διακοπές, με την παράκληση να μην με αναζητήσει.

Μέσα στον εφιάλτη μου ο μόνος που είχα να στραφώ ήταν εκείνη η παράξενη γυναίκα. Αφοσιωμένη στη δουλειά της, κοιτούσε διαρκώς κάτω, απαντούσε μόνο όταν της απηύθυνα τον λόγο, ενώ σιωπούσε στις διαμαρτυρίες μου. Κάποτε γελούσε σαν να την γαργαλούσαν, άλλοτε έπαιρνε μια σκυφτή, πάνω στα διπλωμένα γόνατα στάση κι έμοιαζε τόσο ανυπεράσπιστη… Κάποια στιγμή μέσα στο θολό από τα δάκρυα εξαιτίας της άμμου οπτικό μου πεδίο την είδα καθώς κοιμόταν γυμνή. Εκτός από το πρόσωπό της είχε εκτεθειμένο όλο το υπόλοιπο σώμα. Έτσι αποκάλυπτε ό,τι οι άνθρωποι συνήθως κρύβουν, ενώ, αντίθετα, μόνο το πρόσωπο, που κανένας δεν διστάζει να εκθέσει, το είχε κρυμμένο με μια πετσέτα.

Δεν σταμάτησα να φιλοσοφώ σχετικά με την κατάστασή μου αλλά αδυνατούσα να ερμηνεύσω την κατάσταση με τα εφόδια του ορθολογισμού, της επιστήμης και του κοινωνικού κράτους. Μήπως παγιδεύτηκα όπως ακριβώς παγίδευα τα έντομα σε μικρά δοχεία για να τα μελετήσω; Δοκίμασα όλους τους τρόπους σκέψης και είκασα τον δικό τους, πιστεύοντας πως κάθε άνθρωπος έχει τη δική του λογική, που δεν ισχύει για τους άλλους. Επιχείρησα ένα γενναίο σκαρφάλωμα διαφυγής αλλά γλιστρούσα συνεχώς στον αμμόλοφο κι έπαθα και ηλίαση. Σύντομα αντιλήφθηκα και την πλέον εφιαλτική έκφραση της αιχμαλωσίας μου: εκείνοι μπορούσα να ελαττώσουν ή και να μας στερήσουν το νερό. Μας το κατέβαζαν μια φορά τη βδομάδα μαζί με τρόφιμα, σάκε και τσιγάρα. Η φωτιά άναβε με σπίρτο προσεκτικά τυλιγμένο σε νάιλον σακούλα, τα πιάτα καθαρίζονταν …με τι άλλο; με άμμο.

Η πηχτή άμμος εισχωρούσε παντού: στο στόμα, στα αυτιά, στη μύτη, στις μασχάλες, σε κάθε κοιλότητα. Το παχύ στρώμα ιδρώτα έμοιαζε με λιωμένο βούτυρο, το ξύσιμο του δέρματος ήταν σαν να γίνεται σε φλοιό από δαμάσκηνο. Ο ήλιος ήταν ίδιος υδράργυρος που έχει φτάσει σε σημείο βρασμού. Έξω η άμμος έκαιγε σαν άδειο τηγάνι πάνω στη φωτιά και μέσα στο σπίτι κυλούσε μ’ έναν ελαφρό ψίθυρο. Ήταν ένα τοπίο σαν αινιγματική εικόνα. Υπάρχει μια γυναίκα… Υπάρχει η άμμος… Υπάρχει ο ήλιος… Υπάρχει το εντελώς άδειο κιούπι του νερού… Από πού τέλος πάντων θα ’πρεπε λοιπόν ν’ αρχίσει προκειμένου να λύσει αυτή την εξίσωση, τη γεμάτη με άγνωστους Χ;  

Η κατανόηση της άμμου άρχισε να αποτελεί μόνιμη έγνοιά μου: το άλλο όνομα της καθαρότητας, η αντισηπτική της λειτουργία, το σπίτι ως πλοίο που εξόκειλε σε αμμώδη αβαθή, σε λιμάνι ενός χωριού δίχως μορφή, Υπήρχε περίπτωση να μεταμορφωθώ σε μια άλλη μορφή ύπαρξης; Η γυναίκα μου είχε πει πως αν ιδρώσω κι είμαι ντυμένος αμέσως βγαίνουν εξανθήματα και το δέρμα γίνεται πυώδες και μετά αποκτά κάτι σαν λέπια. Μήπως δεν είναι ακριβώς η προσπάθεια της προσκόλλησης σε κάτι σταθερό, από την οποία ξεκινάει ο μισητός ανταγωνισμός; Αν εγκαταλείπαμε την σταθερότητα κι αφηνόμασταν εντελώς στη ροή της άμμου, τότε σίγουρα κι ο ανταγωνισμός δεν θα μπορούσε πια να υπάρξει. Πραγματικά, ακόμα και στην έρημο ανθίζουν λουλούδια και ζουν έντομα ή άλλα ζώα. Πρόκειται για πλάσματα που, χρησιμοποιώντας την ισχυρή τους ικανότητα προσαρμογής, κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τη σφαίρα του ανταγωνισμού.

Προσπαθούσα να την κάνω να σκεφτεί, να τους προτείνει να βρουν κάποιο τρόπο να εκμεταλλευτούν την άμμο, να κάνουν την άμμο να δουλέψει για εκείνους, και όχι εκείνοι γι’ αυτήν. Μου πως είναι φθηνότερο με αυτό τον τρόπο και πως μια επιτροπή νέων καλλιεργεί ήδη κάποια είδη που φυτρώνουν στην άμμο, φιστίκια και τουλίπες και μάλιστα τα έδειξαν σε μια αγροτική έκθεση στο Τόκιο –το χαμόγελό της αποκάλυψε μια υπερηφάνεια σχεδόν τρομακτική. Βρέθηκαν κι άλλοι στη δική μου θέση; Ναι, μου απάντησε, ένας πωλητής καρτποστάλ κι ένας φοιτητής που έκανε μια εργασία, τρία σπίτια παραπέρα, και βρίσκεται ακόμα εκεί…

Σε τέτοιες συνθήκες τα πόδια της γυναίκας της άμμου αποτελούσαν μια συνεχή εικόνα μπροστά μου. Ένα πλάνο τα έδειξε από κοντά καθώς περπατούσε έξω μέσα στη νύχτα. Φορούσε πάντα σαγιονάρες αλλά μου έκανε εντύπωση πως όταν ανέβαινε σ’ έναν μικρό υπερυψωμένο χώρο στο σπίτι όπου καθόμασταν να φάμε, τις έβγαζε, όπως θα έκανε και σε ένα «κανονικό σπίτι». Λες και εκεί δεν είχε σκόνη και το δάπεδο ήταν καθαρό!  Όταν άρχισα να την τρίβω με μια βρεγμένη πετσέτα, αργά και εξονυχιστικά, για να διώξω έστω και προσωρινά όσους περισσότερους κόκκους μπορούσα, κατέβηκα και στα πόδια της. Αλλά ήταν κυρίως ο τρόπος που εκείνα βυθίστηκαν στην άμμο, για να την κρατήσουν σταθερή και να υποδεχτεί τον ερεθισμό της. Τότε ήταν που αγκαλιαστήκαμε όσο σφιχτά γινόταν ώστε να εξαφανίσουμε κάθε άμμο ανάμεσά μας, και ίσως δεν είχα δει άλλο πρόσωπο γυναίκας να φανερώνει τόση ηδονή. Οι εκφράσεις της ήταν ατέλειωτες, όπως και η διάρκεια της μείξης μας. Ύστερα βυθίστηκε ξέπνοη στη μόνη της διαφυγή που ήταν ο ύπνος, ενώ εγώ βγήκα έξω να σκεφτώ την δική μου διαφυγή. Γύρισα να κοιτάξω μέσα και είδα το πόδι της να διακρίνεται πίσω από τις σανίδες, ανυπεράσπιστο όπως κι εκείνη. Όμως το κοντινότερο πλάνο των ποδιών της έγινε σε σκληρότερη περίσταση. Της τα σκούντησα αργότερα, με τα δικά μου πόδια, για να βεβαιωθώ πως είχε αποκοιμηθεί. Είχα πλέον τελειοποιήσει το σχέδιο μου κι ετοιμαζόμουν να την αφήσω πίσω μου. Ένα άγγιγμα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν τρυφερό, γινόταν με δόλιο σκοπό.

Πώς να περιγράψω την σχέση με εκείνη την γυναίκα; Με έλκυε και με απωθούσε, την ποθούσα και με αηδίαζε. Ποια ήταν η θέση της στην αιχμαλωσία μου; Πίσω της περίμεναν τόσα μάτια. Η γυναίκα κινείται απ’ τις κλωστές των βλεμμάτων τους, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια μαριονέτα. Αν αγκαλιάσεις τη γυναίκα, μετά με τη σειρά σου θα γίνεις μαριονέτα κι εσύ…, σκεφτόμουν και η σκέψη μου δεν άργησε να επαληθευτεί. Με βρήκαν στην πρώτη μου απόδραση, καθώς χάθηκα στους αμμόλοφους μέσα στη νύχτα και ήδη με αντιπαθούσαν. Έτσι, όταν τους ζήτησα να ανεβαίνω έστω και λίγη ώρα κάθε βδομάδα να βλέπω την θάλασσα, άνοιξαν τα φρικτά τους στόματα και πρόφεραν το αντάλλαγμα που δεν θα φανταζόμουν ποτέ: να συνευρεθώ έξω από το σπίτι με την γυναίκα κι αυτοί ακροβολισμένοι στο χείλος του λάκκου να κοιτάζουν. Το ίδιο βράδυ συγκεντρώθηκαν και άρχισαν να χτυπούν κάτι αυτοσχέδια κρουστά, ενώ φορούσαν τρομακτικές μάσκες προαιώνιων τραγωδιών. Ήταν όλοι έτοιμοι για μια τελετουργία που φαίνεται πως είχε επαναληφθεί. Έσυρα την γυναίκα έξω από το σπίτι, ενώ εκείνη αντιστεκόταν σθεναρά. «Τι σημασία έχει;» της φώναζα, «αφού έτσι κι αλλιώς ζούμε σαν ζώα»! Η γυναίκα πάλευε και με παρακαλούσε να μην πέσουμε τόσο χαμηλά. Μα ήδη δεν βρισκόμασταν στην χαμηλότερη στάθμη του κόσμου; Ήμασταν κι οι δυο αδύναμοι αλλά εκείνη αγωνιζόταν για μια άλλη, απείραχτη ακόμα αξιοπρέπεια και τελικά σωριαστήκαμε εξαντλημένοι. Η παράσταση τελείωσε άδοξα, προς απογοήτευση του ξαναμμένου όχλου.

Τις επόμενες μέρες δοκίμασα για τελευταία φορά να την μεταπείσω: «Φτυαρίζεις την άμμο για να ζήσεις ή ζεις για να φτυαρίζεις την άμμο; Γιατί δεν φεύγεις;» -«Μα η οικογένειά μου είναι θαμμένη εδώ και δεν υπάρχει τίποτα για μένα να κάνω έξω. Κι αν δεν ήταν η άμμος κανείς δεν θα νοιαζόταν για μένα, ούτε κι εσύ». Λίγο καιρό μετά εκείνοι κατέβηκαν όταν τους ειδοποίησα πως η γυναίκα πονούσε. Όλοι καταλάβαμε πως ήταν έγκυος. Την ανέβασαν προσεκτικά με ένα αυτοσχέδιο φορείο και της έδωσαν το ραδιόφωνο που εδώ και καιρό τους ζητούσε και για το οποίο κάθε φορά μου έλεγε πως θα ομορφύνει την ζωή μας. Αργότερα, στην απόλυτη ησυχία, είδα την ανεμόσκαλα να κρέμεται ξεχασμένη. Ήταν η μεγάλη μου ευκαιρία για οριστική απόδραση. Όμως… γιατί να βιαστώ; Τις προηγούμενες μέρες είχα εντυπωσιαστεί από μια ανακάλυψη. Είχα δει νερό στον πάτο ενός κουβά που είχε θαφτεί στην άμμο! Αναζητούσα τον σχετικό μηχανισμό που δημιουργεί υγρασία στα βάθη της άμμου και πίστευα πως βρίσκομαι μπροστά σε μια σημαντική σύλληψη. Σκέφτηκα να μείνω για να την καταγράψω. Είχα ήδη φτιάξει τα πρώτα σχέδια και διαγράμματα. Ίσως καταθέσω στην επιστήμη δυο νέες μορφές ζωής, την δική μου και της άμμου. Έχω καιρό, άλλωστε, να φύγω όποτε θέλω. Σήμερα βρίσκομαι ακόμα εδώ.

Ο συγγραφέας του βιβλίου Η γυναίκα της άμμου, Κόμπο Αμπέ, δεν ήταν μόνο συνομιλητής των Κάφκα, Σαρτρ, Μπέκετ και Γιάσπερς, γνώστης της υπαρξιστικής φιλοσοφίας και του θεάτρου του παραλόγου και συνεχιστής της avant-garde γραφής της χώρας του. Υπήρξε και για ένα διάστημα μέλος του Ιαπωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος απ’ όπου διαγράφτηκε και γνώριζε καλά την ιδέα της πλήρους υποταγής κάθε ατομικότητας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Ίσως γι’ αυτό κάποια στιγμή με έβαλε να αναρωτιέμαι αν «η ύπαρξή μου έχει ήδη περαστεί σε κάποιον κατάλογο ανταλλακτικών, σαν ένα από τα πολλά γρανάζια που κινούν την ζωή του τόπου». Ίσως πάλι μου πρόσφερε μια νέα ιδέα του κόσμου, όπου το δίκαιο των άλλων έρχεται σε σύγκρουση με το δικό μου δίκαιο. Όπως έγραφε:

σαν απ’ το πρόσωπό της να είχε πέσει μια μάσκα. Έμοιαζε σαν μέσα απ’ τη γυναίκα να αποκαλυπτόταν γυμνό το πρόσωπο του χωριού. Μέχρι τότε το χωριό υποτίθεται ότι βρισκόταν στη μια πλευρά, εκείνη του εκτελεστή. Ήταν ένα μηχανικά κινούμενο, σαρκοφάγο φυτό, ήταν μια θαλάσσια ανεμώνη, ενώ ο ίδιος δεν ήταν παρά το θλιβερό θύμα, που έτυχε να πιαστεί στα πλοκάμια τους. Όμως, αν κάποιος έβλεπε το πράγμα από τη μεριά του χωριού, ο εγκαταλελειμμένος στην τύχη του ήταν αυτοί οι ίδιοι. Φυσικό ήταν, λοιπόν, να μην έχουν καμιά υποχρέωση στον έξω κόσμο. Μάλιστα, εφόσον κι ο ίδιος ήταν απ’ την πλευρά των εχθρών, τότε δεν είναι περίεργο που έδειξαν τα γυμνά δόντια τους και σ’ αυτόν. Ποτέ ως τώρα δεν είχε σκεφτεί μ’ αυτό τον τρόπο τη σχέση μεταξύ του εαυτού του και του χωριού. Ήταν φυσικό να βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση της σύγχυσης. Όμως, ακόμα κι αν ήταν έτσι, αν παραδεχόταν το δίκιο τους, τότε θα ήταν σαν να πέταγε με τα ίδια του τα χέρια το δικό του δίκιο.

Η γυμνόποδη γυναίκα της άμμου μου πρόσφερε δυο δίκαια, νέες συλλήψεις του κόσμου και νέες μορφές ζωής. Τι παραπάνω να ζητούσα; {Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

Η ταινία: Woman in the dunes (Hiroshi Teshigahara, 1964). Η γυναίκα: Kyôko Kishida. Το βιβλίο: Kōbō Abe, Suna no onna, 1962. Αγγλικός τίτλος: Woman in the dunes. Ελληνική έκδοση: Κόμπο Αμπέ – Η γυναίκα της άμμου, εκδ. Άγρα, 2005, μτφ. από τα ιαπωνικά: Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος. Το κείμενο βασίστηκε τόσο στην ταινία όσο και στο βιβλίο, καθώς συχνά κάτι που αναφέρεται στο βιβλίο δεν εμφανίζεται στην ταινία, και αντίστροφα. Τα αποσπάσματα από το βιβλίο είναι σε πλάγια γράμματα και προέρχονται κατά σειρά εμφάνισης από τις σ. 50, 63-64, 149-150, 33, 111 και 254 αντίστοιχα. Οι πληροφορίες για τον συγγραφέα προέρχονται κυρίως από το εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή, σ. 7-15.

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.




Οκτώβριος 2022
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930
31  

Blog Stats

  • 1.138.704 hits

Αρχείο