Maria Isabel Sánchez Vegara – Σιμόν

Το σκεφτήκατε από μικρές;

Προσπαθώ να φανταστώ το φωτεινό πρόσωπο της Maria Isabel Sánchez Vegara μερικά χρόνια πριν: να μεγαλώνει στην Βαρκελώνη του ’70 με ηρωίδες την Μόμο, την Πίπη την Φακιδομύτη και την Τίνκερμπελ, να κλείνει δυο δεκαετίες στην διαφήμιση και να αντιλαμβάνεται χάρη στις δίδυμες ανιψιές της πως τα παιδιά λατρεύουν να διαβάζουν ιστορίες για παιδιά που όταν «μεγάλωσαν» κατόρθωσαν μεγάλα επιτεύγματα. Κι έτσι όπως τρωγόταν από επιθυμία να δημιουργήσει κάτι πρωτότυπο πάνω στην λογοτεχνία για παιδιά, να συλλαμβάνει μια ιδέα που σπεύδει να κατοχυρώσει: να φτιάξει έναν κατάλογο με πλείστους/ες σημαντικούς/ές δημιουργούς και να εντάξει μέσα σε λίγες σελίδες όχι την επιτομή του βίου τους αλλά την παιδική τους ηλικία και ειδικά τις στιγμές που ίσως καθόρισαν την μετέπειτα πορεία τους.

Δημιουργούνται λοιπόν δυο σειρές, «Μικρά κορίτσια Μεγάλες ιδέες» και «Μικρά αγόρια, μεγάλες ιδέες» αντίστοιχα, κι έτσι στην πρώτη, χαιρόμαστε να έχουμε μικρά τομάκια με μερικές σπουδαίες γυναίκες της σύγχρονης ιστορίας να ξαναγίνονται παιδιά: από την Φρίντα Κάλο και την Αγκάθα Κρίστι μέχρι την Αμέλια Έρχαρτ και την Ρόζα Παρκς, από την Μαρί Κιουρί και την Κοκό Σανέλ μέχρι την Τζέιν Γκούντολ, την Όντρεϊ Χέμππορν και την Άννα Φρανκ. Και φυσικά δεν μπορεί να λείπει η Σιμόν ντε Μπωβουάρ.

Πώς μεγάλωσε λοιπόν η σημαντική συγγραφέας, φιλόσοφος και φεμινίστρια; Υπήρχαν στοιχεία της παιδικής της ηλικίας που την ώθησαν να δημιουργήσει μια εντελώς νέα σκέψη όσον αφορά την γυναίκα; Έπαιξε το οικογενειακό της περιβάλλον κάποιο ρόλο ώστε να ξυπνήσουν οι πνευματικές της ανησυχίες; Σίγουρα η μεγάλη βιβλιοθήκη του σπιτιού υπήρξε καθοριστική σε σημείο η ακατάπαυστη χρήση της από την μικρή Σιμόν να οδηγήσει τον πατέρα της σ’ ένα σχόλιο που μπορεί αργότερα να την ξάφνιαζε, ότι έχει αγορίστικο μυαλό  κι όχι γυναικείο. Το σχολείο την τροφοδοτούσε με ακόμα περισσότερα ερεθίσματα, αλλά ήταν η οικονομική κρίση της οικογένειάς της που απομάκρυνε την οικιακή βοηθό κι έστειλε την μητέρα στην κουζίνα, ενώ ο πατέρας απολάμβανε τον καφέ και το τσιγάρο του.

Τότε η Σιμόν αντιλαμβάνεται την ανισότητα και τον εγκλεισμό των γυναικών στα οικιακά και τον περιορισμό τους στην ανατροφή των παιδιών, και το γεγονός ότι χωρίς σπουδές, μόρφωση και εργασία θα παραμείνουν για πάντα εκεί. Ακολουθούν λοιπόν οι σπουδές στην φιλοσοφία, ο έρωτας με τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, η επιθυμία τους να ζουν σε χωριστά σπίτια (εικονογραφικά το ωραιότερο δισέλιδο του βιβλίου), η συνάντηση του ζεύγους με τον Τσε, όπου οι άνθρωποι του πνεύματος συνομιλούν με τον άνθρωπο της έμπρακτης επαναστάτης, οι αμφιβολίες της για τον Θεό, και φυσικά η μέγιστη συμβολή της στο φεμινιστικό κίνημα.

Το κάθε δισέλιδο/ενότητα αποδίδει την συγκεκριμένη περίσταση με ομοιοκατάληκτο ποίημα και γίνεται σκαλοπάτι για την επόμενη, συγκροτώντας έτσι σε λίγες στάσεις την πνευματική και κοινωνική ζωή της Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Έτσι ένας μικρός σπόρος ιδεών μπαίνει ήδη στα νεαρά μυαλά, ώστε αργότερα να εντρυφήσουν ακόμα περισσότερο στα γραπτά της. Η εικονογράφος Κριστίν Ρούσσεϊ σκιτσάρει τις μορφές με τον τρόπο της καλύτερης γελοιογραφικής εικονογραφίας, ενώ ένα μικρό βιογραφικό της τιμώμενης μας περιμένει στην τελευταία σελίδα.

Εικονογράφηση: Christine Roussey. Εκδ. Παπαδόπουλος, 2019, σελ. 40, μτφ. Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, 2019 [Σειρά: Μικρά κορίτσια με μεγάλες ιδέες], [Maria Isabel Sánchez Vegara – Peguena y Grande Simone de Beauvoir (2018)]

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.

Christopher Corr – Ένα σπίτι για όλους

Παντού χωράνε οι πάντες

Υπάρχουν λοιπόν τα βιβλία όπου η μαγεία τους δεν είναι εμφανής από την αρχή, το εξώφυλλο ή τις πρώτες δυο σελίδες, και υπάρχουν κι εκείνα στα οποία ξεχειλίζει από την πρώτη ματιά και προοιωνίζεται ενδότερες απολαύσεις. Το Ένα σπίτι για όλους ανήκει στην δεύτερη κατηγορία, γιατί δεν είναι μόνο η εκθαμβωτική εικόνα του εξωφύλλου –ένα οβάλ μετάλλιο που περικλείνει τέσσερα ζώα και τέσσερις μικρότεροι δορυφορικοί κύκλοι που εικονίζουν άλλα τέσσερα, όλα με χρωματικό πλούτο–, ούτε το άγγιγμα της μερικώς ανάγλυφης μορφής του· είναι και ο τίτλος, που επιβεβαιωμένα εξάπτει τις μικρές περιέργειες: πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ένα σπίτι για όλους;

Λοιπόν, επειδή πάντα βαθιά μες το δάσος συμβαίνουν θαύματα και πράγματα, εκεί είναι που ο αναγνώστης ανακαλύπτει αυτό το σπίτι, ένα σπίτι ξύλινο, βαμμένο λευκό, με μια κόκκινη εξώπορτα και εννιά παράθυρα· δεν έχει σημασία πώς βρέθηκε εκεί, αλλά ότι στέκει μελαγχολικό και άδειο, χωρίς ζωή. Έτσι όταν ένας μικρός ποντικός περνάει και το βλέπει, αντιλαμβάνεται πως είναι το τέλειο μέρος να μείνει κι έτσι μπαίνει και καθαρίζει τα πάντα μέχρι να λάμψουν. Ο επόμενος περαστικός, ένας βάτραχος, θαυμάζει το σπίτι και ρωτάει τον ποντικό αν υπάρχει χώρος για έναν βάτραχο σαν κι αυτόν και τελικά είναι καλοδεχούμενος. Ακολουθούν ένα κουνέλι, ένας κάστορας, μια αλεπού, ένας κόκορας, ένα ελάφι κι ένα σκιουράκι, η ίδια ερώτηση και η ίδια απάντηση. Η μεγάλη συντροφιά των ενοίκων συμπληρώνεται με μια κουκουβάγια, δυο κίσσες κι έναν τρυποκάρυδο.

Το σπίτι γεμίζει ζωή, στα παράθυρα παίρνει θέση το κάθε ζώο, που συν τοις άλλοις γνωρίζει κι από ένα μουσικό όργανο, κι έτσι ολόκληρο το δάσος αντηχεί την μουσική και τα τραγούδια τους! Η περιπλάνηση των χαρούμενων ήχων φτάνει σ’ έναν μεγάλο μοναχικό καφέ αρκούδο που εντοπίζει το σπίτι και βλέπει μέσα από κάθε ένα παράθυρο κι ένα διαφορετικό πλάσμα και όλα ευτυχισμένα. Τους χτυπάει την πόρτα και τους ρωτάει αν χωράει κι αυτός στην συντροφιά τους. Η μουσική σταματά, ο χορός διακόπτεται, όλοι βγαίνουν να τον συναντήσουν. Πώς μπορεί να χωρέσει ένα τόσο μεγάλο ζώο; Η απάντησή τους είναι αρνητική, παρά την μεγάλη τους λύπη. Αλλά ο αρκούδος δεν το βάζει κάτω – ψάχνει απεγνωσμένα τρόπο να χωρέσει, δεν θέλει να χάσει ένα τόσο ζεστό σπίτι και την ανάλογη παρέα.

Για λίγο ξεχνάει το βάρος του, κι αυτό το βάρος είναι αρκετό για να γκρεμιστεί ολόκληρο το σπίτι. Όλα τα ζώα θρηνούν κι εκείνος ακόμα περισσότερο. Αλλά και τώρα αναζητά κάθε τρόπο να επανορθώσει. Κόβει μερικά δέντρα, καθαρίζει, ξύνει, κουβαλάει, καρφώνει – σύντομα και με την συνδρομή των άλλων ζώων. Το σπίτι κατασκευάζεται σε ακόμα μεγαλύτερο μέγεθος, ώστε να χωρέσει κι ο καημένος ο ευμεγέθης αρκούδος, ενώ διατηρείται η αρχική αρχιτεκτονική σύλληψη με τα εννιά παράθυρα και την μεγάλη εξώπορτα, που και πάλι θα είναι κόκκινη. Ένα πράγμα μόνο μένει: μια μεγάλη γιορτή, γεμάτη μουσική.

Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο βαθειά μπορεί να φτάσει ένα βιβλίο σαν κι αυτό: μια πρώτη ανάγνωση προτείνει την αισιοδοξία μπροστά σε κάθε πρόβλημα, την απεριόριστη δυνατότητα εξεύρεσης λύσεων, την επανόρθωση των λαθών. Δεν κυριαρχούν όμως εδώ και η αλληλοβοήθεια, η ομαδική δουλειά, τα θαύματα της συνεργατικής κοινότητας; Και, από μια άλλη ματιά, εδώ ο ξένος γίνεται αποδεκτός, ο διαφορετικός ευπρόσδεκτος και όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα για μια θέση πάνω στη γη, για ένα σπίτι και για μια ζεστή επαφή.

Ο Κρίστοφερ Κορ είναι εμφανώς ένας ικανότατος συγγραφέας παιδικών βιβλίων και ταυτόχρονα ένας ευφάνταστος εικονογράφος που λατρεύει τους ποικίλους και έντονους χρωματισμούς. Μια περιπλάνηση στην ιστοσελίδα του (εδώ) μαρτυρά εκτός των άλλων και την έφεσή του σε παιδικούς ταξιδιωτικούς οδηγούς, τουλάχιστον όσον αφορά μερικές μείζονες ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά όχι μόνο· ένα από τα τελευταία του βιβλία είναι κι ένα ταξίδι με λεωφορείο στην Μπουρκίνα Φάσο!

Εκδ. Παπαδόπουλος, 2016, σελ. 36, απόδοση: Αντώνης Παπαθεοδούλου, [Deep in the woods, 2015]

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.