Άγγελος Αγγέλου / Έμη Σίνη – Κι εμείς καλύτερα!

Εξωφρενική ονειροφαντασία!

Τα βιβλία για παιδιά ολοένα και πολλαπλασιάζονται και αυτό μας συμφέρει, πέρα από τα αυτονόητα, και για έναν λόγο παραπάνω: μερικοί ευφάνταστοι συγγραφείς αναζητούν νέες φόρμες και ακόμα πιο πρωτότυπη γραφή. Οι δυο συγκεκριμένοι συγγραφείς, βέβαια, είναι σεσημασμένοι της ευφάνταστης δημιουργίας, καθώς μας έχουν ήδη κοινωνήσει Έναν Κόσμο Ανάποδα. Αναφέρομαι βεβαίως στον απολαυστικό δίσκο του 2008 με μουσική του Αγγέλου και στίχους της Σίνη. Και τι δε γίνεται εκεί μέσα! Η μάγισσα Σκουποξυλάνθη παρασκευάζει ένα μαγικό φίλτρο για να κρύψει μια ελίτσα της, ο κύριος ο Γρουσουζέλος είναι «πάντα γκαντέμης μα ευτυχής», ο Μπομπ ο Χαμαιλέοντας περπατάει τρέμοντας, στην Δίαιτα δια φωνής Σπύρου Σακκά συνυπάρχει σε μια παλιά μια ολόκληρη γενιά γλυκών συνυπάρχει και γενικώς παντού τα πάντα γίνονται ανάποδα.

Εδώ το ανάποδο, το αντίστροφο και το παράλογο κυριαρχούν ακόμα περισσότερο, καταλήγοντας όμως σ’ ένα καθαρτήριο τέλος.  Πως μπορεί λοιπόν καταρχήν μια ιστορία να γίνει πλήρως ανορθόδοξη; Να τελειώσει στην πρώτη σελίδα, κι αν φέρουμε αντίρρηση, στην δεύτερη, στην τρίτη, και ούτω καθεξής. Να πούμε όποτε θέλουμε το «Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!» και να αποχαιρετήσουμε. Ευτυχώς στα σημεία αυτά μπορούμε να προβάλλουμε αντίρρηση και η ιστορία να συνεχίζεται, ακόμα κι αν βλέπουμε πως οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, δυο αδέλφια, ο Πάνος και η Λένα, σηκώνονται για πρωί μέσα στη νύχτα, προχωρούν θαρραλέα δηλαδή με τρόμο, βλέπουν Δεκέμβρη μήνα τα πάντα ανθισμένα, και γενικώς τα πάντα γίνονται ακριβώς όπως δεν τα ξέραμε.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι έχουν βγει στην περιπέτεια που δεν γνωρίζουν τι τους επιφυλάσσει. Διασχίζουν κατακόκκινα δάση, φτάνουν σε μια αποβάθρα φυλασσόμενη από έναν πειρατή με φούξια σαμπό που κραδαίνει μια οδοντόβουρτσα αντί για χατζάρα, μπαίνουν σε μια βάρκα που θυμίζει (αν δεν είναι) μπανιέρα, εντοπίζουν μούμιες που μιλάνε στο τηλέφωνο και ιερογλυφικά που κρύβουν μηνύματα (ή μαθήματα γλώσσας) και συναντούν τους παράξενους Πανολεναμάγιας, μια φυλή μικροσκοπική μεν, ελαφρώς απειλητική δε. Και ακριβώς επειδή δε νοείται περιπέτεια χωρίς λίγη αγωνία και κάποιον εχθρό, έστω και αστείο, η μητέρα των δυο παιδιών δεν είναι μόνο αιχμάλωτη της λιλιπούτειας αυτής φυλής αλλά και ετοιμάζεται να μεταλλαχθεί σε όμοιά τους.

Και γιατί ειδικά η μητέρα τους; Επειδή απλούστατα πέρα από τον αυτονόητο ακατάλυτο δεσμό, είναι το τελευταίο πρόσωπο που είδαν, καθώς τους διάβαζε μια ιστορία προτού κοιμηθούν και … ονειρευτούν όλα τα παραπάνω, γιατί, πώς δεν το σκεφτήκαμε, όλα τα αδιανόητα στα όνειρα κάλλιστα συμβαίνουν, όπως άλλωστε και στα παιδικά βιβλία, άρα εδώ το αξίωμα εφαρμόζεται εις διπλούν. Άλλωστε, τα ίδια τα βιβλία είναι τα μόνα που μπορούν να ξυπνήσουν ιδέες, να καλλιεργήσουν εικόνες, να εμπνεύσουν περιπέτειες, να μας φουντώσουν την φαντασία. Γιατί είναι η ίδια η φαντασία που δεν έχει καμία ανάγκη από τα όνειρα για να υπάρξει και να πλάσει ιστορίες σαν κι αυτήν, όπου τα πάντα εξελίσσονται απρόσμενα, οι λέξεις παίρνουν νόημα αντίστροφο και οι καταστάσεις γίνονται έως και εξωφρενικές.

Στο τέλος τα δυο αδέλφια μπορούν επιτέλους να απολαύσουν αυτό για το οποίο τους προετοίμασε η προ του ύπνου ανάγνωση: να κοιμηθούν με ωραίες χρωματιστές εικόνες και να ξεκουραστούν. Η γραμμική μας ιστορία τελείωσε, το ίδιο και η ονειρική τους περιπλάνηση. Σίγουρα; Μα στον ύπνο δεν είναι που έρχονται τα όνειρα; Είναι βέβαιο ότι οι ιστορίες κλείνουν όταν κλείσουμε το βιβλίο; Σταματάει ποτέ η φαντασία; Τελειώνει ποτέ ένα παραμύθι; Ο εικονογράφος αποδίδει καταλλήλως το φαντασιώδες και αναπάντεχο της ιστορίας και οι αναγνώστες καλούνται να φτιάξουν την δική τους απίστευτη ιστορία!

Εικονογράφηση: Πέτρος Χριστούλιας

Εκδ. Παπαδόπουλος, 2022, σελ. 32

Ηλικίες: 3-7

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 42. Οι φαντασιώδεις. Επιστολή στην Κατρίν Ντενέβ, ΙΙ

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 62 (Φεβρουάριος 2024), εδώ

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 42. Οι φαντασιώδεις. Επιστολή στην Κατρίν Ντενέβ,  ΙΙ

Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους

Πολυαγαπημένη μου Κατρίν

Όταν σε θυμάμαι ως Σεβερίν, με κατακλύζει η μυρωδιά της παλιάς παρισινής πολυκατοικίας, των ξύλινων δαπέδων, των σεντονιών που τσαλακώθηκαν κάτω από την λευκή σου σάρκα, του μυρωμένου σου σώματος που άλλαξε οσμή από τα ύδατα των αντρών. Δεν υπήρξα εραστής σου αλλά ένας ηδονοβλεψίας όσων εσύ μου επέτρεψες να παρακολουθήσω από το κατεξοχήν παράθυρο των ηδονών, που μένει πάντα ανοιχτό στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες, γιατί άλλα τόσα κράτησες απόκρυφα, δικά σου και μόνο δικά σου.

Ήσουν τόσο βαριεστημένη, τόσο κρυωμένη από την ανιαρή σου ζωή. Ο σύζυγός σου ο Πιερ ήταν ένας νεαρός χειρούργος, αφοσιωμένος στην δουλειά του κι εσύ όφειλες να συμβιβαστείς με την ιδιότητα της νεόκοπης συζύγου που υπομονετικά τον περιμένει τα βράδια. Όμως σ’ εμάς που σε βλέπαμε από την φαντασιακή όψη της ζωής σου, η πρώτη σου εικόνα ήταν άλλη. Βρισκόσουν αγκαλιασμένη με τον Πιερ πάνω σε μια άμαξα που έτρεχε σε έναν ερημικό επαρχιακό δρόμο. Τους διέταξε να σταματήσουν, σε κατέβασαν βίαια, σε έσυραν στο δάσος, σε έδεσαν σε ένα κλαδί, γύμνωσαν την πλάτη σου και σε μαστίγωσαν ενώ παρακαλούσες τον άντρα σου να σε σώσει. Εκείνος τους είχε προστάξει να αρχίσουν, εκείνος και τους σταμάτησε και απομακρύνθηκε, προτρέποντάς τους «να σου κάνουν οτιδήποτε θέλουν». Θυμάμαι την εικόνα των ποδιών σου όπως σέρνονταν στα φύλλα (οι κάλτσες σου κατεβασμένες ως τις γόβες λέρωναν την ευπρέπειά σου), τα βουλιμικά φιλήματα των αμαξάδων, τα αξύριστα πρόσωπά τους όπως έγδερναν τα ρόδινά σου μάγουλα. Η έκφρασή σου ήταν παράξενη, δεν πρόδιδε περισσότερο πόνο από ευχαρίστηση. Μετά επανήλθες στην πραγματικότητα. Είχες και μια δεύτερη, φαντασιακή ζωή, λοιπόν, Σεβερίν;

Στην «κανονική» σου ζωή, ήσουν η πανέμορφη και «αξιοσέβαστη» νέα με το λευκό δέρμα και τα ξανθά μαλλιά, που με διάφορες προφάσεις δεν προσφερόταν στον Πιερ, εντείνοντας περισσότερο τον θαυμασμό της αρετής σου. Του ζητούσες συγχώρεση, του έλεγες πόσο τον αγαπάς και μετά ξάπλωνες σε χωριστό κρεβάτι. Άλλωστε σου ήταν ιδιαιτέρως αδιάφορος, σε αντίθεση με τον διονυσιακό φίλο του Ανρί, που σε απωθούσε έτσι όπως σε ξεγύμνωνε με το διεστραμμένο του βλέμμα. Εκείνος δεν ήταν που, όταν σε βρήκε μόνη, σου ανέφερε τυχαία ένα ειδικό πορνείο όπου νοικοκυρές εργάζονται τα απογεύματα ενώ οι σύζυγοι βρίσκονται στα γραφεία τους; Σου είπε πόσο τον συναρπάζει η ατμόσφαιρα των παραδομένων γυναικών και μπροστά στην έκπληξή σου πρόσθεσε με φυσικότητα πως πρόκειται για την αρχαιότερη εργασία στον κόσμο. Ίσως σκέφτηκες: ποιος μπορεί να αρνηθεί την Ιστορία, το ανθρώπινο παρελθόν, την ανάγκη της επιβίωσης;

Σεβερίν, όσο ψυχρή κι αν έδειχνες μέσα στην κομψότητά σου, εγώ κατάλαβα τι σου συνέβαινε καθώς έβγαινες από το μαύρο ταξί Σιτροέν μοντέλο «Βάτραχος» και έμπαινες στην σκοτεινή αψιδωτή είσοδο του κτίσματος όπου βρισκόταν το διαμέρισμά σας. Είδα από κάτω τα ψηλά παράθυρα με τα περίτεχνα κάγκελα της φυλακής σου και αντιλήφθηκα ότι η ζωή σου είχε αλλάξει· ήταν αδύνατο να μη σκεφτείς εκείνο το «σπίτι»· σχεδόν μύριζα την κρυφή σου αναστάτωση. Μετά από πόση ώρα εμφανίστηκες στην είσοδό του, φορώντας το σκούρο καφέ μαντώ με δυο σειρές κουμπιών, σα να ήθελες να καθυστερήσει η αφαίρεσή του, και γυαλιά ηλίου, παρά την συννεφιά, λες και μπορούσε να κρυφτεί η ομορφιά σου; Ίσως ένοιωσες αναγούλα γιατί είδα την ριπή της μνήμης σου, την θεία κοινωνία που σε αηδίαζε όταν ήσουν μικρό κορίτσι ή δεν ένοιωθες άξιά της. Η κάμερα με κατέβασε στα πόδια σου όπως ανέβαιναν στο κλιμακοστάσιο· είδα το σκούρο καλσόν, τις μαύρες γόβες με την μεγάλη αγκράφα, το καφέ χαλί με την μπορντό γραμμή, την αίσθηση ενός σπιτιού στο οποίο δεν έπρεπε να βρίσκεσαι αλλά πάντα σε περίμενε. Είδαμε μαζί τις κλειστές πόρτες του ορόφου, την πλαστική μαύρη πινακίδα Madame Anais, MODES. Χτύπησες την πόρτα και μετά έτρεξες μακριά αλλά επέστρεψες.

Η κομψότατη Μαντάμ σε κατανόησε αμέσως με ένα άγγιγμα στο πηγούνι, ένα δυνατό ποτό κι ένα αέρινο φιλί στα χείλη. Αφέθηκες στο γδύσιμο του πρώτου άντρα, ενός ευτραφή βιομήχανου γλυκών από το Μπορντώ και μόλις άλλαξες γνώμη αυτός σε ρώτησε ποια νομίζεις ότι είσαι και σε χαστούκισε. Τότε τον αγκάλιασες, ελεύθερη πλέον, εφόσον είχες τουλάχιστον επιδείξει την επιβαλλόμενη άρνηση. Αρχικά, όπως κάθε άπειρη του είδους, θέλησες να διαλέγεις εσύ τους άντρες αλλά αυτά έπρεπε να τα ξεχάσεις. Όταν διανοήθηκες να ζητήσεις συγνώμη και να φύγεις, η Μαντάμ σε μάλωσε και μόνο μετά το σπρώξιμο προς τα ενδοτερα απάντησες ευγενικά: Μάλιστα Κυρία. Ήταν, βλέπεις, η επισφράγιση της υποταγής που είχες ανάγκη. Στο σαλόνι οι άλλες δυο γυναίκες μοιράζονταν μαζί της την θαλπωρή της οικογενειακής ατμόσφαιρας: άκουγαν ραδιόφωνο ή τηλεόραση, έπαιζαν χαρτιά, έπλεκαν, κάπνιζαν, έπιναν, διάβαζαν. Βγήκες στο δρόμο ανέκφραστη και στο σπίτι μπήκες στο μπάνιο και έτριψες το δέρμα σου να βγει η μυρωδιά ενός άλλου και μετά έριξες τα εσώρουχα στο τζάκι.

Ένα ερημικό ξύλινο παράπηγμα σε κάποιο βαλτότοπο. Ντυμένη στα λευκά, δεμένη σε ένα δοκάρι κι ένα πάγκο. Ήρθαν ο άντρας σου και ο γνωστός φίλος του και σε έβρισαν με τις χειρότερες λέξεις – spermentress, sodomite! Σου έριχναν λάσπες στα ρούχα, στα μαλλιά, στο πρόσωπο. //// Ένα μεγάλο αναψυκτήριο στη μέση ενός πάρκου, ένας άντρας που κάθεται στο διπλανό τραπέζι και σε ρωτά αν έρχεσαι συχνά εκεί, η απάντησή σου πως με την σκέψη σου πηγαίνεις καθημερινά. Σε προσκάλεσε στο σπίτι του για μια καλά αμειβόμενη εξυπηρέτηση, στάθηκε πάνω από το … φέρετρό σου και όταν θέλησε σε έδιωξε κακήν κακώς, ντυμένη μόνο με διάφανο μαύρο ένδυμα. //// Μεταλλικά δεσμά που μοιάζουν με κορσέ σε κρατούν δεμένη σ’ ένα δέντρο. Φοράς σκούρο κόκκινο αμάνικο φόρεμα και η ματωμένη πληγή στο πρόσωπό σου δέχεται το φίλημα του Πιερ. Σε όλες τις φαντασίες σου το πρόσωπό σου, αν και ταπεινωμένο, εξέπεμπε μια σχεδόν περίλευκη ευχαρίστηση.

Πήγαινες πλέον στο «σπίτι» 2 με 5 το απόγευμα, γι’ αυτό και σε ονόμασαν Belle De JourΗ ωραία της ημέρας. Εκεί γνώρισες και ικανοποίησες όλη την ποικιλία των σεξουαλικών φαντασιώσεων. Όταν στις αρχές αρνήθηκες κάποιον πελάτη, η Αναΐς του έστειλε μια άλλη γυναίκα και σε πήρε στο διπλανό δωμάτιο για να δεις μέσα από μια τρύπα που κρυβόταν πίσω από κάποιο κάδρο. Είναι αηδιαστικό, είπες, αλλά αμέσως μετά γύρισες και ξανακοίταξες. Ο ερωτισμός σου διεγειρόταν όχι από το πρόσωπο που σε επέλεγε αλλά από το γεγονός ότι έμπαινες στο δωμάτιο όπου σε περίμενε. Το σεξ ήταν δικό σου – αφορούσε εσένα την ίδια και μόνο. Ήσουν ταυτόχρονα το υποκείμενο και το αντικείμενο του πάθους. Θα μου πεις ποτέ τι είχε το μικρό κουτί εκείνου του τερατώδους Ασιάτη που μόλις το άνοιγε μπροστά στις άλλες γυναίκες εκείνες αρνούνταν να πάνε μαζί του στο δωμάτιο; Δεν το αποκάλυψες γιατί για σένα το μείζον δεν ήταν το περιεχόμενο αλλά εκείνο που συμβόλιζε – η μέγιστη ερωτική σημασία του για κάποιον. Ούτε, πιστεύω, θα μάθω τι σκεφτόσουν όταν στάθηκες απέναντι στο παλιό έργο τέχνης με το ζωγραφισμένο γυμνό – σα να θέλησες να σκεφτείς και το ίδιο σου το σώμα σαν ανάλογο έργο.

Ήταν θέμα χρόνου να έρθει στο «σπίτι» ο Ανρί. Έκανε πως δεν σε γνωρίζει και, φυσικά, σε επέλεξε. Μπήκατε στο δωμάτιο και τον παρακάλεσες να μην μιλήσει στον σύζυγό σου. Του είπες πως αυτός ευθυνόταν, καθώς σου έδωσε την διεύθυνση, πως όλα αυτά συμβαίνουν παρά την θέλησή σου και δεν μπορείς να αντισταθείς, πως κάποτε θα πληρώσεις τις αμαρτίες σου αλλά πλέον δεν μπορείς να ζήσεις. Τον προέτρεψες να κάνει ό,τι θέλει μαζί σου. Και εκεί που περίμενα ότι αυτός ο αχρείος θα σε τρυγούσε με τον πλέον βάναυσο τρόπο, σου γύρισε την πλάτη. Γιατί εκείνο, είπε, που τον τραβούσε σ’ εσένα ήταν η αρετή σου – τώρα χωρίς αυτήν ήσουν σαν όλες τις άλλες. Σε ταπείνωσε με το να μη σε ταπεινώσει.

Κάποτε ήρθε ένας νεαρός άσχημος κακοποιός ονόματι Μαρσέλ που σύντομα θα νόμιζε πως βρήκε την ιδανική γυναίκα. Ήταν εκείνος που κοιτώντας στα στήθη σου είπε «κρίμα που έχεις μόνο δυο». Άρχισε να γίνεται εμμονικός μαζί σου· απορούσε που εργαζόσουν μόνο τα μεσημέρια και όταν δεν σε έβρισκε στο «σπίτι» έβγαινε εκτός εαυτού. Σου πρότεινε ακόμα και να φύγετε μακριά. Δεν το περίμενες ότι κάποτε θα συνέβαινε και αυτό; Προθυμοποιήθηκες να μην του χρεώνεις τις υπηρεσίες σου, πιθανώς επειδή σου άρεσε τρόπος με τον οποίο η άξεστη συμπεριφορά του θρυμμάτιζε την ευγένειά σου. Δεν θα μπορούσατε να γίνετε εραστές γιατί σε ενδιέφερε μόνο εκείνο που εκπροσωπούσε – και άλλωστε πως θα μπορούσες με αυτόν να ικανοποιείς τους άλλους άντρες; Σε ακολούθησε και είδε πού μένεις. Εισέβαλε στο σπίτι σου και σε εξεβίασε να τον ακολουθήσεις, διαφορετικά… Επέστρεψε με ένα περίστροφο, παραφύλαξε τον Πιερ και τον πυροβόλησε, ενώ ο ίδιος σκοτώθηκε κατά την καταδίωξη από την αστυνομία.

Ο Πιερ έμεινε παράλυτος, χωρίς όραση και φωνή, καθηλωμένος σε αμαξίδιο, κρυμμένος πίσω από μαύρα γυαλιά. Ο Ανρί υποστήριξε ότι, για να ξαλαφρώσει από την δυστυχία πως αιχμαλωτίζει μια ενάρετη σύζυγο, όφειλε να μάθει τα πάντα για την «άλλη» της ζωή. Χαμήλωσες το κεφάλι. παραμένοντας γεμάτη ενοχές ως το τέλος, καθώς τους είχες όλους προδώσει: ήσουν υπεύθυνη για την αναπηρία του Πιερ και τον θάνατο του Μαρσέλ, είχες παρατήσει την Μαντάμ Αναΐς, τώρα ο Πιερ θα πληγωνόταν βαθιά. Λίγο ανάψουν τα φώτα και χαθείς, αυτός σηκώθηκε, έβγαλε τα μαύρα γυαλιά και σου πρότεινε ένα σαββατοκύριακο στην εξοχή. Τον κάλεσες προς το παράθυρο κι εκείνος σε πλησίασε υγιέστατος και χαμογελαστός. Έξω στο δρόμο άκουσες τα καμπανάκια μιας άμαξας – τον ήχο εκείνων των αμαξάδων. Η άμαξα έφευγε άδεια.

Τι ήταν φαντασία και τι πραγματικότητα σε όλα αυτά, Σεβερίν; Ποιος θα μπορούσε να καταλάβει αν φαντάστηκες τον Πιερ καθηλωμένο, ώστε να ζεις ελεύθερα, μέχρι που σε επανέφερε στο παρόν, ή, αν ήταν πράγματι ανήμπορος και ονειρεύτηκες πως επέστρεψε στην πρότερη ζωή σας; Η αναχώρηση της άμαξας σήμανε την «θεραπεία» σου ή το γεγονός ότι οι ανομολόγητες επιθυμίες σου θα εγείρονταν κάθε φορά που θα άκουγες το «σήμα» τους; Μήπως και η ίδια η παρουσία σου στο «σπίτι» υπήρξε μια κατασκευή της φαντασίας σου; Συνέβησαν όλα όπως τα είδα και με το τέλος της ταινίας επέστρεφες στην ζωή που άρμοζε στο φύλο, την κοινωνική τάξη και την κοινωνία σου; Εσύ που έβλεπες τις ενοχές σου ως ευτυχία και τις υποταγές σου ως εξιλέωση, υποτάχτηκες τώρα στην άγραφη εντολή που διατάζει τα σώματα να σκέφτονται στα κρυφά οτιδήποτε επιθυμούν αλλά ποτέ να μην διανοηθούν να το πράξουν;

Υποταγή στην κοινωνία, Σεβερίν! Υπάρχουν νόμοι κοινωνικοί, ερωτικοί, σεξουαλικοί: οιοσδήποτε κύριος επισκέπτεται τα «σπίτια» σας, γίνεται δεκτός με τιμές και θέρμες, χωρίς να χρειάζεται να κρύβεται, και χάρη στο βαλάντιό του καλείστε να τον ικανοποιήσετε. Εσείς οι γυναίκες όμως μην διανοηθείτε να εκφράσετε οποιαδήποτε ερωτική επιθυμία. Αρκεστείτε στην αγάπη, κατά προτίμηση την συζυγική, και ξεριζώστε τον αισθησιασμό σας! Επιθυμία και συμπεριφορά δεν πάνε μαζί: κρατείστε την δεύτερη και διώξτε την πρώτη!

Τα γνώριζες όλα αυτά γι’ αυτό και κράτησες τα πάντα κρυφά, περιορισμένα στο πνεύμα. Ομολόγησες τον μαζοχισμό σου αλλά κράτησες για σένα τις πολλαπλές μορφές του γιατί είναι απολύτως δικές σου. Είχες επίγνωση πως οι φαντασιώσεις και τα φετίχ δεν έχουν καμία σημασία εκτός από την ίδια την φύση τους ως φαντασιώσεων και φετίχ. Περιορίστηκες στις πράξεις, χωρίς ερμηνείες, με μόνο ημιφωτισμό κάποιες θολές παιδικές μνήμες, γιατί ο ανδαλουσιανός θεός της ύπαρξής σου πίστευε ότι αναρίθμητοι άνθρωποι είναι πιστοί ή πιστωμένοι σε συγκεκριμένες σεξουαλικές επιθυμίες και συμπεριφορές εγγεγραμμένες εντός τους από πρώιμες ηλικίες και ήταν συνεπαρμένος από την ιδέα ότι ακριβώς αυτός ο βαθύς προγραμματισμός της λιβιδούς είναι ισχυρότερος από οποιαδήποτε εκδήλωση ελεύθερης επιλογής.

Ο ίδιος αυτός σκηνοθέτης ήταν σεσημασμένος φετιχιστής των παπουτσιών και των (κυρίως καλυμμένων) ποδιών, τα οποία και σου κάδραρε σε πλείστα πλάνα, να περπατούν με αποφασιστικότητα, να σταματούν με δισταγμό, να κείνται μόνα ή με άλλα ζεύγη, αλλά δεν επιφύλαξε λήψεις για την γύμνια τους εκτός από μία: στεκόταν πίσω σου και σε συνέλαβε την στιγμή που έβγαζες τις κάλτσες σου, συνταιριάζοντας στην ίδια εικόνα την πλάτη και τα δάχτυλά σου. Δεν θυμάμαι άλλη τέτοια σκηνοθετική λήψη,  να ξεκλέβει το ξέντυμα των ποδιών από πίσω.

Σεβερίν, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι τελικά αποφάσισες να υποτάξεις τον υποκτακτικό σου ερωτισμό, μην ανησυχείς: ήσουν τυχερή γιατί σε περίμεναν και άλλες ζωές από άλλους θεούς, και σε μια από αυτές, ως Μανόν στην ταινία Manon 70, απόλαυσες τις ερωτικές σου επιθυμίες φανερά και απροκάλυπτα, αδιαφορώντας για τους πάντες. Δεν τελειώσαμε λοιπόν, Κατρίν· συνεχίζεσαι.

Η ταινία: Belle du Jour (Luis Bunuel, 1967). Η γυναίκα: Catherine Deneuve.

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.