Αλεσσάντρο Μπαρίκκο – Προς Εμμαούς

Όλοι εμείς, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων

Μυθιστορήματα «ενηλικίωσης» υπάρχουν αμέτρητα, όμως είναι πάντα εντελώς διαφορετικό να διαβάζεις μια ανάλογη ιστορία από τον Αλεσάντρο Μπαρίκο. Το σχήμα της μύησης του νεαρού αφηγητή συμπεριλαμβάνει τους τρεις φίλους με τους οποίους αποτελεί μια αχώριστη συντροφιά από τότε που θυμάται τον εαυτό του, δεκαέξι-δεκαεφτά χρονών εκκολαπτόμενοι άντρες, που μεγαλώνουν σε ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου η καθολική χριστιανική πίστη αποτελεί έναν αυτονόητο κορμό στήριξης, και ένα κορίτσι που ονομάζεται Άντρε. Οι Λούκα, Σάντο, Μπόμπι και ο ανώνυμος αφηγητής πιστεύουν γιατί δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη δυνατότητα και πρόκειται για μια πίστη με πάθος, «σαν φυσική ανάγκη, σαν σπέρμα κάποιας τρέλας». Όλοι οι άλλοι που δεν πιστεύουν μοιάζουν σιλουέτες στον ορίζοντα και προχωρούν μεγαλόπρεποι και ατιμώρητοι. Είναι ένας διαφορετικός κόσμος και η Άντρε έρχεται από αυτόν.

Η Άντρε είναι το κορίτσι που συμπυκνώνει και ταυτόχρονα εξατομικεύει την κυριαρχική θηλυκή παρουσία στον αρσενικό εφηβικό κόσμο. Ο νεαρός αφηγητής εκφράζει πρώτα ένα καθολικό παράπονο: «Εμείς την βλέπουμε αλλά είναι δύσκολο να πεις αν μας βλέπει ποτέ εκείνη». Ύστερα καταγράφει τα πρώτα σημαντικά δεδομένα: Τονίζεται στο άλφα, οπότε είναι ένα όνομα που υπάρχει μόνο για εκείνη. Είναι ωραία με ξεχωριστό τρόπο και χωρίς να το θέλει. Αντροφέρνει λιγάκι, έχει μακριά μαλλιά αλλά με την παραφορά Ινδιάνας, ποτέ δεν τα μαζεύει ή τα βουρτσίζει, απλώς τα έχει. Φαντάζει αρχέγονη· κινήσεις και μισόλογα μοιάζουν προεκτάσεις της ομορφιάς της. Για την μητέρα της η ομορφιά της είναι σαν μαχαιριά στο πλευρό – όλοι ξέρουν πως έτσι είναι και πως τίποτα δεν μπορεί να γίνει γι’ αυτό.

Για την παρέα του το γυναικείο σώμα είναι το αντικείμενο μιας συστηματικής αναβολής. Σαν να μην είναι ανάγκη να κοιτάξεις και άλλο, το σώμα της είναι μόνο ένας τρόπος να στήνεται ή να φεύγει. Την Άντρε φαίνεται να την απασχολούν άλλα πράγματα, πιο περίπλοκα. Έτσι δεν είναι κανενός η Άντρε, όμως εμείς ξέρουμε πως συνάμα είναι ολωνών. Στην πραγματικότητα δεν έχουν παρά το σκοτάδι, το ίδιο που την καταπίνει κάθε βράδυ και τις φήμες, σύμφωνα με τις οποίες πως περιμένει στις τουαλέτες των σινεμά οποιονδήποτε την επιθυμεί. Μέχρι που μαθαίνεται ότι είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει αλλά κάποιος την έσωσε.

Ο μύθος της Άντρε μεγαλώνει ακόμα περισσότερο. Η συντροφιά των τεσσάρων πηγαίνει στο σημείο να δει το μαύρο νερό, αυτό που αντίκρισαν τα μάτια της και ύστερα το αναζητούν μέσα στα ίδια της τα μάτια. Αν υπήρχε δύναμη που σε σπρώχνει να πηδήξεις, εμείς δεν την γνωρίζαμε. Επιπρόσθετα, η Άντρε βγήκε από την κοιλιά της μητέρας της ακριβώς την στιγμή που εκείνη που θα ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της ξεψυχούσε – τα πνευμόνια της Άντρε πήραν για πρώτη φορά εισπνοή την στιγμή ακριβώς που τα πνευμόνια της αδελφής της άφηναν την ύστερη πνοή, σαν από μια φυσική δυναμική συγκοινωνούντων δοχείων, σαν δυο κοριτσάκια που αντάλλαξαν μεταξύ τους ζωή.

Αυτός ο άλλος κόσμος από τον οποίο προέρχεται η Άντρε είναι χωρισμένος από τον δικό τους με ένα ταξικό χάσμα. Οι άλλοι είναι φαινομενικά ανώτεροι αλλά έχουν όλοι τους τραγική μοίρα. Αντίθετα εμείς έχουμε παππούδες που ζουν αιώνια κάθε Κυριακή, ακόμα και την τελευταία προτού πεθάνουν, πηγαίνουν στο ίδιο ζαχαροπλαστείο ν’ αγοράσουν τις ίδιες πάστες. Παράλληλα και αυτονόητα: Έχουμε τυφλή εμπιστοσύνη στους γονείς μας, αυτό που βλέπουμε στο σπίτι είναι η σωστή και ισορροπημένη πορεία των πραγμάτων, το πρωτόκολλο αυτού που θεωρούμε ψυχική υγεία. Όμως αντιλαμβάνεται ότι η δική τους τάξη ζει σε ένα περιβάλλον καμωμένο από καταπιεσμένο πόνο και καθημερινές λογοκρισίες και σαν ζώα του έλους γνωρίζουν μόνο τον κόσμο εκείνο, και για εκείνους αυτό το έλος είναι φυσιολογικό. Γι’ αυτό είναι σε θέση να μεταβολίζουν, σκέφτεται, απίστευτες δόσεις δυστυχίας εκλαμβάνοντάς τες ως την υποχρεωτική πορεία των πραγμάτων και ούτε τους περνάει από το μυαλό η υποψία ότι κρύβουν πληγές που πρέπει να αναταχθούν.

Η τετράδα των φίλων προσφέρει εθελοντική εργασία στο τοπικό νοσοκομείο κυρίως δίπλα σε ανήμπορους γέροντες και είναι με κάποιο τρόπο σταρ στην ενορία τους: έχουν έναν παπά διάσημο για τον τρόπο που κηρύττει κι ένα συγκρότημα με το οποίο παίζουν στην λειτουργία του. Η μουσική τους είναι ωραία μόνο εκεί – δεν θα έμενε τίποτα από αυτήν, αν γινόταν βορά του έξω κόσμου. Ο ιερέας είναι τυχερός αφού οι παπάδες σώζονται γιατί είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν, με τον τρόπο που ζουν σώζονται κάθε στιγμή, γιατί την κάθε στιγμή αυτοί δεν ζουν, οπότε δεν μπορεί να ξεσπάσει η καταστροφή. Όσο για την Άντρε, τώρα μαθαίνει την ύπαρξή τους, καθώς της προτείνουν να τραγουδάει μαζί τους κι έτσι ο έρωτάς τους μπορεί να έχει περισσότερο αντίκρισμα – έστω και απλώς κυριολεκτικά. Σ’ έναν σχεδόν παράλληλο κόσμο, ο αφηγητής μοιράζεται με μια άλλη φιλενάδα ένα υπέροχο μυστικό παιχνίδι: μια αλληλογραφία κρυφά από τον εαυτό τους. Παράλληλα με αυτό που λένε και ζούνε, ανταλλάσσουν σημειώματα, σαν να είναι εκείνοι οι δυο, αλλά μια άλλη, δεύτερη φορά. Μαγκώνουν τα μπιλιετάκια σ’ ένα παράθυρο του σχολείου όπου κανείς δεν πλησιάζει και η πιθανότητα να τα διαβάσει κάποιος άλλος είναι περιορισμένη, όση ακριβώς χρειάζεται για να προσδώσει λίγη ένταση στην υπόθεση.

Ο αφηγητής θέλει να δει πώς είναι ο έρωτας για τους ανθρώπους του Θεού κι έτσι, όπως αναφέρει για την παρέα των συντρόφων, πολύ πριν πιστέψουν στον Θεό πίστεψαν στον άνθρωπο. Για εμάς, γράφει, για εμάς είναι πολύτιμα όσα οι άλλοι περιφρονούν, είμαστε ενάντιοι και διαφορετικοί. Μεγαλώνουμε με την ιδέα πως είμαστε ήρωες ενός παράξενου είδους όμως, που δεν παράγεται από την κλασική τυπολογία του ήρωα, δεν αγαπούν τα όπλα και την βία, είναι ήρωες γένους θηλυκού, και εισβάλλουν στην κοσμοχαλασιά χωρίς εφόδια, με μια παιδιάστικη αθωότητα, με τον ίδιο σταθερό και ταπεινό βηματισμό, όπως ο Ιησούς της Ναζαρέτ περπάτησε τον κόσμο, ορίζοντας ένα πρότυπο συμπεριφοράς αήττητο, όπως έδειξε η ιστορία. Κάπου στο βάθος αυτής της ανεστραμμένης εποποιίας αναζητούν και βρίσκουν τον Θεό και στην ουσία καταλήγουν στην δημιουργία που της γίνουν το όνομα Θεός.

Ο έρωτάς τους με την Άντρε φτάνει ως την ένσαρκη πραγματοποίησή του, καθώς θα εγκυμονήσει τον βλαστό κάποιου από τους φίλους επισπεύδοντας την πορεία των πραγμάτων, απομακρύνοντάς τους ακόμα περισσότερο από την ανηλικότητα. Η εξαφάνιση του Σάντο φέρνει τους φίλους στην μητέρα του, που, περισσότερο σαν ικεσία παρά ερώτηση, αναζητά να μάθει για την μυστική τους ζωή, η οποία πλέον περιελάμβανε περάσματα από τα στέκια των αγοραίων γυναικών. Δε φανταζόμασταν πως θα έφτανε σε τέτοια άκρα κι όμως βρήκε το θάρρος να το κάνει – γιατί στην άβυσσο των μανάδων μας, απαρατήρητη υποβόσκει πάντα μια απαράμιλλη τόλμη. Τη συντηρούν σε λανθάνουσα κατάσταση, ανάμεσα στις συνετές κινήσεις μιας ολάκερης ζωής, για να μπορούν να την διαθέσουν ολοκληρωτικά τη μέρα που υποψιάζονται ότι είναι προορισμένες από η μοίρα να το κάνουν.

Η βιβλική ιστορία της εμφάνισης του Ιησού στους Εμμαούς στοιχειώνει τον αφηγητή καθώς διαπιστώνει την εφαρμογή της στην ίδια του την ζωή. Ο Ιησούς περπατούσε στον δρόμο προς την κωμόπολη Εμμαούς ως ένας άγνωστος διαβάτης δίπλα σε δυο άντρες ή μαθητές του και συζητούσαν για όσα συνέβησαν στο Γολγοθά και για όσα φημολογούνταν για την συνέχεια. Τον προσκάλεσαν να μοιραστούν το φαγητό τους και μόνο όταν έφυγε συνειδητοποίησαν ότι πρόκειται για εκείνον, έκπληκτοι που δεν κατάφεραν να τον διακρίνουν. Σε εκείνη την ιστορία όλοι δεν ξέρουν. Στην αρχή και ο ίδιος ο Ιησούς φαίνεται να μην ξέρει για τον εαυτό του, για τον θάνατό του. Έπειτα, οι μαθητές του δεν ξέρουν γι’ αυτόν. Ακριβώς η ίδια αίσθηση κατακλύζει τον κεντρικό ήρωα: καθώς η ζωή κυλάει προς την ενηλικότητα, καθώς βιώνει την απώλεια των φίλων και την ενδεχόμενη πατρότητα, αυτός που δεν πρόλαβε να καταλάβει πώς να είναι ο ίδιος ένας γιος, καθώς η Άντρε παύει να είναι η αδιαφιλονίκητη βασίλισσα του κόσμου της, αναρωτιέται:

Πώς μπορέσαμε να μην ξέρουμε, για τόσο πολύ καιρό, τίποτα από όσα ήταν, και παρ’ όλα αυτά να καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι με ό,τι και όποιον συναντάμε στον δρόμο μας; Μικρές καρδιές- τις τρέφουμε με μεγάλες ψευδαισθήσεις και στο τέλος της διαδικασίας περπατάμε σαν απόστολοι στην Εμμαούς, τυφλοί δίπλα σε φίλους και έρωτες που δεν αναγνωρίζουμε- δείχνοντας εμπιστοσύνη σ’ ένα Θεό που δεν ξέρει παραπάνω απ’ τον εαυτό του. Γι’ αυτό γνωρίζουμε την πορεία των πραγμάτων κι έπειτα δεχόμαστε το τέλος τους, χάνοντας πάντα την ουσία τους. Είμαστε χάραμα αλλά επίλογος – αέναη αργοπορημένη ανακάλυψη [σελ. 66]. Σκεφτόμουν ότι δεν έχουμε καμία δυνατότητα να καταλάβουμε τίποτα, για τίποτα, καμία στιγμή. Για τους γονείς μας, για τα παιδιά μας – για όλα ίσως [σελ. 134].

 

Η πένα του Αλεσσάντρο Μπαρίκκο μετατρέπει κάθε ιστορία, χιλιοειπωμένη ή μη, σε μοναδική αναγνωστική εμπειρία. Θα συνεχίσουμε με αυτόν τον σπάνιο συγγραφέα, παρουσιάζοντας και όλα τα υπόλοιπα έργα του.

Εκδ. Πατάκη, 2010, μτφρ. Άννα Παπασταύρου, σελ.156 [Alessandro Baricco, Emmaus, 2009].

Στις εικόνες έργα των: 1. Montserrat Guidol, 2. Remed, 3. Αγνώστων, 4. [Crimson Crayon aka Shane Superman]

Δημοσίευση και σε: Mic.gr/Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 256.

Χαβιέρ Μαρίας – Γράφοντας τις ζωές των άλλων. Αποκαλυπτικά πορτρέτα συγγραφέων-μύθων

Βίοι συγγραφέων, στιγμές κοινών θνητών

Ωραιότατη η ιδέα του Χαβιέρ Μαρίας: να δει τις μορφές των συγγραφέων σαν να ήταν οι ίδιοι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, υπό μια θέαση που ίσως θα επιθυμούσαν και οι ίδιοι, και να επικεντρώσει την προσοχή του στα άτομα και όχι στα προσωπεία που απέκτησαν όταν έγιναν διάσημοι. Τι είδους άνθρωποι είναι οι συγγραφείς των αλησμόνητων λέξεων που τόσο μας σημαδεύουν; Είναι δυνατόν μια αφήγηση στιγμιότυπων από την ζωή τους να είναι ενδιαφέρουσα έως θελκτική; Μπορούμε με τον τρόπο αυτό να τους πλησιάσουμε περισσότερο ή να διαβάσουμε το έργο τους από μια άλλη σκοπιά;

Στην ουσία ο συγγραφέας συντάσσει μερικά σύντομα πλην πλήρη βιογραφήματα μειζόνων συγγραφέων που διαβάζονται ως διηγήματα έμπλεα φαντασίας αν δεν επρόκειτο για απολύτως αληθινές ιστορίες. Και όσο κι αν μερικά επεισόδια είναι «ωραιοποιημένα», δεν παύει να γίνεται φανερό πως υπήρξαν κι αυτοί πιασμένοι στους ιστούς της καθημερινότητας, από τους οποίους κανείς δεν ξεφεύγει, και πως συχνά πρόκειται για τραγικές υπάρξεις, «το παράδειγμα των οποίων δύσκολα θα σαγήνευε κάποιον να ακολουθήσει την συγγραφή», όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στον εισαγωγή του.

Σπεύδω πρώτα στις γυναίκες, που πάντα σε ανάλογα βιβλία υπολείπονταν ως ηρωίδες του ίδιου τους του εαυτού και δεν μπορώ να μην ξεκινήσω από ένα εκτενέστερο τμήμα του βιβλίου που τιτλοφορείται Γυναίκες που δραπέτευσαν. Πώς να μη θαυμάσει κανείς την Λαίδη Έστερ Στάνχοουπ, που εγκατέλειψε την Αγγλία στα τριάντα τρία της, μια ηλικία στην οποία μια ανύπαντρη γυναίκα πριν από δυο αιώνες δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παραιτηθεί απ’ όλα και να αποσυρθεί, και άρχισε να ταξιδεύει αδιάκοπα στη Μέση Ανατολή με μια εκκεντρική και ολοένα διευρυνόμενη ακολουθία, ένα κανονικό καραβάνι, ιππεύοντας η ίδια ή καθήμενη ιππαστί σε άλογο, κάτι απαγορευμένο για τις γυναίκες σ’ εκείνες τις περιοχές!

Η Λαίδη Έστερ Στάνχοουπ. έβαλε να της χτίσουν στην Τζουν ένα λαβυρινθώδες οχυρό με πολλές πτέρυγες και δωμάτια, για να μπορεί να φιλοξενεί τους επιφανείς φυγάδες που θα της ζητούσαν άσυλο διαφεύγοντας από τις επαναστάσεις που πίστευε ότι θα συνέβαιναν στην Ευρώπη και πράγματι φιλοξένησε πολλούς φυγάδες αλλά όχι τόσο επιφανείς ούτε ακριβώς Ευρωπαίου. Το οχυρό της μετατράπηκε στην προστάτιδα στέγη των απόκληρων και των κατατρεγμένων της περιοχής. Όταν, καθώς ψυχορραγούσε, οι τριάντα επτά υπηρέτες της άρχισαν σταδιακά να εξαφανίζονται, παίρνοντας κάθε αντικείμενο του σπιτιού, επιβεβαιώθηκε εκείνο που έγραψε σε μια επιστολή της: «Κάτω από την αψίδα του θριάμβου της Παλμύρας, με έστεψαν Βασίλισσα της ερήμου»

Η Βάιολετ Χαντ, η «ανάγωγη Βαβυλώνια», όπως την ονόμασε ο Χένρυ Τζέημς, με πάσης φύσεως ερωτικές ή παρά λίγο ερωτικές σχέσεις με τον Φορντ Μάντοξ Φορντ, τον απόστολο της αισθητικής Τζον Ράσκιν, τον Όσκαρ Γουάιλντ και τον Σόμερσετ Μωμ και με ιδιαίτερη έφεση προς τις «ανώμαλες καταστάσεις», είχε την τύχη να απολαύσει την σύντομη εδουαρδιανή περίοδο της μεγάλης ανεκτικότητας σε όλο της το μεγαλείο (με μοναδική προϋπόθεση να μην αποκαλύπτονται οι «ανωμαλίες») και στήριξε ιδιαίτερα τις σουφραζέτες. Ο ισχυρός και αντιφατικός χαρακτήρας της επιβιώνει σε κάποιες αξιομνημόνευτες ηρωίδες που δημιούργησαν όλοι εκείνοι οι σημαντικοί συγγραφείς, οι φίλοι και εραστές της: τους χάρισε την έμπνευση αλλά εκείνοι δεν κατάφεραν να την κάνουν ευτυχισμένη. Μόνο ένας πολύ αφελής θα μπορούσε να πει ότι την αποζημίωσαν απαθανατίζοντάς τη στα έργα τους.

Και ποια είναι η «έφιππη ποιήτρια» Έιντα Άζακς Μένκεν; μια ποιήτρια που είχε ως έγνοια την δημοσίευση της μοναδικής ποιητικής της συλλογής που ωστόσο δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη, μια ποιήτρια που έβγαινε έφιππη στο τέλος της θεατρικής παράστασης Μαζέππα, μιας ελεύθερης διασκευής του ποιήματος του λόρδου Μπάυρον, και ο κόσμος πήγαινε να την δει δεμένη στη ράχη του αλόγου με ένα εφαρμοστό κορμάκι στο χρώμα του δέρματος που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της γυμνότητας, ενώ στις διαλέξεις της αποδείχτηκε μία από τις πιο γενναίες, ειρωνικές και σοφές φεμινίστριες, διεκδικώντας την απελευθέρωση των γυναικών και κάνοντας πάντα ό,τι της άρεσε. Οι Ζυλί ντε Λεσπινάς, Έμιλυ Μπροντέ, Βέρνον Λη [Βάιολετ Πέιτζετ] συμπληρώνουν το εν λόγω κεφάλαιο.

Από τότε που η φημισμένη συγγραφέας Κάρεν Μπλίξεν επέστρεψε στη Δανία μετά την μακρά και αποτυχημένη διαμονή της στην Αφρική, άρχισε να δημοσιεύει με διάφορα διαφορετικά ονόματα και ως Ίσακ Ντίνεσεν. Λόγω της σύφιλης αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την σεξουαλική της ζωή πολύ νωρίς και λαμβάνοντας υπόψη πόσο τρομερό είναι για μια νέα γυναίκα να στερείται το «δικαίωμα στον έρωτα», υποσχέθηκε την ψυχή της στον Διάβολο, κι εκείνος σε αντάλλαγμα της υποσχέθηκε πως από εκείνη τη στιγμή όλα όσα ζούσε θα μετατρέπονταν σε ιστορίες. Η αλήθεια είναι πως καθώς γερνάμε φοράμε προσωπεία, τα προσωπεία της ηλικίας μας, και οι νέοι πιστεύουν ότι είμαστε αυτό που δείχνουμε, αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι, έγραψε η Ντίνεσεν, που υποκλινόταν μπροστά σε κάθε νέο φεγγάρι τρεις φορές, κάπνιζε αδιάκοπα μέχρι το τέλος της ζωής της, διάλεξε την οξιά στις ρίζες της οποίας ήθελε να ταφεί, κοντά σε μια ακτή και ίσως άξιζε η συμφωνία της με τον Διάβολο, καθώς, έχοντας ζήσει και επινοήσει τόσες ζωές, είπε: «Στην πραγματικότητα είμαι τριών χιλιάδων ετών».

Η Τζούνα Μπαρνς πάντα προκαλούσε με την αναίδεια και τις κομψές αλλά υπεροπτικές παρατηρήσεις της και μ’ ένα τρανταχτό γέλιο μεγάλης διάρκειας. Απόλαυσε πολλές ερωτικές περιπέτειες με άντρες και γυναίκες ενώ ακόμα μεγαλύτερος ήταν ο αριθμός των αντρών και των γυναικών που επιχείρησαν να την προσεγγίσουν ερωτικά αλλά απέτυχαν για διάφορους λόγους, ενίοτε μάλιστα καθαρά λογοτεχνικούς, όπως για παράδειγμα ο διάσημος κριτικός Έντμουντ Γουίλσον, που έκανε το λάθος να αρχίσει να φλυαρεί με ακράτητο ενθουσιασμό για την μυθιστοριογράφο Ήντιθ Γουώρτον, που η Μπαρνς θεωρούσε ανυπόφορη. Μεγαλωμένη σε μια οικογένεια με μια παράδοση εκκεντρικού πνευματισμού όπου τα περισσότερα ονόματα των συγγενών ήταν διαλεγμένα έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να τα οικειοποιηθεί, θύμωσε ιδιαίτερα όταν η Αναΐς Νιν χρησιμοποίησε το όνομα Τζούνα σε έργα της. Η Μπάρνς λάτρευε την μοναξιά της και την προστάτευε ακόμα κι όταν η Κάρσον ΜακΚάλλερς ξεροστάλιαζε έξω από το διαμέρισμά της, όπως λάτρευε και την σιωπή: Η σιωπή, έγραψε, κάνει την εμπειρία να πηγαίνει μακρύτερα και, όταν πεθαίνει, της προσδίδει την αξιοπρέπεια που έχει κάτι που έχουμε αγγίξει, αλλά δεν το έχουμε κάνει δικό μας.

Είναι πολύ πιθανό, λέει ο Μαρίας, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ να μην είχε περισσότερες μανίες και αντιπάθειες από άλλους ομότεχνούς τους, αλλά δίνει αυτή την εντύπωση επειδή τολμούσε να τις δηλώνει δημοσίως. Αυτό του κόστισε τη φήμη μισάνθρωπου, όπως ήταν αναμενόμενο σε μια χώρα τόσο πεπεισμένη για τον ορθολογισμό και την ανοχή της, στις ΗΠΑ όπου δεν βλέπουν με καλό μάτι τους ξένους με σθεναρές απόψεις, πόσο μάλλον όταν τις εκφράζουν απερίφραστα. Κατά τον Ναμπόκοφ, όλοι οι καλλιτέχνες ζουν σε ένα είδος διαρκούς κρυφής ή φανερής εξορίας – ο ίδιος, άλλωστε, ποτέ δε συνήλθε από την απώλεια όχι τόσο της γενέθλιας γης όσο του σκηνικού των παιδικών του χρόνων, ενώ φλέρταρε και με την ιδέα να φτιάξει ένα πλαστό διαβατήριο και ως Αμερικανός τουρίστας να επισκεφτεί την παλιά αγροικία της οικογένειάς του στην Σοβιετική Ένωση. Κατά βάθος όμως ήξερε ότι η επιστροφή δεν θα του προσφέρει τίποτα, απεναντίας θα μετέβαλε τις αναλλοίωτες αναμνήσεις του. Το μεγαλύτερο αγκάθι ήταν ότι γνώριζε πως για εβδομάδες ή και για μήνες ακόμη, θα συνέχιζαν να φτάνουν τα γράμματα της αγαπημένης του Ταμάρα, επιστολές που δεν διαβάστηκαν ποτέ, φάκελοι που θα σφραγίζονταν για πάντα τη στιγμή που θα τους άγγιζαν τα χείλη της αγαπημένης του.

Ορισμένα περιστατικά από την ζωή του Άρθουρ Κόναν Ντόυλ δεν είναι δυνατό να αγνοηθούν. Από νέος ακόμη, και δεδομένου ότι ήταν αθλητής της πυγμαχίας, έμπλεκε σε καβγάδες με κάθε λογής αχρείους προς υπεράσπιση των γυναικών. Κάποτε στο Πόρτσμουθ ξυλοκόπησε ένα υποκείμενο το οποίο είδε να κλοτσάει μια γυναίκα στο δρόμο, ενώ σ’ ένα τραίνο στη Νότια Αφρική χαστούκισε τον γιο του όταν σχολίασε πόσο άσχημη ήταν μια γυναίκα που περνούσε τον διάδρομο, λέγοντάς του «Να θυμάσαι ότι καμιά γυναίκα δεν είναι άσχημη». Όταν σε μια από τις επιστολές που ελάμβανε επί σειρά ετών με παραλήπτη τον Σέρλοκ Χολμς μια γυναίκα αγωνιούσε για τον λόγο της εξαφάνισης του μνηστήρα ης, ο Ντόυλ όχι μόνο βρήκε τον Δανό φυγά αλλά και έκανε τη νέα να δει πόσο λίγο άξιζε την αφοσίωσή της αυτός ο ξένος. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτα τα δυο μεγάλα του παράπονα: ότι δεν μπορούσε καθόλου να παρέμβει στην εικόνα του ήρωά του Σέρλοκ Χολμς και ότι ο τελευταίος επισκίαζε το μείζον έργο του, εννοώντας τα ιστορικά μυθιστορήματα που έγραφε με πλήρη λεπτομερειακή τεκμηρίωση.

Ο συγγραφέας συχνά κοσκινίζει μερικούς μύθους που ακολουθούν πλείστους συγγραφείς, όπως, για παράδειγμα, ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο ο Γουίλλιαμ Φώκνερ έγραψε το Καθώς ψυχορραγώ υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες, δουλεύοντας νυχτερινή βάρδια σε ένα ορυχείο, με μοναδικό φωτισμό το ασθενικό φως του φακού της σκονισμένης του κάσκας. Ακόμα κι αν χάρη στα παραπάνω η λογοτεχνία επιχείρησε να τον εντάξει στην στρατιά των φτωχών και ολίγον προλετάριων συγγραφέων, μπορούμε να δεχτούμε ότι ανάμεσα σε δυο φτυαριές κάρβουνο με το οποίο γέμιζε τον λέβητα που είχε υπό την επίβλεψή του σ’ έναν σταθμό ηλεκτρικής ενέργειας μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά κενά. Μια άλλη τιμητική φήμη αφορά τον Ιβάν Τουργκένιεφ, που επέδειξε μεγάλο θάρρος και δεινότητα, γράφοντας τις Αναμνήσεις ενός κυνηγού. Λεγόταν, λοιπόν, ότι, μετά την ανάγνωσή του, ο τσάρος Αλέξανδρος έβγαλε διάταγμα για την χειραφέτηση των δουλοπαροίκων, ενώ σε δυο περιπτώσεις η τσαρίνα είχε διατάξει τους λογοκριτές να μην παρέμβουν στα βιβλία του, παρότι δεν είναι εύκολο να πούμε αν αυτό αποτελεί τιμή ή προσβολή για τον συγγραφέα.

Θα μπορούσε, τέλος, κανείς να σκεφτεί πως ο Τζόζεφ Κόνραντ, που πάντα φανταζόμαστε στο κατσάρωμα ενός καραβιού, πέρασε τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του στη στεριά, διάγοντας έναν βίο απόλυτα στατικό; Πως, σαν σωστός ναυτικός, απεχθανόταν τα ταξίδια και τίποτε δεν τον ζωογονούσε περισσότερο από το να κλείνεται στο γραφείο του και να ανταγωνίζεται να γράψει να κουβεντιάζει με φίλους; Ό,τι και να απαντήσουμε, σίγουρα θα χαμογελάσουμε όταν τον «δούμε» να δίνει σε μια νέα γυναίκα μια δέσμη χειρογράφων για να τα ακούσει από την φωνή της, δοκιμασία επαρκή ώστε να την καταστήσει μέλλουσα σύζυγό του. Και να μείνουμε με την απορία για την τελευταία τελευταία του λέξη ήταν: Εδώ!

Γιούκιο Μισίμα, Λώρενς Στερν, Τζέημς Τζόυς, Χένρυ Τζέημς, Ρόμπερ Λούις Στήβενσον, Τόμας Μαν, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Μάλκολμ Λόουρυ, Μαντάμ ντυ Ντεφάν, Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Αρθούρος Ρεμπώ και Όσκαρ Γουάιλντ συμπληρώνουν τα θραυσματικά ημιβιογραφικά κείμενα του βιβλίου, ενώ στο τελευταίο εκτενές τμήμα του ο συγγραφέας σχολιάζει και συνομιλεί με φωτογραφίες συγγραφέων, χωρίς να περιορίζεται σε εκείνους που τον απασχόλησαν στα προηγούμενα κεφάλαια.

Ο Χαβιέρ Μαρίας όχι χωρίς κόπο (αν δει κανείς την πλήρη βιβλιογραφία και την αναφορά σε προσωπικές εργασίες που παραθέτει στο τέλος) μας χάρισε ένα βιβλίο που. όπως κάθε ιδανικό βιβλίο, μας στέλνει σε άλλα βιβλία, αλλά και μας διασκεδάζει, όπως εμφανώς διασκέδασε και τον ίδιο.

Εκδ. Πατάκη, [Βιογραφίες/Ντοκουμέντα. Σειρά: Προσωπογραφίες], 2020, σελ. 347, μτφ. Γεωργία Ζακοπούλου, πρόλογος Ελίντε Πιτταρέλλο. Περιλαμβάνονται βιβλιογραφία, Αναφορά σε προσωπικές εργασίες και Κατάλογος εικόνων, καθώς ττο βιβλίο περιλαμβάνει και μαυρόασπρες φωτογραφίες των συγγραφέων [Javier Marias, Vidas escritas, 1992]

Στις εικόνες: Lady Hester Stunhope, Adah Isaacs Menken, Isak Dinesen, Djuna Barnes, Vladimir Nabokov, Joseph Conrad.

Δημοσίευση και σε Mic.gr/Βιβλιοπανδοχείο αρ. 255.