Χαβιέρ Μαρίας – Γράφοντας τις ζωές των άλλων. Αποκαλυπτικά πορτρέτα συγγραφέων-μύθων

Βίοι συγγραφέων, στιγμές κοινών θνητών

Ωραιότατη η ιδέα του Χαβιέρ Μαρίας: να δει τις μορφές των συγγραφέων σαν να ήταν οι ίδιοι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, υπό μια θέαση που ίσως θα επιθυμούσαν και οι ίδιοι, και να επικεντρώσει την προσοχή του στα άτομα και όχι στα προσωπεία που απέκτησαν όταν έγιναν διάσημοι. Τι είδους άνθρωποι είναι οι συγγραφείς των αλησμόνητων λέξεων που τόσο μας σημαδεύουν; Είναι δυνατόν μια αφήγηση στιγμιότυπων από την ζωή τους να είναι ενδιαφέρουσα έως θελκτική; Μπορούμε με τον τρόπο αυτό να τους πλησιάσουμε περισσότερο ή να διαβάσουμε το έργο τους από μια άλλη σκοπιά;

Στην ουσία ο συγγραφέας συντάσσει μερικά σύντομα πλην πλήρη βιογραφήματα μειζόνων συγγραφέων που διαβάζονται ως διηγήματα έμπλεα φαντασίας αν δεν επρόκειτο για απολύτως αληθινές ιστορίες. Και όσο κι αν μερικά επεισόδια είναι «ωραιοποιημένα», δεν παύει να γίνεται φανερό πως υπήρξαν κι αυτοί πιασμένοι στους ιστούς της καθημερινότητας, από τους οποίους κανείς δεν ξεφεύγει, και πως συχνά πρόκειται για τραγικές υπάρξεις, «το παράδειγμα των οποίων δύσκολα θα σαγήνευε κάποιον να ακολουθήσει την συγγραφή», όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στον εισαγωγή του.

Σπεύδω πρώτα στις γυναίκες, που πάντα σε ανάλογα βιβλία υπολείπονταν ως ηρωίδες του ίδιου τους του εαυτού και δεν μπορώ να μην ξεκινήσω από ένα εκτενέστερο τμήμα του βιβλίου που τιτλοφορείται Γυναίκες που δραπέτευσαν. Πώς να μη θαυμάσει κανείς την Λαίδη Έστερ Στάνχοουπ, που εγκατέλειψε την Αγγλία στα τριάντα τρία της, μια ηλικία στην οποία μια ανύπαντρη γυναίκα πριν από δυο αιώνες δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παραιτηθεί απ’ όλα και να αποσυρθεί, και άρχισε να ταξιδεύει αδιάκοπα στη Μέση Ανατολή με μια εκκεντρική και ολοένα διευρυνόμενη ακολουθία, ένα κανονικό καραβάνι, ιππεύοντας η ίδια ή καθήμενη ιππαστί σε άλογο, κάτι απαγορευμένο για τις γυναίκες σ’ εκείνες τις περιοχές!

Η Λαίδη Έστερ Στάνχοουπ. έβαλε να της χτίσουν στην Τζουν ένα λαβυρινθώδες οχυρό με πολλές πτέρυγες και δωμάτια, για να μπορεί να φιλοξενεί τους επιφανείς φυγάδες που θα της ζητούσαν άσυλο διαφεύγοντας από τις επαναστάσεις που πίστευε ότι θα συνέβαιναν στην Ευρώπη και πράγματι φιλοξένησε πολλούς φυγάδες αλλά όχι τόσο επιφανείς ούτε ακριβώς Ευρωπαίου. Το οχυρό της μετατράπηκε στην προστάτιδα στέγη των απόκληρων και των κατατρεγμένων της περιοχής. Όταν, καθώς ψυχορραγούσε, οι τριάντα επτά υπηρέτες της άρχισαν σταδιακά να εξαφανίζονται, παίρνοντας κάθε αντικείμενο του σπιτιού, επιβεβαιώθηκε εκείνο που έγραψε σε μια επιστολή της: «Κάτω από την αψίδα του θριάμβου της Παλμύρας, με έστεψαν Βασίλισσα της ερήμου»

Η Βάιολετ Χαντ, η «ανάγωγη Βαβυλώνια», όπως την ονόμασε ο Χένρυ Τζέημς, με πάσης φύσεως ερωτικές ή παρά λίγο ερωτικές σχέσεις με τον Φορντ Μάντοξ Φορντ, τον απόστολο της αισθητικής Τζον Ράσκιν, τον Όσκαρ Γουάιλντ και τον Σόμερσετ Μωμ και με ιδιαίτερη έφεση προς τις «ανώμαλες καταστάσεις», είχε την τύχη να απολαύσει την σύντομη εδουαρδιανή περίοδο της μεγάλης ανεκτικότητας σε όλο της το μεγαλείο (με μοναδική προϋπόθεση να μην αποκαλύπτονται οι «ανωμαλίες») και στήριξε ιδιαίτερα τις σουφραζέτες. Ο ισχυρός και αντιφατικός χαρακτήρας της επιβιώνει σε κάποιες αξιομνημόνευτες ηρωίδες που δημιούργησαν όλοι εκείνοι οι σημαντικοί συγγραφείς, οι φίλοι και εραστές της: τους χάρισε την έμπνευση αλλά εκείνοι δεν κατάφεραν να την κάνουν ευτυχισμένη. Μόνο ένας πολύ αφελής θα μπορούσε να πει ότι την αποζημίωσαν απαθανατίζοντάς τη στα έργα τους.

Και ποια είναι η «έφιππη ποιήτρια» Έιντα Άζακς Μένκεν; μια ποιήτρια που είχε ως έγνοια την δημοσίευση της μοναδικής ποιητικής της συλλογής που ωστόσο δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη, μια ποιήτρια που έβγαινε έφιππη στο τέλος της θεατρικής παράστασης Μαζέππα, μιας ελεύθερης διασκευής του ποιήματος του λόρδου Μπάυρον, και ο κόσμος πήγαινε να την δει δεμένη στη ράχη του αλόγου με ένα εφαρμοστό κορμάκι στο χρώμα του δέρματος που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της γυμνότητας, ενώ στις διαλέξεις της αποδείχτηκε μία από τις πιο γενναίες, ειρωνικές και σοφές φεμινίστριες, διεκδικώντας την απελευθέρωση των γυναικών και κάνοντας πάντα ό,τι της άρεσε. Οι Ζυλί ντε Λεσπινάς, Έμιλυ Μπροντέ, Βέρνον Λη [Βάιολετ Πέιτζετ] συμπληρώνουν το εν λόγω κεφάλαιο.

Από τότε που η φημισμένη συγγραφέας Κάρεν Μπλίξεν επέστρεψε στη Δανία μετά την μακρά και αποτυχημένη διαμονή της στην Αφρική, άρχισε να δημοσιεύει με διάφορα διαφορετικά ονόματα και ως Ίσακ Ντίνεσεν. Λόγω της σύφιλης αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την σεξουαλική της ζωή πολύ νωρίς και λαμβάνοντας υπόψη πόσο τρομερό είναι για μια νέα γυναίκα να στερείται το «δικαίωμα στον έρωτα», υποσχέθηκε την ψυχή της στον Διάβολο, κι εκείνος σε αντάλλαγμα της υποσχέθηκε πως από εκείνη τη στιγμή όλα όσα ζούσε θα μετατρέπονταν σε ιστορίες. Η αλήθεια είναι πως καθώς γερνάμε φοράμε προσωπεία, τα προσωπεία της ηλικίας μας, και οι νέοι πιστεύουν ότι είμαστε αυτό που δείχνουμε, αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι, έγραψε η Ντίνεσεν, που υποκλινόταν μπροστά σε κάθε νέο φεγγάρι τρεις φορές, κάπνιζε αδιάκοπα μέχρι το τέλος της ζωής της, διάλεξε την οξιά στις ρίζες της οποίας ήθελε να ταφεί, κοντά σε μια ακτή και ίσως άξιζε η συμφωνία της με τον Διάβολο, καθώς, έχοντας ζήσει και επινοήσει τόσες ζωές, είπε: «Στην πραγματικότητα είμαι τριών χιλιάδων ετών».

Η Τζούνα Μπαρνς πάντα προκαλούσε με την αναίδεια και τις κομψές αλλά υπεροπτικές παρατηρήσεις της και μ’ ένα τρανταχτό γέλιο μεγάλης διάρκειας. Απόλαυσε πολλές ερωτικές περιπέτειες με άντρες και γυναίκες ενώ ακόμα μεγαλύτερος ήταν ο αριθμός των αντρών και των γυναικών που επιχείρησαν να την προσεγγίσουν ερωτικά αλλά απέτυχαν για διάφορους λόγους, ενίοτε μάλιστα καθαρά λογοτεχνικούς, όπως για παράδειγμα ο διάσημος κριτικός Έντμουντ Γουίλσον, που έκανε το λάθος να αρχίσει να φλυαρεί με ακράτητο ενθουσιασμό για την μυθιστοριογράφο Ήντιθ Γουώρτον, που η Μπαρνς θεωρούσε ανυπόφορη. Μεγαλωμένη σε μια οικογένεια με μια παράδοση εκκεντρικού πνευματισμού όπου τα περισσότερα ονόματα των συγγενών ήταν διαλεγμένα έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να τα οικειοποιηθεί, θύμωσε ιδιαίτερα όταν η Αναΐς Νιν χρησιμοποίησε το όνομα Τζούνα σε έργα της. Η Μπάρνς λάτρευε την μοναξιά της και την προστάτευε ακόμα κι όταν η Κάρσον ΜακΚάλλερς ξεροστάλιαζε έξω από το διαμέρισμά της, όπως λάτρευε και την σιωπή: Η σιωπή, έγραψε, κάνει την εμπειρία να πηγαίνει μακρύτερα και, όταν πεθαίνει, της προσδίδει την αξιοπρέπεια που έχει κάτι που έχουμε αγγίξει, αλλά δεν το έχουμε κάνει δικό μας.

Είναι πολύ πιθανό, λέει ο Μαρίας, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ να μην είχε περισσότερες μανίες και αντιπάθειες από άλλους ομότεχνούς τους, αλλά δίνει αυτή την εντύπωση επειδή τολμούσε να τις δηλώνει δημοσίως. Αυτό του κόστισε τη φήμη μισάνθρωπου, όπως ήταν αναμενόμενο σε μια χώρα τόσο πεπεισμένη για τον ορθολογισμό και την ανοχή της, στις ΗΠΑ όπου δεν βλέπουν με καλό μάτι τους ξένους με σθεναρές απόψεις, πόσο μάλλον όταν τις εκφράζουν απερίφραστα. Κατά τον Ναμπόκοφ, όλοι οι καλλιτέχνες ζουν σε ένα είδος διαρκούς κρυφής ή φανερής εξορίας – ο ίδιος, άλλωστε, ποτέ δε συνήλθε από την απώλεια όχι τόσο της γενέθλιας γης όσο του σκηνικού των παιδικών του χρόνων, ενώ φλέρταρε και με την ιδέα να φτιάξει ένα πλαστό διαβατήριο και ως Αμερικανός τουρίστας να επισκεφτεί την παλιά αγροικία της οικογένειάς του στην Σοβιετική Ένωση. Κατά βάθος όμως ήξερε ότι η επιστροφή δεν θα του προσφέρει τίποτα, απεναντίας θα μετέβαλε τις αναλλοίωτες αναμνήσεις του. Το μεγαλύτερο αγκάθι ήταν ότι γνώριζε πως για εβδομάδες ή και για μήνες ακόμη, θα συνέχιζαν να φτάνουν τα γράμματα της αγαπημένης του Ταμάρα, επιστολές που δεν διαβάστηκαν ποτέ, φάκελοι που θα σφραγίζονταν για πάντα τη στιγμή που θα τους άγγιζαν τα χείλη της αγαπημένης του.

Ορισμένα περιστατικά από την ζωή του Άρθουρ Κόναν Ντόυλ δεν είναι δυνατό να αγνοηθούν. Από νέος ακόμη, και δεδομένου ότι ήταν αθλητής της πυγμαχίας, έμπλεκε σε καβγάδες με κάθε λογής αχρείους προς υπεράσπιση των γυναικών. Κάποτε στο Πόρτσμουθ ξυλοκόπησε ένα υποκείμενο το οποίο είδε να κλοτσάει μια γυναίκα στο δρόμο, ενώ σ’ ένα τραίνο στη Νότια Αφρική χαστούκισε τον γιο του όταν σχολίασε πόσο άσχημη ήταν μια γυναίκα που περνούσε τον διάδρομο, λέγοντάς του «Να θυμάσαι ότι καμιά γυναίκα δεν είναι άσχημη». Όταν σε μια από τις επιστολές που ελάμβανε επί σειρά ετών με παραλήπτη τον Σέρλοκ Χολμς μια γυναίκα αγωνιούσε για τον λόγο της εξαφάνισης του μνηστήρα ης, ο Ντόυλ όχι μόνο βρήκε τον Δανό φυγά αλλά και έκανε τη νέα να δει πόσο λίγο άξιζε την αφοσίωσή της αυτός ο ξένος. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτα τα δυο μεγάλα του παράπονα: ότι δεν μπορούσε καθόλου να παρέμβει στην εικόνα του ήρωά του Σέρλοκ Χολμς και ότι ο τελευταίος επισκίαζε το μείζον έργο του, εννοώντας τα ιστορικά μυθιστορήματα που έγραφε με πλήρη λεπτομερειακή τεκμηρίωση.

Ο συγγραφέας συχνά κοσκινίζει μερικούς μύθους που ακολουθούν πλείστους συγγραφείς, όπως, για παράδειγμα, ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο ο Γουίλλιαμ Φώκνερ έγραψε το Καθώς ψυχορραγώ υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες, δουλεύοντας νυχτερινή βάρδια σε ένα ορυχείο, με μοναδικό φωτισμό το ασθενικό φως του φακού της σκονισμένης του κάσκας. Ακόμα κι αν χάρη στα παραπάνω η λογοτεχνία επιχείρησε να τον εντάξει στην στρατιά των φτωχών και ολίγον προλετάριων συγγραφέων, μπορούμε να δεχτούμε ότι ανάμεσα σε δυο φτυαριές κάρβουνο με το οποίο γέμιζε τον λέβητα που είχε υπό την επίβλεψή του σ’ έναν σταθμό ηλεκτρικής ενέργειας μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά κενά. Μια άλλη τιμητική φήμη αφορά τον Ιβάν Τουργκένιεφ, που επέδειξε μεγάλο θάρρος και δεινότητα, γράφοντας τις Αναμνήσεις ενός κυνηγού. Λεγόταν, λοιπόν, ότι, μετά την ανάγνωσή του, ο τσάρος Αλέξανδρος έβγαλε διάταγμα για την χειραφέτηση των δουλοπαροίκων, ενώ σε δυο περιπτώσεις η τσαρίνα είχε διατάξει τους λογοκριτές να μην παρέμβουν στα βιβλία του, παρότι δεν είναι εύκολο να πούμε αν αυτό αποτελεί τιμή ή προσβολή για τον συγγραφέα.

Θα μπορούσε, τέλος, κανείς να σκεφτεί πως ο Τζόζεφ Κόνραντ, που πάντα φανταζόμαστε στο κατσάρωμα ενός καραβιού, πέρασε τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του στη στεριά, διάγοντας έναν βίο απόλυτα στατικό; Πως, σαν σωστός ναυτικός, απεχθανόταν τα ταξίδια και τίποτε δεν τον ζωογονούσε περισσότερο από το να κλείνεται στο γραφείο του και να ανταγωνίζεται να γράψει να κουβεντιάζει με φίλους; Ό,τι και να απαντήσουμε, σίγουρα θα χαμογελάσουμε όταν τον «δούμε» να δίνει σε μια νέα γυναίκα μια δέσμη χειρογράφων για να τα ακούσει από την φωνή της, δοκιμασία επαρκή ώστε να την καταστήσει μέλλουσα σύζυγό του. Και να μείνουμε με την απορία για την τελευταία τελευταία του λέξη ήταν: Εδώ!

Γιούκιο Μισίμα, Λώρενς Στερν, Τζέημς Τζόυς, Χένρυ Τζέημς, Ρόμπερ Λούις Στήβενσον, Τόμας Μαν, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Μάλκολμ Λόουρυ, Μαντάμ ντυ Ντεφάν, Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Αρθούρος Ρεμπώ και Όσκαρ Γουάιλντ συμπληρώνουν τα θραυσματικά ημιβιογραφικά κείμενα του βιβλίου, ενώ στο τελευταίο εκτενές τμήμα του ο συγγραφέας σχολιάζει και συνομιλεί με φωτογραφίες συγγραφέων, χωρίς να περιορίζεται σε εκείνους που τον απασχόλησαν στα προηγούμενα κεφάλαια.

Ο Χαβιέρ Μαρίας όχι χωρίς κόπο (αν δει κανείς την πλήρη βιβλιογραφία και την αναφορά σε προσωπικές εργασίες που παραθέτει στο τέλος) μας χάρισε ένα βιβλίο που. όπως κάθε ιδανικό βιβλίο, μας στέλνει σε άλλα βιβλία, αλλά και μας διασκεδάζει, όπως εμφανώς διασκέδασε και τον ίδιο.

Εκδ. Πατάκη, [Βιογραφίες/Ντοκουμέντα. Σειρά: Προσωπογραφίες], 2020, σελ. 347, μτφ. Γεωργία Ζακοπούλου, πρόλογος Ελίντε Πιτταρέλλο. Περιλαμβάνονται βιβλιογραφία, Αναφορά σε προσωπικές εργασίες και Κατάλογος εικόνων, καθώς ττο βιβλίο περιλαμβάνει και μαυρόασπρες φωτογραφίες των συγγραφέων [Javier Marias, Vidas escritas, 1992]

Στις εικόνες: Lady Hester Stunhope, Adah Isaacs Menken, Isak Dinesen, Djuna Barnes, Vladimir Nabokov, Joseph Conrad.

Δημοσίευση και σε Mic.gr/Βιβλιοπανδοχείο αρ. 255.