Δημήτρης Μπογδάνος – Ο φοβιτσιάρης γίγαντας

Αστήριχτοι φόβοι, ανύπαρκτοι εχθροί

Γίνεται γίγαντας και φοβητσιάρης; Δεν έχουμε μάθει από τόσα βιβλία ότι οι γίγαντες δεν φοβούνται, αλλά, αντίθετα, προκαλούν τον φόβο; Αυτοί δεν είναι οι «κακοί» και λόγω μεγέθους και φυσικής διαφοράς από τους ανθρώπους; Αυτοί δεν πρωταγωνιστούν σε ανάλογες εφιαλτικές ιστορίες που αντλούν μέχρι και από παλαιούς θρύλους και μύθους; Πώς να αποτελεί λοιπόν εξαίρεση ένα χωριό που ονομάζεται Φοβητσοχώρι, ακριβώς επειδή έχουν ακούσει για έναν γίγαντα που ζει στο δάσος; Όπου και να βρεθούν οι κάτοικοι, κοιτάζουν πίσω από την πλάτη τους· όπου και να παίζουν τα παιδιά, έχουν δίπλα τις μανάδες τους σε επιφυλακή. Κατά τα άλλα, κανείς δεν γνωρίζει το όνομα και την προέλευση του γίγαντα, όλοι όμως έχουν να πουν μια ιστορία θαυμαστή και εξωφρενική: ξεριζώνει τα δέντρα, κυνηγάει τους λύκους, παλεύει με τις αρκούδες, ίσως σπρώχνει και τα βουνά.

Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό τους ότι με τις αρκούδες μπορεί να έπαιζε, με τους λύκους να κυνηγιούνταν κι ότι στο δέντρο ξυνόταν· ότι ήταν φίλος με τα ζώα αλλά φοβόταν τους ανθρώπους, γιατί κάποτε, όταν συναντήθηκε με δυο από αυτούς, τον Λαγόκαρδο και τον Ποντικόκαρδο, όταν τους έτεινε το χέρι για χειραψία, εκείνοι φοβισμένοι του έριξαν πέτρες στο μάτι και τσεκούρι στα δάχτυλά του. Φυσικά άλλη μια ιστορία πάλης και γενναιότητας διαδόθηκε στο χωριό, ο φόβος όμως μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Και ο γίγαντας; Αναγκαστικά αρχίζει να μαθαίνει από τους φίλους του τρόπους άμυνας, πώς να δείχνει τρομακτικός, πως να κάνει τους ανθρώπους να τρέχουν μακριά. Κι έτσι κυλάνε τα χρόνια…

… μέχρι που μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα οι κάτοικοι ξυπνούν από τις κραυγές του και ετοιμάζονται να τον αντιμετωπίσουν με όπλα. Ένας γέροντας όμως προτείνει να πάνε οι ίδιοι στο δάσος να δουν τι συμβαίνει. Δεν είναι δυνατόν να ζουν συνέχεια με τον φόβο! Ο γερο-Τρεμοπόδης πηγαίνει μόνος του γιατί κανείς δεν θέλει να τον συνοδεύσει και βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον υποτιθέμενο εχθρό. Απειλητικά βλέμματα, γρυλλίσματα, βρυχηθμοί… μέχρι που ο γίγαντας εξομολογείται πως τον πονάει η κοιλιά του. Ο γέρος καταλαβαίνει αμέσως τον λόγο: ο θάμνος με κόκκινα δηλητηριώδη μπιρμπίλια –ο καημένος είχε φάει δεκαεπτά τέτοιους!– και ετοιμάζει γρήγορα ένα ευφάνταστο αντίδοτο. Και τότε, πάνω στην κουβέντα, διαπιστώνουν ότι ο ένας φοβάται τους άλλους και αντίστροφα. Την επόμενη ημέρα οι κάτοικοι βρίσκουν ένα σωρό κομμένα ξύλα ως δώρο του γίγαντα και ανταποδίδουν μ’ ένα κάρο καλαμπόκια και κάμποσα σακιά πατάτες. Οι ανταλλαγές δώρων δεν σταμάτησαν ποτέ, η ταμπέλα με το όνομα του χωριού ξεθώριασε και κάποια παιδιά πήγαν κι έγραψαν πάνω της Γελαστοχώρι.

Ο φόβος που δημιουργείται από το μηδέν, οι φήμες και οι προκαταλήψεις που τον γιγαντώνουν, οι μύθοι και τα στερεότυπα που μας κάνουν να κλείνουμε τα μάτια απέναντι στην πραγματικότητα, οι παρερμηνείες και οι παρεξηγήσεις που πάντα ακολουθούν, οι λανθασμένες εκτιμήσεις από τα λόγια των άλλων, η κατασκευή των εχθρών, η απόλυτη αναγκαιότητα μιας προσωπικής αντίληψης των πραγμάτων, η διαφορετική σκοπιά που πάντα υπάρχει σε οτιδήποτε, η καλοσύνη και η ανθρώπινη αλληλεγγύη, τόσα και τόσα στοιχεία δίνουν ψυχή σε ένα παραμύθι απολύτως σύγχρονο αλλά και την ίδια στιγμή, τόσο «παλιό», που αισθάνεσαι ότι στο αφηγούνται ένα χειμωνιάτικο βράδυ στην ησυχία ενός χωριού. Η εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου είναι ακριβώς ό,τι θα ταίριαζε με ένα τέτοιο παραμύθι: απαλοί παστέλ πλην ποικίλοι χρωματισμοί, εκφραστικά πρόσωπα, μια αίσθηση ονείρου.

Εικόνες: Κατερίνα Βερούτσου

Εκδ. Μεταίχμιο, 2023, σελ. 40

Ηλικίες: 4+

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ