Η μνήμη της αγάπης
Μπαίνουμε εξ αρχής σ’ έναν κόσμο παράξενο και μαγικό, βουτηγμένο στο γαλάζιο και το πετρόλ της θάλασσας καθώς και στο γκρίζο και το υπόλευκο του χειμωνιάτικου ουρανού. Ένα νησί στη μέση του ωκεανού, ένα κορίτσι συντροφιά μ’ ένα μπλε σαλιγκάρι που έπεσε από τον ουρανό μια βροχερή μέρα και η γιαγιά της, που συνήθιζε να φτιάχνει τραγούδια για να διώξει τον χειμώνα, γεμίζοντας το νησί με μελωδίες. Η ίδια φαίνεται να μην είναι πια μαζί τους, αλλά ο χειμώνας παραμένει, αποτελώντας το τέταρτο πρόσωπο της ιστορίας. Και πως όχι, αφού κάθε χρονιά καταφτάνει παίρνοντας τα τραγούδια για να τα κρύψει στις ραφές από το πανωφόρι του. Είναι η εποχή που γιαγιά και εγγονή αποχαιρετούν τους πελαργούς που φεύγουν προς τα νότια…
… και μια τέτοια εποχή φεύγει και η γιαγιά, αναζητώντας, τι άλλο, κάτι νότες που βρίσκονταν κάπου τριγύρω. Αλλά τα αποδημητικά πουλιά επιστρέφουν χωρίς αυτήν, και όσο κι αν την αναζητά το κορίτσι, αδυνατεί να την βρει. Έτσι, παίρνει μια βάρκα για να φτάσει στην κοντινότερη στεριά, πάντα μαζί με το μπλε σαλιγκάρι. Η νύχτα την βρίσκει στη μέση της θάλασσας αλλά ευτυχώς πάντα λάμπουν τα αστέρια του ουρανού και τα φώτα του βυθού. Και το ταξίδι δεν τελειώνει, μόνο συνεχίζεται από θάλασσα σε θάλασσα μέχρι να φτάσει σε μια παγωμένη χώρα όπου διακρίνει το τεράστιο πανωφόρι του χειμώνα και ακούει τις μελωδίες που ξεφεύγουν από τις ραφές του.
Τότε το κορίτσι, με μια θεαματική πράξη, σκαρφαλώνει αθόρυβα, ξηλώνει τις ραφές, τυλίγει τις μελωδίες στο κασκόλ του και ξαναγλιστράει στο νερό για το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Στο μικρό του νησί, πλέον, αφήνει τις μελωδίες να ξεχυθούν παντού, από τα ψηλότερα δέντρα και τα πουλιά του ουρανού μέχρι τα βάθη του βυθού. Και από τότε ο χειμώνας πλησιάζει μέχρι τις ακτές του νησιού και βλέπει το κορίτσι από μακριά, να ζει σ’ εκείνο το μικρό νησί που το λένε Ανάμνηση.
Θα μπορούσε κανείς να αρκεστεί στις υπέροχες ζωγραφιές της συγγραφέα και εικονογράφου, που από μόνες τους διηγούνται και την παραπάνω και άλλες ιστορίες. Αλλά πρέπει να σταθούμε στην ιδιαίτερη υφή που υφαίνει ένα παραμύθι με όλη τη σημασία αλλά και μια παραμυθία, με την έννοια της παρηγοριάς που όλοι αποζητούμε μετά από την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Έχω την αίσθηση πως εδώ υπάρχουν περισσότερες από μία αναγνώσεις: το κορίτσι ως η ίδια η μνήμη, η μουσική ως φορέας αυτής της μνήμης, το ταξίδι του κοριτσιού ως ταξίδι στο παρελθόν των αναμνήσεων αλλά και, αντίστροφα, το ίδιο το μικρό νησί ως αναλλοίωτος τόπος των αναμνήσεων, αφού δεν αγγίζεται ούτε επηρεάζεται από τον οποιοδήποτε χειμώνα, ή ως προσωπικός σαν κουβαρίστρα (όπως παρομοιάζεται) κόσμος που έφτιαξε το κορίτσι με την γιαγιά του και, από την άλλη, ένας διαφορετικός κόσμος, η ζωή του κοριτσιού, εμπλουτισμένος όμως από την μνημονική παρουσία της γιαγιάς του. Γλυκόπικρο, αναπόφευκτα μελαγχολικό αλλά τελικά τόσο αισιόδοξο βιβλίο – εικόνισμα για την αγάπη ενός προσώπου που μπορεί να έφυγε αλλά στο βάθος ενοικεί μέσα μας.
Ηλικίες: 5+
Εκδ. Παπαδόπουλος, 2024, σελ. 40
Ιστοσελίδα της συγγραφέα και εικονογράφου: εδώ.
Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.





Μια σκέψη σχετικά μέ το “Έφη Λαδά – Το μικρό νησί”