Επιστολή σε ασυνάντητο συνομιλητή

Από το βιβλίο: Εκεί που η ιστορία διχαλώνεται. Ο ποιητής Γιώργος Χ. Θεοχάρης (Συναγωγή ανέκδοτων κειμένων για το έργο του). Εκδ. Κουκκίδα, 2025, [Σειρά: Φιλολογικά Μελετήματα, αρ. 23], σ. 175-186.

Αγαπητέ κύριε Θεοχάρη

Θα μπορούσαμε να έχουμε συναντηθεί χάρη σε πλείστες ωραίες αφορμές. Να έρθω να με ξεναγήσετε στους τόπους του Εμβόλιμου, αυτού του έξοχου λογοτεχνικού περιοδικού των εξοχών, όπως συνήθιζα και συνεχίζω να αποκαλώ τις περιοχές μακριά από την σκληρή μου πόλη, ή στο εργοστάσιο όπου εργαστήκατε για τριάντα πέντε χρόνια, εφόσον, με ελκύουν ιδιαίτερα τόσο οι βιοτεχνίες των λογοτεχνικών εντύπων όσο και οι βιομηχανίες ως ιδιότοποι οραμάτων και κατασκευών άλλων έργων εκτός από το αντικείμενό τους. Θα μπορούσα ακόμα να σας ζητήσω να περιπλανηθούμε στα μέρη σας, που συμπίπτουν με την γη της πατρικής μου καταγωγής και που δεν έχω ακόμα επισκεφτεί για λόγους που η ίδια η ζωή ερήμην μας υφαίνει. Μέχρι και σήμερα, η μόνη τους εικόνα είναι μερικά ψηλά, φωτεινά δέντρα πίσω από τον συνονόματο και συνεπώνυμο πατέρα του πατέρα μου, λάμψεις ανοιχτού χρυσοπράσινου σε μαυρόασπρη φωτογραφία. Κρατώ αυτές τις επιθυμίες για ένα πάντα ωραίο μέλλον, στεγασμένες μαζί με τις άλλες. Κι εμείς, μπορεί να παραμένουμε δια ζώσης ασυνάντητοι, αλλά βρισκόμαστε και συνομιλούμε συχνά με τον τρόπο που μόνο η λογοτεχνία μπορεί και θερμαίνει. Μπορεί λοιπόν να με μάγεψε το Εμβόλιμον, αυτός ο πολύτιμος σύλλαβος κειμένων τόσων ειδών και εκπλήξεων, το ίδιο και ο δοκιμιακός σας λόγος, αλλά εκεί δεν ήσασταν μόνος. Μόνο όταν άνοιξα το βιβλίο σας Από μνήμης γνώριζα ότι πλέον είμαστε οι δυο μας.

Τώρα που έχω όλες τις συλλογές σας, το Πτωχόν μετάλλευμα, την Αμειψισπορά και το Ενθύμιον, πάω κι έρχομαι σε σημειωμένους στίχους και κυκλωμένες λέξεις, πάντα με μολύβι μαλακό, να πλαισιώνει με σεβασμό τα λευκά διαστήματα. Αναρωτιέμαι τι με έλκει περισσότερο στα γραπτά σας· να βρίσκω σκέψεις που έφτιαξα ο ίδιος ή έφτασαν απρόσκλητες αλλά πάντως θεωρούσα δικές μου ή να μου προσφέρονται άλλες που δεν σκέφτηκα, σαν μικρά φωτάκια πορείας τόσο πολύτιμα κάθε φορά που ο δρόμος μου γίνεται μοναχικός. Το χαμόγελό μου είναι φωτεινό ή μελαγχολικό, αλλά παραμένει χαμόγελο, ακόμα κι όταν αισθάνομαι πως σας διάβασα κάπως αργά, γιατί ακόμα και το «αυτονόητο» χρειάζεται τον ιδανικό τρόπο για να γίνει πιστευτό. Κι έτσι όταν στο «Τέλμα», από μια ενότητα με τον ευφάνταστο τίτλο διάγραμμα θλιψιοδείκτου γράφετε Σαπίζουν τα όνειρά μας / στου λογικού την ξέρα / σαν φρούτα ξεχασμένα / στην φρουτιέρα θα φροντίσω να θυμάμαι ότι τα όνειρα πράγματι φυλάσσονται ασφαλή σε μέρος γνωστό και δροσερό αλλά δεν παραλείπουμε κάθε φορά να τα αφήνουμε για αύριο. Άλλωστε διαθέτω κι εγώ μια συλλογή από τα παραπέρα βήματα που δεν έγινα ποτέ. Όπως οι δικοί σας «σαν εραστές παράνομοι», που λένε ή της λέτε: Θα φύγουμε μια μέρα από την γη / έχοντας ζήσει με την ψυχή στο στόμα. / Σαν εραστές παράνομοι / που συναντιούνται σύντομα / κι όλο χρωστάει ο ένας του άλλου // Σαν εραστές παράνομοι / πάντα με το ’να χέρι αγκαλιασμένοι, / όρθιοι σε δωμάτιο σκοτεινό. / Πάντα με το ’να χέρι αγκαλιασμένοι. // Τ’ άλλο να σπρώχνει, μια ζωή, αντίθετα / μια πόρτα μην ανοίξει.

Έζησα, όπως ίσως κι εσείς, τον έρωτα που ήταν αδιάβαστος, αδιευκρίνιστος. Και παρατηρούσα από μικρός τα εικονοστάσια στις άκρες των δρόμων, γεμάτος απορίες. Εσείς τα βάλατε δίπλα δίπλα για να στεγάσετε μια «Δυσκολία διάγνωσης». Είναι τώρα λίγος καιρός / που δεν μπορώ να διαβάσω τα μάτια σου / γιατί το ήμερο βλέμμα σου / κάτι το μη αναγνωρίσιμο έχει. // Όπως τα εικονοστασάκια / στην άκρη του δρόμου / που έτσι καθώς περνάς / δεν ξέρεις αν αναφέρονται / σε κάποιον που σκοτώθηκε / ή σε κάποιον που σώθηκε. Ακόμη, απορούσα πως είναι δυνατό μια φλογερή οραματίστρια να μην είναι το ίδιο επαναστάτρια και στον έρωτα. Εσείς απλά στην «Πρωτομαγιά» σας γράψατε Μόλις τελειώσει η διαδήλωση / έλα να φύγουμε μαζί. […] / Να γίνουμε ένα με τις παπαρούνες / μ’ αυτή τη ξεδιπλωμένη / απέραντη / κόκκινη / σημαία / της επανάστασης. Και ζήλεψα τους αποδημήσαντες εραστές που να  εκμεταλλευτούν, προσπάθησαν, / τη νύχτα του χαλασμού, / υπέρ του φλογερού τους πάθους. / Μέσα στη γενική αποσυναρμολόγηση, / την παρανομία της σχέσης τους, / ως μία σταθερά το χάους, να αναδείξουνε θελήσαν («Περί της υπάρξεως ζωής πριν το θάνατο»).

Ο πατέρας μου ήταν ερασιτέχνης φωτογράφος· τόσο ερασιτέχνης ώστε μετά την δική του τριακονταπενταετία σε άφωτη και άτεχνη εργασία άνοιξε ένα ταπεινό φωτογραφείο, που αποτελούσε ταυτόχρονα και γραφείο ελεύθερων φωτογραφικών συμβουλών. Σ’ έναν τοίχο, δίπλα στα καλλιτεχνικά του πορτρέτα, υπήρχε μια μαυρόασπρη φωτογραφία με τα δέντρα της Λιβαδειάς. Πάντα φωτογράφιζε μανιωδώς, θυσιάζοντας κάθε οικογενειακή και οικονομική υποχρέωση. Κι έτσι δεν μας άφησε παρά δεκάδες άλμπουμ με φωτογραφίες· εκεί μέσα υπάρχουν και οι δικές μου ηλικίες. Τις εμφανίζαμε μαζί στον σκοτεινό του θάλαμο στα έγκατα της πολυκατοικίας όπου ζούσαμε. Εκεί νοίκιαζε ένα μικρό υπόγειο διαμέρισμα, για να το χρησιμοποιεί ως φωτογραφικό στούντιο. Τα χημικά υγρά, τα λευκά ατύπωτα χαρτιά, τα σελιλόιντ αρνητικά, όλα δημιουργούσαν ατμόσφαιρα με ιδιαίτερες οσμές. Ίσως αυτή να ήταν η μυρωδιά των θαυμάτων, σκεφτόμουν, φαρμακευτική και διαπεραστική, καθώς τα σώματα εμφανίζονταν από το πουθενά μέσα στις φωτογραφίες που έπλεαν άγραφες στην πρώτη λεκάνη, στα υγρά του εμφανιστή, προτού βαπτιστούν στις άλλες δυο, στο στοπ μπαθ και στο φίξερ, για να διαλέξουν την απόχρωσή τους και να μείνουν σταθερά κι αμετακίνητα για πάντα.

Μου πήρε χρόνια μέχρι να συμφιλιωθώ με την τέχνη που μας τον έκλεψε. Όλο αυτό τον καιρό αδίκησα και παραμέρισα την φωτογραφία, για να μην χάνεται το παρόν για χάρη του μέλλοντος. Τώρα εσείς με το ποίημα «Foto Lux», που είναι ακριβώς το όνομα που του είχα προτείνει για το μαγαζί του, μου απλώνετε ένα χέρι παραμυθίας:  Έμεινε το διάφραγμα ανοικτό στις αναμνήσεις. / Υπέρ των ανωνύμων που έγιναν επώνυμοι / μέσα από τα χημικά υγρά στο εμφανιστήριο. / Εδώ με τον πατέρα. Μπροστά στην κομπανία με τα κλαρίνα./ Στο κέντρο ΕΞΟΧΙΚΟΝ. // Εκεί στη μονοήμερη εκδρομή. Με μπλε ποδιές / Με τις λευκές κορδέλες στα μαλλιά. Μαθήτριες που / ανέβαζαν στα μάτια την ψυχή τους και γίνονταν ωραίες / κάθε φορά που αναμετριόντουσαν στο κλικ της μηχανής. / Έμεινε το διάφραγμα ανοικτό στη θύμηση ./ Χαράσσοντας το negative της ύπαρξης, / το άσπρο και το μαύρο της ζωής μας. / Εκεί λοιπόν επιβιώνει η αλήθεια της ζωής. / Στου άσπρου και του μαύρου τις διαβαθμίσεις. / Σ’ εκείνες τις μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες / θα υπάρξουμε. /Ίσως γιατί τα κατσαρά δοντάκια τους στο περιθώριο / έχουν τη δύναμη να ροκανίζουν τη φθορά.

Σήμερα δεν έχουμε τέτοια δοντάκια· οι φωτογραφίες είναι ηλεκτρονικές και ανησυχώ όπως κι εσείς στο ποίημα Software, που γράφετε για το pc σας πως «έχει το δίσκο του πολύ σκληρό. Ποτέ δεν θ’ αποκτήσει συναισθήματα». Εσείς πάντως βρεθήκατε ακριβώς πάνω στο χάσμα του περάσματος στην «νέα εποχή» και γνωρίζετε καλά ότι οι τεχνικές της δεν είναι ικανές να σβήσουν το παρελθόν, όπως η ηχομόνωση αδυνατί να σβήσει την μνήμη των ήχων, στο «Ανεπιτυχές αρχιτεκτονικό σχέδιο αποκλεισμού της μνήμης»: Ρίξαμε το παλιό μας σπίτι. / Χτίστηκε στα θεμέλιά του καινούργιο. / Μνημείον αντιπαροχής! / Με τις ηχομονώσεις και τους κλιματισμούς / […] με τα διπλά τζάμια και τις σιλικόνες του. // Επίτευγμα ηχομονωτικής τεχνολογίας! // Όμως το βράδυ που σημαίνει εσπερινός / μέσα στα διαμερίσματα ακούγονται / της προβατίνας τα βελάσματα, / του γαϊδαράκου μας το γκάρισμα, / το κλωτσοπάτημα του μουλαριού / και της γιαγιάς το σύρσιμο, / καθώς μοιράζει τ’ άχυρο / στις γκρεμισμένες πάχνες.

Τουλάχιστον είστε λογοτέχνης και μπορείτε να στείλετε μια τελευταία λέξη στον πατέρα σας. Στο πεζό σας «Μαζεύαμε πικρό καρπό» του γράφετε: Α ρε πατέρα ήθελα να σε βάλω πιο νέο στο ποίημα. Μαθητή της βυζαντινής μουσικής στην Κατοχή, να πληρώνεις τα δίδακτρα σε ρεβίθια. Με το βέβαιο βήμα σε Παρνασσό και σε Πάρνηθα και με το δάκρυ στη Βάρκιζα. […] Επιστρέφοντας από νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο. Στέλνοντάς μου το καλάθι μ’ ένα καρβέλι ψωμί και δυο αλλαξιές στα πρακτορεία της πλατείας Καραϊσκάκη το ’70. Ήθελα να σε βάλω πιο νέο, πατέρα, στο ποίημα, μα τούτο βάσανο της γραφής με βρήκε κι εμένα μεγάλο. […] Έτσι κι αλλιώς θα γίνουμε μια μέρα συνομήλικοι.

Τώρα στα πενήντα μου είμαι κι εγώ συνομήλικος με τον δικό μου πατέρα, ακριβώς όσο ήταν την χρονιά της πρώτης μου ανάμνησης, το 1972. Άκουγε με συγκίνηση το Time in a bottle του Jim Croce και κάτι προσπαθούσε να μας ψελλίσει για την επιθυμία του να κλείσει τον χρόνο σ’ ένα μπουκάλι, να φυλάσσει καλά την κάθε ημέρα σαν θησαυρό. Εμείς γελούσαμε για να μην δείξουμε ότι μελαγχολούμε. Τώρα θα μπορούσα κι εγώ να τον βάλω σ’ ένα ποίημα, κι ας μην είχα πολλά να του πω, μόνο τα λίγα και τα καλά. Θα το δοκιμάσω, χάρη σ’ εσάς.  Όσο για την μητέρα μου, που δεν χωράει σε κανένα ποίημα, θα της μεταφέρω από το τηλέφωνο «Λίγα στοιχεία από τη συνηθισμένη ζωή και το τέλος της κυρίας Ειρήνης Καρβώνη» που στα τελευταία χρόνια της ζωής της η μνήμη προοδευτικά την εγκατέλειπε οδηγώντας την στην αφετηρία κι έγινε πάλι το κοριτσάκι που υπήρξε και χαιρότανε μ’ ένα κλαράκι γιασεμί που της προσέφερες ή με το να της δίνεις το λόγο να διηγείται ασυνάρτητες ιστορίες. Κι αν μοιάζει αυτή η μικρή ιστορία λιγάκι μελόδραμα κι αν ίσως τεθεί το ερώτημα: «Προς τι μια συνηθισμένη ζωή διεκδικεί χώρο στην Τέχνη;», αναρωτιέμαι: Γιατί να μην το δικαιούται η συνηθισμένη ζωή της ευγενικής κυρίας Ειρήνης Καρβώνη που, εκτός των άλλων, κατόρθωσε, χιλιάδες φορές, να απαντήσει αποτελεσματικά στο αμείλικτο ερώτημα: «Τι να μαγειρέψουμε σήμερα;»

Αν στο «Συναξάρι Νικολάου Κακούργου του εκ Διστόμου» εσείς θυμάστε την συμβουλή του παππούλη σας «να μην την ζητάτε την εμορφιά μόνο σ’ αυτό που βλέπετε, να την γυρεύετε πιο βαθιά σ’ εκείνο που δεν βλέπετε», εγώ γράφω δίπλα της, την διαθήκη του δικού μου, να αγωνίζομαι για εκείνα που μπορώ και να μην στενοχωριέμαι για εκείνα που δεν μπορώ. Θα το είχα ξεχάσει, αν δεν φρόντιζε η αδελφή μου να τον μαγνητοφωνήσει, παίζοντας διαρκώς με το καινούργιο της κασετόφωνο. Ηχογραφούσε τα πάντα και μετά τα άκουγε ξεκαρδισμένη, αλλά, είδατε, σκέφτηκε ο παππούς να μην χαθεί η ευκαιρία να μας αφήσει δυο φράσεις που τώρα θα είχαμε ξεχάσει πάνω στη βιασύνη των παιχνιδιών. Και προτού τον αφήσω εκεί που βρίσκεται, «Απέσβετο Γαρ», το ξέρετε ότι συναντηθήκαμε όλοι, κι εμείς κι εσείς με τις μορφές σας. Γιατί μαζί ξεφυλλίζαμε τις εγκυκλοπαίδειες με τα έργα τέχνης, μου έδειχνε τον Ηνίοχο, τον ρωτούσα ποιοι μένουν μαζί του, ζήλευα τους φύλακες των μουσείων και αναρωτιόμουν πως είναι να ζεις με τα αγάλματα. Έστω και καθυστερημένα μου την λύσατε την απορία: Κάθε βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, / ο φύλακας του μουσείου / προσποιείται τον αποκοιμισμένο. / Τότε ο Ηνίοχος ξεπορτίζει προσεκτικά / και ψάχνει ξέφρενος / τα άλογά του στις Φαιδριάδες. // Γυρίζει άπραγος και κατάκοπος τα χαράματα. / Ανεβαίνει στο βάθρο του. / Παίρνει την ενδεδειγμένη στάση για τους τουρίστες / και παρατηρεί τον νυχτοφύλακα / να προσποιείται ότι ξυπνά. // Ασάλευτοι κι οι δυο / ακούνε τα χλιμιντρίσματα της ουτοπίας.

Στην Κυψέλη δεν είχαμε δάση και Φαιδριάδες, μόνο μια ανηφορική οδό Φαιδριάδων, όπου έμενε ο πρώτος μου έρωτας, η δασκάλα του Δημοτικού. Δεν σας κρύβω πως την αναζήτησα στα ποιήματά σας, για να συναντήσω αντ’ αυτής τους επόμενους έρωτές μου στην υπέροχη «Ελεγεία για τα κορίτσια των κομμωτηρίων», που αδημονούν να τελειώσει το ωράριο, να φύγουνε, να ξεκουράσουν το κορμάκι τους σ’ ένα δωμάτιο χωρίς καθρέφτες· χωρίς τους καταδότες της αμηχανίας και της θλίψης τους. Και χάρη στο «Μνημοφυλάκειο Παρομοιώσεων ΙΙ» μπορώ πλέον να μην πασχίζω να εκφράσω μια συγκίνηση αλλά να μένω Όπως εκείνος, που πλημμυρισμένος από συγκίνηση, με λυγμικά δάκρυα στα μάτια και τον κόμπο στο λαιμό, «πολύ…» είπε, «πολύ…», και τίποτε άλλο δεν μπόρεσε να προσθέσει, αφήνοντας έτσι αυτό το επίρρημα μόνο του να εκφράζει το μέγεθος του εσωτερικού του συγκλονισμού

Η «Από Μνήμης» συλλογή σας μου έδωσε ταυτόχρονα την αισιοδοξία πως η ποίηση μπορεί πράγματι να διασώσει την μνήμη αλλά και την αίσθηση πως κάποτε δεν μπορούμε παρά να ψελλίζουμε ένα «πολύ». Κι αν γράφοντας ποιήματα βότσαλα μνήμης ρίχνουμε / στον σιωπηλό βυθό / του χρόνου κι αν τα ποιήματα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ενέχυρα με το οποία δανειζόμαστε ψιχία αιωνιότητας και πάλι η οδυνηρή μας διαδρομή γλυκαίνεται με όλα αυτά τα μνημόσυνα και τα μνησιδωρήματα. Και πώς είναι δυνατό να υπάρχει μνήμη χωρίς πόνο, χωρίς την αίσθηση του οριστικά χαμένου και αναπόδραστα οδυνηρού; Και πώς να μη ζητά η απώλεια μερίδιο στις λέξεις και στις στίξεις; Πώς να μη συνομιλεί κανείς με τους χαμένους του και τους νεκρούς του; Ποιος είπε ότι είναι εύκολο να νοιώσεις το νεκροταφείο κοιμητήριο; Όπως όταν βρίσκεσαι κάτω από συγκεκριμένη ψυχολογική πίεση: βαριά ασθένεια ή επαπειλούμενος θάνατος προσφιλούς, θεωρείς πως οι στίχοι των τραγουδιών που ακούγονται στο ραδιόφωνο γράφτηκαν για τη δική σου περίπτωση.

Γι’ αυτά υπάρχει η ποίηση: για τον δεκαπεντάχρονο αναδεξιμιό που ανελήφθη με τη μοτοσικλέτα του και τη νονά του που έγραψε γι’ αυτόν ένα ποίημα, το τύπωσε και το μοίρασε στο μνημόσυνο για μπομπονιέρες· για μια γυναίκα ο χορός της οποίας μελωδούσε το άλγος της ψυχής και η αύρα της μύρωνε το μαγαζί· για όποιον γνωρίζει πως η τυραννία του χρόνου είναι προδήλως άγρια σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, όπως ο αφηγητής που στο «Γενικό Νοσοκομείο Λειβαδειάς» απευθύνεται σε παραλήπτη που δεν θα αναφέρω: Μας φαινότανε από το χρώμα των σπασμένων φθόγγων, άλλοτε πώς παρακαλούσες, άλλοτε πώς έβριζες. Ποιάν άλλη αλήθεια μάταια υπερασπιζόσουν;

Ανάμεσα σε μνημοφυλάκια παρομοιώσεωνμνήστρα της αβύσσου (αλησμόνητες εκφράσεις σας) και «κινηματογραφικές» εικόνες όπως εκείνη της «γυναίκας άλλων καιρών που ανέβηκε στον υδατόπυργο με την παλιά σκουριά στις κολόνες και πέταξε στον ουρανό ακολουθώντας την παρδαλή της κατσίκα» ή της «εαρινής λιτανείας των παιδιών που ψάλλει τον Κωνσταντίνο ενώ η Γλυκερία ανεβασμένη στην αχλαδιά στολίζει με ανθάκια λευκά το σγουρό της εφηβαίο», η μνήμη στέκει συντριμμένη αλλά καταφάσκει την ζωή, μέρος της οποίας είμαστε όλοι όσοι συναντιόμαστε στις σελίδες. Αυτά πρέπει να θυμόμαστε «στην ευτυχία της ειρηνικής μας ζωής», χωρίς να ξεχνάμε «να κλείνουμε το μάτι στα αγάλματα για να τους δείξουμε πως θυμόμαστε».

Σε αυτήν την μνήμη την πανταχού παρούσα, τα πάντα πληρούσα και οιονεί παραληρούσα ανοίγετε διάπλατα τις πόρτες αναρίθμητων προσωπικών διηγήσεων και κοινωνείτε ποιητικά και πεζά υποδείγματα προσωπικής και συλλογικής Ιστορίας σε διαλεχτή διαλεκτική. Και να είστε ήσυχος, πως η πολύτιμη ιστορική σας κατάθεση Δίστομο, 10 Ιουνίου 1944: το ολοκαύτωμα, δεν θα πάει χαμένη. Φέρνω το βιβλίο στους μαθητές και στις μαθήτριές μου και τότε στην αίθουσα απλώνεται μια εκκωφαντική σιωπή, που σπάει μόνο από αλλεπάλληλες ερωτήσεις και οργισμένα βλέμματα.

…αν σωστά ερμηνεύω, κανένα αίνιγμα δεν λύνεται αν δεν φτάσεις ματωμένος στο τρίστρατο… Σωστά ερμηνεύετε και ήδη γνωρίζετε πριν από μας πως και η μνήμη ματώνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αλλά κάποιοι πάντα θα προτιμούμε ο λόγος μας να είναι κατακόκκινος απ’ τις ματώσεις της.

Βλέπετε, εσείς ως λογοτέχνης σκέφτεστε τους αναγνώστες σας ενώ εγώ στο γράμμα μου δεν αναφέρομαι παρά στον εαυτό μου. Διατρέχω τον λόγο σας με κάθε τρόπο εκτός από τον επιστημονικό του και σας διαβάζω μόνο με τις ιδιότητες που θα ήθελα να έχω:  ως ιστορικός γιατί ολόκληρη η εποχή σας βρίσκεται εντός του, ως λαογράφος που αναζητά τα πολύτιμα πετράδια μιας αλλοτινής καθημερινής ζωής, ως ταξιδιώτης στον τόπο σας, ως συνομιλητής που σας ακούει προσεκτικά, ως επιστροφέας στις δικές του μνήμες. Ευτυχώς άλλοι ικανοί μελετητές έχουν ήδη εμβαθύνει στο σώμα της γραφής σας.


Τώρα πρέπει να σας αφήσω να συνεχίσετε να γράφετε ποιήματα, δηλαδή να «ανάβετε κεράκια μνήμης» και να μας υπενθυμίζετε με «Κάτι δύστυχα για τον χρόνο», όπως: Οι άνθρωποι θηράματα / και κυνηγός ο χρόνος. Είναι ο ίδιος χρόνος που, παρ’ όλ’ αυτά, συνεχίζει να ρέει ακάθεκτα, καταποντίζοντας σε βυθό αφανείας και λήθης τις αυταπάτες μας. Κι εγώ, που τα τελευταία χρόνια έζησα περισσότερο στο γραφείο παρά στη δράση, σπεύδω να σας συναντήσω κάπου έξω, εκεί που, όταν μικρός κολλούσατε το μούτρο σας στο τζάμι ενός κουρείου, ένας άλλος Γιώργος σας ψιθύριζε: Όταν μεγαλώσουμε θα τα ιστορήσω όλα τούτα. Μην κάθεσαι στο κρύο, θα τα διαβάσεις τότε. Τρέξε κι εσύ ν’ αποταμιεύσεις μνήμες.

Σας ευχαριστώ που συνομιλείτε μαζί μου. Με σεβασμό και εκτίμηση, ένας αναγνώστης.

Εκεί που η ιστορία διχαλώνεται. Ο ποιητής Γιώργος Χ. Θεοχάρης (Συναγωγή ανέκδοτων κειμένων για το έργο του). Εκδ. Κουκκίδα, 2025, [Σειρά: Φιλολογικά Μελετήματα, αρ. 23], 214 σελ., πρόλογος: Μαρία Ν. Ψάχου, επιμέλεια-επιμύθιο: Κώστας Θ. Ριζάκης. Στο βιβλίο συμβάλλουν με κείμενά τους, εκτός από τον Πανδοχέα, οι: Χρήστος Αγγελάκος, Αλέξανδρος Βαναργιώτης, Νίκος Βαραλής, Διώνη Δημητριάδου, Μάρω Δούκα, Χριστίνα Καραντώνη, Ηλίας Κεφάλας, Κατερίνα Κούσουλα, Άννα Λαμπαρδάκη, Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Ειρήνη Μαργαρίτη, Διονύσης Μαρίνος, Νεκταρία Μενδρινού, Κωνσταντίνος Β. Μπούρας, Στυλιανή Παντελιά, Χρίστος Παπαγεωργίου, Τάσος Πορφύρης, Δημήτρης Ρεντίφης, Σπύρος Σταμπόγλης και Θωμάς Ψύρρας.

Στις εικόνες: 1. Έργο του Max Ernst [Ίσως μια σχηματική απεικόνηση μνήμης], 2. Έργο της America Martin, 3. Κάποτε η Τέχνη της Φωτογραφίας, 4. Διαφάνειες: κάποιο παλιό είδος μνήμης, 5. Ο αναφερόμενος δίσκος, 6. Κύκλος μιας άλλης εποχής, 7. Isabel Quintanilla – Vaso (1969) [Μολύβι], 8. Έργο του Oswaldo Guayasamin, 9. Αλλοτινή κάρτα των Άσπρων Σπιτιών, τόπος εργασίας και δημιουργίας του συγγραφέα.