Το έχουμε πολλές φορές επισημάνει: τα βιβλία που συγκεντρώνουν κείμενα εξαιρετικής κριτικής γραφής, πόσο μάλλον από δεινούς «λογοτέχνες» του είδους, είναι πολύτιμοι θησαυροί όχι μόνο περιεχομένου αλλά και μορφής, καθώς απολαμβάνει κανείς ταυτόχρονα τον πλούτο των επιχειρημάτων και των ευρύτερων σκέψεων του γράφοντος αλλά και την πλούσια γλωσσική εκφορά τους. Και το «Ενδεχομένως» είναι ένας απολύτως ταιριαστός τίτλος με τα σχετικά κείμενα του Παντελή Μπουκάλα, ακριβώς επειδή η κριτική που προσπαθεί να ασκεί είναι ένα «ενδέχεται» και ένα «πιθανώς». Δεν αληθεύει αλλά προτείνει, εκθέτει και ταυτόχρονα εκτίθεται στην κριτική των δικών της ισχυρισμών. Όπως γράφει στον πρόλογό του, η αρχαία σοφία σωστά μας ειδοποίησε ότι τα πράγματα λέγονται πολλαχώς και αυτήν ακριβώς την δυνατότητα δοκιμάζει να λειτουργήσει η εν λόγω δημόσια γραπτή ανάγνωση της λογοτεχνίας και φυσικά να ασκείται σαν πόθος δημοκρατίας και όχι σαν πάθος εξουσίας και να συντάσσει με ακολουθία σκέψεων την συγκίνησή της. Ας δούμε μερικά από τα δεκάδες κείμενα αυτού του βιβλίου, τα οποία δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στην Καθημερινή [1989-1995] μεταφέροντας έστω και ένα ελάχιστο τμήμα από την σκέψη του, και πάντα με τον ίδιο του τον λόγο.
Είναι αδύνατο να μη σπεύσω πρώτα στο κείμενο για τον Φίλιπ Ντικ για δυο λόγους: αφενός επειδή ήταν ιδιαίτερα σπάνιο την εν λόγω εποχή η κριτική να ασχοληθεί με την λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας (με την εξαίρεση του Μάκη Πανώριου) και αφετέρου επειδή διατηρώ μια έντονη προσωπική μνήμη από την πρώτη του ανάγνωση. Ήταν μέσα Δεκεμβρίου του 1992 όταν είχε μόλις τελειώσει ένα τετράμηνο ανελέητο διάβασμα στο πανεπιστημιακό αναγνωστήριο ενόψει των κατατακτηρίων στο Αρχαιολογικό και διψούσα για οποιοδήποτε σχετικό ανάγνωσμα πέρα από κατόψεις, οχυρώσεις και παραστάσεις αγγείων – στο σπίτι είχα παραδώσει βιβλία και κασέτες στον απέναντι συγκάτοικο, με την εντολή να μην μου τα δώσει ως το τέλος των εξετάσεων όσο κι αν τον εκλιπαρούσα. Σε μια αφημένη εφημερίδα πάνω σ’ ένα καφέ διάβασα το κομμάτι για τον Ντικ και η ευχαρίστηση ήταν πλήρης. Αναδυόμουν πλέον στην επιφάνεια αλλά και στο εξώτερο διάστημα.
«Ο εφιαλτικός κόσμος του Φίλιπ Ντικ» γράφεται με αφορμή τα βιβλία Όχι από το εξώφυλλό του, Κόλπο Α.Ε., Ο αντίστροφος κόσμος. Το δίδυμο «γοητεία-φρίκη» καιροφυλακτεί στην γραφή του Ντικ, ο οποίος δεν είναι εύκολος συγγραφέας, ούτε και το διάβασμα των διηγημάτων του είναι άκοπη υπόθεση· η φαντασία του δεν ακολουθεί κάποια ευθεία βατή οδό και τα έργα του δεν εξαντλούνται στον στενότατο ορίζοντα του διαστημικού γουέστερν, αλλά διεκδικούν ένα δυσθεώρητο βάθος και χρησιμοποιούν την τέχνη ή τις τεχνικές του παραλόγου για να καταγράψουν ό,τι ξεφεύγει από τον έλεγχο. Σε κάθε περίπτωση, οι εφιαλτικοί «παράκοσμοί» του αποκτούν συχνά τόση σαφήνεια και τόση πραγματικότητα στη γραφή του που αληθεύουν όσο και το προφανές και το κοινώς αποδεκτό, κι αυτό μάλλον αποτελεί πειστήριο λογοτεχνικής αξίας. Και, πράγματι, ας προσθέσω ο ίδιος, ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι μερικές συλλήψεις επιστημονικής φαντασίας όπως «η υπαγωγή της ανθρώπινης μοίρας στη δεσποτική βούληση απρόσωπων υπεροργανισμών που δύνανται πλέον να επέμβουν και στο πνεύμα και στον ψυχισμό των υπηκόων τους χάρη στην τεχνολογία (η τηλεόραση σε μεγακλίμακα)», δεν μοιάζουν στοιχεία ενός πρώην γοητευτικού και νυν αποτρόπαιου παρόντος;
«Η λογοτεχνία των αρνητικών ηρώων» εστιάζει στην συγκεκριμένη επιλογή του Αλέξανδρου Κοτζιά. Πνεύμα πολύτροπο, ο Κοτζιάς είναι ένας βαθιά πολιτικός συγγραφέας, από τους «άλλους», τους «ηθικολόγους του αρνητικού». Στις σελίδες του στέγασε ήρωες λερούς, πρόσωπα της απώλειας και του χαμού, τύπους κοινωνικά απόβλητους και μεμπτούς, «καταραμένους» με τους οποίους ήταν σχεδόν ανέφικτο να ταυτιστεί ο αλλιώς μαθημένος αναγνώστης σε τέτοιους, αλλά ο πεζογράφος επιδίωξε να τον έλξει στην ισότιμη πιθανότητα της διαφορετικής εκδοχής. Επιλέγοντας «αντιήρωες» ο Κοτζιάς ανοίχτηκε σε κόσμους μυθοπλαστικά βωβούς ενώ, όσον αφορά την σύνθεση επέμενε «μην επεξηγείς όσα ο επαρκής αναγνώστης μπορεί ν’ αντιληφθεί, του αφαιρείς την απόλαυση να λειτουργεί σαν συν-συγγραφέας. Συνεπώς, κόβε! σβήνε! ψαλίδιζε!». Ο συγγραφέας αποποιείται τον ρόλο του «μικρού θεού» που έχει χωρίσει τελεσίδικα και ευδιάκριτα τον κόσμο στο καλό και το κακό, προτιμώντας την σκοπιά του επίμονου δαιμονίου. Αναλαμβάνοντας το ρίσκο να δώσει ισότιμο λόγο στο πάγιο, το κακοφωτισμένο, το άσχημα και εντέλει το «κακό», η λογοτεχνία ασκείται σαν αντιποίηση της αρχής της μιας και μόνης απαρασάλευτης αλήθειας.
Στο κείμενο «Η φλέβα της σάτιρας», με αφορμή του βιβλίο του Κώστα Χατζηαργύρη Ο τρόμος του υπαλλήλου και άλλα διηγήματα, o Μπουκάλας γράφει για το γέλιο που του χάρισε η πρόζα του εν λόγω συγγραφέα που επέμενε να λέει πως είναι μηχανικός λινοτυπικών μηχανημάτων και πάντοτε τύπωνε τα βιβλία του ιδίοις αναλώμασι. Ο Χατζηαργύρης πέτυχε να μπολιάσει το χιούμορ του με την πίκρα του, να συμφύρει την μυθοπλαστία με το δοκίμιο και την (ενδο)λογοτεχνική κριτική και να εμφανίζει επί σκηνής τον ίδιο τον συγγραφέα σα μέτοχο του μύθου ή σαν υποχείριό του. Με καλή του φλέβα την σάτιρα και νήμα και οργανωτή των ιστοριών του την ειρωνεία, ακόμα κι αν τα βιώματά του εναντιώνονταν στη μετουσίωσή τους και καταγράφονταν σχεδόν αδιαμεσολάβητα, απειλώντας να βυθίσουν τα πεζογραφήματά του στα έλη του μελοδράματος ή του λιβέλου, την ηθικολογοτεχνική νομιμότητα την προσέδιδε το γεγονός ότι ο συγγραφέας με τις διάφορες περσόνες του δεν έθετε εαυτόν εκτός του πεδίου βολής και οι μύδροι που εξαπολύονται σύστηναν μια πλάγια αυτοβιογραφία.
Ένας ακόμα αγαπημένος συγγραφέας, ο Τόλης Καζαντζής και τα βιβλία του Η κυρα-Λισάβετ και Ματαιότης ματαιοτήτων και άλλα διηγήματα αποτελούν το θέμα του κειμένου «Οι χυμοί του σαρκασμού». Ο Καζαντζής διακόνησε μέχρι τέλους έναν χυμώδη, παραστατικό λαϊκό αφηγηματικό λόγο διάλεξε πολλούς τρόπους μεταξύ των οποίον κι εκείνους της κραυγής, του μελοδράματος, του στωικισμού και της ειρωνείας που τρέφεται από τις σάρκες του ίδιου του σαρκασμού. Με τα ίχνη του Γιάννη Σκαρίμπα αλλά και του Μάριου Χάκκα να μην είναι ασήμαντα στη δουλειά του, η γλώσσα του υποδεικνύει ότι το κοινόχρηστο και το τετριμμένο έχουν πολλά να πουν όταν βέβαια δεν εξαντλούνται στη νατουραλιστική απεικόνιση των προφανών. Οι χαρακτήρες του πλουτίζονται με αποχρώσεις και πίσω όψεις και οι ιδέες του νοτίζουν ομαλά το υπόστρωμα των γραπτών, χωρίς να το πνίγουν. Ο Καζαντζής ασκήθηκε στη γραφή σαν νοσταλγός ενός μέλλοντος που ουδέποτε υπήρξε.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα κείμενα όπου ο Μπουκάλας εκφράζει ουσιαστικές αντιρρήσεις ως προς στοιχεία της γραφής μερικών συγγραφέων που παρακολουθούμε πιστά. Όσον αφορά το βιβλίο του Γιώργου Μανιώτη Το πονηρό μονοπάτι, η ένσταση του κριτικού αφορά το γεγονός ότι ο συγγραφέας φαίνεται απλώς να παρακολουθεί τον ήρωά του, σαν να κρατάει στα χέρια του μια ουδέτερη κάμερα παρά ένα μολύβι τόσο καλά ξυσμένο ώστε να μπορεί να διεισδύσει στις πληγές της ψυχής. Ο συγγραφέας δεν διασώζει κάποια ετερότητα ούτε επιβάλει στον αναγνώστη μια ουσιαστικότερη επί-σκεψη στον κόσμο, παρά μόνο εφαρμόζει μια απονευρωμένη τεχνική κοινωνικού ρεαλισμού και καταγραφικής απλοϊκότητας. Τα όνειρά δεν συλλειτουργούν με την «κανονική» αφήγηση, δεν την πλουτίζουν ούτε την αποκωδικοποιούν. Όλα γίνονται «ερήμην» του κεντρικού ήρωα, που μοιάζει απλό πρόσχημα για να καταγραφούν όσα επιθυμεί ο συγγραφέας, εκ ου και ο τίτλος του σχετικού κομματιού: «Ένα επιτόπιο άλμα»
Στο βιβλίο του Νίκου Μπακόλα Η κεφαλή η ιστορική ύλη και η μυθοποιία, η ζωή και η δια της λογοτεχνίας μεταγενέστερη αναπαράστασή της συνδέονται αδιάσπαστα, συγχέονται και διαμορφώνουν από κοινού ένα νέο πλάσμα κενταυρικής ειδής. Παρά τον συναρπαστικό αφηγηματικό ρυθμό και την «ποιητική αίσθηση του φυσικού κόσμου» που είχε επισημάνει ο Στρατής Τσίρκας παλαιότερα για τα γραπτά του Μπακόλα, ο κριτικός δεν πείθεται από τον φόρτο των συμπτώσεων, την υπερβολική, μεταμυθιστορηματικής εμπνεύσεως σύγχυση ανάμεσα στα εξωκειμενικά δεδομένα και στα κειμενικά αιτήματα και τον εγκλωβισμό του φαινομενικού ντοκουμέντου ανάμεσα στα δυο ψυχρά κομμάτια που μας ανακοινώνουν την ανεύρεσή του ή το ερμηνεύουν («Η ιστορία, ο μύθος, η ιδεολογία»).
Και πώς να μην σπεύσει κανείς στα γραφόμενά του για τον Μεγάλο Ανατολικό του Ανδρέα Εμπειρίκου, αυτή την ωκεάνεια ερωτική ρητορεία και τον πολύσημο και πολύπτυχο ποιητικό λόγο, όταν μάλιστα το διάβασε και τρεις-τέσσερις φορές, ως διορθωτής των τυπογραφικών του δοκιμίων, με την κάθε ανάγνωση να έχει τους δικούς της καρπούς; Αφού αντιπαρέλθει το γνωστό ζήτημα της έκδοσης ή μη του βιβλίου, καταλήγοντας ότι σαφώς το έργο που αποτέλεσε γι’ αυτόν δοκιμασία ζωής και γραφής δεν έπρεπε να τρέφεται με το σκοτάδι του συρταριού, διαπιστώνει ότι ο ο Εμπειρίκος δεν διαπρέπει ως μυθιστοριογράφος, καθώς αδυνατεί να διεκπεραιώσει νικηφόρα το δυσκολότατο στοίχημα, να απλώσει και να εκτείνει την ποίησή του σε δεκάδες κεφάλαια, διατηρώντας αλώβητη την έντασή της. Ισχνή η πλοκή, στατική, δεδομένοι και ανεξέλικτοι οι χαρακτήρες –και όσοι αλλάζουν είναι για να συμμορφωθούν εντέλει με την ερωτική ιδεολογία του βιβλίου, να προσαρμοστούν δηλαδή στο ανθρώπινο μοντέλο που πριμοδοτεί ο λογοτέχνης. Τα γλωσσικά ευρήματα που ποικίλουν (ή ανακουφίζουν;) τις ερωτικές συνομιλίες, φυσικό είναι τη νιοστή φορά να χάσουν μεγάλο τμήμα του θάμβους τους, για να επιβεβαιώσουν ότι ο Εμπειρίκος είναι ο ποιητής του ύψους· και με την έκταση δυσκολεύεται και με το βάθος, παρά τον ψυχαναλυτικό του εξοπλισμό ή και εξαιτίας αυτού. Όσον αφορά την γλώσσα του, αυτή την μη καθαρή καθαρεύουσα που θεωρήθηκε σαν άλλοθι και για την κάλυψη των «έκτροπων» περιγραφών, ίσως επειδή το έργο θα ήταν πιο «βάναυσο» αν ήταν γραμμένο στην κοινή λαλουμένη και γραφουμένη, διατυπώνεται η άποψη πως, πέρα από το ότι δεν υπάρχουν εξαγνιστικές ούτε χυδαίες γλώσσες, αν ο Εμπειρίκος επιθυμούσε να οχυρωθεί πίσω από την καθαρεύουσα, θα υιοθετούσε την πιο άτεγκτη εκδοχή της, αντιμετωπίζοντας όμως την πιθανότητα να μεταβληθεί το κείμενό του σε δυσπρόσιτο και ψυχρό ιερογλυφικό, να υπάρξει μόνο ως φιλολογικό γεγονός και να χάσει την ικανότητά του να προσηλυτίσει στην ιδεολογία του έρωτα.
Από τα ελάχιστα παραπάνω, είναι εμφανές το πλούσιο περιεχόμενο των γραπτών του Μπουκάλα, ως προς τη ουσία αλλά και την γλώσσα. Τρία κείμενα «Περί κριτικής», τριάντα πέντε περί Ποίησης (από τον Οκτάβιο Πας, τον Βύρωνα και τον Καβάφη, έως τον Ελύτη, τον Σεφέρη και τον Καρούζο, από τον Λειβαδίτη, τον Ρίτσο και τον Γκάτσο, έως τον Αναγνωστάκη, τον Σαχτούρη, τον Πούλιο, τον Βαρβέρη, τον Τρακλ, τον Κανταρέ, τον [Έντμουντ] Γουίλσον κ.ά.), τριάντα τέσσερα κείμενα για την Πεζογραφία (περί Πεντζίκη, Παπαδιαμάντη, Ροΐδη, Γκουρογιάννη, Γαλανάκη, Γκιμοσούλη, Δημητρίου, Βαλαωρίτη, Μάρκες, Λακαριέρ, Σέμπρουν κ.ά. αλλά και θέματα σχετικά με την λογοκλοπή, την εμπορική επιτυχία και την μετάφραση), και, τέλος, άλλα πέντε κείμενα σε μια ενότητα υπό τον τίτλο «Τα γλωσσικά», συμπληρώνουν τον τόμο-θησαυρό.
Εκδ. Άγρα, 1996, σελ. 479. Περιλαμβάνεται πεντασέλιδο ευρετήριο προσώπων. Στις εικόνες: Phillip Dick, Ανδρέας Εμπειρίκος.





